Θα σταματήσω να συμμετέχω σε αυτή την κουβέντα (νομίζω δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω να μιλάω σε ώτα μη ακουόντων) παραθέτοντας ένα άρθρο από την Καθημερινή της περασμένης Κυριακής, που εν πολλοίς αποτελεί και την τοποθετησή μου επί του γενικότερου ζητήματος.
Η πικρία μου έγκειται στο ότι είναι τόσος ο φανατισμός έναντι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια (των οποίων δεν αποτελώ υποστηρικτή, αντιθέτως μάλιστα) που δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τα θετικά στοιχεία τα οποία τυχόν υπάρχουν σε αυτά. Πραγματικά κρίμα...
Για ένα ελεύθερο, δημοκρατικό και αυτόνομο δημόσιο πανεπιστήμιο
Γραφει ο Aντωνης Kαρκαγιαννης/
karkagiannisant@ath.forthnet.grΕίχα πολλές αμφιβολίες αν θα έπρεπε να αναθεωρηθεί (ή και να καταργηθεί εντελώς ως άχρηστο) το άρθρο 16 του Συντάγματος, που ρυθμίζει, ασφυκτικά θα έλεγα, τα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας. Οι αμφιβολίες και η καχυποψία μου ενισχύονταν ακατάπαυστα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. συνέδεε την αναθεώρηση του άρθρου 16 αποκλειστικά με τη (δήθεν) ανάγκη να ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια, αμφίβολης ποιότητας, που θα απορροφούσαν κάθε χρόνο τα απομεινάρια των γενικών εξετάσεων. Η συζήτηση έγινε πιο συγκεχυμένη όταν η κυβέρνηση εισήγαγε τον όρο «μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά», χωρίς να διευκρινίζει πώς γίνεται να είναι μη κρατικά και ταυτόχρονα μη κερδοσκοπικά! Με τι πόρους θα ιδρυθούν και θα συντηρηθούν.
Επιπλέον πίστευα και πιστεύω ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν ανήκουν στην παράδοση της Ευρώπης, ενώ τα μεγάλα και φημισμένα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών, που φαίνονται σαν ιδιωτικά και νομίζουμε ότι πραγματικά είναι τέτοια, κανείς μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να τα μιμηθεί και να τα αντιγράψει. Καταλαβαίνετε την κατάπληξή μου και τη διάθεση χλευασμού όταν άκουσα υπουργό της κυβέρνησης να διερωτάται αφελώς από τηλεοράσεως: «Γιατί να μην αποκτήσουμε και εμείς ένα Γέηλ και ένα Χάρβαρντ!».
Μια τίμια και θαρραλέα φωνή
Χρειάστηκε να διαβάσω το βιβλίο του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, του Νίκου Αλιβιζάτου. (Πέρα από το 16, τα πριν και τα μετά) για να πω μέσα μου και μέσα στον παταγώδη θόρυβο των διαδηλώσεων, των καταλήψεων και των αλλοπρόσαλλων συνθημάτων: «Να μια ήρεμη, τίμια και θαρραλέα φωνή. Χωρίς ακαδημαϊκές σκοπιμότητες και πολιτικές λαϊκίστικες υποκρισίες». Και να πεισθώ ότι χωρίς να αναθεωρηθεί, καλύτερα χωρίς να καταργηθεί ως άχρηστο, βλαβερό και άκρως αντιδραστικό, το περιβόητο άρθρο 16 του Συντάγματος καμιά μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν μπορεί να προχωρήσει. Θα έλεγα της Εκπαίδευσης, γενικά...
Στα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα σε ιδιωτικές συζητήσεις, ακούει κανείς και άλλες τίμιες, ανυστερόβουλες και θαρραλέες φωνές. Τόσες πολλές, ώστε το περασμένο φθινόπωρο της πανεπιστημιακής «εξέγερσης» αναρωτιόμουν ποιοι είναι αυτοί που κυριαρχούν στις συνελεύσεις και ψηφίζουν αποφάσεις τυφλής άρνησης. Οποιον καθηγητή και αν ρωτήσετε θα σας περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων τόσο μελανά, ώστε να απαλείφονται και θετικές πλευρές και γόνιμες προσπάθειες, που πραγματικά υπάρχουν. Σε μια ισοπεδωμένη όμως συνέλευση, όπου κυριαρχεί η μέριμνα για τη συνέχεια της σταδιοδρομίας, σε αυτό το πανεπιστήμιο με αυτές τις συνθήκες, ο ένας φοβάται τον άλλον και τελικά κυριαρχεί ο κομφορμισμός. Θα άξιζε να ερευνήσει κανείς αυτό το θέμα από την άποψη των ακαδημαϊκών ελευθεριών για τις οποίες πολύ κόπτονται.
Τα πριν
Το ιδιαίτερο που προσφέρει το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου είναι η αποκάλυψη της καταγωγής του άρθρου 16 του Συντάγματος για την οποία μάλλον δεν πρέπει να αισθάνονται και τόσο υπερήφανοι οι σημερινοί υπερασπιστές του. Ιδιαίτερα η Αριστερά, μάλλον θα πρέπει να ντρέπεται. Ιδού ένα απόσπασμα από το βιβλίο.
«Το άρθρο 16, έτσι όπως ψηφίσθηκε το 1975 και εξακολουθεί να ισχύει, είναι καρπός μιας μακράς ιστορίας κρατισμού. Τον 19ο αιώνα, αν και ο ρόλος (του πανεπιστημίου) στη διαμόρφωση της ηγεσίας του ελληνικού κράτους και του ελληνισμού ήταν σημαντικός, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί από το κράτος και τις πελατειακές επιδιώξεις των κυβερνώντων. Δεν το κατόρθωσε ούτε τον 20ό αιώνα. Από το 1945 μάλιστα και μετά έως τη μεταπολίτευση του 1974, παρά την παρουσία αρκετών σημαντικών καθηγητών, λειτούργησε ως ιδεολογικό υποστήριγμα των κυβερνώντων, με ό,τι αυτό μπορούσε να σημαίνει για την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ανεμπόδιστη διακίνηση των ιδεών.
»Η μεταπολίτευση αντί να αποδοκιμάσει το σκοτεινό αυτό παρελθόν και να δοκιμάσει να κτίσει ένα πανεπιστήμιο αυτόνομο και πραγματικά αυτοδιοικούμενο σε νέες βάσεις το υιοθέτησε. Ετσι και η παρατήρηση αυτή ισχύει προπάντος για την Αριστερά – “έκανε δικό της”, ένα πρότυπο που είχαν διαμορφώσει οι αντίπαλοί της, τρέφοντας την αυταπάτη ότι, μέσω της αυξημένης επιρροής στο σώμα των καθηγητών και προπάντων στο φοιτητικό κίνημα, θα το έκανε να λειτουργήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς όφελός της».
Το ζητούμενο είναι ένα πανεπιστήμιο άλλου τύπου γιατί αυτό που έχουμε είναι απαρχαιωμένο και οριστικά παρηκμασμένο. Ενα πανεπιστήμιο πραγματικά αυτόνομο, απαλλαγμένο από την κρατική «προστασία» και τις πάντα ύποπτες παρεμβάσεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Ανοιχτό στην κοινωνία και στον κόσμο, που θα προωθεί την έρευνα και την καινοτομία και θα προστατεύει τη διακίνηση των ιδεών και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες από βάναυσες φασιστικές απειλές, από όποια πλευρά και αν προέρχονται. (Θυμίζω τον εγκυρότερο ορισμό του φασισμού: Επιβολή μιας θέλησης με πράξεις βίας και αυθαιρεσίας).
Δεν χρειάζεται να αντιγράψουμε κανένα ξένο πανεπιστήμιο. Εχουμε τις δυνάμεις να οικοδομήσουμε το νέο πανεπιστήμιο, αφού πρώτα καταργήσουμε, όχι απλώς αναθεωρήσουμε το διαβόητο άρθρο 16 του Συντάγματος. Τα ευεργετικά αποτελέσματα θα φανούν κυρίως στα δημόσια πανεπιστήμια και όχι στα πιθανά ιδιωτικά.