Από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες μου να γράψω, ήταν μια συλλογή διηγημάτων, των οποίων οι ιστορίες θα πλέκονταν σε ένα μεγάλο κουβάρι. κάθε ιστορία θα ήταν ξεχωριστή αλλά άμεσα πολυπλεγμένη με όλες τις υπόλοιπες.
ακόμα όμως και από τα 10 συνολικα΄διηγήματα, κάποια γεγονότα που ως συγγραφέας ήξερα ότι γίνονταν, σε παρόν, παρελθόν και μέλλον της ιστορίας, δεν χωρούσαν σε διηγήματα, και τα έγραφα με σκοπό να αποτελούν παραλειπόμενα που αν κάποιος θα διάβαζε τα διηγήματα και του άρεζαν, θα ήθελε να διαβάσει και αυτά τα παραλειπόμενα.
το παρακάτω είναι ένα που έγραψα, με αντίστοιχη διάθεση, αλλά στο οποίο θέλησα να αφεθώ ελεύθερος να περιγράψω ότι ήθελα.
λίγο μπακράουντ.
Η Μαρία και η Άννα είναι κολλητές. (λολ, καυλώσατε ήδη?)
Η Άννα είναι μια κοπέλα με πολύ έντονη λίμπιντο, που την εκφράζει με κάθε ευκαιρία σε όλα τα αγόρια.
Όμως συνήθως μισεί τους φίλους της.
Σε κάποια φάση συνειδητοποίησε ότι είναι ερωτευμένη με τη κολλητή της.
Από την ζήλεια της, την έπεφτε συχνά στα αγόρια της Μαρίας για να φεύγουν από τη Μαρία.
Με διάφορους τρόπους που δε μπορώ να τους εξηγήσω χωρίς να κουράσω, την έριξε στην αγκαλιά της.
Εδώ βρίσκονται μόνες για πρώτη φορά:
Αννα - Μαρία
Μπήκαν στο δωμάτιο και η Άννα κλείδωσε την πόρτα. Είχε κάνει έρωτα και στο προηγούμενο πάρτι του Στέφανου και ήξερε καλά τις απαραίτητες κινήσεις για την περίσταση. Η Μαρία βρισκόταν στην πιο γλυκιά ζαλάδα από το ποτό αλλά ακόμα δεν ήξερε τι σκοπό είχε η Άννα. Ήθελε να μιλήσουν γιατί ο τελευταίος καιρός ήταν πολύ παράξενος.
Από κάτω η μουσική έπαψε να βγαίνει από τα ηχεία. Ο Σίμος κούρδιζε την κιθάρα και όλοι μιλούσαν πιο σιγά για να μην τον ενοχλούν.
«Είμαστε μόνες τώρα.», είπε η Άννα που ένοιωθε πιο πολύ τρακ από την πρώτη φορά που έκανε έρωτα στο Σάνι. Κάτι το πρωτόγνωρο ήταν άλλωστε ήταν και το σημερινό.
«Πρέπει να μιλήσουμε!», είπε η Μαρία και αμέσως αναρωτήθηκε αν όντως το είπε ή απλώς το σκέφτηκε. «Τι ακριβώς εννοούσες στο γράμμα;». Η παράξενη αίσθηση αυτή παρέμενε. Γιατί ότι σκεφτόταν το έλεγε αμέσως σαν να είχε πάρει τον ορό της αλήθειας ή κάτι τέτοιο.
«Πρώτα σου ζήτησα συγνώμη για αυτά που σε ανάγκασα να θυμηθείς. Θα ήσουν καλύτερα χωρίς αυτά.», άρχισε η Άννα κάνοντας την Μαρία να ξεσπάσει.
«ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΟΥΝ ΑΥΤΑ ΓΑΜΩΤΟ!», ούρλιαξε η Μαρία και αποθάρρυνε το ζευγάρι που ήταν έτοιμο να μπει στο υπνοδωμάτιο.
«Συγνώμη…»
«Σταμάτα να ζητάς συγνώμη… Σε παρακαλώ.», είπε ανάμεσα σε λυγμούς η Μαρία και κάθισε στο κρεβάτι κρατώντας το πρόσωπο της. Δεν έκλαιγε αλλά ήταν έτοιμη.
«Θες να φύγω;».
«Όχι.».
Η Άννα κάθισε δίπλα της. «Θες να σε αγκαλιάσω;».
«Εσύ, θες να με αγκαλιάσεις;».
«Εγώ θέλω να σε φιλήσω.», είπε η Άννα με καρδιά έτοιμη να σπάσει. Δεν ήξερε τι πρέπει να περιμένει. Γέλιο; Χαστούκι;
Η Μαρία δεν έκανε τίποτα. Σήκωσε το κεφάλι της από τις παλάμες της και κοίταξε την Άννα μέσα στο αχνό φως. Δεν είπε τίποτα, απλώς την κοίταξε με τα υγρά της μάτια δείχνοντας ότι ήθελε από κάπου να πιαστεί. Η Άννα έσκυψε.
Μια ελαφρά κίνηση προς τα πίσω σταμάτησε την Άννα αλλά η Μαρία πήρε την πρωτοβουλία… την φίλησε. Τα δυο κορίτσια φιλήθηκαν και οι γλώσσες τους ενώθηκαν. Η Άννα ένοιωθε τρομερή επιθυμία αλλά και η Μαρία δεν πήγαινε πίσω. Μόνο που η Μαρία ένοιωθε εξουθενωμένη και δεν μπορούσε παρά να αφεθεί… ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας την Άννα. Η Άννα έπεσε σχεδόν πάνω της προσπαθώντας να την φιλήσει όσο περισσότερες φορές μπορούσε για να καλύψει τις πάμπολλες στιγμές που ήθελε να την φιλήσει στο παρελθόν, και τις ακόμα περισσότερες φορές που έπνιγε ακόμα και την επιθυμία για να μην χρειαστεί να παραδεχθεί ότι ποθούσε μια κοπέλα. Την στιγμή που πολεμούσε να ανοίξει το πουκάμισο και να βγάλει το μπλουζάκι της Μαρίας δεν την ένοιαζε τίποτα. Την ήθελε. Την ήθελε με αυτήν την αδυναμία της να της αντισταθεί. Λάτρευε τον τρόπο που δεχόταν με απόλαυση τα φιλιά και τα χάδια της και όταν φίλησε τις ερεθισμένες ρώγες της… η Μαρία αναστέναξε από ευχαρίστηση.
Αυτό τρέλανε την Άννα και την ερέθισε ακόμα περισσότερο. Την φίλησε στο στόμα με έναν φόβο ότι αυτή η κίνηση της θα έβγαζε την Μαρία από κάποιον λήθαργό που της επέτρεπε να κάνει ότι έκανε. Ακόμα και όταν η Μαρία υποδέχθηκε με θέρμη το φιλί της, δεν μπορούσε να πιστέψει την απίστευτη εύνοια που είχε.
Η Μαρία από την πλευρά της ένοιωθε μια παράξενη ασφάλεια στα χέρια της Άννας. Πάντα ένοιωθε άνετα μαζί της και τώρα τα χέρια της… και τα χείλη της ήταν… τόσο επιδέξια. Ένοιωθε όμορφα και πιο άνετα από τότε που έκανε έρωτα με το Νίκο. Δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή ότι έκανε έρωτα με ένα κορίτσι. Βοήθησε την Άννα να γδυθεί και την αγκάλιασε. Φιλήθηκαν στο στόμα πάλι και αυτή πήρε την πρωτοβουλία για πρώτη φορά και συνέχισε να την φιλάει στο μάγουλο. Το φιλί κατέβηκε στο λαιμό και τελείωσε με ένα ρούφηγμα στο λακκάκι της Άννας. Τότε ένοιωσε τα δάκτυλα της Άννας να την χαϊδεύουν και ξάπλωσε πίσω να απολαύσει τις ηδονικές αισθήσεις.
{Είχε ερεθιστεί πολύ και η Άννα την χάιδευε επιδέξια. Ξάπλωσε και απολάμβανε τα χάδια που την οδηγούσαν ψηλά. Κάποια στιγμή τα δάκτυλα της Άννας απομακρύνθηκαν και ένοιωσε τα χείλη της στο στήθος της. Το φιλί κατέβηκε στην κοιλιά της και ανατρίχιασε άλλη μια φορά. Τεντώθηκε και χάιδεψε τα μαλλιά της Άννας.
Τα χέρια της Άννας που χάιδευαν τα πόδια της ανέβηκαν ψηλά και άρχισε να χαϊδεύει την ήβή της. Κατέβηκαν πιο χαμηλά ξανά και άνοιξαν τους προσαγωγούς της. Χαμήλωσε το πρόσωπο της και την φίλησε τον αιδοίο. Ένοιωσε την υγρασία της στα χείλη της Μαρίας και άκουσε την ανάσα της πιο γρήγορη, ενώ μικρά βογκητά έκαναν την εμφάνιση τους όλο και πιο συχνή.
Η Άννα χαμογέλασε βλέποντας την Μαρία να κουνά την λεκάνη της με μια κίνηση που ζητούσε κάτι στον κόλπο της. Καθάρισε λίγο τις τρίχες και βύθισε την γλώσσα μέσα στην κοπέλα που έβγαλε ένα πιο δυνατό βογκητό απόλαυσης. Η Άννα ερεθίστηκε και άρχισε να παίζει με την γλώσσα της τα μέρη που άρεζε στην ίδια να παίζουν. Ήξερε καλά την ανατομία της Μαρίας και ήξερε την κάθε της κίνηση.
Η Μαρία ήταν χαμένη στην στοματική ηδονή που τις πρόσφερε η Άννα, αλλά ανίκανη να διοχετεύσει την ενεργητικότητα που τις χάριζε αυτή η απόλαυση. Ανίκανη να την αγκαλιάσει και να παλέψει μαζί της, έσφιξε το σεντόνι του κρεβατιού και μετά άρχισε να χτυπάει το στρώμα.
«Ναι, ναι…ΝΑΙ!!», φώναξε τελικά ανησυχώντας την Άννα που δεν ήθελε ην ιδιαίτερη προσοχή των απʼ έξω. Την ίδια δεν την ένοιαζε να την δουν να βγαίνει από το δωμάτιο και να καταλάβουν ότι το έκανε με την Μαρία αλλά η Μαρία ίσως να μην ένοιωθε το ίδιο αργότερα. Ανήσυχη έτσι όπως ήταν συνέχιζε να γλύφει την Μαρία ή οποία δεν άντεξε. Θα μπορούσε να απολαμβάνει με τις ώρες τα χάδια της γλώσσας της αλλά ήθελε και αυτή να δώσει. Η απραξία της την καταπίεζε. Παραμέρισε λίγο την Άννα και προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Έδωσε ώθηση να κατέβει πιο κάτω με αποτέλεσμα όμως να πέσει κάτω συμπαρασύροντας και την Άννα μαζί της. Έπεσαν στο πάτωμα και βρέθηκαν αγκαλιά.
«Χτύπησες;» έκανε ανήσυχη η Άννα αλλά η Μαρία δεν της έδωσε απάντηση. Την αγκάλιασε πιο σφιχτά και την φίλησε. Η Άννα χάιδευε την πλάτη της με τόση δύναμη που ήταν σαν να την έτριβε. Η Μαρία όμως ήθελε να ανταποδώσει την στοματική απόλαυση και άρχισε να κινείτε με τις άγαρμπες κινήσεις που προϋποθέτουν την αλλαγή στην ερωτική στάση. Η πιο έμπειρη Άννα ανέλαβε πρωτοβουλία και γρήγορα βρέθηκε γονατιστή σε μια στάση που επέτρεπε την Μαρία να την γλύψει.
Η Άννα ξαφνιάστηκε για άλλη μια φορά όταν ένοιωσε την Μαρία να προσπαθεί με πάθος να την περιποιηθεί. Παρά τις γνώσεις της σε θέματα ανατομίας ήταν φανερό στην Άννα ότι ήταν ιδιαίτερα άγαρμπη και δυο φορές μάλιστα την πόνεσε. Δεν την ένοιαζε. Όταν έκανε έρωτα για πρώτη φορά με αγόρι είχε πονέσει πολύ περισσότερο. Είχε την ατυχία να είναι και του αγοριού η πρώτη φορά.
Η Άννα δεν αρκέστηκε για πολύ στην παθητική στ
άση και σκύβοντας μπροστά έφθασε στο φύλο της φίλης της. Έτριψε το μάγουλο της στις τρίχες της και μετά βύθισε την γλώσσα της στην υγρή τρύπα της. Αυτό το γλυκόξινο υγρό την ενθουσίαζε γιατί αποδείκνυε το πόσο ερεθισμένη ήταν η Μαρία, λες και το γεγονός ότι γλειφόντουσαν σε στάση 69 δεν έφτανε.
Η Μαρία χαμένη μέσα στη θολούρα που της πρόσφεραν οι αισθήσεις της δεν καταλάβαινε καλά, καλά τι έκανε. Καταλάβαινε όμως από τους ήχους της Άννας ότι το έκανε καλά. Όταν ξανάνιωσε την γλώσσα της Άννας δεν μπόρεσε και έπαψε να κάνει οτιδήποτε. Αγκάλιασε την λεκάνη της Άννας σφίγγοντας το πρόσωπο της στο στομάχι της και απολάμβανε την αίσθηση χαρίζοντας την φιλάκια και απαλές δαγκωματιές.
Σε λίγο τα δάκτυλα της φίλης της έκαναν αισθητή την παρουσία τους ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε να κουνά και πάλι την λεκάνη της στο ρυθμό των χαδιών. Ήθελε την Άννα μέσα της χωρίς να νοιάζεται αν αυτό είναι τεχνικά δυνατόν. Ο δείκτης και ο μέσος τότε άρχισαν μικρές και δοκιμαστικές διεισδύσεις που την τρέλαναν.
Η Άννα άλλαξε στάση και ξάπλωσε στο κρύο πάτωμα –καμιά από τις δύο δεν ένοιωθε ιδιαίτερα το κρύο αφού ήταν ήδη για τα καλά ιδρωμένες- και βρέθηκε ξαπλωμένη δίπλα της να την μπαίνει αργά μα σταθερά όλο και πιο μέσα της. Η Μαρία είχε κλειστά τα μάτια της και κινούταν με ρυθμούς που όριζαν τα δύο πιο μακριά δάκτυλα του δεξιού χεριού της Άννας. Τα χείλη της Άννας ενώθηκαν με τα δικά της για άλλη μια φορά και μόλις συναντήθηκαν οι γλώσσες βρήκε για άλλη μια φορά αυτήν γλυκόξινη γεύση που δεν είχε προλάβει να την κατατάξει.
Το αριστερό χέρι της Άννας έπιασε το δικό της και το οδήγησε ανάμεσα στα πόδια της.
«Θα με χαϊδέψεις και ʽσυ;».
Η Μαρία δεν απάντησε με λόγια απλά προσπάθησε να εντοπίσει την ακριβή τοποθεσία. Μόλις την βρήκε άρχισε να βυθίζει τα χέρια της. Στον τομέα αυτό ήταν καλύτερη η Μαρία και τα δάκτυλα έδειχνα να ξέρουν τι έπρεπε να κάνουν. Μόνο που πήρε πίσω το αριστερό χέρι και ανάθεσε την δουλειά στο δεξί χέρι παρά του ότι ήταν πιο άβολα έτσι.
Ξαπλωμένες η μία δίπλα στην άλλη, φιλώντας η μία την άλλη και με τα χέρια της μίας ανάμεσα στα πόδια της άλλης, απολάμβαναν κάθε στιγμή αφήνοντας στεναγμούς ευχαρίστησης. Η Άννα δάκρυσε και έφτασε σε οργασμό πάνω από μία φορά. Όπως και η Μαρία.
}
Στον κάτω όροφο η κιθάρα άρχισε να παίζει και ο Σίμος με άλλα τρία παιδιά τραγουδούσαν απαλά.
Όταν… κάποιο βράδυ
Σαράντα λεπτά μετά έμεναν ξαπλωμένες ακίνητες η μία δίπλα την άλλη. Η Μαρία είχε ακουμπήσει στην αγκαλιά της με κλειστά μάτια. Σε λίγο μπορεί να κοιμόταν. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ όμορφο και ωραίο αλλά δεν γινόταν να μείνουν για πολύ ακόμα έτσι. Έπρεπε να αφήσουν το δωμάτιο.
«Μαράκι;», είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η Μαρία ξύπνησε, σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε. Της χαμογέλασε.
«Σε αγαπώ!», είπε η Άννα που ένοιωθε περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ. Το σβήσιμο του χαμόγελού της την πίκρανε γρήγορα. Το χαμόγελο ξανάρθε όμως και η Άννα χάρηκε.
«Τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε η Μαρία και η Άννα ένοιωθε αδύναμη να απαντήσει. Τι εννοούσε η Μαρία. Τι κάνουμε αυτήν την στιγμή ή τι κάνουμε τώρα που κάναμε έρωτα;
«Θες να πάμε σπίτι; Αν θες πάμε στο σπίτι μου και μένουμε και οι δυο εκεί για να μην ξυπνήσεις τους δικούς σου.», είπε προσπαθώντας να δώσει την πιο ανώδυνη δυνατή απάντηση αλλά μάλλον τα σκάτωσε. Μήπως το πήρε σαν πρόταση για να κάνουν ξανά έρωτα;
«Πάμε…», άρχισε η Μαρία καθησυχάζοντας την Άννα και δείχνοντας μάλιστα ότι πριν να κοιμηθεί θα ξανάκανε τελικά έρωτα μαζί της. «…κάτω.».