Από το Βιετνάμ στο Iράκ. Πονηροί πόλεμοι, ύποπτες αυταπάτες
CIA, ψέματα και παρακράτος
Του GABRIEL KOLKO*Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους διαπράττει τη μια γκάφα μετά την άλλη, ακόμα και στα ζητήματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια, ένα πεδίο στο οποίο είχε εξασφαλίσει σημαντική υπεροχή απέναντι στους αντιπάλους της.
Ο σημερινός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να πείσει την κοινή γνώμη για την ορθότητα της πολιτικής που ακολουθεί στο Ιράκ, η οποία συχνά πλέον παρομοιάζεται με την πανωλεθρία που υπέστησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Βιετνάμ.
Ο Σκοτ Ρίτερ, πρώην αξιωματικός των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, εντάχθηκε, το 1990, στις ομάδες των επιθεωρητών του ΟΗΕ που ήταν επιφορτισμένες με τον έλεγχο των ιρακινών όπλων μαζικής καταστροφής.
Στα νέα του καθήκοντα αξιοποίησε τις πλέον αξιόπιστες πληροφορίες που του παρείχαν οι αμερικανικές, βρετανικές και ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών, και κατέληξε, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο συμπέρασμα ότι το Ιράκ είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του ΟΗΕ για αφοπλισμό.
Ομως, από το 1991, οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Ουάσιγκτον προσπαθούν να διαιωνίσουν τον μύθο του οπλοστασίου της Βαγδάτης.
Οσον αφορά δε τις σχέσεις της Αλ Κάιντα με τον Σαντάμ Χουσέιν, οι οποίες υποτίθεται ότι δημιουργούσαν τον κίνδυνο να πέσει στα χέρια των φανατικών ισλαμιστών αυτό το οπλοστάσιο,
ο Ρίτερ γνώριζε, από τις αρχές του 2001, ότι το κοσμικό καθεστώς του Ιράκ ήταν απόλυτα αντίθετο με τον ισλαμικό φανατισμό του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Εξάλλου, οι υπηρεσίες πληροφοριών του Πενταγώνου είχαν αποδείξει ότι η πηγή αυτής της πληροφορίας ήταν ένας πλαστογράφος.
Η διαρκής επίκληση σοβαρότατων επικείμενων κινδύνων που απειλούν την εθνική ασφάλεια και τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Αντίθετα, τουλάχιστον από το 1947, προβάλλει ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ,
το οποίο επιστρατεύθηκε για την κινητοποίηση της επιφυλακτικής κοινής γνώμης και για την άσκηση πιέσεων στο Κογκρέσο, προκειμένου να ψηφίσει τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες.
Σε αυτήν τη συγκυρία, η πραγματικότητα δεν μπορούσε να κατέχει σημαντική θέση. Από τη στιγμή που ο Χάρι Τρούμαν παρουσίασε, τον Μάρτιο του 1947, το ομώνυμο δόγμα του, οι ηθελημένες υπερβολές και τα ψεύδη χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα απ' όλους τους αμερικανούς προέδρους. Πράγματι,
ο Τρούμαν ισχυριζόταν ότι οι κρίσεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία αποτελούσαν σημαντική απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, ενώ, σύμφωνα με τον υφυπουργό του, Ντιν Ατσεσον, το Κογκρέσο και ο αμερικανικός λαός δεν είχαν συνειδητοποιήσει επαρκώς το μέγεθος των δαπανών που απαιτούνταν για την αντιμετώπιση αυτού που προμηνυόταν ως μια πολύχρονη κρίση σε ολόκληρη την Ευρώπη και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
Ψυχρός πόλεμος
Ομως, ακόμα και ο Τζορτζ Κέναν, ο κυριότερος θεωρητικός της ανάσχεσης της σοβιετικής ισχύος, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το «δόγμα Τρούμαν», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, θεωρούσε πως ο πρόεδρος υπερέβαλε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Σύμφωνα με τον Γουίλαρντ Ματίας, ο οποίος διηύθυνε μέχρι το 1973 στη CIA τον τομέα της εκτίμησης της σοβιετικής ισχύος, «όσον αφορά τις προθέσεις της ΕΣΣΔ, από το 1947 υπήρχε μια συνεχής διαμάχη ανάμεσα στις στρατιωτικές και πολιτικές υπηρεσίες πληροφοριών», καθώς, για να δικαιολογηθούν οι τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες, οι στόχοι της ΕΣΣΔ έπρεπε να εμφανίζονται με ανησυχητικό τρόπο.
Επίσης, δινόταν περισσότερη έμφαση στο στρατιωτικό δυναμικό των Σοβιετικών και λιγότερη στις προθέσεις τους, ενώ αποσιωπούνταν οι προσπάθειες για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Παράλληλα, υποτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η σημασία του ρωσοκινεζικού σχίσματος. Μάλιστα, ο Ματίας τονίζει ότι, «από το 1968, αμφισβητούνταν ολοένα συχνότερα οι αιτιολογημένες και ισορροπημένες κρίσεις μας για την ΕΣΣΔ». Ολα αυτά μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και τις περισσότερες όψεις της αμερικανικής πολιτικής από το 1946.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι ο Ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον έτρεφε βαθύτατη αντιπάθεια για τη CIA, η οποία εντάθηκε από το γεγονός ότι ο τότε διευθυντής της Ρίτσαρντ Χελμς αρνήθηκε να παρέμβει, το 1973, για τη συγκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ (μάλιστα, γι' αυτόν τον λόγο αποπέμφθηκε από την υπηρεσία).Οι σημαντικότεροι σύμβουλοι του Δημοκρατικού προέδρου Τζέιμς Κάρτερ παραδέχονταν ότι οι εκτιμήσεις της CIA τους «εκνεύριζαν», όχι γιατί ήταν ανακριβείς, αλλά γιατί «δεν τους φαίνονταν οι αρμόζουσες». Επιπλέον, το 1981, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν διόρισε αρχηγό της CIA τον Τζέιμς Κάζεϊ, ο οποίος καβγάδιζε με τους αναλυτές του, τους φερόταν με σκαιό τρόπο και τους υπονόμευε, διεξάγοντας τη δική του, προσωπική εξωτερική πολιτική. Μάλιστα, είχε δηλώσει ότι «το πρόγραμμα εκτίμησης της ισχύος της Σοβιετικής Ενωσης έχει μετατραπεί σε έναν ισχυρό μοχλό που μας επιτρέπει να επηρεάζουμε τις πολιτικές αποφάσεις».Ο βαθμός πολιτικοποίησης της CIA εκείνη την εποχή την οδήγησε να υπερβάλει σε τέτοιο βαθμό τη -φανταστική, πλέον- απειλή που αντιπροσώπευε το σοβιετικό μπλοκ, που δεν προέβλεψε καθόλου την πλήρη κατάρρευσή του, το 1989.
Τα πρώην στελέχη της CIA που εξέδωσαν τα απομνημονεύματά τους, συμφωνούν στην ελάχιστη αξιοπιστία που είχαν οι πληροφορίες που δίδονταν από την υπηρεσία, παρά την ύπαρξη εξαιρετικά καταρτισμένων στελεχών και τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που διέθετε. Κι αυτό, γιατί τα γεγονότα παραμορφώνονταν για να εξυπηρετηθούν ιδιοτελείς πολιτικοί στόχοι, ενώ η δουλειά των αναλυτών λαμβανόταν υπόψη μονάχα όταν μπορούσε να επιτρέψει στην παραστρατιωτική πτέρυγα της υπηρεσίας (action wing) να επιχειρήσει αποστολές αποσταθεροποίησης. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στις αποτυχίες που γνωρίζουμε, στο Βιετνάμ, στο Ιράκ και αλλού.
Προβοκάτσιες στην Ινδοκίνα
Στην Ινδοκίνα, οι ΗΠΑ διέθεταν αξιόλογους ειδικούς, με καλή γνώση της τοπικής πραγματικότητας, όπως ο Τζορτζ Αλεν. Από το 1949 στην περιοχή, είχε παρακολουθήσει τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να ματαιώσει την αποχώρηση των γάλλων αποικιοκρατών μετά την πανωλεθρία τους στο Ντιεν Μπιεν Φου, καθώς και τις απόπειρές της να τορπιλιστεί η Συμφωνία της Γενεύης του 1954, η οποία προέβλεπε τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στο Νότιο Βιετνάμ.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός εξεπλάγη από τις προβοκάτσιες και τα προσχήματα που χρησιμοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να δικαιολογήσουν την επέμβασή τους στην Ινδοκίνα (π.χ. κρίση του Τονκίνου, επίθεση στο Πλεϊκού).Σε κάθε στάδιο της σύγκρουσης, οι αναλυτές της CIA είχαν προβλέψει τι έμελλε να επακολουθήσει.
Μάλιστα, το 1998, η υπηρεσία εξέδωσε ένα βιβλίο αφιερωμένο στην περίοδο 1962-1968, γραμμένο από τον Χάρολντ Φορντ, στο οποίο αποδεικνύεται ότι, όταν η ηγεσία του Πενταγώνου, με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Μακναμάρα (ο οποίος στη συνέχεια έγινε πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας), παραπονιόταν εκ των υστέρων ότι δεν διέθετε αξιόπιστους ειδικούς στο Βιετνάμ, ο ισχυρισμός δεν ευσταθούσε. Στην πραγματικότητα, είχε αρνηθεί να ακούσει τους ειδικούς.Μάλιστα, ορισμένοι από τους αναλυτές κρατούσαν τόσο επικριτική στάση απέναντι στην περιπέτεια της Ινδοκίνας ώστε έφθαναν ακόμα και στο σημείο να παραδεχθούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια στις εκθέσεις που συνέτασσαν, ότι μεγάλο μέρος των πληροφοριών που συλλέγει η CIA είναι, «σε τελική ανάλυση, ένα μάτσο ηλιθιότητες».
Η CIA είχε δίκιο
Ομως, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, τα ανακοινωθέντα για τις επιτευχθείσες νίκες διαδέχονταν το ένα το άλλο, με στόχο τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Γιατί, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπεύθυνοι, όπως και πολλοί πράκτορες της CIA στην περιοχή, αφήνονταν πρόθυμα να εξαπατηθούν και να εκλάβουν τους ευσεβείς πόθους τους ως πραγματικότητα, καθώς γνώριζαν ότι η καριέρα τους εξαρτιότ
αν από τον βαθμό της αισιοδοξίας τους.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του υπολογισμού της «ισορροπίας δυνάμεων» την περίοδο που προηγήθηκε της -αποφασιστικής για την έκβαση του πολέμου- επίθεσης των ανταρτών Βιετκόνγκ στο Τετ, τον Φεβρουάριο του 1968.
Οσο μικρότερη ήταν η δύναμη των εχθρικών στρατευμάτων που εμφανιζόταν στις αναφορές τους, τόσο οι στρατιωτικοί μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους.Ετσι, αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη τις διάσπαρτες τοπικές δυνάμεις των αντιπάλων τους, αγνοώντας, με αυτόν τον τρόπο, 300.000 μαχητές του εχθρού.
Εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι οι εκτιμήσεις της CIA για διπλάσιο αριθμό αντιπάλων ήταν οι ορθές. Ωστόσο, η CIA, αν και αρχικά πρόβαλε ορισμένες ενστάσεις, τελικά συνέβαλε στη συγκάλυψη αυτής της απάτης.
Εκτός από την αποτυχία της στον ακριβή υπολογισμό του αριθμού των αντιπάλων της, η Ουάσιγκτον αδυνατούσε να κατανοήσει το στρατιωτικό δόγμα των κομμουνιστών. Επιπλέον, η κυβέρνηση Τζόνσον επέμενε να υποστηρίζει τον διεφθαρμένο δικτάτορα του Νότιου Βιετνάμ, Νγκιγιέν Βαν Θιέ, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχανόταν ο τερματισμός της πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε τη δολοφονία του προέδρου Νγκο Ντιν Ντιέμ, η οποία διαπράχθηκε τον Νοέμβριο του 1963 με την έγκριση της Ουάσιγκτον. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκπαιδεύσει και εξοπλίσει τα στρατεύματα του Νοτίου Βιετνάμ, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες με τον αμερικανικό τρόπο, ο οποίος όμως ήταν ενδεδειγμένος μόνο για συμβατικό πόλεμο.
Ο φόβος του κομμουνισμού
Ο Φορντ και ο Αλεν κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Οι ηγέτες μας έχουν την τάση να αυταπατώνται». Πράγματι, αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι πολλοί σημαίνοντες πολιτικοί δεν ήταν πλέον σε θέση να κάνουν την παραμικρή διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα μυθεύματα.
Η αμερικανική ηγεσία όντως πίστευε ειλικρινά στη «θεωρία του ντόμινο», δηλαδή ότι εάν υπερίσχυαν οι κομμουνιστές στο Βιετνάμ, ολόκληρη η Νοτιοανατολική Ασία θα έπεφτε στα χέρια των Κινέζων.
Εξάλλου, όλος ο κόσμος γνωρίζει, εδώ και δεκαετίες, ότι τα στερεότυπα, το προσωπικό συμφέρον, οι πολιτικές φιλοδοξίες και, κυρίως, η μέριμνα για την επανεκλογή των πολιτικών αποτρέπουν αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις να λαμβάνουν υπόψη πληροφορίες που τους δυσαρεστούν.
Οι περισσότεροι ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι έχουν ενστερνιστεί αυτήν την αναγκαιότητα και συνειδητοποιούν ότι οι υπεύθυνοι για τη λήψη των αποφάσεων περιμένουν από αυτούς κυρίως πληροφορίες που θα επιβεβαιώσουν τους στόχους τους.Ετσι, οι πολιτικοί υπεύθυνοι επιλέγουν τις πληροφορίες που θεωρούν αξιόπιστες, όχι μόνο επειδή έχουν εμπιστοσύνη στην ορθότητα της ίδιας τους της κρίσης, αλλά και επειδή επιθυμούν να εφαρμόσουν το δικό τους πρόγραμμα. Ελάχιστα διευθυντικά στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών πιστεύουν ότι οι γνώσεις τους μπορούν να εμποδίσουν τη συνέχιση μιας λανθασμένης ή επικίνδυνης πολιτικής. Η περίπτωση του Ιράκ αποτελεί ένα επιπλέον παράδειγμα.
Βέβαια, υπάρχουν σημαντικές πολιτικές και πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ είναι τελείως διαφορετική και η γεωστρατηγική κατάσταση. Υπάρχουν, όμως, και σημαντικές ομοιότητες. Η συγκέντρωση πληροφοριών λειτούργησε και σε αυτήν την περίπτωση εξίσου άσχημα. Και ακριβώς επειδή αυτοί οι δύο πόλεμοι είχαν άσχημη τροπή για τις ΗΠΑ, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα απ' ό,τι συνήθως για τις απόψεις των ανθρώπων των υπηρεσιών πληροφοριών.
Αν και οι λόγοι της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ είναι εντελώς διαφορετικοί (δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι στο παρελθόν οι ΗΠΑ είχαν στηρίξει τον Σαντάμ Χουσέιν), είναι γεγονός ότι η νοοτροπία των ηγετικών κλιμακίων της χώρας -και κυρίως του Ντόναλντ Ράμσφελντ- διαδραμάτισε κομβικό ρόλο. Πριν καν ανέλθουν στην εξουσία, τα μέλη της κυβέρνησης είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν επιθετική πολιτική. Αντίθετα, οι πληροφορίες της CIA έπαιξαν ελάχιστο ρόλο στη λήψη των αποφάσεων: όχι μόνο η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη όλα όσα πληροφορήθηκε αλλά, επιπλέον, παραποίησε ηθελημένα τις αναλύσεις.
Οι τεκμηριωμένες αναφορές του Ρίτερ και των υπόλοιπων ειδικών στα ζητήματα του ιρακινού οπλοστασίου αγνοήθηκαν, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη σημασία σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες «πληροφορίες».[/b] Από αυτές, οι πλέον αλλοπρόσαλλες προέρχονταν από τον «Curveball», έναν Ιρακινό τον οποίο οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών θεωρούσαν παντελώς αναξιόπιστο. Ακόμα και η ίδια η CIA άρχισε να επισείει την προσοχή στο ποιόν ορισμένων πληροφοριοδοτών της, τους οποίους θεωρούσε μυθομανείς.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Μπους αγνόησε τις κατηγορηματικές προειδοποιήσεις άλλων ειδικών,
οι οποίοι είχαν προβλέψει τη χαώδη κατάσταση που θα ακολουθούσε την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν και το ενδεχόμενο εμφυλίου πολέμου.Ομως, για το ευρύ κοινό, τα παραμύθια που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση Μπους για να δικαιολογήσει την εισβολή στο Ιράκ προέρχονταν από τη CIA, ενώ, στην πραγματικότητα,
η κυβέρνηση ακολουθούσε την τακτική των προκατόχων της στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, να διηγείται δηλαδή τερατολογίες στο Κογκρέσο και στον λαό για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του.Εθνική έπαρση
Στο Βιετνάμ, όπως και στο Ιράκ, εκτός από τη διπλοπροσωπία των ιθυνόντων, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του 1960, το Πεντάγωνο είχε τυφλή εμπιστοσύνη στη δύναμη πυρός των οπλικών συστημάτων του, στην τεχνολογική υπεροχή του, στην ευελιξία και στην ταχύτητα των μονάδων του και στον απόλυτο έλεγχο των αιθέρων. Η έπαρση αποτελεί πραγματικά ένα εθνικό χαρακτηριστικό των Αμερικανών, το οποίο οι κατασκευαστές όπλων δεν παύουν να ενισχύουν. Στηρίζεται, μάλιστα, στην ιδέα ότι οι πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες θα εξαφανιστούν αυτόματα μόλις συντριβεί ο εχθρός με μία επέμβαση που θα προκαλέσει «Σοκ και Δέος».
Ωστόσο, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Βιετνάμ, η τεχνολογία αποδείχθηκε εξαιρετικά αναξιόπιστη, ενώ η επιμελητεία μετατράπηκε σε εφιάλτη. Ακριβώς επειδή η τεχνολογία έγινε στο μεταξύ απείρως πολυπλοκότερη, στο Ιράκ απέτυχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Η επίλυση προβλημάτων ουσιωδών και απόλυτα προβλέψιμων, όπως η έλλειψη νερού, αποδείχθηκε εξαιρετικά χρονοβόρα και δαπανηρή.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας μέσα σε αυτό το διάστημα είχε επίσης ως αποτέλεσμα τον δεκαπλασιασμό των δεδομένων που διέθετε το προσωπικό των υπηρεσιών πληροφοριών. Ομως, η αφθονία, αντί να διευκολύνει την αναζήτηση των πληροφοριών και την ανάλυση, την παρεμπόδισε, δεδομένου ότι συχνά αυτές οι πληροφορίες αποδεικνύονταν άχρηστες ή ψευδείς.
Επιπλέον, τόσο εξαιτίας της τυφλής εμπιστοσύνης στην πανάκριβη τεχνολογία, όσο και εξαιτίας διεφθαρμένων κι ανίκανων ενδιάμεσων, το κόστος του πολέμου εκτινάχθηκε στα ύψη, με βαρύτατες επιπτώσεις στην αμερικανική κοινωνία. Για να χρηματοδοτήσει την αμερικανική περιπέτεια στην Ινδοκίνα, ο πρόεδρος Τζόνσον αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υλοποίηση ενός σημαντικού μέρους του προγράμματος για τον «πόλεμο ενάντια στην φτώχεια», αναγκάζοντας τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να δηλώσει: «Οι βόμβες που πέφτουν στο Βιετνάμ εκρήγνυνται μέσα στις πόλεις μας». Ο πόλεμος στη Νοτιοανατολική Ασία συνέβαλε επίσης στην εξασθένιση του δολαρίου και στην εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» από την Ουάσιγκτον. Οσο για τον πόλεμο στο Ιράκ, συνέπεσε με το τεράστιο εμπορικό και δημοσιονομικό έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι το φθινόπωρο του 2005, είχε κοστίσει 225 δισ. δολάρια: μέσα σε διάστημα 2,5 χρόνων δαπανήθηκε ποσό που αντιστοιχεί στο ήμισυ του κόστους της εννεαετούς στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Μάλιστα, ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για συνολικό κόστος ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, οπότε και θα πρόκειται για ιστορικό ρεκόρ.
Σε κάθε περίπτωση, το 2005, το κόστος των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν αυξήθηκε κατά 18% σε σχέση με το 2004!
Δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης
Παρά την ισχυρότατη δύναμη πυρός, τόσο ο πόλεμος του Βιετνάμ όσο και εκείνος του Ιράκ απαίτησαν σημαντική ανάπτυξη στρατευμάτων στις εμπόλεμες περιοχές, η οποία προκάλε
σε τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Ετσι, όταν το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα στο Βιετνάμ έφτασε τους 500.000 άνδρες, η κοινή γνώμη μεταστράφηκε, και το 1968 εξελέγη ο Νίξον, ο οποίος είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους ότι θα επιδίωκε την απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών και τη σύναψη μιας έντιμης ειρήνης (ωστόσο, ο τερματισμός του πολέμου πραγματοποιήθηκε οκτώ χρόνια αργότερα).
Στην περίπτωση του Ιράκ, αυτή η μεταστροφή εκδηλώθηκε πολύ νωρίτερα: ήδη από το τέλος του 2005, τα δύο τρίτα των Αμερικανών εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για την τροπή που είχε λάβει ο πόλεμος, ενώ το 48% έφτανε στο σημείο να ζητήσει τον άμεσο επαναπατρισμό των αμερικανών στρατιωτών.
Τρία χρόνια από την έναρξη της εισβολής στο Ιράκ, ο αριθμός των Αμερικανών και των ανδρών των συμμαχικών δυνάμεων φτάνει τους 160.000. Πρόκειται για αριθμό πολύ μεγαλύτερο από εκείνον που είχε φανταστεί ο πρόεδρος Μπους. Οπως και στο Βιετνάμ, το ηθικό τους είναι χαμηλό. Και, καθώς εντείνεται η αντίσταση, μέσα στα επόμενα χρόνια θα απαιτηθεί η αποστολή σημαντικών ενισχύσεων.
Στην Ινδοκίνα, ο πρόεδρος Νίξον θέλησε να «βιετναμοποιήσει» τη σύγκρουση, μεταφέροντας το βάρος της πολεμικής προσπάθειας στον τεράστιο στρατό του προέδρου Θιέ. Ομως, οι αξιωματικοί που διοικούσαν αυτές τις μονάδες, όπως εξάλλου και το μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του καθεστώτος και των συνεργατών των Αμερικανών, προέρχονταν από την καθολική μειοψηφία της χώρας, η οποία είχε προκαλέσει την εχθρότητα της βουδιστικής πλειοψηφίας. Οι δε στρατιώτες τους είχαν εξαιρετικά χαμηλό ηθικό και δεν κατόρθωσαν να αντέξουν πολύ στις επιθέσεις των αντιπάλων τους.
Οσον αφορά τον ιρακινό στρατό, ενώ η πρώτη ενέργεια των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να τον διαλύσουν, σήμερα ανασυγκροτείται με τη βοήθεια ορισμένων πρώην αξιωματικών του Σαντάμ Χουσέιν. Αυτή η αλλαγή στάσης εξηγείται από την απελπιστική θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι Αμερικανοί.Ομως, και μόνο η ιδέα ότι μια παρόμοια στρατιωτική δύναμη θα αποδειχθεί αποτελεσματική στο στρατιωτικό πεδίο και θα επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει η Ουάσιγκτον, αποτελεί χίμαιρα.
Οπως ακριβώς συνέβη και στον πόλεμο του Βιετνάμ, η αμερικανική ηγεσία υπερεκτίμησε την αποτελεσματικότητα των ιρακινών συμμάχων της, ενώ και στις δύο περιπτώσεις υποτίμησε τον χρόνο που θα χρειαζόταν να μείνουν τα αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή και αγνόησε τις προειδοποιήσεις των ειδικών που υπενθύμιζαν τα όρια της στρατιωτικής της δύναμης.
Το δίλημμα της αποχώρησης
Στο μεταξύ, δεδομένου ότι το Ιράκ είναι διαιρεμένο από θρησκευτική άποψη -και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι ήταν το Βιετνάμ- οι ΗΠΑ είναι αναγκασμένες να επιλέξουν ανάμεσα στην εξάπλωση των ταραχών, η οποία θα ευνοηθεί από την έλλειψη ικανοποιητικού αριθμού αμερικανικών στρατευμάτων για τη διατήρηση της τάξης, και στον εμφύλιο πόλεμο που θα ξεσπάσει εάν εξοπλίσουν τους Ιρακινούς.
Οι πρόσφατες εκλογές έχουν ήδη οδηγήσει σε παροξυσμό τις εχθρότητες. Οι σιίτες αποτελούν τα τρία πέμπτα του πληθυσμού και οι ηγέτες τους έχουν τις δικές τους βλέψεις και πολιτικά σχέδια. Εάν, δε, πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο του στρατού ή του κρατικού μηχανισμού, θα αυξηθεί η επιρροή του σιιτικού Ιράν στην περιοχή.Ομως η κυβέρνηση Μπους δεν αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα των πολιτικών προβλημάτων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη και δεν έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από τους προκατόχους της που διαχειρίστηκαν την περιπέτεια στο Βιετνάμ.
Επικίνδυνος μονόδρομος
Επιπλέον, η περίπτωση του Αφγανιστάν θα έπρεπε να της υπενθυμίζει ότι οι στρατιωτικές επιτυχίες εξαρτώνται από την πολιτική, και όχι το αντίστροφο. Ενας πόλεμος κερδίζεται κατ' αρχήν στο πολιτικό επίπεδο, ειδάλλως είναι χαμένος προκαταβολικά. Τόσο στο Βιετνάμ όσο και στο Ιράκ, αποδείχθηκε ότι τα πολιτικά, τα οικονομικά και τα κοινωνικά διακυβεύματα διαδραματίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο από τις εξελίξεις στο στρατιωτικό πεδίο. Μάλιστα, σε τελική ανάλυση, εάν στο Βιετνάμ η αποχώρηση των Αμερικανών οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, στο Ιράκ αντίστοιχη εξέλιξη θα βυθίσει τη χώρα και την περιοχή στο απόλυτο χάος.
Σε ένα εμπιστευτικό υπόμνημα που χρονολογείται από τον Οκτώβριο του 2003, ο Ράμσφελντ παραδέχεται ότι «στερούμαστε τα εργαλεία μέτρησης, τα οποία θα μας επέτρεπαν να γνωρίζουμε εάν κερδίζουμε τον πλανητικό πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία ή, αντίθετα, εάν τον χάνουμε». Με άλλα λόγια, αρκετά σημαντικά πρόσωπα της κυβέρνησης Μπους έχουν εδώ και πολύ καιρό πολύ λιγότερη εμπιστοσύνη στις πράξεις τους, απ' όση είχαν όταν δρομολόγησαν την εμπλοκή της χώρας τους σε αυτόν τον πόλεμο. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση του Βιετνάμ, είναι υπερβολικά αργά για να αλλάξουν πορεία.
Στο εξής, φαίνεται ότι διακυβεύεται η στρατιωτική αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών.
* Ιστορικός, συγγραφέας του «Another Century of War?», Νέα Υόρκη, 2004, και του «The Age of War», Lynne Rienner Pub., Μπάουλντερ (Κολοράντο), 2006.ΠΗΓΗ:ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ