THMMY.gr

Χαλαρή συζήτηση - κουβεντούλα => Διάφορα => Topic started by: bakeneko on January 20, 2006, 18:28:01 pm



Title: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: bakeneko on January 20, 2006, 18:28:01 pm
Τρομακτικές και παράξενες ιστορίες που έχουμε ακούσει. Φαντάσματα, δαιμόνια ^monster^, θαύματα, όλες οι ιστορίες που φαίνονται απίστευτες αλλά και αληθοφανείς! Φυσικά η ανάγνωση αυτού του θέματος ενδείκνυται μετά τα μεσάνυχτα και με σβηστά όλα τα φώτα (για επιπλέον ατμόσφαιρα και με αναμμένα κεριά!).


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on January 20, 2006, 19:08:05 pm
 βάλτε το Ηελλιος Μούλτι να παίζει στο φόρουμ,


μουαχαχαχα

τιρουριρι τιρουριρι.....

(να πέσει το βίντεο...)


Title: ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΝΕΚΡΟΙ
Post by: Turambar on January 20, 2006, 19:10:31 pm
Την ρώτησε τι σημαντικό είχε να της πει αλλά αυτή δεν έδειχνε πρόθυμη να μιλήσει καθαρά. Είχε το ύφος που υιοθετούσε όταν την άκουγαν πελάτισσες της, κάτι καθόλου κολακευτικό αφού αυτές τις εξαπατά. Την κόρη της όμως δε μπορούσε να την κοροϊδέψει.
Η μητέρα της, σύμφωνα με αυτήν, κοροϊδεύει γενικά τον κόσμο. Λέει ότι έχει ειδικές ικανότητες, οι οποίες την επιτρέπουν να προβλέπει το μέλλον, να βρίσκει χαμένα αντικείμενα, και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκείνες τις μέρες μάλιστα σκεφτόταν να εγκαταστήσει γραμμή όπου θα δεχόταν τηλεφωνήματα μέσο 090… Βλέπεται έχει το κληρονομικό χάρισμα!
Η γιαγιά της Ε. ήταν ξακουστή στην γειτονιά, και όλο φυσικά το σόι της μητέρας της –πατέρα δεν γνώρισε ποτέ- είχε να λέει για αυτήν, το καμάρι μας. Σύμφωνα με τους θρύλους, για την Ε. που δεν την γνώρισε ποτέ όλες αυτές οι ιστορίες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από θρύλοι, η γιαγιά της είχε την ικανότητα να προβλέπει με την βοήθεια του φλιτζανιού, το φύλο του παιδιού μιας κοπέλας, εάν και εφʼ όσων θα έκανε ένα.
«Η γιαγιά σου δεν χρειαζόταν να βλέπει το φλιτζάνι. Καταλάβαινε και χωρίς αυτό. Απλά, καμιά δεν την πίστευε εάν αυτή πρώτα δεν έβλεπε το φλιτζάνι.», της έλεγε η μητέρα της όσο ακόμα καθόμουν και την άκουγε. Αργότερα μεγάλωσε, «κατανόησε» τον κόσμο και όπως κάθε σύγχρονο παιδί στις μέρες μας έπαψε να πιστεύει άκριτα αυτά που έλεγε η μητέρα της. Εκνευριζόταν μάλιστα ιδιαίτερα με το παραμικρό από τις υποθέσεις της εργασίας της.

Εκείνη τη μέρα, μετά από τον μακρύ πρόλογο, η μητέρα της ξεφούρνισε το μεγάλο μυστικό. Η Ε. φυσικά έσκασε στα γέλια.
Στον πρόλογο της θύμισε πρώτα ότι πότε δεν υποκρίθηκε στην Ε. πως η ίδια της είχε πραγματικές δυνάμεις και επανήρθε στα γνωστά παραμύθια για την φοβερή γιαγιά που «όντως είχε δυνάμεις και ήταν αληθινή.».
«Αληθινή τι;», ρώτησε η Ε. χωρίς να τσιγκουνευτεί ειρωνεία.
«… Είχε πραγματικές ικανότητες! Τρομερές.».
Νέο ειρωνικό χαμόγελο.
«Εγώ δεν είχα πραγματικές δυνάμεις, γιατί αυτές οι ικανότητες πηγαίνουν από τη μία γενιά στη μεθεπόμενη γενιά, έτσι ενώ εγώ δεν έχω, εσύ έχεις και το είχε προβλέψει η γιαγιά σου ότι θα είχες. Αυτό μου αρκεί για να το πιστέψω.».

Ο μόνος λόγος που δεν έφυγε γελώντας από το δωμάτιο ήταν το σοβαρό της ύφος της μητέρας της που την ανησύχησε σε μεγάλο βαθμό. «Μήπως χρειάζεται βοήθεια;» Η μητέρα της έπιασε το δεξί χέρι λέγοντας ότι επειδή η γιαγιά πέθανε πριν κλείσει η Ε. τα 5, ανέλαβε η ίδια της να γίνει μέντορας της στο κόσμο των «υπερπνευματιστών». Αυτός ήταν η «επιστημονική» ονομασία των μέντιουμ για τη μητέρα.
«Βρε μαμά… Κοίτα με… (αυτή συνεχίζει να μουρμουρίζει κοιτάζοντας το χέρι της Ε. σαν να προσπαθούσε να το διαβάσει) … εάν είχα δυνάμεις δεν… Ααααχ!».  «…θα το είχα καταλάβει;» θα έλεγε αν δεν ένοιωθε έναν ξαφνικό πόνο στην παλάμη της.
Με ένα μαχαιράκι το οποίο η Ε. δεν είχε προσέξει στα χέρια της, της χάραξε μια γραμμή στην παλάμη. Μια νέα παράξενη γραμμή σαν όλες τις άλλες, που θα έβρισκαν πολύ ενδιαφέρον οι επίδοξες χειρομάντισσες. Τράβηξα πίσω το χέρι της και άρχισε να το κοιτά γεμάτη έκπληξη, καθώς η πληγή δεν έδειχνε να τρέχει ακόμα αίμα.
«Τρελάθηκες τελείως;», ρώτησε χωρίς να περιμένω απάντηση.
«Πρόσεχε τώρα παιδί μου γιατί ο κόσμος θα είναι διαφορετικός πια για σένα. Η γιαγιά σου πρόβλεπε την γέννηση της ζωής, ο παππούς της προέβλεπε καταστροφές. Το δικό σου χάρισμα δεν μου το είπε γιατί δεν το ήξερε. Πες μου λοιπόν, ποιο είναι;»
Ακόμα και αν της έλεγε ότι της χάραξε το χέρι για την παγκόσμια ειρήνη και ότι αυτό ήταν μια αποστολή που τις ανέθεσε ο Άγιος Πέτρος, δεν θα τα πρόσεχε και δεν θα απαντούσε. Κοιτούσε μόνο την πληγή, η οποία μετά από το λίγο αίμα που έτρεξε, έδειχνε να μην αιμορραγεί άλλο.
«Γιατί μου έκοψες το χέρι;»
«Σου αφύπνησα το «νεύρο» σου. Αυτό χρειαζόσουν για να ενεργοποιηθεί το χάρισμα σου.», απάντησε την στιγμή που η Ε. έβλεπε την πληγή να επουλώνεται τελείως, προκαλώντας της την υποψία ότι το μαχαιράκι μπορεί να είχε στην άκρη του LSD. «Ποτέ δε με πίστεψες αλλά τώρα θα πιστέψεις!»
Στα τελευταία λόγια της, η Ε. γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.


Title: ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΝΕΚΡΟΙ 2
Post by: Turambar on January 20, 2006, 19:11:46 pm
Νοιώθει τον φρικτό πόνο στην καρδιά της. Το σώμα της πέφτει στο έδαφος έτοιμο να ξεψυχήσει. Είναι λίγο πιο γερασμένη από τώρα. 10 χρόνια ίσως. [/b]

«Τι είναι; Τι βλέπεις; Πες μου το χάρισμα σου…»
«Δεν είναι δυνατόν. Δε μπορεί…». Γύρισε αλλού το βλέμμα του και προσπάθησε να συγκεντρωθώ την σκέψη της. Μάταια.
«Τι είδες;».
Την κοίταξε πάλι και ξανά το ίδιο όραμα, ο ίδιος πόνος. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και σηκώθηκα.
«ΠΕΣ ΜΟΥ! ΤΙ ΕΠΑΘΕΣ;»
Η Ε. δεν απάντησε. Έκανε μεταβολή και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας σχεδόν, με την ελπίδα ότι το μαχαιράκι είχε όντως LSD στην άκρη του.

Δεν είχε κάποιον σχετικό ψυχαναγκασμό παλιότερα αλλά εκείνη την μέρα τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο πεζοδρόμιο και πρόσεχαν μήπως τα πόδια της πατούσαν στο χώρισμα που αφήνουν τα πλακάκια. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ψάχνει για εξηγήσεις που θα ήταν λογικές αλλά μάταια! Σχημάτισε μόνο κάποιες παράλογες ιδέες για το τι συνέβη αλλά ούτε αυτές μπορούσαν να την ησυχάσουν. Το μυαλό της γυρνούσε πάλι στην άκρη του μαχαιριού και κοιτούσε την πληγή που έμοιαζε πια σαν όλες τις χαραματιές της παλάμης της, μόνο που θα ορκιζόταν ότι δεν την είχε το πρωί όταν πλύθηκε. Έτσι χαζεύοντας την παλάμη της έπεσε πάνω σε ένα νεαρό. Ο καημένος δεν κατάφερε να την αποφύγει έτσι που προχωρούσε στα τυφλά –τι οπτικό πεδίο έχεις όταν κοιτάς τις γραμμές τις παλάμης σου; Κάτι μουρμούρισε ο νεαρός που θύμιζε συγνώμη και αυτή γύρισε και την κοίταξε… στα μάτια.

  Κάθεται σε ένα γραφείο και διαβάζει. Δίπλα έχει ποτό και καπνίζει. Αφήνει το τσιγάρο και διαβαζόντας τον πέρνει ο ύπνος. Το τσιγάρο πέφτει στο χαλί που πέρνει φωτιά και πριν ξυπνήσει από την ζέστη λιποθυμά από τον καπνό της φωτιάς. Δεν ένοιωσε πως κάηκε ζωντανός. [/b]

Εκείνη την στιγμή, το όλο σκηνικό του θανάτου αυτού, της φάνηκε τραγικά ηλίθιο και χωρίς να ξέρει γιατί άρχισε να γελάει. Ο νεαρός με κοίταξε με εύθυμη διάθεση και ετοιμάστηκε να γελάσει μαζί της για το «μικρό ατύχημα» που είχαν. Εκείνη όμως έπιασε το πρόσωπο του, σαν να είχα σκοπό να τον φιλήσει με πάθος, και τον κοίταξε με ένταση.
«Όταν διαβάζεις και νυστάζεις... Μη καπνίζεις... Αν θες να ζήσεις…»
Ο νεαρός τινάχτηκε προς τα πίσω γεμάτος αποστροφή, έκανε μια επιδέξια κίνηση για να την αποφύγει–πριν δεν φάνηκε τόσο επιδέξιος- και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Για αυτόν η Ε. δεν πρέπει να ήταν τίποτε παραπάνω από ένα άτομο σαλεμένο στα μυαλά του, το οποίο μιλάει μόνο του στον δρόμο και όλοι κάνουν ολόκληρο κύκλο για να το αποφύγουν.
Δεν μπορούσε να εξηγήσω γιατί αυτά τα οράματα τα θεωρούσε ως δεδομένα ότι πρόκειτε να συμβούν. Υπήρχε η βεβαιότητα στην καρδιά της για την αλήθεια της «προφητείας» της και αυτή ξεπερνούσε κάθε γνώση και λογική που διάθετε.  Ένοιωθε μάλιστα και πολύ παράξενα που δε την είχε πιστέψει ο νεαρός! Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε αδικηθεί. Του μίλησε για τον θάνατο του και πώς να τον αποτρέψει, αν θα ακολουθούσε την συμβουλή της θα έπρεπε να δει στα μάτια του έναν διαφορετικό θάνατο αλλά αυτός προφανώς δε την είχε πιστέψει.
Προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα τον ακολουθούσε για να του μιλήσει όσο πιο σοβαρά μπορούσε, ώστε να  αποτρέψει αυτόν τον τραγικό θάνατο, όταν μια περαστική γυναίκα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Προχωρούσε κοντά της και την εμπόδιζε ελαφρά έτσι που στεκόμοταν σαν χάνος και την κοίταξε αγριεμένα.

Έχει μόλις λουστεί και το καθρεφτάκι δεν φτάνει μέχρι τον καθρέφτη του μπάνιου. Φέρνει μια προέκταση που είχε λίγο γυμνό καλώδιο. **ΤΖΙΖ** [/b]

Ανατρίχιασε! Λυπήθηκε για αυτήν την γυναίκα και την κοίταξε με ένα θλιμμένο ύφος που έδειξε να την ενοχλεί ακόμη περισσότερο από την αδράνεια της. Ποιος ξέρει τι υπέθεσε για το βλέμμα της. Το βλέμμα της, που στη συνέχεια έπεσε στα μάτια μιας κοπέλας που περνούσε πίσω από την γυναίκα που θα πάθαινε ηλεκτροπληξία. Δεν χρειάστηκε να την κοιτάξει.

Ξαπλώνει στο κρεβάτι και ζητά να κάνει για τελευταία φορά αυτό που την σκότωσε. Το τσιγάρο ανάβει και αυτή σβήνει. Με τον Θάνατο στα πνευμόνια. [/b]

Η κοπέλα ένιωσε την ματιά την και γύρισε προς το μέρος της. Αυτόματα κοίταξε αλλού μην αντέχοντας άλλο τον πόνο της. Έκανε δυο βήματα προς τον τοίχο και στάθηκε σε μια γωνία παρακολουθώντας τους ανθρώπους να περνά, κοιτάζοντας τα μάτια τους και το τέλος τους. Βιώνοντας το χάρισμα της σε όλο το μεγαλείο του.

Φρικτοί πόνοι στο στομάχι από το χαλασμένο γιαούρτι! Είναι δυνατόν;

Στο κρεβάτι γέρος και τυφλός από χρόνια, καταβεβλημένος από τα 108 χρόνια ζωής.

12 μόλις χρονών, πριν καν αντιληφθεί τι είναι ζωή, στο κρεβάτι, με τον Θάνατο στο κεφάλι.

Βγαίνει ο άλλος απότομα από δεξιά αναγκάζοντας τον να κόψει αριστερά και να μπει στο δρόμο μια νταλίκας.

Έχοντας χάσει τα λογικά της από καιρό, πεθαίνει έτσι απλά μέσα στον ύπνο της.
[/b]

Η πένθιμη παρέλαση που περνούσε από μπροστά της, την τρέλαινε! Όλοι αυτοί θα πέθαιναν. Θα ζούσαν πολύ ή λίγο αλλά κάποια στιγμή θα πέθαιναν ανώδυνα ή φριχτά, απλά ή με απίστευτο τρόπο. Και εκείνη ήταν μάρτυρας των θανάτων τους, για εκείνη ήταν σαν να είχαν ήδη πεθάνει. Είχε μπροστά της ένα σωρό από νεκρούς ανθρώπους… όχι νεκρούς. Δεν ήταν ακόμα νεκροί. Ήταν όλοι ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΝΕΚΡΟΙ. Μια σκέψη στο μυαλό.
 «Ti είμαστε δηλαδή στον κόσμο;»
Αν δεν είμαστε μόνο εν αναμονή νεκροί ποιος είναι ο σκοπός μας. Ποιος ο λόγος για όλα; Τι σκατά είναι ο άνθρωπος;
Είμαστε… Τι είμαστε; ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΝΕΚΡΟΙ, περιμένοντας τον θάνατο ναʼρθει! 
Οι σκέψεις είχαν αρχίσει να της θόλωναν το μυαλό. Άρχισε να ζαλίζεται και να της έρχεται αναγούλα. Προσπάθησε να συγκρατηθεί μα δε μπόρεσε. Προχώρησε λίγο και μπήκε σε ένα κλειστό χώρο για να βγάλει τα λίγα που έφαγε εκείνη την ημέρα. Ντράπηκε που το έκανε μέσα στον δρόμο και σκύβοντας το κεφάλι προχώρησε βιαστικά για να γλιτώσει από το βλέμμα αυτόν που την είδαν να αδειάζει το στομάχι της.
Η απασχόληση της με κάτι πέρα από το Χάρισμα, την βοήθησε να καθαρίσει λίγο το κεφάλι. Μόνο που το καθαρό μυαλό την οδηγούσε σε μια λέξη μόνο. Καθρέφτης. Τι θα έβλεπε σε έναν καθρέπτη; Και ότι και αν ήταν αυτό που μπορεί να έβλεπε, ήθελε να το δε; Περπατούσε δίπλα σε μια βιτρίνα μαγαζιού και έστρεψε το βλέμμα της αλλού για να αποφύγει την αντανάκλαση των ματιών της. Αντίκρισε μάτια που φανέρωναν έναν θάνατο από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι της προσπαθώντας κυρίως να αποφύγει οποιαδήποτε αντανάκλαση.

Έφτασε αποφεύγοντας ακόμα και τον ανελκυστήρα. Με επιμέλεια είχα καταφέρει να αποφύγει και μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη που είναι κρεμασμένος δεξιά μόλις μπαίνεις στο σπίτι. Στον δρόμο βέβαια δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από έναν Θάνατο στο στομάχι και έναν στο αίμα, έναν ανόητο ατύχημα με μήλο και πιρούνι καθώς και ένα οδυνηρό σπάσιμο τζαμαρίας. Αντίκρισε επίσης και την πρώτη μου αυτοκτονία ή οποία ήταν με πτώση από κάποιο ψηλό κτήριο.
Ευτυχώς η μάνα της είχε φύγει από το σπίτι, πιθανότατα για να την αναζητήσει. Είχε αφήσει και σημείωμα αλλά εκείνη την στιγμή δεν του έδωσε σημασία. Εκείνη την στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει μόνη και να πάρει μια απόφαση. Να πάρει το κουράγιο να κοιτάξω τον εαυτό της στα μάτια; Κάτι την σταματούσε.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που την απασχολούσε η ιδέα του θανάτου μου. Πολλές φορές, πριν την πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι, αφού είχε περιπλανηθεί σε σκέψεις για το κοντινό και πιο μακρινό μέλλον, κατέληγε σε ζητήματα που τα αποκαλούσε γενικά «τα υπαρξιακά μου». Τρόμαζε και φοβόταν. Η σκέψη ότι θα κατέληγε σε ένα φέρετρο… και αν δεν υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο; Η ιδέα έκανε αφόρητη την ζωή, όλα όσα επιθυμούσε έχαναν κάθε ουσία. Όσο και αν ζούσε, ότι και αν πετύχαινε σήμερα ή αύριο, θα πέθαινε και θα χανόταν στην ανυπαρξία. Η αναγκη για έναν Θεό ή μια χαζοχαρούμενη ονειροπόληση γινόταν αναγκαία όσο τίποτε άλλο. Συνήθως επέλεγε την δεύτερη και αφηνόταν να την παρασύρει μια φαιδρότητα που της επέτρεπε να κοιμ
ηθεί. Το άλλο πρωί όλες αυτές οι σκέψεις ήταν σαν να μην είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό της - Tabula Rasa.


Title: ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΝΕΚΡΟΙ 3
Post by: Turambar on January 20, 2006, 19:13:09 pm
Με τον καθρέφτη στην πλάτη, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Αφού θα έβλεπά αυτό που τόσο με έτρωγε η αγωνία να δω, όλα θα άλλαζαν. Θα έπρεπε να υπομείνω στην υπόλοιπη ζωή μου την φρικτή γνώση του θανάτου μου. Πώς και περίπου πότε. Δεν θα γλίτωνα ποτέ από αυτόν τον τρόμο…
Δεν είχα όμως επιλογή. Δεν θα μπορούσα να αποφεύγω για πάντα τον Καθρέφτη. Όχι μόνο γιατί θα αναγκαζόμουν να ζω σχεδόν σαν την Αλέξη του Κωσταλέξη, διαρκώς μέσα σε ένα σπίτι χωρίς καθρέφτες, αλλά και γιατί στο τέλος αυτό που δεν θα έβλεπα στον καθρέφτη θα ήταν ο θάνατος από την αγωνία μου για το τι θα δω στον καθρέφτη.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε αυτήν την στάση, πάντως δε μπορούσα να πάρω απόφαση. Το μυαλό μου συνιθισμένο να αντιμετωπίζει την σκοτεινιά που προκαλούσε η ιδέα του θανάτου, γύρισε σε πιο ευχάριστες όμορφες στιγμές. Στο τέλος ηρέμησα, και αφού ηρέμησα ένοιωσα ότι συνήρθα. Ότι όλες αυτές οι εικόνες, τα οράματα, μπορεί να ήταν η ιδέα μου και να μην σήμαιναν κάτι πραγματικά. Με ελαφριά πια την καρδιά μου γύρισα και κοίταξα τον καθρέφτη.
Εκεί αντίκρυσα έναν φρικτό θάνατο. Μόνος, αβοήθητος, ανίκανος να βοηθήσω τον εαυτό μου και να σωθώ. Τρόμαξα. Πανικοβλήθηκα. Ήθελα να  γλιτώσω από αυτόν τον τρομερό θάνατο και την επαναλαμβανόμενη βίωση του κάθε φορά που κοιτούσα τον καθρέφτη και σκέφτηκα να κάνω το πιο σίγουρο για να το πετύχω. Αποφάσισα εκείνη την στιγμή, καθώς κοιτούσα τον καθρέφτη, να αυτοκτονήσω.

Αυτό που προσπάθησα ήταν να πάρω τη μοίρα στα χέρια μου. Σαν τον Τουρίν, ήρωα του Τολκιν στο Σιλμαρίλιον

 «Μοίρα; Τη μοίρα μας την ορίζουμε εμείς! Τίποτα δε μπορεί να εξασφαλίσει ότι αυτό είναι το τέλος μου. Αν δηλαδή εγώ πέσω μπροστά σε ένα αυτοκίνητο να με πατήσει, πως μπορεί να διατηρηθεί η μοίρα μου; Δεν θα αλλάξει;…»
Ένα κενό ακολούθησε και αμέσως πήρα την απόφαση. Από το να ζήσω μια ζωή μέσα στον φόβο και την αγωνία για το τέλος που τόσο θα αργήσει αλλά τόσο με αγχώνει, καλύτερα να αυτοκτονήσω και να πάρω στα χέρια την μοίρα μου!
«Από εδώ και μπρος θα λέγομαι Τουράμπαρ.», αναφώνησα και ξεκίνησα για το τέλος μου.
Αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι και όχι πολύ σιγουριά. Να αναφωνώ με τιμή το «νέο μου όνομα» που στην γλώσσα τον ξωτικών του Tolkien σημαίνει «Κυρίαρχος της Μοίρας». Λάθος σκέψη μάλλον αφού ο Τουρίν, που επίσης αυτοαποκαλέστηκε Τουράμπαρ, αποδείχθηκε ανίκανος να γίνει πραγματικά κυρίαρχος στην μοίρα του.
Από ότι μου είπαν, γιατί εγώ βρισκόμουν εκτός εαυτού, με το που βγήκα από το σπίτι στάθηκα στον δρόμο και πήδηξα μπροστά σε ένα φορτηγό που περνούσε. Το φορτηγό με απέφυγε αλλά το αυτοκίνητο που ακολουθούσε με χτύπησε και με πέταξε μερικά μέτρα μακριά. Τώρα βρίσκομαι στο νοσοκομείο.
Δεν κατάφερα να αυτοκτονήσω. Κατάφερα όμως να κάνω ανεπανόρθωτη ζημιά στο σώμα μου. Από ότι λέει ο γιατρός – στον οποίο δεν πρόκειται να πω για τον δραματικό θάνατο με τον δονητή που τον περιμένει- δεν θα ξαναπερπατήσω ποτέ. Είχα τύχη λέει που ζω ακόμη και πραγματικά βρίσκει αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι μπορώ να κινήσω το δεξί μου χέρι. Ναι, κάτω από τον λαιμό μπορώ να κουνήσω κανονικά μόνο το δεξί μου χέρι. Φρικτή προοπτική για να συνεχίσεις την ζωή ε;

Όταν συνήρθα από το ατύχημα και είπα στη μητέρα μου την ιστορία έβαλε τα κλάματα. Τώρα κατηγορεί τον εαυτό της για αυτά που μου συνέβησαν γιατί δε με προετοίμασε κατάλληλα. Άδικα προσπαθώ να της εξηγήσω ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει τίποτα αφού ποτέ μου δεν την πίστεψα. Κατά λάθος της διηγήθηκα τον θάνατο της και από όσο ξέρω, την άλλη μέρα επισκέφθηκε καρδιολόγο ενώ έχω επίσης την εντύπωση ότι άρχισε μια δίαιτα για καρδιοπαθείς.
Τον δικό μου θάνατο μου απαγόρευσε να τον πω και με έβαλε μάλιστα να το ορκιστώ. Εγώ κάθε στιγμή προσπαθώ να τον ξεχάσω και έτσι δεν τίθεται ζήτημα να πατήσω τον όρκο μου. Φυσικά ζήτησα να μην υπάρχουν καθρέπτες στον δωμάτιο αλλά και μερικά κομμάτια από μέταλλο κάνουν την δουλειά. Προχθές είδα τον πνιγμό μου στο κουτάλι μου και από τότε μου φέρνει η μητέρα μου πλαστικά.
Από ότι φαίνεται, δεν είναι απαραίτητο να κοιτάξω καν τα μάτια του ατόμου για να δω τον θάνατο του. Αρκεί να πέσει η ματιά μου σε κάποιο πρόσωπο και ξέρω πως θα πεθάνει. Ακόμα και τηλεόραση όταν βλέπω, ο θάνατος των ίδιων των ηθοποιών περνάει από μπροστά μου. Μερικές φορές, αν ο ηθοποιός παίζει πολύ καλά τον ρόλο του, ξέρω αν θα πεθάνει ή όχι στην ταινία. Είναι φρικτό!

Η μητέρα μου, μου εξήγησε ότι το χάρισμα μου δυναμώνει ακόμα και θα μπορώ ίσως να προβλέπω τον θάνατο κάποιου που στέκετε πίσω μου. Με τρομάζει αυτή η προοπτική και κάνει την σκέψη μου να αυτοκτονήσω πολύ ενδιαφέρουσα. Ο γιατρός όμως λέει ότι ακόμα έχω ζωή μέσα μου –το αποκαλεί θαύμα και συμφωνώ απόλυτα- και έτσι λογικά αναρωτήθηκα αν υπάρχει τρόπος να απαλλαγώ από το χάρισμα μου. Η μητέρα λέει ότι υπάρχει.
Το νεύρο που ενεργοποίησε με το μαχαιράκι εξαπλώνεται σιγά, σιγά και έχει προχωρήσει από τον καρπό. Για να απαλλαγώ από το χάρισμα πρέπει να απαλλαγώ από το νεύρο και συνεπώς το μόνο όργανο μου που λειτουργεί. Η μαμά δεν παύει να λέει ότι θα μπορούσε να νεκρώσει το χάρισμά μου τις πρώτες ώρες από την στιγμή της ενεργοποίησης, με ένα γδάρσιμο στο χέρι. Τώρα είναι αργά. Δεν έχω άλλη επιλογή, άλλωστε πιστεύω ότι χάρη στο νεύρο αυτό, το χέρι μου με υπακούει, αλλιώς θα είχε ακολουθήσει την μερική στασιμότητα του υπόλοιπου σώματος.
Από την άλλη πώς μπορώ να αρνηθώ το τελευταίο κομμάτι που θα με βοηθά να αυτοεξυπηρετούμαι; Θα είμαι στο έλεος των γύρω μου για τα πάντα! Για πάντα…
Πώς όμως να αντέξω, να βλέπω τον θάνατο των ανθρώπων που αγαπώ επί καθημερινή βάση; Πώς να αντέχω να πεθαίνω κάθε μέρα; 
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω. Μεθαύριο φεύγω σύμφωνα με τον γιατρό και μάλλον θα πρέπει να πάρω γρήγορα μια απόφαση γιατί θα είναι καλύτερα να μου συμβεί το «ατύχημα» που θα μου κόψει το χέρι, όσο είμαι ακόμα στο νοσοκομείο. Πριν όμως προβώ σε μια τέτοια ενέργεια, ήθελα να γράψω με το χέρι μου αυτήν την ιστορία.
Τώρα εάν κυριαρχώ της μοίρας μου… αυτό ελπίζω να μην το μάθω ποτέ.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σκέφτομαι ξανά και ξανά αυτό που είδα στον καθρέφτη.


Βρίσκομαι στο κρεβάτι σε μεγάλη ηλικία και από καιρό δε μπορώ να κουνηθώ. Πνίγομαι. Δίπλα μου στο τραπεζάκι είναι ένα σπρέι και πρέπει να το εισπνεύσω μα δε μπορώ να το πιάσω λες και δεν έχω χέρι. Πνίγομαι!!! [/b]



Τσαρακτσίδης Γεώργιος

(σχόλια δεκτά σε ΠΜ και εδώ)


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: bakeneko on January 20, 2006, 19:27:51 pm
Πολύ καλό!!!! Μπράβο!!


Title: ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Post by: Turambar on January 20, 2006, 21:21:10 pm
Είναι να μη μου πουν μπράβο...

Η παρακατω ιστορία είναι παλιότερη... πιο χαλαρή... αλλά πιο κοντά στο πνεύμα του θέματος :)

^monster^

(προειδοποίηση... υπάρχει υβριστικό περιεχόμενο στην παρακάτω ιστορία)

Η φωτιά άναψε.
Ένα σπίρτο ήταν αρκετό για να πάρουν φωτιά τα ξύλα που είχαμε μαζέψει την μέρα ο Δημήτρης και εγώ. Είχαμε σταμπάρει από το προηγούμενο βράδυ ένα δεντράκι που το είχαν πετσοκόψει και το οποίο δεν έβγαζε ρετσίνι. Μην με ρωτήσεις τι δέντρο ήταν. Που θες να ξέρω.
Το σπίρτο το άναψα εγώ φυσικά και αμέσως μια ζεστή αύρα απλώθηκε στο πρόσωπο μου. Ήμασταν στην παραλία και ήταν βράδυ. Υπήρχε πολύ υγρασία και αρκετή ψύχρα, οπότε μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Γρήγορα με εκνεύρισε γιατί ένοιωσα όπως ένοιωθε την μέρα στον καυτό ήλιο. Έκατσα πίσω και ένοιωσα μόνος μου. Πολύ μόνος.
Απέναντι μου σε σχέση με την φωτιά ξάπλωναν στην άμμο ο Δημήτρης με την Βάσω. Την έχεις γνωρίσει; Εμείς πάντως την γνωρίσαμε εκείνες της μέρες στο Ποσείδι. Στις πρώτες ακόμα μέρες που ήμασταν εκεί είχαμε κολλήσει λίγο με μια γειτονική στην σκηνή παρέα και ανάμεσα τους και η Βάσω. Εκείνοι ήταν όλοι φοιτητές εκτός από τη ίδια, που είχε μπει σαν εμάς, στην λούφα. Εεε, αυτή είχε έρθει ως φιλοξενούμενη μιας ξαδέρφης της, εμείς ήμασταν εντελώς παράνομοι… αλλά ξέρεις πως είναι το Ποσείδι.
«Σταμάτα ρε βλάκα…», έκανε με νάζι η Βάσω καθώς ο Δημήτρης άρχισε να την χαϊδεύει σε κάποια πιο απόκρυφα σημεία αδιαφορώντας την παρουσία μας.
Ο Δημήτρης της είχε ριχτεί από την πρώτη μέρα και αυτή αφού έκανε την δύσκολη δυο μέρες, τα βρήκε μαζί του. Μετά η παρέα της έφυγε αλλά αυτή κάθισε μαζί μας. Εγώ πιστεύω ότι ήθελε έναν συμφοιτητή της ξαδέρφης της και αφού δεν έγινε τίποτα με εκείνον και αυτός έφυγε, τότε γύρισε να δει και τον Δημήτρη. Δεν είπα κουβέντα στον Δημήτρη γιατί πολύ εύκολα φορτώνεται με τέτοια. Ακόμα δεν του είπα τίποτα και θα σου ζητούσα να μην πεις και εσύ τίποτα. Αφού τα βρήκαν, αστούς να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
«Εεε υπάρχουν και μικρά παιδιά εδώ. Δεν την βλέπετε;», είπα και εγώ τα δικά μου. Η Μάχη γύρισε και με κοίταξε με ύφος όχι και τόσο ευχάριστο. Αμέσως όμως το πρόσωπο μαλάκωσε και μου χαμογέλασε. Γρήγορα με συνήθισε αυτή η κοπέλα.   
Τη Μάχη σίγουρα δεν την γνώρισες. Και αυτή την γνωρίσαμε εκεί… αχ Ποσείδι…
Αυτή ήταν μικρή, γύρω στα 16 ήταν;… Δεν θυμάμαι. Πάντως τώρα τον Σεπτέμβριο πάει για πανελλήνιες. Αυτή όμως δεν ήταν παράνομοι. Ο πατέρας της δουλεύει στο πανεπιστήμιο, και ως γνωστών στο Ποσείδι εκτός από φοιτητές κατασκηνώνουν και οι εργαζόμενοι στο ΑΠΘ. Μετά τα μέσα Ιουλίου κάνουν έντονη την εμφάνιση τους αυτοί οι κατασκηνωτές  γιατί πιο πριν έχει πολύ φασαρία, χεχέ.
Η Μάχη ήταν γνωστή του Δημήτρη από την Θεσσαλονίκη αλλά αυτός την έφτυνε εντελώς. Μιλάμε να μην την χαιρετάει μερικές φορές. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ρώτησα τον  Κώστα μήπως υπήρχε καμιά χυλόπιτα αλλά αυτός το απέκλεισε.
Η Μάχη δεν μπήκε στην παρέα από τον Δημήτρη αλλά από τον Κώστα. Του είχε αρέσει από την αρχή που την είδε και έβαλε και τον Δημήτρη να του την γνωρίσει, πράγμα που έκανε εντελώς ανόρεκτα. Ο Κώστας από την πλευρά του της μιλούσε όσο περισσότερο μπορούσε κάθε φορά που την συναντούσε, και συχνά επιδίωκε να την συναντά τυχαία. Την καλούσε και τα βράδια που μαζευόμασταν στην παραλία αλλά αυτή δεν ερχόταν. Η μάνα της… ξέρεις τώρα. Αλλά αυτός εκεί.
Έφαγε τότε μια μέρα να κάθεται μαζί της στην σκηνή της όταν αυτή πρόσεχε το αδερφάκι της και το ίδιο βράδυ τα έφτιαξε μαζί της. Ο επιμένων νικά. Έκαναν μια βόλτα στην παραλία και κάτω από το τόσο όμορφο φεγγάρι της εξομολογήθηκε τον ερωτά της, σούξου μούξου μανταλάκια, καταλαβαίνεις.  Τα βρήκαν. Από τότε η Μάχη ερχόταν τα βράδια μαζί μας αν και πάλι έφευγε από νωρίς. Η μάνα της… ξέρεις.
«Τα ανήλικα να φύγουν. Έχει βραδιάσει.», μου απάντησε και γέλασε ο Δημήτρης.
Δεν την χώνευε. Αυτό ήταν γεγονός. Ποτέ δεν έπαυε να την κοντράρει. Δεν λέω ότι και ο Δημήτρης δεν είναι και κάπως απότομος με τους ανθρώπους… αλλά αυτό πια ήταν πολύ σπαστικό.
«Λέω να μείνω για λίγο παραπάνω εδώ σήμερα.», απάντησε αυτή χωρίς να βρει κάτι καλύτερο να πει. Τα σχόλια της όταν προσπαθούσε να είναι κοροϊδευτικά ήταν περισσότερο γελοία παρά αστεία και για αυτό ήταν καλύτερα για την ίδια που τα απόφευγε. Δεν ήταν κακιά. Αντίθετα ήταν σπαστικά καλή. Θύμα σαν την σταχτοπούτα και την χιονάτη. Σχεδόν μου την έσπαγε ώρες ώρες.
Όντως εκείνο το βράδυ είχε πάρει την άδεια από την μαμά της (για να μην παραξενευτείς που δεν έχω αναφέρει τον μπαμπά της, αυτός ήταν στην Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω γιατί) να μείνει στην παραλία το βράδυ όσο ήθελε. Η Μάχη γνώρισε στη μαμά της τον «φίλο» της Κώστα και αυτή κάπως μαλάκωσε την στάση της.
«Μπα;», ρώτησε με νόημα αυτός αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, εκτός από την Βάσω, για άλλο λόγο βέβαια. Του χτύπησε σωφρονίστηκα το χέρι γιατί είχε μπει κρυφά στο σορτσάκι της για να ψαχουλέψει. Πολύ ζώο ρε γαμώ το αυτό το παιδί. Τον έχω στολίσει ε; Χεχέ.
«Θα σταματήσεις καμιά στιγμή;», τον ρώτησε και αυτός τσατίστηκε. Την άφησε από την αγκαλιά του και ανακάθισε. Πήρε μερικά ξυλαράκια και τα έριξε στην φωτιά. Τώρα ήταν η σειρά της να τσατιστεί.
«Ελπίζω να μην έχουμε καμιά ιστορία με την φωτιά.», είπε ο Κώστας που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην άμμο. Η Μάχη ήταν και αυτή ξαπλωμένη, κάθετα όμως με αυτόν, χρησιμοποιώντας την κοιλιά του για προσκέφαλο. Ασχολιόνταν  με το παιχνίδι: «Ποιος θα δει τα περισσότερα άστρα να πέφτουν.», καθώς αυτός έπαιζε με τα καστανόξανθα μαλλιά της.
Ουάου, ωραία το είπα αυτό, ε;
«Γιατί ρε; Εμείς είμαστε οι άρχοντες του κάμπινγκ.», απάντησα περήφανα.
«Ναι αλλά κανείς δεν ανάβει φωτιά.», σχολίασε η Μάχη.
«Νομίζεις.», της απάντησε αμέσως ο Δημήτρης που φάνηκε να ξαναβρίσκει το κέφι του. «Τόσες μέρες πιστεύεις ότι δεν άναψε κανείς φωτιά;»
Μπορεί όχι κάθε βράδυ αλλά αρκετά συχνά κάποιες παρέες -και εμείς 1,2 φορές- άναβαν φωτιά, όχι τόσο για ζέστη όσο για ατμόσφαιρα. Κιθαρίτσα, τραγουδάκι, φωτιά στην παραλία. Λέει. Η Μάχη που τα τελευταία δύο βράδια είχε έρθει στην παραλία δεν είχε δει κάτι τέτοιο.
«Δεν θυμάσαι όμως εκείνον τον φύλακα;», έκανε ο Κώστας.
«Ποιόν; Εκείνο με τις κοτσίδες;», ρώτησα έτοιμος να αρχίσω την πλάκα.
«Ποιόν ρε; Ποιες κοτσίδες;», ρώτησε η Βάσω που είχε γνωρίσει τον τύπο αλλά προφανώς εκείνη την στιγμή της διέφευγε.
«Εκείνος ο τύπος με τις κοτσίδες στα μουστάκια που μένει στο σπιτάκι με το σπέρμα.», απάντησα με όση σοβαρότητα μπορούσα να πω αυτά που είπα.
Η Βάσω θυμήθηκε και γέλασε.
Ήταν ένας τύπος εκεί πέρα που μας είχε κάνει παρατήρηση πριν λίγες νύχτες να μην κάνουμε ανάβουμε φωτιά στην παραλία. Ήταν ένα πολύ παράξενο τύπος ο οποίος ήταν ο φύλακας όπως μας είπε και ο οποίος είχε κάτι μεγάλα, γελοία μουστάκια και τον λέγαμε ο τύπος με τις κοτσίδες στα μουστάκια. Τουλάχιστον εγώ έτσι τον έλεγα. Αυτός έμενε σε ένα σπιτάκι λίγο μέσα σε σχέση με την παραλία αρκετά μακριά από την μπροστά παραλία του κάμπινγκ, στο «Ο Θεός να το κάνει μπαρ». Στο σπιτάκι, ένα μικρό λυόμενο από ξύλο σπιτάκι,  ήταν καρφωμένο στον τοίχο ένα παράξενο ξύλινο άσπρο πράγμα. Κάποιου είδους διακοσμητικό πρέπει να ήταν αν και αυτός που το έφτιαξε δεν πρέπει να είχε πολύ γούστο. Μάλλον για να γεμίσει τοίχους το έφτιαξε. Αυτό το άσπρο… τοιχοστολίδι ας το πω είχε ένα επίσης παράξενο σχήμα κάτι μεταξύ σουπιάς με σπερματοζωάριο. Κάτι σαν το σχήμα που έχουν οι κασέτες PHILLIPS στην συσκευασία τους. Δεν ξέρω αν κατάλαβες.
Ναι, από αυτές. Κατάλαβες. Εμένα αυτό μου έκανε για σπέρμα και έτσι το έλεγα.
«Για ποιον λέτε;», ρώτησε με ενδιαφέρον η Μάχη.
«Για τον μπάρμπα που μένει σε εκείνο το σπιτάκι και ο οποίος μας έκανε παρατήρηση τις προάλλες.», απάντησε μέσα στο γέλια της η Βάσω και της έδειξε το σπιτάκι. Είχαμε αράξει αρκετά μακριά από το «Ο Θεός να το κάνει μπαρ» περισσότερο από συνήθεια παρά για την ενοχλητική χορευτιάρικη μουσική που βάζει συνήθως. Ο κόσμος ήταν πολύ λίγο
ς και η μουσική πιο σιγανή και πολύ λιγότερο ενοχλητική. Ήμασταν πολύ κοντά στο σπιτάκι με το σπέρμα. «Αλήθεια τι κάνει αυτός ο παπάρας. Κάτι μας είπε… Φύλακας; Τι φύλακας ρε;», συνέχισε η κοπέλα που απωθούσε με απλές κινήσεις τον Δημήτρη γιατί της πείραζε τα μαλλιά.
«Όχι βρε αυτός είναι ξυλοκόπος. Κόβει τα ξύλα, τα ρίχνει στην θάλασσα και αυτά καταλήγουν στο μεγάλο εργοστάσιο. Εκεί τα πετσοκόβουν, τα βάφουν άσπρα, σαν το σπέρμα στον τοίχο του.», είπα με μια ανάσα εγώ αλλά μόνο ο Κώστας γέλασε.
«Εκεί μένει ο κύριος Ορέστης. Ο φύλακας του χειμώνα. Μα ήταν να φύγει ο παππούλης.», είπε η Μάχη δείχνοντας μια μικρή αλλά αδιάφορη έκπληξη. Η Βάσω δάγκωσε τα χείλια της που έβρισε κάποιον γνωστό. Έστω και λίγο γνωστό της Μάχης.
«Παππούς σου είναι;», την ρώτησε ο Δημήτρης χωρίς να την κοιτάξει γιατί άλλαζε στάση ώστε να ξαναξαπλώσει δίπλα στην Βάσω.
«Όχι ρε αλλά είναι παππούς, γέρος πως το λέτε εσείς στο Ελλάδα;».
«Εμένα μου φάνηκε μεσήλικας.»
Σε αυτό το σημείο άρχισα να γελάω νευρικά. Μου φάνηκε πολύ γελοίο να καθόμαστε να μιλάμε για τον  μπάρμπα. Με κοίταξαν όλοι λίγο παράξενα για το άσχετο ξέσπασμα μου αλλά συνέχισαν να μιλάν μεταξύ τους. Ένοιωσα μια κάποια χλεύη από μέρος τους αλλά τώρα ξέρεις…
«Και σας είπε αυτός να σβήσετε την φωτιά; Παράξενο πολύ ήσυχος γεράκος είναι.», σχολίασε και εγώ άρχισα να γελάω πιο δυνατά.
«Ναι, και μάλιστα… μας είπε ότι αν ξανανάψουμε φωτιά εδώ θα… θα μας κόψει τα κεφάλια και θα τα κάνει  σπέρματα τοίχου…», είπε μέσα στο γέλιο μου αλλά και πάλι μόνο ο Κώστας γέλασε.
«Κόφτω πια με το σπέρμα σου…».
«Παράξενο…», σιγοψιθύρισε ξανά η Μάχη η έστω έτσι κατάλαβα γιατί δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω.
«Έλα ρε συ. Σιγά το παράξενο. Τον ενοχλούσε η μουσική και ήθελε να μας διώξει.», της είπε ο Κώστας και ο Δημήτρης που είχε επιτέλους βολευτεί πέταξε το σχόλιο του. «Οι παράξενες…γυναίκες όλα παράξενα τα βρίσκουν.».
Οι συνειρμοί μου κινήθηκαν γρήγορα και αμέσως το μυαλό μου κίνησε στο πιο παράξενο πλάσμα που έχω γνωρίσει. «Αν αυτή σου φαίνετε παράξενη τότε η Κατερίνα τι σου φαίνετε;», είπα και άρχισα να γελάω ακόμα πιο δυνατά. Βρισκόμουν σε κατάσταση αμόκ από τα γέλια.
«Αυτή είναι αποθέωση.»
«Τι είναι αυτή η Κατερίνα;», ρώτησε η Μάχη και ο Κώστας κούνησε ειρωνικά το χέρι του.
«Η Κατερίνα είναι μια κοπέλα από το σχολείο του Μπάμπη η οποία…», άρχισε να λέει ο Δημήτρης, «η οποία κάνοντας κάτι το πολύ φυσικό για την ηλικία της, έμεινε έγκυος.»
«Αλλά δεν ήτανε φερέγκυος.», σχολίασα μέσα στα γέλια.
«Όταν το έμαθαν οι γονείς της αυτή τα έπαιξε προφανώς και άρχισε να λέει ότι έμεινε έγκυος από ένα τέρας που ζούσε στο υπόγειο και τέτοιες παπάρες.», είπε τελικά και άρχισε να γελάει μαζί μου. Η Μάχη είχε γουρλώσει τα μάτια της και κοιτούσε κάθε λίγο τον Κώστα για επιβεβαίωση ο οποίος κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του όποτε ήταν απαραίτητο. Αντίθετα η Βάσω φαινόταν πολύ άνετη και μόλις που χαμογελούσε.


Title: ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ 2
Post by: Turambar on January 20, 2006, 21:21:41 pm
«Η Κατερίνα και ο Γιάννης είναι στο σχολείο σου Μπάμπη;», με ρώτησε και εγώ απάντησα καταφατικά.
«Μπα; Τους ξέρεις;», ρώτησε ο Δημήτρης.
«Καλά με δουλεύετε;», ρώτησε η Μάχη σε απόγνωση σχεδόν. Της έγνεψα αρνητικά. «Και τι έγινε τελικά.».
«Ο Γιάννης έφαγε και λίγο ξύλο…»
«Ποιος είναι ο Γιάννης;»
«Ο φίλος της εκείνη την περίοδο…», συνέχισε ο Δημήτρης αλλά εγώ τον διέκοψα μία ακόμα φορά διευκρινίζοντας ότι «χρονική» περίοδο εννοούσε και όχι ότι ήταν ο φίλος της για το διάστημα που αυτή είχε την περίοδο της. Αυτή με κοίταξε ενοχλημένη αλλά συνέχισε. «Και αυτή ποτέ δεν είπε ότι δεν ήταν αυτός. Τι λες να  πίστεψαν τελικά οι γονείς της; Τελικά χώρισαν, που και να μην ήθελε ο Γιάννης να χωρίσουν θα τους χώριζαν οι γονείς της, και αυτή το πέταξε. Εννοείτε».
«Εγώ πιστεύω ότι το έκανε με κάποιον που μπορεί ούτε η ίδια να θυμάται ποιόν, και άρχισε να λέει μαλακίες για να δείξει ότι προστατεύει τον Γιάννη.», σχολίασε η Βάσω και όλοι –εκτός από τη Μάχη φυσικά- πρέπει να θυμηθήκαμε τον Γιάννη να λέει την ίδια ακριβώς άποψη, με τα ίδια ίσως ακριβώς λόγια. Για αυτήν την ιστορία ήξερε μόνο όσα της είχε πει ο Γιάννης, ήταν προφανές.
«Πάντως σαν εμένα δεν ήταν, την έχω ρωτήσει ο ίδιος.», σχολίασα και ξέρεις την έχω όντως ρωτήσει, όχι ότι μου απάντησε, λέμε τώρα…
«Κόφτω πια με τις βλακείες σου ρε μαλάκα.», μου πέταξε απότομα ο Δημήτρης μαζί με λίγη άμμο. Ήταν φανερό ότι ενοχλούσα. Ειδικά τον Δημήτρη που πρέπει να του είχε σηκωθεί εκείνη την ώρα.
«Τι νομίζεις ρε; Ότι θα κάτσω να κρατάω το φανάρι βλακόμετρο; Φεύγω ρε και δεν πάτε να γαμηθείτε εσείς;», άρχισα να κυριολεκτώ εγώ, «Αν όμως είναι να κάνετε κανένα πολύπλοκο όλοι μαζί φωνάξτε με. Κάπου χωράω και εγώ… ξέρεις Δημήτρη.», είπα τέλος καθώς σηκωνόμουν αρχίζοντας να γελάω.

Ξεκίνησα για το «ο Θεός να το κάνει μπαρ» όπου και κάθισα λίγη ώρα με τον Τίμο που δούλευε εκεί. Χάζεψα λίγο και γενικώς κωλοβάρεσα για αρκετή ώρα και άραξα στην τραπεζαρία κανένα μισάωρο δίπλα σε μια παρέα που καθόταν εκεί και έπαιζαν κιθάρα. Γνώριζα κάνα-δυο από εκεί και αντάλλαξα μια κουβέντα. Βαρέθηκα όμως και εκεί και κοιμήθηκα μόνος και απλωμένος στην σκηνή. Την σκηνή την μοιραζόμουν κανονικά με τον Δημήτρη και τον Κώστα –και πριν φύγει ο Θωμάς και με αυτόν- οπότε καταλαβαίνεις την χαρά μου. Αν και ούτως ή άλλως τις τελευταίες νύχτες ο Δημήτρης έμενε στην σκηνή της Βάσως για φίκι φίκι.
Ξύπνησα αρκετά αργότερα και αφού είδα ότι δε γύρισαν ακόμα είπα να  πάω κατά την παραλία μήπως και είχαν τελειώσει, για να άραζα εκεί. Το πολύ πολύ σε αντίθετη περίπτωση να έπαιρνα και λίγο μάτι. Χεχέ.

Σκυλοβαριόμουν λοιπόν, αλλά και αυτοί δεν πέρασαν καθόλου καλύτερα. Όσα θα σου πω από εδώ και πέρα δεν τα είδα, δεν ήμουν μπροστά. Σου λέω όσα μου είπαν αυτοί και από όσα είμαι ικανός να καταλάβω μόνος μου.

Όταν έφυγα από την παρέα η Μάχη ένοιωσε άσχημα. Η εντύπωση που δινόταν ήταν κάτι παραπάνω από προφανές. Έφυγα για να το «κάνουν» με την ησυχία τους. Η κοπέλα ήταν παρθένα και δεν είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό της όταν ξεκίνησε για να κάτσει στην παραλία. Ξεροκατάπιε.
Ο Δημήτρης άρχισε πάλι να «ψαχουλεύει» ψιθυρίζοντας στο αυτί της Βάσως. Η Μάχη ήταν λογικό να νοιώσει ότι έπρεπε να κάνει το ίδιο. Και άντε να φιληθεί με τον Κώστα… άντε να τον αφήσει να πιάσει κάτι, να «ψαχουλέψει» με τίποτα!!! Άλλα μπροστά τους, άσχετα από το ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η ύπαρξή τους για αυτούς. Και αν ο Κώστας ήθελε… ή ακόμα θεωρούσε δεδομένο ότι θα έκαναν σεξ; Δεν το ήθελε αυτό.
Όχι δεν ήταν ή μαμά της ο λόγος που δεν ήθελε. Τουλάχιστον έτσι πίστευε, γιατί την αλήθεια μόνο ένας καλός ψυχολόγος θα μπορούσε να την εξορύξει. Αυτό που ένοιωθε πάνω από όλα ήταν ότι όλα φαίνονταν τέλεια. Επιτέλους μια δικιά της παρέα εδώ στο Ποσείδι, μια παρέα που δεν αποτελούταν από 8χρονα παιδάκια. Εντάξει τέλεια δεν ήτανε γιατί ήταν πάντα ο Δημήτρης εκεί γύρω έτοιμος να κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να την κάνει να νοιώσει άσχημα αλλά δεν την ενοχλούσε τόσο.
Όλα ήταν τόσο, σχεδόν, τέλεια και χωρίς να κάνει σεξ. Γιατί να το κάνει αφού άλλωστε ο μόνος λόγος που μπορεί να το ήθελε ήταν η περιέργεια. Και η Μάχη αν και νεαρή κοπέλα δεν ήταν και τόσο περίεργη όσο θα μπορούσε να είναι… και τι είναι αυτό. Το χέρι του Κώστα στο στήθος της;
[μου το σφίγγει τώρα;]
[η μαμά έχει δίκιο]
[όλοι ίδιοι είναι]
«Ρε παιδιά; Δεν πάτε λίγο πιο πέρα;», είπε τότε αυτός.
[ωχ!]
«Τι ρε σε ενοχλούμε;», απάντησε απότομα ο Δημήτρης χωρίς να αφήσει για πολύ την όχι και αψεγάδιαστη μα αρκετά ελκυστική κοιλιά της Βάσως.
«Δεν ξέρω πως την βρίσκεις και αν σου αρέσει να σε παρακολουθούν όταν το κάνεις αλλά εμείς δεν έχουμε όρεξη να συμμετέχουμε στην πράξη σας… οπότε δεν μετακινήστε προς τα πέρα;».
«Και γιατί δεν ασχολείστε με την δική σας πράξη; Μήπως θέλετε να σας νουθετήσουμε σχετικά;», ρώτησε αυτός αφήνοντας την Βάσω. Ο Κώστας δεν είχε σκοπό να κάνει σεξ με την παρθένα και ήταν όλα έτοιμα για να την ξεφτιλίσει. Το ήθελε τόσο πολύ! Η Βάσω δυσανασχέτησε με αυτό πάρα πολύ. Δεν την ένοιαζε βέβαια η Μάχη. Απλά την ενοχλούσε πάρα πολύ το ενδιαφέρον του Δημήτρη για εκείνη άσχετα το είδος του ενδιαφέροντος. Δεν ήταν και λίγο να την αφήσει πάνω στα προκαταρκτικά για την Μάχη.
«Δεν θέλουμε κάτι από σένα μικρέ παρά την ευχάριστη απουσία σου.».
«Δεν σου κάθετε η παρθένε μεγάλε;».
Εδώ ο Κώστας τα πήρε στο κρανίο.
Είχε υπομείνει αρκετές φορές την ανεξήγητη αντιπάθεια του για τη Μάχη. Άλλωστε αυτήν ούτε πέντε μέρες δεν την ήξερε καλά καλά. Αλλά το είχε συζητήσει το πρόβλημά του μαζί της χωρίς να βγάλει άκρη και ου είχε ζητήσει να μην την ενοχλεί… τουλάχιστον όχι μπροστά του. Εκείνος όμως…
«Ε ΚΟΦΤΩ ΠΙΑ ΡΕ ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΟΥ;», φώναξε δυνατά και σηκώθηκε όρθιος.
Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει τις συνέπειες αυτών που έλεγε αλλά δεν περίμενε αυτήν την αντίδραση. Σηκώθηκε και απάντησε στον ίδιο τόνο.
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ ΡΕ ΠΟΥ ΜΕ ΜΑΛΑΚΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΒΓΑΛΕΙΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΨΕΙΡΑ ΠΟΥ ΧΑΜΟΥΡΕΥΕΣΑΙ!!!».
Τα πράγματα εκτροχιάσθηκαν εντελώς και στις φωνές των δύο μπήκε και η φωνή της Βάσω που έβριζε τον Δημήτρη λέγοντας του ότι με αυτές τις μαλακίες που κάνει θα την βγάλει και αυτός μόνο με μαλακία απόψε. Η Μάχη ένοιωσε πολύ άσχημα και ένοιωσε την φωνή της να την προδίδει ενώ τα μάτια της υγράνθηκαν. Μα γιατί την μισούσε;
«ΤΗΝ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΧΕΙ ΦΤΥΣΕΙ ΡΕ ΠΑΠΑΡΑ ΜΗΠΩΣ;»
«ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ ΜΕ ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΧΟΥΜΕ ΡΕ;»
«ΔΗΜΗΤΡΗ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΛΑΚΑΣ!», συμπλήρωνε το πανδαιμόνιο η Βάσω που ένοιωσε ότι ο Δημήτρης είχε περάσει κάθε όριο. Δεν της ήταν δύσκολο να καταλάβει την θέση της Μάχης.
«ΡΕ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΜΟΝΟ ΝΑ ΓΑΜΑΣ ΞΕΡΕΙΣ;», φώναξε ο Κώστας και πρόσεξε μια σκοτεινή φιγούρα πίσω από τους θάμνους. Του φάνηκε σαν τον τύπο με τις πλεξούδες μπόρεσε με δυσκολία να διακρίνει ότι ακούμπησε κάτι μακρύ ακούμπησε στην άμμο.
«Ε ΚΟΦΤΩ ΠΙΑ ΡΕ ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΟΥ;», ακούστηκε από έξω και ξύπνησε τον άνθρωπο ο οποίος  κοιμόταν στο μικρό σπιτάκι που ήταν κοντά στο μέρος που είχαμε την φωτιά. Σηκώθηκε αμέσως έκπληκτος μέσα στον ύπνο του, άλλα πάνω από όλα οργισμένος που τον ξύπνησαν.


Title: ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ 3
Post by: Turambar on January 20, 2006, 21:22:14 pm
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ ΡΕ ΠΟΥ ΜΕ ΜΑΛΑΚΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΒΓΑΛΕΙΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΨΕΙΡΑ ΠΟΥ ΧΑΜΟΥΡΕΥΕΣΑΙ!!!».
Πήγε στο παράθυρο και είδε τα τρία παιδιά που ούρλιαζαν.
«ΜΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕΣ ΠΑΛΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΕ ΜΑΛΑΚΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΒΓΑΛΕΙΣ ΑΠΟΨΕ».
Είδε και το κορίτσι που απλά τους κοιτούσε.
«Αυτή δεν θα είναι το πρόβλημα.», σκέφτηκε. Ο τύπος με τις πλεξούδες είχε προβλήματα μόνο με τους φωνακλάδες.
Πήρε το τσεκούρι που ήταν δίπλα στην πόρτα. Δεν είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει αλλά μια φορά του είχε φανεί απαραίτητο. Αν ήταν μεθυσμένοι θα χρειαζότανε κάτι για να τους συνετίσει. Βγήκε σιγά και προσεκτικά. Δεν ήταν ανάγκη να τον δουν με το τσεκούρι και να τρομάξουν.
«ΔΗΜΗΤΡΗ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΛΑΚΑΣ!»
Το άφησε σε ένα θάμνο λίγο πριν βγει στην ακτίνα του φωτός από την αναμμένη φωτιά.


«ΤΩΡΑ ΜΑΛΩΝΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ για το τσουλάκι;», φώναζε ο Δημήτρης άλλα έριξε τον τόνο της φωνής του όταν διέκρινε το ανήσυχο βλέμμα του. Γύρισε και είδε καθαρά πια τον τύπο με τις πλεξούδες στα μουστάκια.
«Τι έγινε ρε μαλάκες; Γιατί το βουλώσατε;», ρώτησε η Βάσω που δεν είχε πάρει ακόμα είδηση τα νέα δεδομένα. Η Μάχη αν και λίγο χαμένη κοιτούσε με ενδιαφέρον το νέο πρόσωπο στην συντροφιά. Χαμογέλασε όταν πρόσεξε τα μουστάκια του.
«Σβήστε την φωτιά.», είπε άχρωμα αυτός και έκανε να γυρίσει πίσω. Δείγμα της βεβαιότητας του ότι το θέμα έκλεισε. Η Βάσω έβγαλε μια ψιλή κραυγή. Ήταν πιο κοντά από όλους στον τύπο και δεν την ξάφνιασε πολύ.
«Άντε παράτα μας και ʽσυ», απάντησε ο Δημήτρης που ήταν πολύ ξαναμμένος για να πει οτιδήποτε που θα θύμιζε συγκατάθεση.
«Σβήστε την φωτιά και φύγετε από εδώ αμέσως!», απάντησε αυτός που φάνηκε να ερεθίζετε. Παρά την επιθετικότητα του έκανε ένα βήμα πίσω. Αυτό ανησύχησε πολύ τον Κώστα που βιαζόταν να βάλει ένα τέλος.
«Εντάξει φεύγαμε τώρα άλλωστε.», είπε αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ο Δημήτρης τον κοίταξε υποτιμητικά και μίλησε. «Και ποιος είσαι εσύ να μας πεις να φύγουμε;»
«Εγώ είμαι ο φύλακας…»
«Δεν είσαι εσύ ο φύλακας.», του απάντησε αμέσως φέρνοντας τον σε αμυντική θέση. Φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα και να αρχίσει να τρέχει στην παραλία.
«Ο κύριος Ορέστης είναι ο φύλακας του κάμπινγκ.»,μπήκε στην συζήτηση και η Μάχη.
Τα λόγια της έδρασαν καταλυτικά στον παράξενο αυτόν άνθρωπο ο οποίος στα λόγια της φάνηκε να εξοργίζετε. Πήγε να πει κάτι αλλά δεν έβγαλε άχνα. Αντίθετα έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει προς τους θάμνους.
Ο Δημήτρης γέλασε έκπληκτος αλλά ο Κώστας κατάλαβε αμέσως τι γινόταν. Τον έπιασε από τους ωμούς και του είπε να προσέχει αυτός την Βάσω. Ο Δημήτρης δεν κατάλαβε αλλά δεν πείραζε αφού όταν θα ερχόταν η στιγμή θα καταλάβαινε.
Ο Κώστας ήξερε ότι αν αυτός είχε πολύ κακό σκοπό με αυτό που είχε στους θάμνους, καλύτερα θα ήταν να μην το πιάσει στα χέρια του ο τρελάρας. Έτρεξε πίσω του αλλά δεν πρόλαβε. Ο «φύλακας» σήκωσε το τσεκούρι και έκανε μεταβολή. Είδε τον Κώστα και το κούνησε απειλητικά. Η φυγή τότε ήταν η μόνη λύση για να αποφύγει ένα χτύπημα και όντως αυτό έκανε. Άρχισε να τρέχει προς την καλύβα.
Ο Δημήτρης έμεινε μια στιγμή σαν υπνωτισμένος να κοιτάζει τον «φύλακα να μην ακολουθεί τον φίλο του αλλά να κατευθύνετε προς το μέρους τους. Πέρασε μια στιγμή η φυγή από τα μυαλό του αλλά την απέκλεισε γρήγορα. Έβαλε ασυναίσθητα το σώμα του μπροστά στο σώμα της αποσβολωμένης Βάσως. Ο «φύλακας» όμως κατευθυνόταν προς την Μάχη. Αυτή προσπαθούσε να σηκωθεί προφανώς για να αρχίσει να τρέχει αλλά τα χέρια της δεν την στήριζαν για να σηκωθεί.
Ο Κώστας έτρεχε ακόμα προς την καλύβα ακούγοντας βήματα πίσω του να τον πλησιάζουν. Άκουγε τα δικά του βήματα αλλά μέσα στον τρόμο νόμιζε ότι τον κυνηγούσε. Σκόνταψε και έπεσε. Μόνο τότε κατάλαβε τι έγινε και ένοιωσε τόσο ηλίθιος όσο ποτέ άλλοτε. Σηκώθηκε βρίζοντας κάτι που μόνο αυτός πρέπει να έβριζε.
«Γαμώ τα κολεόπτερα μου γαμώ»,είπε και ξανασκόνταψε.

Ο «φύλακας» που προχωρούσε με αργά μα σταθερά βήματα είχε φτάσει σχεδόν τη Μάχη η οποία μόλις είχε καταφέρει να σηκωθεί. Ο Δημήτρης κινήθηκε ιδιαίτερα καθυστερημένα προς αυτούς και ένοιωθε ανίκανος να προλάβει οτιδήποτε.
Το τσεκούρι υψώθηκε και πολύ γρήγορα άρχισε να πέφτει με δύναμη και θα καρφωνόταν στο κεφάλι της αν δεν έχανε έγκαιρα την ισορροπία της. Έπεσε δίπλα στην φωτιά αποφεύγοντας προς στιγμήν το τσεκούρι.
Γιατί μαζί της έχασε και την ισορροπία του και ο «φύλακας» που όντας σίγουρος ότι θα τη πετύχαινε είχε μοιράσει άσχημα το βάρος του. Έκανε ένα παράξενο άλμα και έπεσε στα πόδια της. Το τσεκούρι καρφώθηκε σε ένα ξύλο δίπλα στην φωτιά στο οποίο είχαν πέσει τα μαλλιά της. Η κοπέλα έσπρωξε με δύναμη τον «φύλακα» από τα πόδια της αλλά κάνοντας να φύγει πιάστηκαν τα μαλλιά της στο τσεκούρι και παράπεσε τώρα τα μαλλιά της –που ήταν ακόμα μπλεγμένα με το ξύλο και το τσεκούρι ήταν επικίνδυνα κοντά στην φωτιά. Ο «φύλακας» γέλασε και πήγε να σηκωθεί αλλά ο Δημήτρης που έφτανε έπεσε πάνω του.
Το πέσιμο ήταν εξαιρετικά άγαρμπο και έτσι παρά το γεγονός ότι χτύπησε με δύναμη τον «φύλακα» κουτρουβάλησαν και βρέθηκε από κάτω του. «Γαμώ το» ψιθύρισε και ο «φύλακας» που αποδεικνυόταν πολύ σκληρό καρύδι του έπιασε τον λαιμό.
Η παροχή αέρα κόπηκε απότομα και ο Δημήτρης άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του. Κουνούσε πέρα δώθε τα πόδια του σε μια ανέλπιδα προσπάθεια να κάνει κάτι αλλά δεν μπορούσε να πιάσει ή να κάνει τίποτα. Είδε την Βάσω λίγο πιο πέρα με το στόμα ορθάνοιχτο να ουρλιάζει αλλά δεν άκουγε την κραυγή. Καταλάβαινε ότι έχανε της αισθήσεις του. Έπιασε μια χούφτα άμμο και την πέταξε στα μούτρα του. Τον «φύλακα» δεν τον ενόχλησε αλλά ο Δημήτρης ένοιωσε το τσούξιμο στα μάτια του όταν η άμμος που ο ίδιος πέταξε έπεσε τα μάτια του. Έπιασε τα χέρια του επίδοξου δολοφόνου του και τα τράβηξε αδύναμα.
 Παραδόξως τα χέρια χαλάρωσαν και πρώτος αέρας έγδαρε το ταλαιπωρημένο λαιμό του. Τα χέρια έφυγαν απότομα εντελώς από πάνω του καθώς και ολόκληρο το κορμί του φύλακα.
Ο Κώστας έφτασε κουτσαίνοντας και αφού τον χτύπησε τον τράβηξε με δύναμη από πάνω του. Ο «φύλακας» που δεν περίμενε την τόσο δυναμική είσοδο του Κώστα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το βάρος του και να πέσει πάνω. Σπρώχτηκαν, πάλεψαν και βρέθηκαν όρθιοι με τον Κώστα να κοιτά την πλάτη του. Η στιγμιαία χαλάρωση του, του κόστισε μια αγκωνιά στο πρόσωπο που τον έριξε ζαλισμένο δίπλα στην φωτιά, στην αντίθετη μεριά από αυτήν που είχε πέσει προηγουμένως η Μάχη.
Πριν προλάβει να κάνει τίποτα ο «φύλακας» έπεσε πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει. Ανταπέδωσε με κάποια όχι ιδιαίτερα εύστοχα χτυπήματα. Ο «φύλακας» προσπάθησε να τον πιάσει από το λαιμό αλλά αυτός κατάφερε να κρατήσει χαμηλά τα χέρια του. Τον έπιασε όμως από το μπλουζάκι και άρχισε να τον σπρώχνει προς την φωτιά. Η καυτή της ανάσα έλουσε το πρόσωπο και ο Κώστας έβαλε όλες τις δυνάμεις του. Το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να ακινητοποιηθεί. Άρχισε να τον λούζει ιδρώτας όταν απότομα ο «φύλακας» γούρλωσε τα μάτια του και έπεσε νεκρός πάνω του.
Την πτώση του τρελού την ακολούθησαν τα ουρλιαχτά της Μάχης. Δεν ήταν ουρλιαχτά τρόμου ή φρίκης. Ήταν ουρλιαχτά πόνου ή κάτι τέτοιου. Έβαλε όλη την δύναμη του για να τον ρίξει από πάνω και τα κατάφερε. Είδε την Μάχη να τρέχει στην θάλασσα με τα μαλλιά της να καίγονται.
«Μια νύχτα στην παραλία, τι μπορεί να πάθω;», είχε ρωτήσει η Μάχη την μάνα της για να  πάρει την έγκρισή της για το βράδυ, θυμήθηκε ο Κώστας. «Να σου ορμήξει ένας μανιακός δολοφόνος και να πάρουν φωτιά τα μαλλιά σου.», θα μπορούσε κάλλιστα να της απαντήσει. Κοίταξε τον «φύλακα» που είχε το τσεκούρι καρφωμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Σηκώθηκε και έτρεξε πίσω της. Η κοπέλα είχε πέσει μέσα στο νερό με τα ρούχα της αλλά τα μαλλιά της έσβησαν. Φως δεν είχε πολύ αλλά ο Κώστας μπορούσε να διακρίνει ότι το πρόσωπο της δεν είχε υποστεί ζημιά
«Είσαι καλά», ρώτησε ηλίθια. Σε τέτοιες περιπτώσεις ότι και να κάνεις είναι ή τουλάχιστον φαίνετε εντελώς ηλίθιο.
«ΤΕΛΕΙΑ! ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΟΤΙ ΠΗΡΑ ΦΩΤΙΑ;», ούρλιαξε αυτή.
«Καλά συγνώμη.».
«Μην ζητάς συγνώμη.», μαλάκωσε απότομα και τον αγκάλιασε
. Χρειαζόταν μια αγκαλιά. «Τον χτύπησα πολύ; Μήπως συνέρθει και μας κυνηγήσει πάλι;».
«Είναι νεκρός.», απάντησε ακόμα πιο ηλίθια αυτός και το μετάνιωσε αμέσως. Τα μάτια της πετάχτηκαν από τις κόγχες ενώ το χέρι της έκλεισε το ανοιχτό στόμα της. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αυτό.
«Σίγουρα;», κλαψούρισε.
«Δεν του πήρα σφυγμό του τρελάρα αλλά νομίζω…», άρχισε να λέει αλλά τον διέκοψε το κλάμα της Μάχης. Είχε αρχίσει να κλαίει και έπεσε στο νερό. Κάθισα με το νερό μέχρι το λαιμό σχεδόν κρατώντας το κεφάλι της.
Αυτός τη σήκωσε και την οδήγησε στην αμμουδιά, κοντά στην φωτιά. Ο Δημήτρης είχε συνέρθει, αν και ξερόβηχε κάθε λίγο, και έσπρωχνε το πτώμα γιατί είχε πέσει πολύ κοντά και τα ρούχα του ήταν έτοιμα να πάρουν φωτιά. Στο τέλος έπεσε ανάσκελα για να πάρει δυνάμεις.
«Τι σκατά ήταν αυτό;», ρώτησε ο Δημήτρης.
«Ίσως να των πείραξε αυτό που λέγαμε για τα μουστάκια του;», σχολίασε ο Κώστας καθώς έβαζε μια φούτερ μπλούζα στην Μάχη η οποία φαινόταν να μεταπηδά σε ένα παραλήρημα. Κοίταξε την Βάσω και την είδε να βρίσκετε ξαπλωμένη και αναίσθητη. «Τι έπαθε αυτή;»
«Λιποθύμησε.», του απάντησε και σηκώθηκε να την εξετάσει καλύτερα και ίσως να την συνεφέρει.
«ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑ!», ούρλιαξε απότομα η Μάχη κάνοντας τον Δημήτρη.
«Καλά του έκανες. Θα μας σκότωνε!», της απάντησε ο Κώστας τρίβοντας τους ωμούς της για να την ζεστάνει αλλά και να την ηρεμήσει.
«ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ. ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑ! ΘΑ ΠΑΩ ΦΥΛΑΚΗ!».
«Τι φυλακή ρε! Αυτοάμυνα ήταν.», της απάντησε ο Δημήτρης κάνοντας την να ξεσπάσει με ακόμα πιο δυνατές κραυγές.
«ΤΙ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ ΡΕ ΗΛΙΘΙΕ! ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΖΕΙΣ; ΠΟΛΥ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ.».
«ΣΚΑΣΕ ΡΕ ΓΑΜΩ ΤΟ!», του φώναξε και ο Κώστας κάνοντας ένα νόημα να την αφήσει να ηρεμήσει και γύρισε προς αυτήν. «Ησύχασε κορίτσι μου όλα θα πάνε καλά. Όλα δείχνουν ότι είσαι η ηρωίδα εδώ. Ηρέμησε καλό μου κορίτσι.», της έλεγε ήρεμα και αυτή δεν ξαναφώναξε. Δεν την είχαν ηρεμήσει τα λόγια του. Είχε πέσει σε μια παράξενη κατάσταση. Είχε αγκαλιάσει τα γόνατα της όπως ήταν καθισμένη και καθώς πήγαινε μπροστά πίσω σαν να καθόταν σε κουνιστή πολυθρόνα ψιθύριζε. «Όχι Θεέ μου, όχι Θεέ μου…».
Σηκώθηκε όρθιος απογοητευμένος προσπαθώντας να σκεφτεί τι έπρεπε τώρα να κάνουν, όταν ακούστηκες ένας ήχος από το σπιτάκι του φύλακα. Κοιτάχτηκε με τον Δημήτρη και αμέσως ένας νοητός διάλογος, χωρίς λόγια, έγινε ανάμεσα τους.
«Κάτι υπάρχει εκεί.»
«Πάμε.»
Ξεκίνησαν τρέχοντας άλλα όσο έφταναν στο σπιτάκι το βήμα τους γινόταν όλο και πιο αργό. Σταθερό και προσεχτικό. Έφτασαν από έξω και προσπάθησαν μάταια να διακρίνουν κάτι από το παράθυρο. Μέσα υπήρχε περισσότερο σκοτάδι. Κατευθυνόμενοι προς την πόρτα πέρασαν ακριβώς δίπλα από το σπέρμα. Ο Δημήτρης σκούντηξε τον Κώστα για να του το δείξει, αφήνοντας ένα βουβό χαχανητό, όμοιο με τόσα πολλά που είχε αφήσει στην σχολική του καριέρα την ώρα του μαθήματος. Ο Κώστας τον χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι προσπαθώντας να τον συνετίσει αλλά μάταια, αφού και έπιασε και τον ίδιο ένα νευρικό γέλιο.


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on January 20, 2006, 21:22:49 pm
«Σταμάτα ρε μαλάκα!», ψιθύρισε όσο πιο ήσυχα μπορούσε παρατηρώντας ότι το σπέρμα δεν ήταν καλά στην θέση του. Ήταν στραβά και είχε και μια παράξενη κλίση. Άπλωσε χωρίς να το σκεφτεί τα χέρια του για να το ισιώσει.
Το επανέφερε μια χαρά αλλά έπεσε κάτι που βρισκόταν ανάμεσα στο σπέρμα και στον τοίχο. Κάτι που δημιουργούσε την παράξενη κλίση. Ένα δάκτυλο. Ένα ανθρώπινο δάκτυλο. Τα μάτια του Κώστα γούρλωσαν και χιλιάδες ιδέες για την προέλευση του ανθρώπινου κομματιού πέρασαν από το μυαλό. Κοίταξε τον Δημήτρη και αηδίασε αρχικά μαζί του γιατί ξέσπασε σε γέλια. Αυτή η συμπεριφορά θα ήταν αποδεκτή από μένα άλλα όχι και από αυτόν.
Αηδίασε όμως ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσε ότι δεν ξεσπούσε σε γέλια αλλά αναγούλιασε από το θέαμα. Και το διαπίστωσε όταν αυτός ξέρασε.
Έβγαλε όσα είχε στο στομάχι του, ευτυχώς όχι πολλά, και ξαναπήραν θέση ετοιμότητας. Άσκοπο, σκέφτηκε ο Δημήτρης γιατί αν υπήρχε κάτι επικίνδυνο μέσα θα τους είχε αντιληφθεί και θα τους είχε επιτεθεί όταν θα ήταν περισσότερο ευάλωτοι.
Μπήκαν στο πρώτο δωμάτιο. Ήταν ένα δωματιάκι που πρέπει να λειτουργούσε σαν κουζίνα και σαλόνι μαζί, αρκετά συμμαζεμένο αν και η σκόνη ήταν πάρα πολύ. Το εξέτασαν χωρίς να βρουν τίποτα το ιδιαίτερο. Είχαν σχεδόν απογοητευθεί από αυτό που είδαν. Περίμεναν κάτι πιο συγκλονιστικό. Πεταμένα πράγματα, σπασμένα έπιπλα, κομμάτια ανθρώπων σκόρπια στο πάτωμα. Κάτι σαν το επόμενο δωμάτιο που μπήκαν.
Ότι ήταν μικρότερο από μια καρέκλα ήταν σκόρπιο πεταμένο στο πάτωμα, καμένο, σκισμένο ή διαλυμένο. Τα μεγαλύτερα έπιπλα δεν είχαν καλύτερη τύχη αφού και αυτά ήταν σπασμένα η «τραυματισμένα», προφανώς από τσεκούρι. Στο δωμάτιο υπήρχαν σκόρπια κομμάτια από αφρολέξ και το μισό πια ξεντεριασμένο στρώμα. Ένα σχέδιο ήταν ζωγραφισμένο στο τοίχο. Όχι με μπογιά αλλά με υγρό από αυτό που ρέει στις φλέβες των ανθρώπων. Ήταν ένα σχέδιο σαν αυτά που συναντάς στα μπλοκ ιχνογραφίας των παιδιών του νηπιαγωγείου. Ένα κοριτσάκι με σγουρά μαλλιά ανάμεσα σε ένα δέντρο και ένα σπιτάκι με καμινάδα κάτω από ένα ήλιο με ακτίνες, που χαμογελούσε. Δίπλα ήταν γραμμένο με το ίδιο υλικό:
Η ΜΙΚΡΗ ΛΟΥΛΟΥ
Το στρώμα προερχόταν από ένα ντιβάνι που ήταν ακόμα στο δωμάτιο γυμνό από στρώμα αλλά επενδυμένο με έναν άντρα. Ένας γεράκος ήταν δεμένος και φιμωμένος μπρούμυτα πάνω στο ντιβάνι. Ήταν γεμάτος πληγές αλλά … ακόμα ζωντανός και –δυστυχώς παρά ευτυχώς- με 10 δάκτυλα..

Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να πάρουν κουράγιο και τις απαραίτητες αποφάσεις. Αν δεν ήταν σίγουροι ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ζωντανός, θα καλούσαν την αστυνομία. Αυτός όμως αγκομαχούσε. Έτσι τον ελευθέρωσαν και του έδωσαν μια σκισμένη κουβέρτα για να καλυφθεί. Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου και κάθε λίγο έβαζε τα κλάματα.
Από εκεί και πέρα τα βασικά πρέπει να τα ξέρεις και από την τηλεόραση. Ο γεράκος ήταν ο Ορέστης, ο χειμερινός φύλακας του κάμπινγκ, πατέρας του τύπου με τις κοτσίδες στα μουστάκια. Του «επίδοξου πατροκτόνου του κάμπινγκ» όπως σίγουρα τον ξέρεις εσύ από τις ειδήσεις.
Στην τηλεόραση και τις ειδήσεις δεν το είπαν αλλά όπως μου είπε ο Δημήτρης, ο γεράκος είχε βιαστεί. Πάνω στο στέρνο του ήταν χαραγμένη η λέξη ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Όλα έμοιαζαν τόσο πολύ με ένα μάλλον κακό θρίλερ.». Ο δολοφόνος με το τσεκούρι. Τα θύματα που γίνονται θήτες για να επιβιώσουν. Όλα εκτός από την ανάσταση του κακού. Σε όλα μα όλα τα θρίλερ αυτού του είδους ο κακός, μετά από τις τόσες μαχαιριές χτυπήματα με οτιδήποτε αντικείμενα και μερικούς πυροβολισμούς, ορμάν ξανά στα θύματα τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα… σαν να μην του έχει συμβεί τίποτα.
Αυτά περνούσαν από το μυαλό του Δημήτρη όσο περίμεναν να συνέρθει ο κύριος Ορέστης, «ο τραγικός πατέρας»όταν μια κραυγή ακούστηκε από έξω, από εκεί που καθόντουσαν πριν επιτεθεί ο «επίδοξος πατροκτόνος του κάμπινγκ». Χωρίς να το σκεφτεί έτρεξε έξω τρομαγμένος από την ηλιθιότητα τους να αφήσουν τις κοπέλες με τον τρελάρα. Πόσο σοβαρό θα μπορούσε να ήταν το χτύπημα που του έδωσε η Μάχη. Και αυτός ο ίδιος τον έσπρωξε έξω από την φωτιά να μην καεί. Ο αρχηγός τον ηλίθιων.
Έφτασε στην φωτιά και με τρόμο αντίκρισε την Βάσω με το πρόσωπο στην άμμο σε μια ανορθόδοξη στάση. Ο «επίδοξος πατροκτόνος του κάμπινγκ» ήταν και πάλι ξαπλωμένος μπρούμυτα με το τσεκούρι στην πλάτη σχεδόν όπως τον είχε αφήσει… ακριβώς όπως τον είχε αφήσει.
«Τι έγινε;», ρώτησε τη Μάχη ενώ πλησίασε την Βάσω να εξετάσει ο ίδιος τι της είχε συμβεί.
«Η δικιά σου συνήρθε, είδε τον τύπο με τις κοτσίδες στα μουστάκια και ξαναλιποθύμησε.»,διέκοψε για μια στιγμή τον νοσηρό της μονόλογο αυτή.
Ο Δημήτρης έμεινε να κοιτάει την Βάσω προσπαθώντας να αποφασίσει σε ποια από τις δύο περιπτώσεις θα ήταν περισσότερο ηλίθιος. Από τις σκέψεις αυτές τον έβγαλε ο Κώστας που ήρθε καθυστερημένος στην φωτιά. Από την άμμο στο πρόσωπό του κατάλαβε ότι ο φίλος του είχε πέσει καθώς ερχόταν.
«Δεν ήταν τίποτα.», τον καθησύχασε. «Πήγαινε να καλέσετε την αστυνομία και εγώ θα συνεφέρω την Βάσω για να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί.».
«Εντάξει.», απάντησε ο παραξενεμένος αλλά και πολύ κουρασμένος Κώστας που επέστρεψε με αργό βήμα από εκεί που ήρθε.
«Αλλά πρώτα…», ψιθύρισε και γύρισε στη Μάχη. «Μην κοιτάς!». Τράβηξε με δυσκολία το τσεκούρι και το κατέβασε ξανά με δύναμη. Ο ήχος που ακούστηκε, ήχος γνώριμος σε όσους έχουν επισκεφθεί χασάπικο ώστε να έχουν ακούσει τον ήχου του μπαλτά να κόβει το κρέας και να σπάει το κόκαλο, αναγούλιασε τον Δημήτρη και ίσως να ξανάκανε εμετό αν δεν είχε ήδη βγάλει όσα είχε στο στομάχι του.
Η Μάχη ούτε γύρισε αλλού το κεφάλι της, ούτε κοίταξε τον Δημήτρη. Συνέχιζε την παλινδρομική της κίνηση και το ασταμάτητο μουρμουρητό.
«…Όχι Θεέ μου… Όχι Θεέ μου…»

Κοίταξε το πόδι το και είδε το αίμα που έπεσε πάνω του. Αν είχε σκεφτεί την πιθανότητα να λερωθεί από το αίμα του ίσως να μην τον ξαναχτυπούσε. Βλέπεις ήταν ηλίθιος. Δεν τον απασχολούσε η ευθύνη που έπαιρνε πάνω του. Την δολοφονία ουσιαστικά του τρελάρα. Η κίνηση του ήταν σίγουρα λογική σε ένα θρίλερ και σχεδόν επιβαλλόμενη αλλά στην πραγματική ζωή… Ο άνθρωπος ήταν ετοιμοθάνατος γιατί να τον σκοτώσει. Αυτό όμως το σκέφτηκε αργότερα. Όταν περίμεναν στην παραλία να έρθει η αστυνομία η κάποιος από το κάμπινγκ.
Όλοι καθόντουσαν από την μια μεριά της φωτιάς. Ο Κώστας καθόταν δίπλα στη Μάχη που είχε βγει από την παράξενη κατάσταση της. Ο Δημήτρης είχε αγκαλιάσει την Βάσω που έκλαιγε και προσπαθούσε να ηρεμήσει.
«Λες να έχω πρόβλημα ρε;».
«Όχι ρε αλλά… μεγάλη μαλακία σου.», του απάντησε
«Και αν ζούσε;», έδειξε τον «φύλακα» που τον είχαν μεταφέρει μερικά μέτρα πιο εκεί για να μην τον βλέπουν.
«Ακούστε τι θα πούμε… Όταν είχε πιάσει εσένα, εγώ τον σκότωσα. Να μην μπλέξει και η Μάχη. Παίρνω όλη την ευθύνη.», είπε και κοίταξε τους υπόλοιπους με αγωνία. Ήταν ρίσκο η σκέψη του αλλά η κατάσταση ήταν τέτοια που έπρεπε να κάνει κάτι. Τον είχε «τσεκουρώσει» εν ψυχρό.
«Πιστεύεις ότι θα σε κάνουν ήρωα…», σχολίασε η Μάχη και ξάπλωσε στην αγκαλιά του Κώστα. «Ότι πεις εσύ.», είπε τελικά και κούνησε και ο Κώστας καταφατικά το κεφάλι του. Η Βάσω δεν άλλαξε καθόλου στάση αλλά αυτή δεν πρέπει να θυμόταν και πολλά από το ακριβές συμβάν.


Σε αυτό το σημείο έφτασα στους υπόλοιπους στην παραλία. Και όντως με παραξένεψε ιδιαίτερα το αίμα στην άμμο, γιατί τον τρελάρα δεν τον είδα. Έτσι σχολίασα ασκώντας το καθήκον μου
«Αίμα; Ρε! Κάποια ήταν αθώα παρθένα! Όχι πια, χεχέ.».
Η φωτιά έσβησε.


ΤΕΛΟΣ


Τσαρακτσίδης Γεώργιος


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on January 20, 2006, 21:25:05 pm
Ένα ακόμα μπράβο και θα συνεχίσω... :)

θέλετε να μάθετε και άλλα για την Κατερίνα; χεχε...



Ένα ευχαριστώ στον Stephen King...

(σόρρυ για το μέγεθος)


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: akis on September 29, 2006, 01:30:58 am
Πολύ καλό!!!! Μπράβο!!


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 01:37:43 am
το είχα ξεχάσει αυτό...

λολ

θενξ άκις :)


ποιο από τα δύο σου άρεσε πιο πολύ?


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: akis on September 29, 2006, 01:40:46 am
εμενα μου άρεσε περισσότερο η πρώτη

αλλά με τον Τόλη που το συζητήσαμε μου είπε οτι του άρεσε η δευτερη


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: xristoforos_ on September 29, 2006, 01:45:09 am
ενα τόπικ για ερωτικές πότε θα κάνουμε;

ixic_


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 01:48:03 am
έχω κάνα δυο τσόντες... να τις βγάλω?


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: xristoforos_ on September 29, 2006, 01:59:01 am
ερωτικές ιστορίες ρεεεεεε ;)


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 02:24:56 am
έχω γράψει 2 ερωτικές ιστορίες, αλλά μιλάμε για πολύ "ερωτικές", να τις ποστάρω?


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Karaμazoβ on September 29, 2006, 02:26:30 am
Μονο αν είναι "αισθησιακες" !  ;)  ::)


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: xristoforos_ on September 29, 2006, 02:35:51 am
ναι!


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 02:39:17 am
διάβολε... αυτή την λέξη έψαχνα... καραμαζώβ, είσαι μόρτης!


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Karaμazoβ on September 29, 2006, 02:41:35 am
Βαλτε τσοντα στο πανι! Το απαιτει ο λαος!  :D  Να πεσουν οι ιστοριες Τουραμ!


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 02:46:15 am
οκ σε μισό λεπτό θα τις ποστάρω (θα τις βγάλω πριν κοιμηθώ)


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 02:53:07 am
Από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες μου να γράψω, ήταν μια συλλογή διηγημάτων, των οποίων οι ιστορίες θα πλέκονταν σε ένα μεγάλο κουβάρι. κάθε ιστορία θα ήταν ξεχωριστή αλλά άμεσα πολυπλεγμένη με όλες τις υπόλοιπες.


ακόμα όμως και από τα 10 συνολικα΄διηγήματα, κάποια γεγονότα που ως συγγραφέας ήξερα ότι γίνονταν, σε παρόν, παρελθόν και μέλλον της ιστορίας, δεν χωρούσαν σε διηγήματα, και τα έγραφα με σκοπό να αποτελούν παραλειπόμενα που αν κάποιος θα διάβαζε τα διηγήματα και του άρεζαν, θα ήθελε να διαβάσει και αυτά τα παραλειπόμενα.


το παρακάτω είναι ένα που έγραψα, με αντίστοιχη διάθεση, αλλά στο οποίο θέλησα να αφεθώ ελεύθερος να περιγράψω ότι ήθελα.


λίγο μπακράουντ.


Η Μαρία και η Άννα είναι κολλητές. (λολ, καυλώσατε ήδη?)

Η Άννα είναι μια κοπέλα με πολύ έντονη λίμπιντο, που την εκφράζει με κάθε ευκαιρία σε όλα τα  αγόρια.
Όμως συνήθως μισεί τους φίλους της.
Σε κάποια φάση συνειδητοποίησε ότι είναι ερωτευμένη με τη κολλητή της.
Από την ζήλεια της, την έπεφτε συχνά στα αγόρια της Μαρίας για να φεύγουν από τη Μαρία.


Με διάφορους τρόπους που δε μπορώ να τους εξηγήσω χωρίς να κουράσω, την έριξε στην αγκαλιά της.
Εδώ βρίσκονται μόνες για πρώτη φορά:



Αννα - Μαρία

Μπήκαν  στο δωμάτιο και η Άννα κλείδωσε την πόρτα. Είχε κάνει έρωτα και στο προηγούμενο πάρτι του Στέφανου και ήξερε καλά τις απαραίτητες κινήσεις για την περίσταση. Η Μαρία βρισκόταν στην πιο γλυκιά ζαλάδα από το ποτό αλλά ακόμα δεν ήξερε τι σκοπό είχε η Άννα. Ήθελε να μιλήσουν γιατί ο τελευταίος καιρός ήταν πολύ παράξενος.
Από κάτω η μουσική έπαψε να βγαίνει από τα ηχεία. Ο Σίμος κούρδιζε την κιθάρα και όλοι μιλούσαν πιο σιγά για να μην τον ενοχλούν.
«Είμαστε μόνες τώρα.», είπε η Άννα που ένοιωθε πιο πολύ τρακ από την πρώτη φορά που έκανε έρωτα στο Σάνι. Κάτι το πρωτόγνωρο ήταν άλλωστε ήταν και το σημερινό.
«Πρέπει να μιλήσουμε!», είπε η Μαρία και αμέσως αναρωτήθηκε αν όντως το είπε ή απλώς το σκέφτηκε. «Τι ακριβώς εννοούσες στο γράμμα;». Η παράξενη αίσθηση αυτή παρέμενε. Γιατί ότι σκεφτόταν το έλεγε αμέσως σαν να είχε πάρει τον ορό της αλήθειας ή κάτι τέτοιο.
«Πρώτα σου ζήτησα συγνώμη για αυτά που σε ανάγκασα να θυμηθείς. Θα ήσουν καλύτερα χωρίς αυτά.», άρχισε η Άννα κάνοντας την Μαρία να ξεσπάσει.
«ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΟΥΝ ΑΥΤΑ ΓΑΜΩΤΟ!», ούρλιαξε η Μαρία και αποθάρρυνε το ζευγάρι που ήταν έτοιμο να μπει στο υπνοδωμάτιο.
«Συγνώμη…»
«Σταμάτα να ζητάς συγνώμη… Σε παρακαλώ.», είπε ανάμεσα σε λυγμούς η Μαρία και κάθισε στο κρεβάτι κρατώντας το πρόσωπο της. Δεν έκλαιγε αλλά ήταν έτοιμη.
«Θες να φύγω;».
«Όχι.».
Η Άννα κάθισε δίπλα της. «Θες να σε αγκαλιάσω;».
«Εσύ, θες να με αγκαλιάσεις;».
«Εγώ θέλω να σε φιλήσω.», είπε η Άννα με καρδιά έτοιμη να σπάσει. Δεν ήξερε τι πρέπει να περιμένει. Γέλιο; Χαστούκι;
Η Μαρία δεν έκανε τίποτα. Σήκωσε το κεφάλι της από τις παλάμες της και κοίταξε την Άννα μέσα στο αχνό φως. Δεν είπε τίποτα, απλώς την κοίταξε με τα υγρά της μάτια δείχνοντας ότι ήθελε από κάπου να πιαστεί. Η Άννα έσκυψε.
Μια ελαφρά κίνηση προς τα πίσω σταμάτησε την Άννα αλλά η Μαρία πήρε την πρωτοβουλία… την φίλησε. Τα δυο κορίτσια φιλήθηκαν και οι γλώσσες τους ενώθηκαν. Η Άννα ένοιωθε τρομερή επιθυμία αλλά και η Μαρία δεν πήγαινε πίσω. Μόνο που η Μαρία ένοιωθε εξουθενωμένη και δεν μπορούσε παρά να αφεθεί… ξάπλωσε στο κρεβάτι περιμένοντας την Άννα. Η Άννα έπεσε σχεδόν πάνω της προσπαθώντας να την φιλήσει όσο περισσότερες φορές μπορούσε για να καλύψει τις πάμπολλες στιγμές που ήθελε να την φιλήσει στο παρελθόν, και τις ακόμα περισσότερες φορές που έπνιγε ακόμα και την επιθυμία για να μην χρειαστεί να παραδεχθεί ότι ποθούσε μια κοπέλα. Την στιγμή που πολεμούσε να ανοίξει το πουκάμισο και να βγάλει το μπλουζάκι της Μαρίας δεν την ένοιαζε τίποτα. Την ήθελε. Την ήθελε με αυτήν την αδυναμία της να της αντισταθεί. Λάτρευε τον τρόπο που δεχόταν με απόλαυση τα φιλιά και τα χάδια της και όταν φίλησε τις ερεθισμένες ρώγες της… η Μαρία αναστέναξε από ευχαρίστηση.
Αυτό τρέλανε την Άννα και την ερέθισε ακόμα περισσότερο. Την φίλησε στο στόμα με έναν φόβο ότι αυτή η κίνηση της θα έβγαζε την Μαρία από κάποιον λήθαργό που της επέτρεπε να κάνει ότι έκανε. Ακόμα και όταν η Μαρία  υποδέχθηκε με θέρμη το φιλί της, δεν μπορούσε να πιστέψει την απίστευτη εύνοια που είχε.
Η Μαρία από την πλευρά της ένοιωθε μια παράξενη ασφάλεια στα χέρια της Άννας. Πάντα ένοιωθε άνετα μαζί της και τώρα τα χέρια της… και τα χείλη της ήταν… τόσο επιδέξια. Ένοιωθε όμορφα και πιο άνετα από τότε που έκανε έρωτα με το Νίκο. Δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή ότι έκανε έρωτα με ένα κορίτσι. Βοήθησε την Άννα να  γδυθεί και την αγκάλιασε. Φιλήθηκαν στο στόμα πάλι και αυτή πήρε την πρωτοβουλία για πρώτη φορά και συνέχισε να την φιλάει στο μάγουλο. Το φιλί κατέβηκε στο λαιμό και τελείωσε με ένα ρούφηγμα στο λακκάκι της Άννας. Τότε ένοιωσε τα δάκτυλα της Άννας να την χαϊδεύουν και ξάπλωσε πίσω να απολαύσει τις ηδονικές αισθήσεις.

{Είχε ερεθιστεί πολύ και η Άννα την χάιδευε επιδέξια. Ξάπλωσε και απολάμβανε τα χάδια που την οδηγούσαν ψηλά. Κάποια στιγμή τα δάκτυλα της Άννας απομακρύνθηκαν και ένοιωσε τα χείλη της στο στήθος της. Το φιλί κατέβηκε στην κοιλιά της και ανατρίχιασε άλλη μια φορά. Τεντώθηκε και χάιδεψε τα μαλλιά της Άννας.
Τα χέρια της Άννας που χάιδευαν τα πόδια της ανέβηκαν ψηλά και άρχισε να χαϊδεύει την ήβή της. Κατέβηκαν πιο χαμηλά ξανά και άνοιξαν τους προσαγωγούς της. Χαμήλωσε το πρόσωπο της και την φίλησε τον αιδοίο. Ένοιωσε την υγρασία της στα χείλη της Μαρίας και άκουσε την ανάσα της πιο γρήγορη, ενώ μικρά βογκητά έκαναν την εμφάνιση τους όλο και πιο συχνή.
Η Άννα χαμογέλασε βλέποντας την Μαρία να κουνά την λεκάνη της με μια κίνηση που ζητούσε κάτι στον κόλπο της. Καθάρισε λίγο τις τρίχες και βύθισε την γλώσσα μέσα στην κοπέλα που έβγαλε ένα πιο δυνατό βογκητό απόλαυσης. Η Άννα ερεθίστηκε και άρχισε να παίζει με την γλώσσα της τα μέρη που άρεζε στην ίδια να παίζουν. Ήξερε καλά την ανατομία της Μαρίας και ήξερε την κάθε της κίνηση.
Η Μαρία ήταν χαμένη στην στοματική ηδονή που τις πρόσφερε η Άννα, αλλά ανίκανη να διοχετεύσει την ενεργητικότητα που τις χάριζε αυτή η απόλαυση. Ανίκανη να την αγκαλιάσει και να παλέψει μαζί της, έσφιξε το σεντόνι του κρεβατιού και μετά άρχισε να χτυπάει το στρώμα.
«Ναι, ναι…ΝΑΙ!!», φώναξε τελικά ανησυχώντας την Άννα που δεν ήθελε ην ιδιαίτερη προσοχή των απʼ έξω. Την ίδια δεν την ένοιαζε να την δουν να βγαίνει από το δωμάτιο και να καταλάβουν ότι το έκανε με την Μαρία αλλά η Μαρία ίσως να μην ένοιωθε το ίδιο αργότερα. Ανήσυχη έτσι όπως ήταν συνέχιζε να γλύφει την Μαρία ή οποία δεν άντεξε. Θα μπορούσε να απολαμβάνει με τις ώρες τα χάδια της γλώσσας της αλλά ήθελε και αυτή να δώσει. Η απραξία της την καταπίεζε. Παραμέρισε λίγο την Άννα και προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Έδωσε ώθηση να κατέβει πιο κάτω με αποτέλεσμα όμως να πέσει κάτω συμπαρασύροντας και την Άννα μαζί της. Έπεσαν στο πάτωμα και βρέθηκαν αγκαλιά.
«Χτύπησες;» έκανε ανήσυχη η Άννα αλλά η Μαρία δεν της έδωσε απάντηση. Την αγκάλιασε πιο σφιχτά και την φίλησε. Η Άννα χάιδευε την πλάτη της με τόση δύναμη που ήταν σαν να την έτριβε. Η Μαρία όμως ήθελε να ανταποδώσει την στοματική απόλαυση και άρχισε να κινείτε με τις άγαρμπες κινήσεις που προϋποθέτουν την αλλαγή στην ερωτική στάση. Η πιο έμπειρη Άννα ανέλαβε πρωτοβουλία και γρήγορα βρέθηκε γονατιστή σε μια στάση που επέτρεπε την Μαρία να την γλύψει.
Η Άννα ξαφνιάστηκε για άλλη μια φορά όταν ένοιωσε την Μαρία να προσπαθεί με πάθος να την περιποιηθεί. Παρά τις γνώσεις της σε θέματα ανατομίας ήταν φανερό στην Άννα ότι ήταν ιδιαίτερα άγαρμπη και δυο φορές μάλιστα την πόνεσε. Δεν την ένοιαζε. Όταν έκανε έρωτα για πρώτη φορά με αγόρι είχε πονέσει πολύ περισσότερο. Είχε την ατυχία να είναι και του αγοριού η πρώτη φορά.
Η Άννα δεν αρκέστηκε για πολύ στην παθητική στ
άση και σκύβοντας μπροστά έφθασε στο φύλο της φίλης της. Έτριψε το μάγουλο της στις τρίχες της και μετά βύθισε την γλώσσα της στην υγρή τρύπα της. Αυτό το γλυκόξινο υγρό την ενθουσίαζε γιατί αποδείκνυε το πόσο ερεθισμένη ήταν η Μαρία, λες και το γεγονός ότι γλειφόντουσαν σε στάση 69 δεν έφτανε.
Η Μαρία χαμένη μέσα στη θολούρα που της πρόσφεραν οι αισθήσεις της δεν καταλάβαινε καλά, καλά τι έκανε. Καταλάβαινε όμως από τους ήχους της Άννας ότι το έκανε καλά. Όταν ξανάνιωσε την γλώσσα της Άννας δεν μπόρεσε και έπαψε να κάνει οτιδήποτε. Αγκάλιασε την λεκάνη της Άννας σφίγγοντας το πρόσωπο της στο στομάχι της και απολάμβανε την αίσθηση χαρίζοντας την φιλάκια και απαλές δαγκωματιές.
Σε λίγο τα δάκτυλα της φίλης της έκαναν αισθητή την παρουσία τους ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε να κουνά και πάλι την λεκάνη της στο ρυθμό των χαδιών. Ήθελε την Άννα μέσα της χωρίς να νοιάζεται αν αυτό είναι τεχνικά δυνατόν. Ο δείκτης και ο μέσος τότε άρχισαν μικρές και δοκιμαστικές διεισδύσεις που την τρέλαναν.
Η Άννα άλλαξε στάση και ξάπλωσε στο κρύο πάτωμα –καμιά από τις δύο δεν ένοιωθε ιδιαίτερα το κρύο αφού ήταν ήδη για τα καλά ιδρωμένες- και βρέθηκε ξαπλωμένη δίπλα της να την μπαίνει αργά μα σταθερά όλο και πιο μέσα της. Η Μαρία είχε κλειστά τα μάτια της και κινούταν με ρυθμούς που όριζαν τα δύο πιο μακριά δάκτυλα του δεξιού χεριού της Άννας. Τα χείλη της Άννας ενώθηκαν με τα δικά της για άλλη μια φορά και μόλις συναντήθηκαν οι γλώσσες βρήκε για άλλη μια φορά αυτήν γλυκόξινη γεύση που δεν είχε προλάβει να την κατατάξει.
Το αριστερό χέρι της Άννας έπιασε το δικό της και το οδήγησε ανάμεσα στα πόδια της.
«Θα με χαϊδέψεις και ʽσυ;».
Η Μαρία δεν απάντησε με λόγια απλά προσπάθησε να εντοπίσει την ακριβή τοποθεσία. Μόλις την βρήκε άρχισε να βυθίζει τα χέρια της. Στον τομέα αυτό ήταν καλύτερη η Μαρία και τα δάκτυλα έδειχνα να ξέρουν τι έπρεπε να κάνουν. Μόνο που πήρε πίσω το αριστερό χέρι και ανάθεσε την δουλειά στο δεξί χέρι παρά του ότι ήταν πιο άβολα έτσι.
Ξαπλωμένες η μία δίπλα στην άλλη, φιλώντας η μία την άλλη και με τα χέρια της μίας ανάμεσα στα πόδια της άλλης, απολάμβαναν κάθε στιγμή αφήνοντας στεναγμούς ευχαρίστησης. Η Άννα δάκρυσε και έφτασε σε οργασμό πάνω από μία φορά. Όπως και η Μαρία.     
}

Στον κάτω όροφο η κιθάρα άρχισε να παίζει και ο Σίμος με άλλα τρία παιδιά τραγουδούσαν απαλά.
Όταν… κάποιο βράδυ

Σαράντα λεπτά μετά έμεναν ξαπλωμένες ακίνητες η μία δίπλα την άλλη. Η Μαρία είχε ακουμπήσει στην αγκαλιά της με κλειστά μάτια. Σε λίγο μπορεί να κοιμόταν. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ όμορφο και ωραίο αλλά δεν γινόταν να μείνουν για πολύ ακόμα έτσι. Έπρεπε να αφήσουν το δωμάτιο.
«Μαράκι;», είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η Μαρία ξύπνησε, σήκωσε το κεφάλι της και  την κοίταξε. Της χαμογέλασε.
«Σε αγαπώ!», είπε η Άννα που ένοιωθε περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ. Το σβήσιμο του χαμόγελού της την πίκρανε γρήγορα. Το χαμόγελο ξανάρθε όμως και η Άννα χάρηκε.
«Τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε η Μαρία και η Άννα ένοιωθε αδύναμη να απαντήσει. Τι εννοούσε η Μαρία. Τι κάνουμε αυτήν την στιγμή ή τι κάνουμε τώρα που κάναμε έρωτα;
«Θες να πάμε σπίτι; Αν θες πάμε στο σπίτι μου και μένουμε και οι δυο εκεί για να μην ξυπνήσεις τους δικούς σου.», είπε προσπαθώντας να δώσει την πιο ανώδυνη δυνατή απάντηση αλλά μάλλον τα σκάτωσε. Μήπως το πήρε σαν πρόταση για να κάνουν ξανά έρωτα;
«Πάμε…», άρχισε η Μαρία καθησυχάζοντας την Άννα και δείχνοντας μάλιστα ότι πριν να κοιμηθεί θα ξανάκανε τελικά έρωτα μαζί της. «…κάτω.».
 

 
 


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 02:54:27 am
να σημειώσω ότι έχω πολύ καιρό που την διάβασα αυτήν την ιστορία, και ότι δεν είμαι σίγουρος αν ανήκει στα αποκυρηγμένα έργα μου.


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: xristoforos_ on September 29, 2006, 03:05:51 am
δεν θέλω να σχολιάσω την ιστορία αυτή καθ ευατή....

αλλά το μήνυμα σου αυτό, το εκτίμησα περισσότερα άπ' όσα από τα 8003 σου έχει τύχει να διαβάσω....

μπράβο!

χριστόφορος


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Karaμazoβ on September 29, 2006, 03:09:03 am
Ευτυχώς που ειναι 3:00 και δεν εχουμε πρόβλημα με το ΕΣΡ... :P Χασαπη Τουράμ άξιος! :D



Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 03:13:29 am
να και η δεύτερη αντίστοιχη ιστορία...


είναι προγενέστερη (ως προς τον φαντασιακό χρόνο) της προηγούμενης, σε μια ακόμα προσπάθεια της Άννας να ρίξει έναν νυν γκόμενο της Μαρίας.



ΑΝΝΑ - ΝΙΚΟΣ


Ο Νίκος και η Μαρία τα έχουν. Βρέθηκαν στο σπίτι της Άννας για να μπορέσουν να είναι μόνοι μια και οι γονείς της Άννας λείπουν. Η Άννα πήγε σε μια δουλειά της και έχει γυρίσει. Η Μαρία πήγε σπίτι της και ο Νίκος μένει για να μην βγουν μαζί από το σπίτι αφού είναι το διπλανό ακριβώς. Πριν φύγει ο Νίκος, η Άννα επιστρέφει.


«Σε ευχαριστώ και πάλι Άννα.»
«Τίποτα και πάλι Νίκο.»
«Στο σχολείο δεν βρίσκεις λίγη privacy .».
«Με αυτές τις εφόδους κάθε μέρα…».
«Με τον Σίμο τι έγινε τελικά, δεν μου είπε τίποτα η Μαρία.»
«Μια χαρά… χωρίσαμε.», είπε και έσκυψε το κεφάλι της.
(για να ρίξουμε την πετονιά)
[Κλαίει;]
Της ανέβασε το κεφάλι. Είχε ένα παραπονεμένο προσωπάκι… Ο Νίκος αισθάνθηκε την στύση στο παντελόνι του να τον ενοχλεί. Αρχικά εκνευρίστηκε που δεν είχε ξενερώσει τόση ώρα και τώρα είχε και το πρόβλημα της κολλητής της φίλης του να λύσει.
[ωχ! Η Άννα με γκάβλωσε]
«Σε κορόιδεψα…», είπε η Άννα και άρχισε να γελάει.
«Άντε βρε χαζή!» της είπε και την έσπρωξε.
«Τι έγινε, το χάψαμε;», είπε και άρχισε να τον τσιγκλάει. Τον τσιμπούσε στο πλευρό, τον ακουμπούσε στην κοιλιά και όπου μπορούσε να τον γαργαλίσει.
(όπα! του έχει σηκωθεί)
[ωχ! λες να το κατάλαβε;]
«Σταμάτα, γαργαλιέμαι…», της είπε στην προσπάθεια να την σταματήσει αλλά αυτή αντίθετα ανέβηκε πάνω του και άρχισε να τον γαργαλάει πιο εντατικά.
(έλα αγόρι μου!)
Όπως ήταν πάνω του ένοιωσε να τον τρίβει στο τεντωμένο του εξάρτημα με τους μηρούς της.
[τι κάνει Θεέ μου! θα με πηδήξει χωρίς να το καταλάβει]
(έτοιμο το ψωμάκι για τον φούρνο!)
Σταμάτησε να τον γαργαλάει και τον κοίταξε στα μάτια.
(μην γελάσεις!)
[θα με φιλήσει, Έκτορα κάτσε ήσυχα]
Τον φίλησε στο μέτωπο.
[ευτυχώς]
Έπιασε το κεφάλι του και τον κοίταξε.
(έλα αγόρι μου φίλα με και θα δεις τι σου έχω)
[φίλα με!]
Η Άννα έσκυψε το κεφάλι της.
(το θες αγοράκι μου, γιατί δεν το κάνεις;)
[θέλω να την πηδήξω]
Του φίλησε την μύτη.
(για να σε δω τώρα)
«Μυτούλα.», ψιθύρισε και χαμογέλασε όσο πιο γλυκά μπορούσε.
Αυτό δεν άντεξε. Την αγκάλιασε και την φίλησε. Αυτή τον υποδέχτηκε και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν. Την έσφιξε για να νιώσει περισσότερο το σώμα της που πάντα του άρεζε και αρκετές φορές λιγουρεύτηκε.
(χαχαχα! κοίτα πως κάνει!)
Η Άννα τον τράβηξε και ξαπλώσανε στον καναπέ με αυτόν από πάνω. Την φιλούσε και αυτή απολάμβανε για λίγο τα φιλιά του.
(πάντως ξέρει να φιλάει)
[σταμάτα ηλίθιε, η Μαρία;]
Η Άννα που δεν είχε σκοπό να συμμετάσχει ιδιαίτερα έπιασε τον εαυτό της να τον σφίγγει. Από συνήθεια σχεδόν.
(την δουλειά μας πρώτα)
Άρχισε να τον φιλάει και κατέβηκε στον λαιμό.
[η Μαρία;]
Άρχισε να τον φιλάει απαλά στον λαιμό προκαλώντας του ρίγη. Σε λίγο θα του άφηνε και το σημαδάκι της.
[ο Αλέξης;]
Εδώ ο Νίκος σταμάτησε. Ο Αλέξης ήταν ο φίλος του που του έδωσε το ποίημα που έδωσε με την σειρά του στη Μαρία όταν γνωριστήκανε. Ο Αλέξης το είχε γράψει για την Άννα.
Σηκώθηκε από πάνω της την ώρα που αυτή ετοιμαζόταν να τον ρουφήξει τον λαιμό.
«Δεν πρέπει… για τη Μαρία.», είπε και έφυγε τρέχοντας σχεδόν.

Η Άννα έχασε την ευκαιρία της. Δεν θα έκανε το σημάδι στον λαιμό του, δεν θα του έλεγε «Όχι…μη… σταμάτα… δεν θέλω… με πονάς…» όταν αυτός θα έμπαινε μέσα της, και δεν θα είχε την ευκαιρία να τον δει να σηκώνετε ανικανοποίητος με κατεβασμένα τα βρακιά, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν θα είχε μέλλον με τη Μαρία.
Έτσι δε μπόρεσε να την προστατεύσει από ένα ακόμα καθίκι.


Title: Απ: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Karaμazoβ on September 29, 2006, 03:17:18 am
Η δευτερη μου άρεσε που χε και τις σκέψεις των πρωταγωνιστων! Ωραία τεχνική αυτή!


Title: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: Turambar on September 29, 2006, 03:27:47 am
Η δευτερη μου άρεσε που χε και τις σκέψεις των πρωταγωνιστων! Ωραία τεχνική αυτή!

όταν σου λέω διάβασε Στήβεν Κινγκ... 8)


υπάρχουν 2 είδη ανθρώπων:
Αυτοί που λένε ότι δεν τους αρέσει ο Στήβεν Κινγκ, και αυτοί που δεν ντρέπονται να τον διαβάσουν...




Title: Απ: Re: Τρομακτικές και άλλες απίστευτες ιστορίες
Post by: (Stalin)^2 on September 30, 2006, 03:51:56 am
Η δευτερη μου άρεσε που χε και τις σκέψεις των πρωταγωνιστων! Ωραία τεχνική αυτή!

όταν σου λέω διάβασε Στήβεν Κινγκ... 8)


υπάρχουν 2 είδη ανθρώπων:
Αυτοί που λένε ότι δεν τους αρέσει ο Στήβεν Κινγκ, και αυτοί που δεν ντρέπονται να τον διαβάσουν...




 ;)