O ψυχίατρος, για να γίνει ψυχίατρος, μέσα σε όλα, κάνει και την εκπαίδευση του ψυχοθεραπευτή. Το ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής είναι ειδίκευση στην ειδίκευση στην ουσία. Δεν μαθαίνει έξτρα την ιδιότητα του ψυχολόγου όπως λες.
ο ψυχίατρος μπορεί να κάνει και τη δουλειά του ψυχολόγου.
εξ ορισμού!
Καλο θα ειναι να μην μιλαμε αόριστα: Για ποσο χρονο εκπαιδευεται? Ό,τι ναι λες?
Εδώ διαβάζουμε ότι:
Απαιτείται άσκηση 5 ετών. Από αυτά:
-- 6 μήνες Παθολογία (με επικέντρωση στην "Ψυχοσωματική Θεώρηση" των νοσημάτων)
-- 1 έτος Νευρολογία εκ του οποίου 9 μήνες Κλινική Νευρολογία και 3 μήνες Νευροφυσιολογία, Νευροχειρουργική και Νευροακτινολογία
-- 2 έτη Κλινική Ψυχιατρική* (σε εσωτερικό Ψυχιατρικό τμήμα και σε εξωτερικά ιατρεία) εκ των οποίων όχι πάνω από 1 έτος σε κλινικές χρονίως πασχόντων
-- 3 μήνες Ψυχιατροδικαστική
-- 6 μήνες Ψυχιατρική Κλινική σε Γενικό Νοσοκομείο
-- 6 μήνες Κοινοτική Ψυχιατρική (σε κοινοτικό κέντρο Ψυχικής Υγείας και σε ενδιάμεσες ψυχιατρικές δομές)
-- 3 μήνες Παιδοψυχιατρική και Ψυχιατρική Εφήβων.
*Στα πλαίσια της άσκησης στην Κλινική Ψυχιατρική περιλαμβάνονται (εκτός από την κλινική ψυχιατρική των ενηλίκων) η Ψυχογηριατρική και οι καταστάσεις εξάρτησης από ουσίες (τοξικομανία, αλκοολισμός).
Από το β' εξάμηνο του 2ου έτους της ,ειδίκευσης, ο ειδικευόμενος πρέπει να εκπαιδεύεται παράλληλα με τη λοιπή άσκησή του, και στην Ψυχοθεραπεία.[Όπως αναφέρεται στο Π. Δ/γμα 415/94, με ξεχωριστή τοποθέτηση.]
Συμπέρασμα:
1. Απο τα 5 χρονια της εκπαιδευσης, το μαξιμουν της ενασχολησης του ψυχιατρου με την Ψυχοθεραπεία ειναι 6 μήνες. ΟΛΟΥΣ τους αλλους υπόλοιπους μήνες ασχολειται με την ειδικοτητα του.
2. Επίσης απο το μπολνταρισμενο "πρεπει" μεχρι το οτι "εκπαιδευεται οντως" υπαρχει καποια αποσταση

3. Έστω ομως οτι οντως εκπαιδευεται. Αλοίμονο αμα ο ψυχιατρος δεν γνωριζε εστω και στο ελαχιστο στοιχεια απο Ψυχολογια!!!! Εμεις σαν ηλεκτρολογοι, γιατι μαθαινουμε χημεια, οι μηχανολογοι γιατι εχουν ηλεκτροτεχνια κλπ???
ΟΧΙ 6 ΜΗΝΕΣ, αλλά παραπανω θα επρεπε να εκπαιδευται ο ψυχιατρος πανω στην Ψυχοθεραπεια!
Ομως με αυτην την λογικη, δεν θα χρειαζοταν να υπαρχει το επαγγελμα του ψυχολογου, αφού τελικα
τα δύο επαγγέλματα (ψυχιατρου και ψυχολογου) αλληλοσυμπληρώνονται, συνεισφέροντας στη διαμόρφωση μιας, όσο γίνεται, ολοκληρωμένης άποψης για το πιο πολύπλοκο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας: τον άνθρωπο και τις ψυχικές του λειτουργίες. Και τα δύο κινούνται με γνώμονα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του θεραπευόμενου και σε αρκετές περιπτώσεις,
ο συνδυασμός είναι το κλειδί για την επίτευξη των στόχων του κλινικού έργου.
Η ψυχιατρική δε μελετά μόνο τις παθολογικές περιπτώσεις. Μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά.
Εάν οι ψυχίατροι ασχολούνται μόνο με τα "προβλήματα", τότε περιπτώσεις ανθρώπων όπως όσοι έχουν κάποιο χάρισμα (πχ στη μουσική) από ποιον θα έπρεπε να μελετηθούν; Ο αυτισμός; Η δυσλεξία;
Εσενα Νεσσα σε απαντησε πολυ καλα η SuperNova.
Επειδη την απαντηση της την διαβασε η bjork αλλα ρωταει το ιδιο πραγμα με σενα, σημαινει οτι η bjork δεν καταλαβε τι διαβασε.
Ας προσπαθήσω να εξηγήσω πώς επηρεάζει η ιατρική ιδιότητα: όταν κάποιος επισκέπτεται έναν ιατρό, ο τελευταίος θα τον εξετάσει, θα αναλύσει τα συμπτώματα, θα κάνει τη διάγνωση και θα χορηγήσει κάποια φαρμακευτική αγωγή. Κατά τη διάγνωση, η προσοχή του ιατρού στρέφεται στο
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΟΡΓΑΝΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ και στο σύμπτωμα που παρουσιάζεται. Ο τρόπος που ο ψυχίατρος γνωρίζει-έχει-μάθει-να-χρησιμοποιεί, βάση της ιατρικής του ιδιότητας, για να αντιμετωπιστεί η δυσλειτουργία του οργάνου (στη περίπτωση της ψυχικής υγείας μιλάμε για το κεντρικό νευρικό σύστημα) είναι η χορήγηση κάποιας χημικής ουσίας που ή
θα επαναφέρει το όργανο στην αρχική του κατάσταση ή
θα μπορέσει να ισορροπήσει τα αποτελέσματα της μόνιμης βλάβης του.
Η αντιμετώπιση του συμπτώματος, ως αποτέλεσμα της φαρμακολογικής αγωγής, σημαίνει απαραίτητα και εξάλειψη των αιτιών της δυσλειτουργίας; Αν για παράδειγμα κάποιος υποφέρει από άγχος, με τη χορήγηση φαρμάκων θα περιοριστεί το σύμπτωμα (ενδεχομένως το άγχος του δε θα είναι τέτοιο που να του δημιουργεί προβλήματα στη ζωή του), αλλά η αιτία που το προκαλεί και οι λανθασμένοι ψυχικοί μηχανισμοί που ωθούν κάποιον στο να βλέπει τις καταστάσεις σαν απειλητικές, θα εξακολουθούν να υπάρχουν.Ο ψυχολογος τωρα:
Ο ψυχολόγος δεν είναι ιατρός και δεν έχει την «ιατρική ματιά». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να
MHN ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ και στο σύμπτωμα που υπάρχει, αλλά να βλέπει τον άνθρωπο που έχει μπροστά του με μια πιο γενική ματιά, σαν ένα σύνολο, το οποίο επηρεάζεται και λειτουργεί μέσα από τη συνεργία διαφόρων παραγόντων. Θεωρεί το σύμπτωμα σαν συνέπεια της δυσλειτουργίας και χωρίς να το αγνοεί, δεν περιορίζει την προσοχή του σε αυτό. Προσπαθεί λοιπόν να εντοπίσει και να λάβει υπόψη του, τους καθοριστικούς παράγοντες για τη δυσλειτουργία ή διαταραχή του πελάτη του και στη συνέχεια να δουλέψουν μαζί κατά τη θεραπεία. Σε αυτό το σημείο, πέραν της διαφορετικής προσέγγισης κατά τη διάγνωση, έρχεται στην επιφάνεια άλλη μία διαφορά, αυτή τη φορά σχετική με τον ίδιο τη θεραπεία και το ρόλο του ίδιου του θεραπευόμενου: η χορήγηση φαρμάκων θέτει σε παθητική στάση το θεραπευόμενο, αφού ο ρόλος του περιορίζεται στη σωστή και υπεύθυνη λήψη τους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη για συμμετοχή και συνεργασία του θεραπευόμενου, απαραίτητο συστατικό κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπειών που δε βασίζονται σε φάρμακα.
Η ψυχιατρική δε μελετά μόνο τις παθολογικές περιπτώσεις. Μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά.
Μεχρι εδω θα διαπιστωσες ποιοι ασχολουνται αποκλειστικα με την ανθρωπινη συμπεριφορα

Μαλιστα οι ψυχολογοι, διακρινονται και αυτοι σε δυο ειδικότητες:
του Συμβουλευτικού Ψυχολόγου
του Κλινικου Ψυχολόγου
Και συνεχιζω:
Ο ρόλος του Συμβουλευτικού Ψυχολόγου
Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι εργάζονται με πελάτες που εκτίθενται σε ένα ευρύ φάσμα συνθηκών ζωής. Έχουν δεξιότητες συμβουλευτικής κατάλληλες για άτομα, ζευγάρια, οικογένειες και ομάδες. Η εποπτεία και η διασύνδεση με συναδέλφους και επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων αποτελούν σημαντικό μέρος της δουλειάς τους. Εκπαιδεύονται για να εργαστούν τόσο ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες σε ιδιωτικό πλαίσιο όσο και ως μέλη ιδρυμάτων / οργανώσεων και διεπιστημονικών ομάδων.
Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι είναι επαγγελματίες οι οποίοι είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματα από τη συστηματική έρευνα αλλά και από τη δική τους επαγγελματική εμπειρία, για την κατανόηση των ανθρώπινων προβλημάτων, τόσο ως προς την εμφάνιση και εξέλιξη τους όσο και ως προς την επίλυσή τους. Μπορούν επίσης να ασχοληθούν με την εποπτεία των εκπαιδευόμενων ψυχολόγων καθώς και με την έρευνα προκειμένου να διευρυνθεί η γνωστική βάση της ψυχολογίας γενικότερα και της συμβουλευτικής ψυχολογίας ειδικότερα.
Τρεις είναι οι πιο κεντρικοί ρόλοι τους οποίους επωμίζονται οι Συμβουλευτικοί Ψυχολόγοι: α) ο θεραπευτικός, β) ο προληπτικός, και γ) ο εξελικτικός/ εκπαιδευτικός.
Α. Υιοθετώντας τον θεραπευτικό ρόλο, ο Συμβουλευτικός Ψυχολόγος δουλεύει με άτομα ή ομάδες (συμπεριλαμβανομένων και ζευγαριών ή οικογενειών) με σκοπό να τους βοηθήσει να θεραπεύσουν διάφορα προβλήματα. Τέτοιου είδους θεραπεία είναι και η παρέμβαση σε φάση κρίσης. Σε αυτό το ρόλο ξεκινάμε με την άποψη ότι κάτι είναι ανησυχητικό και χρειάζεται να «διορθωθεί» ή ότι ένα πρόβλημα χρειάζεται να λυθεί.
Β. Υιοθετώντας τον προληπτικό ρόλο, ο Συμβουλευτικός Ψυχολόγος προσπαθεί να προβλέψει, να προλάβει, και αν είναι δυνατόν να ματαιώσει δυσκολίες που μπορεί να παρουσιαστούν στο μέλλον. Προληπτικού τύπου παρεμβάσεις είναι ψυχο-εκπαιδευτικά προγράμματα που στοχεύουν να παρεμποδίσουν την τυχόν δημιουργία προβλημάτων. Ο βασικός στόχος είναι να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κάνουν αλλαγές στον εαυτό τους και στο περιβάλλον τους για να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα δημιουργίας προβλημάτων. Το προληπτικό τους έργο μπορεί να περιλαμβάνει σεμινάρια ή εργαστήρια (workshops) που έχουν όμως διαφορετική μορφή ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο απευθύνονται (π.χ., προγράμματα για την πρόληψη των ναρκωτικών, την πρόληψη των αυτοκτονιών, καθώς επίσης και συμβουλευτική σε επιχειρήσεις για τις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού, προσωπικού και επιχείρησης, κτλ.).
Γ. Υιοθετώντας τον εκπαιδευτικό ή/ και εξελικτικό ρόλο, ο Συμβουλευτικός Ψυχολόγος προσπαθεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κερδίσουν από τις εμπειρίες τους έτσι ώστε, μέσα από κάποιο προγραμματισμό, να βοηθηθούν να ανακαλύψουν και να ενδυναμώσουν τις δυνατότητές τους. Δηλαδή, ο στόχος σε αυτό το ρόλο είναι η βελτίωση του ατόμου μέσω της απόκτησης ικανοτήτων ή την βελτίωση στάσεων που διευκολύνουν την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων και μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα ή την ικανοποίηση. Αυτό γίνεται σε διάφορα σεμινάρια που διδάσκονται παρεμβάσεις με σκοπό την απόκτηση συγκεκριμένων ικανοτήτων, όπως ομάδες που στοχεύουν στην βελτίωση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Εκπαίδευση / Κατάρτιση
Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν προσωπική ψυχολογική συμβουλευτική κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους και να συνεχίζουν την επαγγελματική τους κατάρτιση ακόμη και μετά το πέρας των σπουδών τους. Υπάρχει ένα εύρος θεραπευτικών προσεγγίσεων το οποίο διδάσκεται κατά την εκπαίδευση και εφαρμόζεται στην πράξη, όπου συμπεριλαμβάνονται οι βασικές σχολές: ψυχοδυναμική, γνωσιακή συμπεριφοριστική, συστημική και προσωπο-κεντρική.
Είναι πολύ σημαντικό να προσθέσουμε ότι πρέπει να δίνεται έμφαση στην μεταπτυχιακή εκπαίδευση των Συμβουλευτικών Ψυχολόγων. Η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει θεωρία, έρευνα, εποπτευόμενη κλινική πρακτική άσκηση όπως και προσωπική ανάπτυξη. Οι στόχοι για τις δεξιότητες των μεταπτυχιακών φοιτητών θα πρέπει μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν και τα παρακάτω:
(α) Να μπορούν να ενοποιούν την ψυχολογική θεωρία, την έρευνα και την πρακτική εφαρμογή.
(β) Να αναγνωρίζουν τον κεντρικό ρόλο της θεραπευτικής σχέσης στην πρακτική της συμβουλευτικής ψυχολογίας.
(γ) Να αναγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις στο πλαίσιο της πρακτικής είναι πάντα περίπλοκες και λαμβάνονται κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας. Οφείλουν επίσης να παίρνουν υπ΄ όψιν τους ότι οι αποφάσεις ηθικού περιεχομένου είναι πρωταρχικής σημασίας.
(δ) Να κατανοούν ότι ως συμβουλευτικοί ψυχολόγοι είναι - να παράγουν αλλά και να αξιοποιούν την γνώση.
(ε) Να μπορούν να κατανοούν και να έχουν την ικανότητα να εμπλέκονται με ζητήματα που αφορούν ευρύτερα οργανωτικά και κοινωνικά πλαίσια.
(στ) Να αναγνωρίζουν την σημαντικότητα της συνεχιζόμενης επαγγελματικής ανάπτυξης.
Βασικά χαρακτηριστικά της εργασίας των Συμβουλευτικών ψυχολόγων που τους διαφοροποιούν από άλλες ειδικότητες
Εργάζονται με άτομα που αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών προβλημάτων αλλά που δεν έχουν σοβαρά προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο μέρος των συμβουλευτικών ψυχολόγων εργάζονται σε ιδρύματα ή νοσοκομεία με άτομα που πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές.
Επικεντρώνονται στην ενίσχυση της ψυχικής υγείας. Γι αυτό και εστιάζονται στις δυνατότητες και τις ικανότητες των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος ή τον βαθμό ψυχοπαθολογίας, πιστεύοντας ότι ακόμα και τα σοβαρά διαταραγμένα άτομα έχουν ικανότητες και δυνατότητες.
Χρησιμοποιούν παρεμβάσεις μικρής χρονικής διάρκειας.
Στη δουλειά τους εξετάζουν την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον και όχι τον καθένα από αυτούς τους παράγοντες μεμονωμένα.
Δίνουν έμφαση στην εκπαιδευτική και επαγγελματική εξέλιξη του ατόμου καθώς και τα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Συνοπτικά, ο ρόλος και η φιλοσοφία του Συμβουλευτικού ψυχολόγου έχει ολιστικό χαρακτήρα, αφού εξετάζει το άτομο πέρα από διαγνωστικές ταμπέλες, αλλά μέσα στο πλαίσιο της εξέλιξής του και της σχέσης του με το περιβάλλον, τους άλλους ανθρώπους και την επαγγελματική του ανάπτυξη. Στοχεύει στην εργασία με τις δυνατότητες του ατόμου για να το οδηγήσει σε προσωπική, διαπροσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη και ικανοποίηση.
Η ψυχιατρική δε μελετά μόνο τις παθολογικές περιπτώσεις. Μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά.
Οι κλινικοι Ψυχολόγοι τώρα:
Τι είναι η Κλινική Ψυχολογία ;
Φιλοσοφία
Η εργασία των κλινικών ψυχολόγων βασίζεται στην θεμελιώδη αναγνώριση ότι όλα
τα άτομα έχουν την ίδια ανθρώπινη αξία και το δικαίωμα να τους συμπεριφέρονται
ως μοναδικές υπάρξεις. Οι κλινικοί ψυχολόγοι θ α προσεγγίσουν όλους τους
ανθρώπους – και πελάτες και συναδέλφους - με αξιοπρέπεια και σεβασμό και θα
εργαστούν μ αζί τους ως ισότιμοι σ υνεργάτες προς την επίτευξη αμοιβαία
καθορισμένων στόχων. Παράλληλα, οι κλινικοί ψυχολόγοι θα παραμείνουν πιστοί
και θα καθοδηγούνται απο τις ρητές δεοντολογικές αρχές που θεμελιώνουν την
εργασία τους.
Σκοπός
Η κλινική ψυχολογία στόχο έχει να μειώσει την ψυχολογική δυσφορία και ενόχληση
και να ενδυναμώσει και προάγει την ψυχολογική ευρυθμία μέσω της συστηματικής
εφαρμογής της γνώσης που προέρχεται απο τη θεωρία και τα δεδομένα της
επιστήμης της ψυχολογίας.
Στόχοι
Η παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της κλινικής ψυχολογίας, στόχο έχει να
καταστήσει ικανούς τους πελάτες να:
- αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες και ικανότητες για να
αντιμετωπίσουν τις συναισθηματικές ανάγκες και την καθημερινή ζωή
τους ώστε να μεγιστοποιήσουν την ψυχολογική και σωματική ευρυθμία
τους,
- αναπτύξουν και να αξιοποιήσουν την ικανότητά τους να κάνουν
συνειδητές επιλογές, ώστε να ενδυναμώσουν και να μεγιστοποιήσουν την
ανεξαρτησία και την αυτονομία τους,
- αποκτήσουν μια αίσθηση κατανόησης του εαυτού, αυτοσεβασμού και
αυταξίας,
- απολαμβάνουν τις καλές κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις και να
μοιράζονται μαζί με άλλους ανθρώπους τα ποικίλα κοινωνικά και
περιβαλλοντικά αγαθά.
Επίσης η παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της κλινικής ψυχολογίας, έχει στόχο να
καταστήσει ικανούς τους επαγγελματίες να:
- αποκτήσουν επίγνωση των ψυχολογικά προσανατολισμένων τρόπων
σκέψης,
- αξιοποιήσουν τις γνώσεις από την επιστήμη της ψυχολογίας ώστε να
ασκούν το επάγγελμά τους προς όφελος των πελατών τους,
- αυξήσουν την αίσθηση κατανόησης του εαυτού, αυτοσεβασμού και
αυταξίας
- χρησιμοποιούν τα δεδομένα της ψυχολογικής έρευνας ώστε να
συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων σε κλινικό, οργανωτικό και κοινωνικό
επίπεδο.
Πώς επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι
Οι βασικές δεξιότητες ενός κλινικού ψυχολόγου είναι :
αξιολόγηση,
διατύπωση υποθέσεων
παρέμβαση,
εκτίμηση όλων των ανωτέρω
Η αξιολόγηση των ψυχολογικών φαινομένων και της συμπεριφοράς είναι μια
δεξιότητα που αποκτάται μέσα από τη θεωρία και πρακτική της ακαδημαϊκής και
εφαρμοσμένης ψυχολογίας. Διαφέρει απο άλλες δραστηριότητες όπως η διάγνωση
και περιλαμβάνει την εκτίμηση των ατομικών αλλαγών και της σταθερότητας αυτών,
καθώς και τη σύγκριση του ατόμου με ομάδες α ναφοράς. Οι διαδικασίες
αξιολόγησης περιλαμβάνουν :
την ανάπτυξη και χρήση των ψυχομετρικών tests (π.χ. tests νοημοσύνης και
ικανοτήτων, διάθεσης, προσωπικότητας, νευροψυχολογικής λειτουργίας),
την εφαρμογή της συστηματικής παρατήρησης και μέτρησης της
συμπεριφοράς τόσο στο φυσικό περιβάλλον όσο και σε άλλα πλαίσια (π.χ.
παρατήρηση νοσηλευτή – ασθενούς σε ένα θάλαμο μακροχρόνιας νοσηλείας,
εκπαίδευση γονέων να παρατηρούν και να εξετάζουν προσεκτικά τη
συμπεριφορά του παιδιού, εκπαίδευση των ατόμων που έχουν αναλάβει τη
φροντίδα του ασθενούς να καταγράφουν συμπεριφορές αυτο-τραυματισμού),
την επινόηση στρατηγικών αυτο-παρατήρησης για τους ατομικούς χρήστες
υπηρεσιών (π.χ. ημερολόγια για την καταγραφή ενοχλητικών σκέψεων),
την πραγματοποίηση τυπικών και άτυπων συνεντεύξεων με πελάτες αλλά και
με άτομα που έχουν αναλάβει τη φροντίδα αυτών.
Τα αποτελέσματα τ ης αξιολόγησης εντάσσονται στο πλαίσιο των ιστορικών και
αναπτυξιακών παραγόντων και διαδικασιών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του
πελάτη (είτε ο πελάτης είναι άτομο, οικογένεια, ομάδα ή οργάνωση).
Οι κλινικοί ψυχολόγοι έχουν την ικανότητα να εκτιμούν την καταλληλότητα των
διαφορετικών μεθόδων αξιολόγησης σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο αυτή
πραγματοποιείται. Επιπλέον είναι ικανοί να επινοούν και να δοκιμάζουν
εξατομικευμένες διαδικασίες αξιολόγησης ακόμα και στις περιπτώσεις που η
αξιολόγηση πραγματοποιείται μια και μόνο φορά.
Διατύπωση υποθέσεων είναι η άθροιση και ολοκλήρωση της γνώσης που αποκτάται
από τη διαδικασία αξιολόγησης. Κατά τη διαδικασία της διατύπωσης υποθέσεων
αξιοποιούνται η θεωρία και τα δεδομένα της επιστήμης της ψυχολογίας, ώστε να
συγκροτηθεί ένα πλαίσιο περιγραφής του προβλήματος καθώς και των παραγόντων
που συνέβαλαν στην ανάπτυξη και διατήρησή του. Λόγω της ειδικής εκπαίδευσης
τους η οποία περιλαμβάνει την σύνδεση της θεωρίας με την πρακτική εφαρμογή, οι
κλινικοί ψυχολόγοι θα είναι ικανοί να αξιοποιήσουν διαφορετικά ερμηνευτικά
μοντέλα. Ως εκ τούτου η διατύπωση υποθέσεων μπορεί να περιλαμβάνει ποικίλες
προσωρινές υποθέσεις. Οι πληροφορίες που αναδύονται από τη διαδικασία αυτή,
διαμορφώνουν μια βάση για το σχεδιασμό παρεμβάσεων. Η ικανότητα προσέγγισης,
ανασκόπησης, κριτικής εκτίμησης, ανάλυσης και σύνθεσης των δεδομένων και της
γνώσης από μια ψυχολογική προοπτική, είναι μια ικανότητα μοναδική για τ ουςψυχολόγους, τόσο για αυτούς που ακολουθούν την ακαδημαϊκή ψυχολογία όσο και
για αυτούς που ακολουθούν την εφαρμοσμένη.
Η παρέμβαση, εάν είναι απαραίτητη, βασίζεται στην διατύπωση υποθέσεων. Μπορεί
να περιλαμβάνει ή όχι την εφαρμογή μιας τυπικής διαδικασίας τροποποίησης της
συμπεριφοράς (που είναι μία απο τις ψυχολογικές θεραπείες). Άλλα είδη παρέμβασης
μπορεί να περιλαμβάνουν την εκπαίδευση διαφόρων ατόμων (π.χ. επαγγελματικού
προσωπικού, συγγενών και ανθρώπων που έχουν αναλάβει τη φροντίδα ασθενών), τη
μετάδοση γνώσεων της επιστήμης της ψυχολογίας μέσω της διδασκαλίας ή την
ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσω της εποπτείας. Όλες αυτές οι μορφές
παρεμβάσεων αποτελούν τη δοκιμή και έλεγχο των προσωρινών υποθέσεων που
συγκροτήθηκαν κατά τη διαδικασία της διατύπωσης υποθέσεων. Ως ε κ τούτου
υπόκεινται σε τροποποιήσεις υπό το φως της εμπειρίας και των νέων δεδομένων.
Η συνολική εκτίμηση όλων των ανωτέρω διαδικασιών (αξιολόγηση, διατύπωση
υποθέσεων, παρέμβαση) είναι ένα σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς
του κλινικού ψυχολόγου. Όλες αυτές οι διαδικασίες θα πρέπει να εκτιμηθούν, τόσο
κατά τη διάρκεια της εφαρμογής τους όσο και μετά την ολοκλήρωσή τους, ώστε να
αξιολογηθεί η σταθερότητα και η διατήρηση των αλλαγών στις οποίες στοχεύει η
παρέμβαση. Για μια ακόμα φορά, η ικανότητα αξιοποίησης των μ εθόδων
αξιολόγησης και χειρισμού πολύπλοκων και δύσκολων δεδομένων είναι ικανότητες –
κλειδιά για κάθε κλινικό ψυχολόγο.
Συνοπτικά, η προσφορά βοήθειας προς τους ανθρώπους, ώστε να επιλύσουν
προσωπικά, οικογενειακά, ομαδικά, εργασιακά προβλήματα βασίζεται στο μείγμα και
τη σύνθεση των ικανοτήτων, οι οποίες οικοδομούνται στον κορμό της θεωρίας και
των δεδομένων της επιστήμης της ψυχολογίας. Τα στοιχεία αυτά κάνουν την κλινική
ψυχολογία μοναδική για την υγεία και την κοινωνική πρόνοια.
Οι κλινικοί ψυχολόγοι ως επιστήμονες – επαγγελματίες
Οι κλινικοί ψυχολόγοι είναι κάτι περισσότερο από ψυχολογικοί θεραπευτές. Ενώ
πολλοί ασκούν ψυχοθεραπεία, η ψυχοθεραπεία δεν είναι μια δραστηριότητα
μοναδική για τους κλινικούς ψυχολόγους, ούτε και θα πρέπει να είναι. Το θεωρητικό
υπόβαθρο και η εκπαίδευση των κλινικών ψυχολόγων έχουν τις ρίζες τους στην
επιστήμη της ψυχολογίας. Έτσι, η κλινική ψυχολογία μπορεί να θεωρηθεί ως μία απο
τις εφαρμογές της επιστήμης τ ης ψυχολογίας στην προσφορά βοήθειας για τ ην
επίλυση ανθρώπινων προβλημάτων. Η ικανότητα σχεδιασμού και εκτέλεσης
εφαρμοσμένης έρευνας ε ίναι μια δεξιότητα που αποκτάται σε έ να διδακτορικό
επίπεδο εκπαίδευσης και γίνεται όλο και περισσότερο πολύτιμη στην σύγχρονη τάση
που υποστηρίζει ότι η πρακτική άσκηση θα πρέπει να βασίζεται σε ερευνητικά
δεδομένα. Επιπρόσθετα, ένα στοιχείο της επάρκειας στην έρευνα είναι η ικανότητα
κριτικής αξιολόγησης της ερευνητικής διαδικασίας. Πρόκειται για μια ακόμη
ικανότητα που θεωρείται απαραίτητη για τους κλινικούς ψυχολόγους.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ερευνητική πράξη δεν είναι μια δραστηριότητα
αποκομμένη από τον «πραγματικό» κλινικό χώρο εργασίας. Ενώ υπάρχουν ισχυρά
δεδομένα τα οποία στηρίζουν πολλές κλινικές δραστηριότητες, υπάρχουν ακόμα
κενά στα θ εμέλια της γνώσης. Στην κάλυψη του κενού αυτού μπορούν να
συμβάλουν οι κλινικοί ψυχολόγοι, μέσω της ανάπτυξης και του ελέγχου νέων
παρεμβάσεων και δραστηριοτήτων, που βασίζονται στη θεωρία της επιστήμης της ψυχολογίας. Έτσι η κλινική πράξη θα τροφοδοτεί διαρκώς την έρευνα και θεωρία
που με τη σειρά τους επηρεάζουν την κλινική πράξη.
Η ψυχιατρική δε μελετά μόνο τις παθολογικές περιπτώσεις. Μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά.
Συνεχιζω!
Διαφορά των συμβουλευτικών με τους κλινικούς Ψυχολόγους
Οι κλινικοί ψυχολόγοι:
-εργάζονται με άτομα με σοβαρότερη ψυχοπαθολογία
-εστιάζονται στα παθολογικά στοιχεία του ατόμου αντί τα υγιή
-η εκπαιδευτική και επαγγελματική ανάπτυξη του ατόμου και τα αντίστοιχα περιβάλλοντα δεν αποτελεί κεντρικό μέρος της εργασίας τους.
Οι κλινικοί ψυχολόγοι εργάζονται συνήθως σε διάφορες υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας, όπως νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές και ιδιωτικά γραφεία.
Παρακάτω παρατίθεται η αναφορά των Brammer and Shostrom για τις διαφορές της συμβουλευτικής που ασκείται από τους συμβουλευτικούς ψυχολόγους και της ψυχοθεραπείας, που ασκείται από τους κλινικούς ψυχολόγους, όταν εκπαιδεύονται σε αυτή:
Συμβουλευτική | Ψυχοθεραπεία |
Υποστηρικτική δουλειά | Αναδιοργάνωση της προσωπικότητας
|
Εκπαιδευτική | Ανάλυση σε βάθος |
Εστιασμός σε συγκεκριμένα προβλήματα και επίλυση προβλημάτων σε συνειδητό επίπεδο
| Εστιασμός στην ανάλυση του ασυνείδητου |
«Υγιή» άτομα | Άτομα με σοβαρή ψυχοπαθολογία |
Διαφορά με τους Οργανωτικούς Ψυχολόγους
Οι Οργανωτικοί Ψυχολόγοι:
ενδιαφέρονται για την εργασία και την απόδοση του εργαζόμενου σε αντίθεση με τους συμβουλευτικούς ψυχολόγους που εξετάζουν το τι κάνει τους ανθρώπους να επιλέγουν μια συγκεκριμένη σταδιοδρομία, ποιοι παράγοντες εμποδίζουν τέτοιες αποφάσεις, και ποιες παρεμβάσεις βοηθούν στην επαγγελματική ανάπτυξη του ατόμου.
εξετάζουν το ευρύτερο επαγγελματικό πλαίσιο σε αντίθεση με τους συμβουλευτικούς ψυχολόγους που εξετάζουν μεμονωμένα άτομα.
εξετάζουν την απόδοση τόσο του ατόμου όσο και της οργάνωσης και πιθανά προβλήματα, σε αντίθεση με τους συμβουλευτικούς ψυχολόγους που εξετάζουν την γενικότερη ψυχολογική προσαρμογή του ατόμου στον εργασιακό χώρο.
Διαφορά με τους Σχολικούς Ψυχολόγους
Οι Σχολικοί Ψυχολόγοι:
Ασχολούνται με παιδιά, εφήβους, και φοιτητές πανεπιστημίων σε σχέση με την ακαδημαϊκή τους απόδοση. Επίσης, κάνουν καθοδήγηση, συμβουλευτική, και αξιολόγηση με τους μαθητές, γονείς, και δασκάλους με στόχο να καλυτερεύσουν/ διευκολύνουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Αντίθετα, ο συμβουλευτικός ψυχολόγος κάνει συμβουλευτική στους μαθητές και τις οικογένειές τους και μπορεί να ασχολείται με προβλήματα που δεν ξεκινούν από εκπαιδευτικές δυσκολίες. Παρόλα αυτά, οι κύριες διαφορές τους βρίσκονται στους χώρους όπου εργάζονται καθώς οι σχολικοί ψυχολόγοι εργάζονται κατά κανόνα σε δημοτικά και γυμνάσια ενώ ο συμβουλευτικός ψυχολόγος μπορεί να εργάζεται σε μια μεγάλη ποικιλία δομών.
Συμπερασματικά
Η συμβουλευτική ψυχολογία ως εξελισσόμενη ειδικότητα λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς την κλινική ψυχολογία, τη ψυχολογία της υγείας, την οργανωτική ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Οι μελλοντικοί εκπαιδευόμενοι στη συμβουλευτική ψυχολογία θα διαπιστώσουν ότι υπάρχει ένα ολοένα και αυξανόμενο εύρος επιλογών στη διάθεση τους. Ένα τυπικό χαρακτηριστικό που διακρίνει την εκπαίδευση στη συμβουλευτική ψυχολογία είναι η διδασκαλία σε ένα εύρος ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, αυξάνοντας έτσι τις διαθέσιμες επιλογές των εκπαιδευομένων.
Η ψυχιατρική δε μελετά μόνο τις παθολογικές περιπτώσεις. Μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά.
και τελικα:
---Τι τυπικά προσόντα πρέπει να έχει ένας ψυχολόγος;
Δυστυχώς στη χώρα μας, παρότι υπάρχουν Εταιρείες και Σύλλογοι Ψυχολόγων, δεν υπάρχει καμία αρμόδια επιτροπή/επιμελητήριο που να διασφαλίζει την ύπαρξη κάποιων τυπικών προσόντων για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου. Ένα απαραίτητο κριτήριο για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα είναι η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου, για την έκδοση ωστόσο της οποίας απαιτούνται ελάχιστα τυπικά προσόντα (μόνο βασικό πτυχίο από αναγνωρισμένη σχολή ψυχολογίας). Επίσης, δεν υπάρχει κανένα σχεδόν κριτήριο που να διαχωρίζει τις ειδικότητες. Για παράδειγμα, κάποιος με εκπαίδευση στη σχολική ή γνωστική ψυχολογία μπορεί να ασκεί καθήκοντα κλινικού ψυχολόγου χωρίς περιορισμούς και κυρώσεις, παρότι δεν έχει κλινική εμπειρία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών και, κατά συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις, την έλλειψη εμπιστοσύνης από το κοινό και τη χαμηλή εκτίμηση για το επάγγελμα.
Για να κάνουμε μία σύγκριση με το εξωτερικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την έκδοση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος κλινικού ψυχολόγου, απαιτείται διδακτορικό (Ph.D.) στην κλινική ψυχολογία, 12-μηνη κλινική ειδικότητα (internship), 12-μηνη μετα-διδακτορική εμπειρία (post doc) που να περιλαμβάνει το ελάχιστο 1000-2000 ώρες κλινική εμπειρίας (δηλαδή απευθείας επαφή με πελάτες και ασθενείς με εποπτεία - ο αριθμός ποικίλει από πολιτεία σε πολιτεία), καθώς και επιτυχία σε γραπτό και προφορικό διαγωνισμό. Απαιτείται επίσης οι ψυχολόγοι να παρακολουθούν "σεμινάρια συνεχιζόμενης κατάρτισης" εφόρου ζωής προκειμένου να διατηρήσουν την άδειά τους. Το σημαντικότερο τυπικό προσόν σε ότι αφορά στην κλινική ψυχολογία και τους υπο-κλάδους της είναι ο μεγάλος αριθμός ωρών κλινικής εμπειρίας με την εποπτεία έμπειρου ψυχολόγου.
Ακόμα και ένας μεταπτυχιακός ή διδακτορικός τίτλος, παρότι επιθυμητός, δε διασφαλίζει την κλινική εμπειρία με εποπτεία καθώς πολλά μεταπτυχιακά/διδακτορικά προγράμματα περιορίζονται στην παρακολούθηση μαθημάτων ή την εκπόνηση βιβλιογραφικών ή ερευνητικών εργασιών. Είναι σημαντικό ο ψυχολόγος να δραστηριοποιείται επαγγελματικά στα πλαίσια της εμπειρίας και των αρμοδιοτήτων του και να αναλαμβάνει μόνο περιστατικά από τα οποία έχει προηγούμενη εμπειρία με εποπτεία. Πολλοί ψυχολόγοι στην Ελλάδα προβάλουν κάποια προσόντα τα οποία είναι επιθυμητά αλλά δεν πιστοποιούν κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις καθώς είναι ανοιχτά σε όλους όσους έχουν ένα βασικό πτυχίο ψυχολογίας ή πληρώνουν ετήσια συμμετοχή (π.χ. τη συμμετοχή ως μέλος σε Ελληνικούς ή διεθνείς επιστημονικούς συλλόγους, ή τη συμμετοχή σε "listservεs" - ομάδες συζήτησης θεμάτων ψυχολογίας στο διαδίκτυο).
Άρα, τι να του μαθουν του ψυχιατρου οι 6 μηνες που εκπαιδευεται πάνω στην ψυχολογια?? 8)