Oυφ, έτοιμο το αρχειάκι με τα ποιήματα που σας διάβασα!
Το παραθέτω και σαν ποστ (με όχι τόσο καλή μορφοποίηση). Enjoy!!
-----------------------------

-----

-----

-----

--------------------------
Διαδικτυακές πηγές
-OΛΟ το Άξιον Εστί του Ελύτη στο ακόλουθο link (τί σας βρήκα πάλι!)
http://www.paremvaseis.org/elitis11.htm-ΟΛΑ του Καβάφη στο επίσημο site
www.kavafis.gr !
-Η σελίδα του Καβάφη ανήκει στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού. Εχουν και τη σελίδα Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός)
http://www.snhell.gr/ Το ΑΠΟΛΥΤΟ site!
-----------------------------------------------------------------------------------
Οδυσσέας Ελύτης
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθυούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
΄Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους και τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας
Aκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'
ΤΑ ΠΑΘΗ
ιβ'
Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κόπε * λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα
Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών
Και τον λώρο το χρυσό * των προδομένων
Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκί * σσους το καινούριο
Μαχαίρι έτοιμα * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώθω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι άνεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * τής καθαρίζουν
Τη γη, να φάνουν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!
Κ. Π. Καβάφης
Ποσειδωνιάται
Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι
και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιάν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων
έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων
ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους
και δακρύσαντες απέρχονται.
AΘΗΝAΙΟΣ
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ι
ταλιώται έναν καιρό κι αυτοί•
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Επιτάφιον
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής.
Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς
και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί —
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου. ΄Οθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
Αναγνωστάκης Μανόλης
Νέοι της Σιδώνος
Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)