ΚΤΙΡΙΑ, ΜΠΕΤΟΝ, ΠΥΚΝΗ ΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΟ ΟΙ ΕΝΟΧΟΙΗ Θεσσαλονίκη υπερθερμαίνεταιΗ αστικοποίηση αλλάζει δραματικά το μικροκλίμα της Θεσσαλονίκης.
Οι τοπικές αλλαγές και όχι οι παγκόσμιες,
επηρεάζουν το κλίμα στη χώρα μαςΔύο με τρεις βαθμούς παραπάνω είναι καθημερινά η θερμοκρασία στο πολεοδομικό συγκρότημα, σε σχέση με τις τιμές που καταγράφει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στην περιοχή Αξιού, 20 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Το χιόνι λιώνει πριν φτάσει στο έδαφος και η υπερκατανάλωση νερού δημιουργεί στους υδροφορείς το φαινόμενο της «αλμυρής σφήνας», της αναπλήρωσής του δηλαδή, με θαλασσινό.
«Οτι αλλάζει το κλίμα, αλλάζει. Αυτό είναι γεγονός. Το θέμα είναι ότι η χώρα μας, λόγω γεωγραφικής θέσης, δεν επηρεάζεται τόσο από τις παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές όσο από την αστικοποίηση. Αυτή είναι υπεύθυνη σε ποσοστό 80%, κυρίως για την αύξηση της θερμοκρασίας στη Θεσσαλονίκη και για τη λειψυδρία», αναφέρει στην «Ε» ο καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ, Αντώνης Μπλούτσος.
«Τα κτίρια, το μπετόν, η πυκνή δόμηση, η κυκλοφορία των οχημάτων, οι αλόγιστες γεωτρήσεις, είναι πράγματα που επηρεάζουν πολύ περισσότερο την αύξηση της θερμοκρασίας στην πόλη και δημιουργούν φαινόμενα τύπου Κορώνειας, παρά το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αλλη Θεσσαλονίκη είχαμε το 1970, άλλη έχουμε σήμερα. Ακόμη και το χιόνι όταν έπεφτε, έμενε. Τώρα λιώνει πριν προλάβει να φτάσει στο έδαφος. Τα καιρικά φαινόμενα έρχονται πλέον πιο αιφνιδιαστικά και έχουν ένταση», εξηγεί.
Η ευθύνη της αστικοποίησης για την αλλαγή του μικροκλίματος στο πολεοδομικό συγκρότημα είναι προφανής αν λάβει κανείς υπόψη του τις μετρήσεις του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μέσα σε 20 χιλιόμετρα που απέχει η πόλη από την υπαίθρο του Αξιού, η διαφορά θερμοκρασίας είναι αισθητή.

Παλαιότερα στατιστικά στοιχεία για τη Θεσσαλονίκη δείχνουν μικρές διαφορές ανάμεσα σε δύο 30ετίες:
* Μέση θερμοκρασία 1931-1960 16,2 βαθμοί Κελσίου.
* Μέση θερμοκρασία 1961-1990 15,7 βαθμοί Κελσίου.
* Μέσο όρο βροχής 1931-1960, 469,8 χιλιοστά.
* Μέσο όρο βροχής 1961-1990 466,4 χιλιοστά.
* Μέσο όρο ηλιοφάνειας 1931-1960, 2.634 ώρες το χρόνο.
* Μέσο όρο ηλιοφάνειας 1961-1990, 2.569 ώρες το χρόνο.
Και ιδού τι αναφέρει η «κλιματική περίληψη» του ΑΠΘ για φέτος:
«Ο Φεβρουάριος του 2008 χαρακτηρίστηκε από τις μεγάλες αντιθέσεις της θερμοκρασίας, πολύ χαμηλές (-5,5 βαθμοί Κελσίου στις 18/2), τις οποίες ακολούθησαν πολύ υψηλές (+18,5 βαθμοί Κελσίου στις 29/2) και έλλειψη βροχοπτώσεων. Τα κλιματικά στοιχεία αυτά συγκρινόμενα με της περιόδου 1960-1990 έχουν ως εξής:
* Κατά το μήνα Φεβρουάριο (2008) η ατμοσφαιρική πίεση ήταν σχεδόν στο σύνολό της άνω του 5% από την κανονική ατμοσφαιρική πίεση της περιόδου 1961-1990.
* Η μέση θερμοκρασία του αέρα ήταν εκτός των αντίστοιχων κανονικών τιμών του Φεβρουαρίου. Κατά το 2ο δεκαήμερο του μήνα, στο τέλος του οποίου παρατηρήθηκαν έντονες χιονοπτώσεις, η θερμοκρασία ήταν αρκετά κάτω των κανονικών τιμών. Αντιθέτως, κατά το 1ο και το 3ο δεκαήμερο η θερμοκρασία ήταν σαφώς ανώτερη της κανονικής, της περιόδου 1961-1990.
* Το μηνιαίο ύψος της βροχής ανήλθε σε 20,8 χιλιοστά. Το ύψος αυτό ήταν αποτέλεσμα τριών συνολικά ημερών βροχής που αντιστοιχεί στο 1/3 των ημερών βροχής του Φεβρουαρίου.
Ακόμη και ο Βαρδάρης, ο ισχυρός βορειοδυτικός άνεμος που ερχόμενος από τα Βαλκάνια καθάριζε κάθε τόσο την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τα στοιχεία της περίοδου 1959-2007, παρουσιάζει σταδιακή μείωση.
Το νερό
«Υπάρχουν δύο πράγματα ανεξάρτητα μεταξύ τους, που όταν όμως συνδυάζονται, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη, επιδεινώνουν το πρόβλημα της λειψυδρίας και οδηγούν σε ερημοποίηση», λέει στην «Ε» ο καθηγητής υδραυλικής και τεχνικής περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Γιάννης Μυλόπουλος.
«Ενα είναι τα αρνητικά υδρολογικά ισοζύγια, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κορώνειας. Κάθε χρόνο καταναλώνεται σχεδόν διπλάσια ποσότητα νερού από την ανανεωτική ικανότητα της λεκάνης. Τριάντα εκατομμύρια κυβικά μέτρα είναι το ανενεώσιμο νερό της βροχής κάθε χρόνο, όταν γεωτρήσεις, βιομηχανία και αστικές χρήσης καταναλώνουν 50-55 εκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο.
«Το άλλο ζήτημα είναι η διαφορετική κατανομή των βροχών μέσα στο χρόνο, που μειώνει τον εμπλουτισμό των υδροφορέων. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως καταιγίδες και πλημμύρες, ακόμη κι αν προσφέρουν ίσης ποσότητας νερό, όσο παλαιότερα, δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τους υδροφορείς που χρειάζονται χρόνο για να το απορροφήσουν», εξηγεί ο κ. Μυλόπουλος.
Προς το παρόν δεν υπάρχει πρόβλημα με το πόσιμο νερό της Θεσσαλονίκης, αν και η στάθμη στους ταμιευτήρες νερού του Αλιάκμονα έχουν κατέβει. Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή, εκεί που υπάρχει ζήτημα είναι στην άρδευση.
«Σε μικρές περιοχές με μεγάλη αγροτική και βιομηχανική ανάπτυξη, λόγω της υπερκατανάλωσης παρουσιάζεται το φαινόμενο της "αλμυρής σφήνας", της αναπλήρωσης δηλαδή του υπόγειου νερού με θαλασσινό που εισχωρεί στους υδροφορείς», λέει.*
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/03/2008