Φλεξικιούριτι:η νέα ευρωπαϊκή μεγάλη ιδέα
12.02.07
Μια μεγάλη απειλή για το σύνολο των εργαζομένωντης Ελένης ΤόληΤον προηγούμενο Νοέμβριο η Κομισιόν παρουσίασε την Πράσινη Βίβλο με τον τίτλο «Σύγχρονο εργατικό δίκαιο μπροστά στις προκλήσεις του 21ου αιώνα» και με αυτόν τον τρόπο έβαλε «στην τελική ευθεία τη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου και την προσαρμογή του στις σημερινές συνθήκες απασχόλησης».
Η συζήτηση αυτή μέσα στην Ένωση δεν είναι καινούργια. Εντάσσεται στη στρατηγική της Λισσαβόνας και έχει εγκαινιαστεί εδώ και κάποια χρόνια, οι τελευταίες τρεις προεδρίες όμως (αυστριακή, φινλανδική και τώρα γερμανική) έχουν αναλάβει να προωθήσουν το ζήτημα επιθετικά. Κεντρικό άξονα της συζήτησης αυτής αποτελεί το θέμα της «ευελιξιασφάλειας» (flexicurity), δηλαδή το πώς θα συνδυαστεί η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με την ταυτόχρονη δήθεν προστασία της εργασίας, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Κομισιόν. Οι οριστικές θέσεις για το θέμα αυτό θα δημοσιευθούν τον Ιούνιο του 2007, και αφού πρώτα συγκεντρωθούν οι προτάσεις όλων των χωρών-μελών.
Η λέξη φλεξικιούριτι είναι ένα ακόμη παράδειγμα γλωσσοπλασίας των Βρυξελών και προσπαθεί να εξωραΐσει μια αντιδραστική πραγματικότητα. Θυμόμαστε βέβαια αντίστοιχες δημιουργίες και στη χώρα μας, για παράδειγμα τον όρο «απασχολήσιμοι» της «ένδοξης» εποχής Σημίτη. Από μόνη της η φλεξικιούριτι εμπεριέχει μια αντίφαση, μια και προέρχεται από τις λέξεις flexibility (ελαστικότητα) και security (ασφάλεια). Ο διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης «Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων», Νίκολαους Βαν ντερ Πας, το ερμηνεύει ως εξής: «Χρειαζόμαστε μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, η οποία θα μπορεί να αντιδρά άμεσα και ταυτόχρονα να προσφέρει στους εργαζόμενους την απαραίτητη ασφάλει,α ώστε να είναι ευέλικτοι. Πρόκειται για εξισορρόπηση ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική ευθύνη της Ευρώπης».
Μια ματιά όμως γύρω μας, μας πείθει αμέσως ότι η σχέση μεταξύ των δύο αυτών συστατικών κάθε άλλο παρά εξισορροπημένη είναι και ότι η πλάστιγγα γέρνει για τα καλά από τη μεριά της ελαστικοποίησης και της επισφαλούς εργασίας. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις τέσσερις βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής της φλεξικιούριτι, οι οποίες είναι (πάντα στη «γλώσσα των Βρυξελλών») οι κατάλληλες συμβατικές ρυθμίσεις, η ενεργή πολιτική απασχόλησης, τα δομημένα συστήματα για τη διά βίου μάθηση και τα σύγχρονα ασφαλιστικά συστήματα. Στην ουσία τα τέσσερα αυτά σημεία περιγράφουν τα πεδία αντεργατικής δράσης του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια. Είναι ακριβώς τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα που έχουν χτυπηθεί, ενώ τώρα έρχεται η Ε.Ε. να επισημοποιήσει τις μεμονωμένες επιθέσεις και να τις ενορχηστρώσει, εισηγούμενη ακόμη περισσότερο νομοθετικό νεοφιλελευθερισμό στην εργασία. Εξάλλου δηλωμένος στόχος της στρατηγικής της Λισσαβόνας στα θέματα απασχόλησης είναι η αύξηση της «προσαρμοστικότητας» των εργαζομένων.
Το δανέζικο μοντέλοΗ χώρα στην οποία αναφέρονται όλοι οι νεοφιλελεύθεροι, ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας της πολιτικής τους, είναι η Δανία. Στις αρχές της δεκαετίας του ?90 η ανεργία στη χώρα ήταν 10,2%. Το 1993 αλλάζει η κυβέρνηση και οι σοσιαλδημοκράτες έρχονται στην εξουσία. Ο πρωθυπουργός Πολ Νύρουπ Ρασμούσεν εισήγαγε ένα πακέτο μέτρων (το οποίο θεωρείται ως η απαρχή της φλεξικιούριτι) του οποίου η ουσία, τουλάχιστον στην αρχική του φάση, μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: στη Δανία συνδυάζεται η σχεδόν παντελής απουσία προστασίας από τις απολύσεις (δεν υπάρχουν σχετικές νομοθετικές προβλέψεις) με ταυτόχρονα υψηλά επιδόματα ανεργίας και μέτρα υποστήριξης των ανέργων (το επίδομα ανεργίας μπορεί να φτάσει στο 90% του τελευταίου μισθού και για 4 χρόνια). Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα πάντα με τους θιασώτες του μοντέλου, 14 χρόνια μετά η ανεργία να έχει πέσει περίπου στο 4% και η Δανία αυτή τη στιγμή να παρουσιάζει το πιο υψηλό ποσοστό απασχόλησης στην Ευρώπη, με 75,6% επί του ενεργού πληθυσμού (στοιχεία για το 2004).
Στο σημείο αυτό όμως τελειώνουν όλα τα «καλά» νέα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τα επιμέρους στοιχεία, προκύπτουν τρία βασικά ζητήματα: πρώτον η πτώση της ανεργίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της μερικής απασχόλησης, δεύτερον η ανεργία σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων (όπως οι μεγαλύτερες ηλικίες) παραμένει αρκετά υψηλή και, τρίτον, βασικό κομμάτι του συστήματος είναι ο σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμός από αυτό των μεταναστών που ήδη διέμεναν στη Δανία και η σκληρή αποτροπή εισόδου στη χώρα νέων μεταναστών και προσφύγων.
Μια επιπλέον παράμετρος είναι οι αλλαγές που επήλθαν στο σύστημα μετά το 2001 και την άνοδο και πάλι στην εξουσία των συντηρητικών. Το βάρος έπεσε στο πρώτο συνθετικό της λέξης, την ελαστικοποίηση, ενώ εισήγαγαν και τον όρο της «ηθικής αλλαγής», για να τονίσουν ακόμα περισσότερο την ατομική ευθύνη του καθενός μπροστά στο φάσμα της ανεργίας. Τα παραπάνω συνδυάστηκαν και με σειρά κοινωνικών περικοπών και αύξηση της φορολογίας.
Εξελίξεις στην Ε.Ε. σήμεραΗ αναλυτική παρουσίαση του δανέζικου μοντέλου νομίζουμε πως είναι χρήσιμη για το σήμερα, όπου εθνικές κυβερνήσεις και Ε.Ε. προσπαθούν να μας πείσουν να δεχτούμε τα μέτρα φλεξικιούριτι. Αν στο παρελθόν είχε έστω μια κοινωνική παράμετρο (υψηλά επιδόματα ανεργίας, μεγάλη διάρκεια επιδότησης, γρήγορη εξασφάλιση μιας νέας θέσης) αυτή, μέσα από την εξέλιξη του νεοφιλελευθερισμού στη δεκαετία που διανύουμε, έχει πλέον εξαφανιστεί. Σήμερα είναι σχεδόν σε όλους σαφές ότι όταν μιλάμε για εισαγωγή της φλεξικιούριτι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή είναι συνδεδεμένη αποκλειστικά με το σκέλος της ελαστικοποίησης, το κράτος έχει αποσύρει τις στοιχειώδεις παροχές του και, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ρητορεία για να εξατομικοποιήσουν το πρόβλημα της ανεργίας και να καταστήσουν τον κάθε άνεργο ατομικά υπεύθυνο της περιθωριοποίησής του.
Το πρόβλημα σήμερα παρουσιάζεται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι οι ευρωπαϊκές πολιτικές στην κατεύθυνση αυτή. Το δεύτερο είναι τα μεγάλα και γνωστά παραδείγματα από εθνικές εφαρμογές των μέτρων, κύρια στη Γαλλία και τη Γερμανία. Και το τρίτο είναι το τι έχει συμβεί σε μια σειρά εργασιακών χώρων, στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες.
Στο πρώτο επίπεδο εντάσσονται όλες οι πρωτοβουλίες που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια η Ε.Ε., όπως η Οδηγία Μπολκεστάιν για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η Οδηγία για διευθέτηση του χρόνου εργασίας (ελαστικό ωράριο, προσανατολισμός στο καθεστώς της Βρετανίας, με 65 ή ακόμη και με 78 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως, ύστερα από την υπογραφή ατομικής σύμβασης!). Η Οδηγία Μπολκεστάιν έχει πλέον ψηφιστεί, αν και με αλλαγές στο αρχικό κείμενο, ύστερα από τις μαζικές πανευρωπαϊκές αντιδράσεις.
Στο δεύτερο θέμα δεν έχει ακόμη υπάρξει συμφωνία, και είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει και πάλι αντικείμενο διαλόγου στο πλαίσιο των αποφάσεων που θα παρθούν για τη φλεξικιούριτι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο επίτροπος Κοινωνικών Υποθέσεων Βλαντιμίρ Σπίντλα, το 2005 το ποσοστό των «κανονικών σχέσεων εργασίας» (με τα εξής χαρακτηριστικά: συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρη ενσωμάτωση στα ασφαλιστικά συστήματα, αμοιβές που διασφαλίζουν το βιοτικό επίπεδο) πανευρωπαϊκά υποχώρησε στο 60% επί του συνόλου, ενώ το υπόλοιπο 40% αποτελείται από συμβάσεις ελαστικοποιημένης ή επισφαλούς εργασίας (συμβάσεις έργου, συμβάσεις μερικής απασχόλησης, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις freelance, εποχική απασχόληση, διαλείπουσα εργασία), το οποίο ποσοστό μάλιστα παρουσιάζει αυξητική τάση.
Ακόμη και στη Γερμανία, που αφενός θεωρείται η παραγωγική ατμομηχανή της Ευρώπης και αφετέρου διαθέτει (ακόμη) ένα ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος, σχεδόν ένα τρίτο όλων των εργαζόμενων απασχολείται πλέον στις λεγόμενες άτυπες μορφές απασχόλησης. Μεταξύ 1991 και 2005 και ενώ ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων παρέμεινε περ
ίπου σταθερός, η απασχόληση που συνδέεται με πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα υποχώρησε κατά 13%, από τα 30 στα 26 εκατομμύρια εργαζόμενους.
Τα στοιχεία γίνονται ακόμη πιο τρομακτικά από το 2005 και μετά, έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε το πακέτο μέτρων «Ατζέντα 2010» του τότε σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Σρέντερ. Βασική συνισταμένη της Ατζέντας αυτής, ήταν οι προτάσεις μιας «επιτροπής σοφών» υπό τον Πέτερ Χαρτς, τέως προσωπάρχη της Volkswagen, οι οποίες αποτέλεσαν μεγάλο χτύπημα στα δικαιώματα των ανέργων αλλά και των εργαζόμενων. Μεταξύ άλλων μειώθηκε δραματικά το επίδομα ανεργίας και καθιερώθηκε η σχεδόν υποχρεωτική εργασία των ανέργων προς ένα ευρώ την ώρα σε περίπτωση που ο αντίστοιχος ΟΑΕΔ τους προτείνει μια «ευκαιρία απασχόλησης».
Ελαστική ΕργασίαΣτη Γαλλία, στην οποία η ανεργία μεταξύ των νέων κάτω των 26 ετών κυμαίνεται στο 23%, η δεξιά κυβέρνηση, με μπροστάρη τον αντιδραστικό υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί, επιχείρησε να εισαγάγει τα «Συμβόλαια Πρώτης Απασχόλησης» για τους νέους κάτω των 26 ετών. Με αυτά θα έδινε και επίσημη νομοθετική κάλυψη στην επισφαλή εργασία, εφόσον θα ήταν πλέον δυνατή η απόλυση των νέων με συνοπτικές διαδικασίες κατά τα δύο πρώτα χρόνια του εργασιακού τους βίου. Τα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν ύστερα από τις μαζικές αντιδράσεις της νεολαίας και των συνδικάτων.
Σήμερα, και με δεδομένο τις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές που περιγράφηκαν πιο πάνω, και σε συνδυασμό με αυτές, έχει επέλθει μια σοβαρή επιδείνωση σε ό,τι αφορά εργατικές κατακτήσεις σε μια σειρά από χώρους και βιομηχανίες πανευρωπαϊκά. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, έχουν δημιουργηθεί «πρακτορεία» (αυτός είναι ο επίσημος όρος) που η δουλειά τους είναι να προμηθεύουν τις επιχειρήσεις με ανθρώπινο δυναμικό από τους καταλόγους των ανέργων, δηλαδή ιδιωτικοί ΟΑΕΔ. Οι εργαζόμενοι αυτοί ενοικιάζονται στην επιχείρηση για όσο χρόνο τους χρειάζεται και προφανώς δεν έχουν ούτε την ίδια αμοιβή ούτε τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ίδιο χώρο. Η ιδέα του μέτρου αυτού ήταν πως θα βοηθιούνταν οι άνεργοι να βρουν μια σταθερή απασχόληση. Προφανώς και δεν ήταν αυτό το αποτέλεσμα έπειτα από δύο χρόνια εφαρμογής του μέτρου: οι έρευνες έδειξαν πως οι άνεργοι που μπήκαν στα κατάστιχα ενός τέτοιου πρακτορείου χειροτερεύουν τις προοπτικές τους να βρουν δουλειά, μένουν παραπάνω στην ανεργία απ? ό,τι προηγουμένως, ενώ τα γραφεία αυτά έχουν βέβαια πλουτίσει.
Τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 390.000 οι θέσεις πλήρους απασχόλησης, ενώ οι ελαστικοποιημένες θέσεις εργασίας αυξήθηκαν κατά 1,56 εκατομμύρια και έφτασαν στο σύνολο τα 6,8 εκατομμύρια.
Το νούμερο αυτό φανερώνει μια πραγματικότητα: όλο και περισσότερες επιχειρήσεις δεν χρησιμοποιούν την ελαστικοποίηση για να καλύψουν προσωρινές ανάγκες στην παραγωγή, όπως υποτίθεται πως ήταν ο αρχικός στόχος, αλλά για να αντικαταστήσουν μόνιμες θέσεις εργασίας. Στο εργοστάσιο της BMW στη Λειψία, και σε όλα τα εργοστάσια της Airbus στη Γερμανία, ήδη το ένα τρίτο του προσωπικού απασχολείται με τέτοιου τύπου συμβάσεις. Στην Opel, όπου έγιναν απολύσεις και έκλεισαν ολόκληρα τμήματα επειδή, δήθεν, είχαν μειωθεί οι παραγγελίες νέων αυτοκινήτων, λίγο καιρό μετά, η ίδια η διοίκηση της επιχείρησης ίδρυσε μια τέτοια παράλληλη επιχείρηση ενοικίασης εργαζομένων και νοικιάζει πλέον εργαζόμενους στον εαυτό της, μια και οι μόνιμοι εργαζόμενοι δεν επαρκούσαν πλέον για να προλάβουν τις αυξημένες παραγγελίες!
Αλλά και στη χώρα μας φαίνεται πως το θέμα της ελαστικότητας της εργασίας δεν αφορά πλέον μόνο κάποιες μικρές βιοτεχνίες, αλλά εφαρμόζεται στις μεγαλύτερες βιομηχανίες, όπου υποτίθεται ότι ο έλεγχος είναι και πιο αυστηρός. Σύμφωνα με το πολύ διαφωτιστικό ρεπορτάζ της «Αυγής» (21/01), στον κλάδο τροφίμων και ποτών «το 50% των εργαζομένων απασχολούνται σε εργολαβίες και υπεργολαβίες, το καθεστώς δανεισμού και ενοικίασης των εργαζομένων είναι ευρέως διαδεδομένο, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχουν χιλιάδες εποχικοί απασχολούμενοι και εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου». Η Coca Cola έκλεισε τα εργοστάσια σε Ρόδο, Μεσολόγγι και Κέρκυρα, απέλυσε τους εργαζόμενους και παραχώρησε τη δουλειά σε εργολάβους. Από τους πρωτεργάτες του «αθλήματος» φέρεται να είναι ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος και επικεφαλής του μεγαλύτερου ομίλου του κλάδου, της Vivartia. Έχει ποινικοποιήσει το συνδικαλισμό στα εργοστάσιά του, δείχνοντας την κατεύθυνση και στους υπόλοιπους βιομήχανους. Ύστερα από τα παραπάνω, μάλλον δεν προκαλεί κατάπληξη το γεγονός πως τα καθαρά κέρδη του κλάδου έχουν σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια και αυτή βεβαίως, οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Προφανώς τα παραπάνω γίνονται με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Η ίδια είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες επισφαλούς εργασίας, με το θεσμό των συμβασιούχων, οι οποίοι στο συντριπτικό ποσοστό καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Χάρη σε αυτούς λειτουργούν νοσοκομεία, δήμοι, εκπαίδευση κ.λπ., κι όμως πρέπει να αρκούνται σε τρίμηνες συμβάσεις και σε περιορισμένες αποδοχές και δικαιώματα.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις η μέθοδος με την οποία ανοίγει η πόρτα στη φλεξικιούριτι είναι οι μαζικές απολύσεις και τα κλεισίματα ολόκληρων τμημάτων, με το συνεπακόλουθο της κατάργησης των μόνιμων θέσεων. Συχνά μάλιστα αρκεί απλώς και μόνο η απειλή ότι θα το πραγματοποιήσουν, μια και όλες οι τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι ο φόβος μπροστά στην ανεργία και την περιθωριοποίηση είναι πολύ μεγάλος μέσα στην εργατική τάξη. Γι? αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικός ο μεγάλος αγώνας που έδωσαν οι εργάτες της Volkswagen στο Βέλγιο ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου. Το εργοστάσιο παρέμεινε υπό κατάληψη από τις 17 Νοεμβρίου του 2006 μέχρι και τις πρώτες μέρες του 2007. Ο αγώνας έκλεισε, για άλλη μια φορά, με συμβιβασμό: το εργοστάσιο δεν έκλεισε, χάνονται όμως οι 3.200 από τις 5.400 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα συμφωνήθηκε ένα πλούσιο πρόγραμμα εθελουσίων εξόδων, που παρόμοιό του δεν έχει ξαναγνωρίσει το Βέλγιο. Τα αφεντικά της Volkswagen δέχονται να τους κοστίσει η όλη ιστορία λίγο παραπάνω οικονομικά, προκειμένου να «ξεφορτωθούν» τους τωρινούς εργάτες, οι οποίοι θεωρούνται ως ιδιαίτερα μαχητικοί. Η εκτίμηση είναι ότι με το κλείσιμο του αγώνα στο εργοστάσιο των Βρυξελλών, ανοίγει ο δρόμος για μια πιο συνολική πανευρωπαϊκή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα σε όλο τον όμιλο, επίθεση με στόχο να αποφέρει στην Volkswagen πάνω από 300 εκατομμύρια ευρώ κέρδη.
Στη διάρκεια της κινητοποίησης οργανώθηκαν κάποιες μεγάλες πανευρωπαϊκές διαδηλώσεις στις Βρυξέλλες. Εμφανές ήταν το κύμα συμπαράστασης και η παρουσία στις διαδηλώσεις συναδέλφων των απεργών από όλη την Ευρώπη και κυρίως από τη Γερμανία. Εξάλλου δεν έχουν περάσει τόσοι πολλοί μήνες από τότε που και οι ίδιοι είχαν έρθει αντιμέτωποι με αντίστοιχα προβλήματα. Ωστόσο προβληματισμό προκάλεσε για άλλη μια φορά η στάση της επίσημης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ενώ οι εργάτες στις Βρυξέλλες συμπλήρωναν βδομάδες κατάληψης του εργοστασίου, τόσο το πανευρωπαϊκό σωματείο της Volkswagen, όσο και τα τοπικά επιχειρησιακά στα έξι εργοστάσια της Γερμανίας, περιορίστηκαν σε δηλώσεις αλληλεγγύης, τις οποίες όμως δεν μετέτρεψαν πανευρωπαϊκό αγώνα ενάντια στις απολύσεις, όπως ήταν το ζητούμενο. Το αποτέλεσμα ήταν η σχετική απομόνωση των εργατών στο Βέλγιο και ο συμβιβασμός.
Ευθύνες και επιπτώσεις στα συνδικάταΟι ευθύνες των συνδικάτων για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σήμερα είναι τεράστιες. Έχουν αφήσει μια σειρά επιθέσεων αναπάντητες, έχουν δεχτεί την υποβάθμιση των γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ αντίθετα έχουν προχωρήσει στην υπογραφή αρκετών επιχειρησιακών συμβάσεων, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μια πολυδιάσπαση της θέσης των εργατών. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην απομόνωση κάποιων τμημάτων των εργαζομένων και δημιουργεί αντικειμενικά προβλήματα στο συντονισμό των αγώνων.
Ως αυταπάτη έχει αποδειχτεί επίσης η πεποίθηση της ηγεσίας των συνδικάτων, ότι αν αποδεχόντουσαν και επισημοποιούσαν την ύπαρξη των άτυπων μορφών απασχόλησης μέσω της υπογραφής ειδικών συμβάσεων εργασίας θα απέφευγαν τα χειρότερα. Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή που
περιγράφηκε πιο πάνω, ότι δηλαδή η συνύπαρξη ελαστικών και σταθερών σχέσεων εργασίας σε έναν χώρο, από τη στιγμή που θα επιτραπεί να συμβεί κάτι τέτοιο, αποβαίνει πάντα σε όφελος της ελαστικότητας. Έτσι σε μια σειρά χώρων, σύμφωνα και με την επίσημη παραδοχή π.χ. του Συνδικάτου Μετάλλου στη Γερμανία, υπάρχουν εργάτες που κάνουν μεν την ίδια δουλειά, κάποιοι όμως πληρώνονται για αυτή ακόμη και με τα μισά χρήματα από τους συναδέλφους τους. Όπως είναι λογικό η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε μεγάλη δυσαρέσκεια μέσα στους εργασιακούς χώρους, με αντίκτυπο προφανώς και στη μαζικότητα των συνδικάτων. Μάλιστα το Συνδικάτο Μετάλλου στη Γερμανία έχει τόσο θορυβηθεί με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ώστε επισήμως έχει διαφοροποιήσει τη θέση του από τη συλλογική σύμβαση που υπέγραψε η Γερμανική Εργατική Συνομοσπονδία το 2003 και η οποία επέτρεψε τη «διαλείπουσα» εργασία.
Είναι προφανές ότι ο ρόλος που μπορούν να παίξουν τα συνδικάτα, ακόμη και με τα προβλήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω, είναι σημαντικός. Συγκριτική μελέτη που έγινε στους εργαζόμενους στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ίσως του τομέα που αντιπροσωπεύει καλύτερα από όλους τις αλλαγές που έχουν επέλθει, έδειξε πως οι διαφορετικές στρατηγικές που υιοθετήθηκαν από τα συνδικάτα στην κάθε χώρα ήταν σημαντικός παράγοντας που διαμόρφωσε τελικά το τοπίο των εργασιακών σχέσεων και ευθύνεται για το διαφορετικό επίπεδο δικαιωμάτων που υπάρχει σήμερα πανευρωπαϊκά, ακόμη και σε επιχειρήσεις της ίδιας εταιρείας από χώρα σε χώρα.
Η μάχη που υπάρχει μπροστά μας όχι μόνο για να σταματήσουμε, αλλά και για να αντιστρέψουμε την κατάσταση που έχει σήμερα διαμορφωθεί τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, είναι και κρίσιμη και δύσκολη. Αφορά όχι μόνο τους «ελαστικοποιημένους» εργαζόμενους, αλλά το σύνολο της εργατικής τάξης και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα συνδικάτα. Σε τελική ανάλυση σε αυτή τη μάχη δεν κρίνεται μόνο η αξιοπιστία τους και η μαχητικότητά τους, αλλά ακόμη και η ίδια τους η ύπαρξη.
Από τη Διεθνιστική Αριστεράhttp://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=109&Itemid=46Καινούριο site, να μην κάνω το κομμάτι μου;