ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΗ Η ΜΠΟΛΟΝΙΑ???

<< < (4/8) > >>

aliakmwn:
- Η αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος και η κατάργηση του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία

Επιπλέον, βασική συνέπεια της υποβάθμισης των προπτυχιακών σπουδών στο επίπεδο μιας μερικής κατάρτισης, της απόσπασης της επιστημονικής ειδίκευσης από αυτές, είναι η διάσπαση της σχέσης πτυχίου και επαγγέλματος πάνω στην οποία σχέση στηρίζεται το δικαίωμα των επιστημόνων στην εργασία. Η κατοχή ενός τίτλου σπουδών δε συνεπάγεται δικαίωμα στην εργασία. Ενδεικτικά, οι συντάκτες της εισηγητικής έκθεσης της κυβερνητικής πρότασης νόμου για τα μεταπτυχιακά αναφέρουν ότι «κύρια χαρακτηριστικά της νέας πραγματικότητας των Πανεπιστημίων στα πλαίσια της Κοινωνίας της Γνώσης και της Μάθησης θα είναι η ανοιχτή πρόσβαση, η ανοιχτή είσοδος, η οποία όμως συνοδεύεται και από την ανοιχτή έξοδο (!), με την έννοια ότι η αποφοίτηση, η λήψη ενός τίτλου σπουδών, αποσυνδέεται από την επαγγελματική κατοχύρωση και διασφάλιση». Η ατομική μάλιστα πρόσβαση στην επιστήμη, γίνεται πρόσθετη αφορμή για την αφαίρεση των όποιων ενιαίων, συλλογικών, επαγγελματικών δικαιωμάτων εξακολουθούν να υπάρχουν. Ο νέος τύπος του ημιειδικευμένου - ημικαταρτισμένου απόφοιτου, που δε διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική μόρφωση, ώστε να μπορεί να αφομοιώνει την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, αποτελεί εύκολο θύμα της λογικής της αγοράς που τον θέλει κάθε λίγο να απολύεται, προκειμένου να επανακαταρτιστεί - με δικά του έξοδα - στα νέα δεδομένα της αγοράς («διά βίου κατάρτιση»). Ετσι οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων, θα μετατραπούν σε κυνηγούς καταρτίσεων και εργοδοτικών πιστοποιήσεων, που θα αναγράφονται σε προσωπικές κάρτες ικανοτήτων, «πέρα από διπλώματα και πτυχία που χάνουν την αξία τους με την πάροδο του χρόνου», όπως υπογραμμίζεται στη Λευκή Βίβλο για την εκπαίδευση.

Το σύστημα των πιστωτικών μονάδων πιθανά θα χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του βαθμού απαξίωσης των γνώσεων μετά το χρόνο αποφοίτησης.

Για τις περισσότερες άλλωστε κατηγορίες των πτυχιούχων, είναι ήδη πραγματικότητα η ατομική αποτίμηση της επαγγελματικής τους ικανότητας, βάσει των δήθεν «ουσιαστικών προσόντων», για τα οποία τον πρώτο λόγο έχει η «αγορά». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι απόφοιτοι των ονομαζόμενων «καθηγητικών» σχολών, οι οποίοι για να μπορέσουν να διδάξουν θα χρειαστεί να αποκτήσουν πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας, εκτός του βασικού κύκλου των σπουδών τους και στη συνέχεια να «αξιολογηθούν» ατομικά, μέσα από διαγωνισμούς τύπου ΑΣΕΠ, ή με άλλα ταξικότερα κριτήρια, όπως η απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου, η προσωπική συνέντευξη κλπ.

Στα πλαίσια αυτά, ακόμη και οι απόφοιτοι του δεύτερου - μεταπτυχιακού - κύκλου δε θα κατοχυρώνονται επαγγελματικά. Κάτι που είναι πλέον γεγονός για την πλειοψηφία των σημερινών αποφοίτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τους οποίους στην ουσία θα αντιστοιχηθούν. Νομοθετική κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων έχουν βασικά μόνον οι γιατροί, οι μηχανικοί και οι νομικοί. Ηδη στο χώρο των γιατρών και των δικηγόρων, δρομολογούνται μέτρα περικοπής της πρόσβασης σε επαγγελματικά δικαιώματα (πρόσθετες εξετάσεις μετά το πτυχίο στους γιατρούς, σχολή δικηγορίας μετά την αποφοίτηση από τη Νομική, ως προϋπόθεση για την άδεια άσκησης του νομικού επαγγέλματος, στην οποία η εισαγωγή και η αποφοίτηση θα γίνεται με εξετάσεις), μέτρα που προβλέπεται σύντομα να επεκταθούν και στους μηχανικούς. Ετσι ακόμα και απόφοιτοι εξάχρονων σπουδών, οι απόφοιτοι της Ιατρικής που θα αποτυγχάνουν στις εξετάσεις για την άδεια άσκησης επαγγέλματος, προορίζονται για την ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση να απασχοληθούν σαν υγειονομικοί υπάλληλοι, όπως διαφάνηκε με τις πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της Υγείας.

Ταυτόχρονα όλα συνηγορούν ότι σε μία πορεία θα τεθούν όροι για τη διατήρηση των όποιων κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωμάτων (όπως π.χ. η υποχρεωτική παρακολούθηση, προγραμμάτων διά βίου κατάρτισης, εξετάσεις μετά την πάροδο κάποιων χρόνων, ανάλογα με την υποτιθέμενη ταχύτητα απαξίωσης της γνώσης σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο κλπ.).

Επομένως, η διαμάχη για τα επαγγελματικά δικαιώματα ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες αποφοίτων (ΑΕΙ - ΤΕΙ, πτυχιούχοι διαφορετικών τμημάτων με συναφές επαγγελματικό αντικείμενο κλπ.) είναι χωρίς ουσία, αφού κανείς δε θα είναι πια επαγγελματικά κατοχυρωμένος. Ταυτόχρονα όμως είναι και βλαβερή, γιατί διασπά τους εργαζόμενους και αποπροσανατολίζει από την αναζήτηση του πραγματικού ενόχου, του μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο θέλει λυμένα τα χέρια του από οποιαδήποτε δέσμευση και εμπόδιο στη ληστρική επιδρομή εναντίον της εργασίας.

aliakmwn:
Β7. Η ενίσχυση του ρόλου των πανεπιστημίων στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας

Η αντιδραστική αναδιάρθρωση της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνοδεύεται από την ενίσχυση της ιδεολογικής κυριαρχίας του κεφαλαίου στα Πανεπιστήμια. Στα πλαίσια αυτά, ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας έχει ενισχυθεί. Δεκάδες συνέδρια, ημερίδες και συμπόσια διοργανώνονται κάθε χρόνο από αυτά, με κοινοτική χρηματοδότηση και βασικό στόχο την προπαγάνδιση και τον εξαγνισμό των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου. Οι πλέον αντιδραστικές αστικές θεωρίες που στο παρελθόν αντιμετωπίστηκαν αποφασιστικά από το πανεπιστημιακό κίνημα, επανακάμπτουν, ασκώντας βαθιά επίδραση στις συνειδήσεις, κυρίως της φοιτητικής νεολαίας, με σκοπό την καθυπόταξή της στη λογική της παντοδυναμίας της αγοράς και των κάλπικων αξιών του ιμπεριαλισμού.

Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένες αιχμές της ιδεολογικής προπαγάνδας που αναπτύσσεται σήμερα στα Πανεπιστήμια.



α) Η προβολή του συμφέροντος των μονοπωλίων και της «ευρωπαϊκής ιδέας» σαν κοινό συμφέρον όλων.




Πρόκειται για μια σειρά θεωρίες που επιδιώκουν όχι απλά την πειθάρχηση στο σύστημα, αλλά την αφοσίωση σε αυτό. Εχουν τη βάση τους στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του αμερικάνικου πραγματισμού. Μια θεωρία που εκφράζει την ταξική άποψη της πιο αντιδραστικής και επιθετικής μερίδας της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας, της οποίας το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η δημαγωγία και η εξαπάτηση του λαού, προκειμένου να διαμορφώσει την άποψή του σύμφωνα με την ιμπεριαλιστική άποψη. Σύμφωνα με τη θεωρία π.χ. του Αμερικανού πραγματιστή φιλοσόφου Ο. Τζέιμς, η «αξία» κάθε πράγματος πρέπει να κριθεί από τις «πληρωμές» που φέρνει και «η γενική μας υποχρέωση είναι να κάνουμε ό,τι αποδίδει», με τον ίδιο, δήθεν, τρόπο στις ανάγκες όλων των τάξεων και σε τελευταία ανάλυση ταυτίζεται με εκείνο που αποδίδει στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Στα πλαίσια αυτά, τα Πανεπιστήμια αναδείχνονται σε βασικό μοχλό εδραίωσης της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της ταξικής συνεργασίας για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Ιδιαίτερη συμβολή στην καλλιέργεια παρόμοιων αντιλήψεων έχουν τα γραφεία διασύνδεσης με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Στόχος τους είναι η νομιμοποίηση της παρέμβασης των επιχειρήσεων στο περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών και η εισαγωγή της ιδέας μιας «αξιοκρατικής», τάχα, λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, που ενδιαφέρεται να απορροφήσει και να ανταμείψει τους «καλύτερους». Οχι μόνο δε συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ανεργίας των πτυχιούχων, αλλά διευκολύνοντας τα μονοπώλια να «αλιεύουν ψυχές», απομακρύνουν τη νεολαία από το μόνο σίγουρο δρόμο κατάκτησης του δικαιώματος στην εργασία, την ταξική πάλη. Ειδικά μέσα από τις ημερίδες «σταδιοδρομίας», στις οποίες οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις προβάλλουν τα «επιτεύγματα» και το «κοινωνικό» έργο τους, σε κατάμεστα αμφιθέατρα φοιτητών, επιχειρείται να προκληθεί δέος και θαυμασμός προς τη μονοπωλιακή διεύθυνση της κοινωνίας. Θαυμασμός που βεβαίως περισσότερο συστηματικά καλλιεργείται από τη, διαπλεκόμενη με τα μονοπωλιακά συμφέροντα, μερίδα των πανεπιστημιακών, μέσα από την καθημερινή διδασκαλία, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το παρελθόν. Βεβαίως, η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στη συνείδηση των φοιτητών είναι πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, άμεσων και έμμεσων τρόπων, που εντοπίζονται στον ίδιο το χαρακτήρα και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών. Προγραμμάτων που μέσα από γνώσεις ασύνδετες, αποσπασματικές και συχνά στρεβλές και αντιεπιστημονικές, αχρηστεύουν την ενότητα της γνώσης, γεννούν αίσθημα αδυναμίας γνωσιμότητας του κόσμου και αδυνατίζουν την κριτική ικανότητα.



β) Η αντιμετώπιση της αποτελεσματικότητας της μόρφωσης ανάλογα με την οικονομική της απόδοση.




Εχει τη βάση της σε διάφορες θεωρίες, όπως αυτή του «ανθρώπινου κεφαλαίου» στα πλαίσια της οποίας προτείνονται χυδαίοι μέθοδοι προσδιορισμού της οικονομικής αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης και κατανομής της χρηματοδότησής της με τον τύπο «κόστος - αποτέλεσμα». Μια θεωρία που υποβιβάζει το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην παραγωγή στο επίπεδο των υλικών συστατικών της στοιχείων και την επιστήμη σε «αγελάδα που μας εφοδιάζει γάλα», σύμφωνα με τα λόγια του Ενγκελς και όχι σαν μια περιοχή της ανθρώπινης πρακτικής, η οποία απαιτεί «σοβαρή και ζηλευτή αφοσίωση». Η θεωρία αυτή και άλλες παραπλήσιες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η επιστήμη είναι «επιχείρηση», μια «εξαιρετικά εξειδικευμένη βιομηχανία», αντιμετωπίζουν την επιστήμη από τη σκοπιά του «πρακτικού» επιχειρηματία. Μια σκοπιά που οδηγεί την επιστήμη σε καθαρή διαστρέβλωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καπιταλιστική αντιμετώπιση της επιστήμης, έχει οδηγήσει σε μια μονομερή ανάπτυξη των τεχνολογικών -και όχι όλων- επιστημών, στην υποβάθμιση της βασικής αλλά και της εφαρμοσμένης έρευνας, σε όφελος της «εξαρτημένης» έρευνας για άμεση εμπορική της αξιοποίηση.

Στη βάση αυτών των θεωριών προωθείται η επιλεκτική, ατομική, με τη μορφή δανείων, χρηματοδότηση των φοιτητών και η αξιολόγηση των Πανεπιστημίων με κριτήριο την οικονομική τους απόδοση. Μια αξιολόγηση που σκόπιμα παραμελεί τους πιο καθοριστικούς κοινωνικούς, υλικούς, οργανωτικούς και παιδαγωγικούς παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης.



γ) Η θεωρία ότι η γνώση μεταβάλλεται ραγδαία και η παλιά γνώση απαξιώνεται και αχρηστεύεται




Θεωρία που προβάλλεται για να νομιμοποιήσει τη διαδικασία της «διά βίου κατάρτισης». Εχει τη βάση της στις νεοθετικιστικές φιλοσοφικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι και φυσική αιτιότητα, οι φυσικοί νόμοι αποτελούν «συμβάσεις», «αποφάνσεις», «συστήματα προτάσεων», «λογική αναγκαιότητα» κλπ. Οι νεοθετικιστικές θεωρίες υποστηρίζουν δηλαδή ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αναφορά της επιστήμης και ότι η γνώση δεν αποτελεί μια εξελικτική πορεία προς την κατάκτηση της αλήθειας. Κάθε φορά που οι αποφάνσεις και οι συμβάσεις αλλάζουν, θα πρέπει να ξεκινάμε από την αρχή. Οι απόψεις αυτές εντάσσονται στη γενικότερη θεωρία της «μετακαπιταλιστικής κοινωνίας της γνώσης». Μια θεωρία που αποτελεί συνέχεια και μετονομασία προηγούμενων θεωριών για τη μεταβιομηχανική κοινωνία, και αποσκοπεί να αποπροσανατολίσει από την κύρια αιτία της ενίσχυσης των ταξικών ανισοτήτων, που βρίσκεται στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και ιδιαίτερα στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Επομένως επιχειρεί να αποπροσανατολίσει από την ταξική πάλη, να καλλιεργήσει την αυταπάτη πως μέσα από τις πολλαπλές ευκαιρίες κατάρτισης που προσφέρει ο καπιταλισμός, μπορούν να ξεπεραστούν οι ταξικές ανισότητες, αν ο καθένας ατομικά έχει την ικανότητα σωστά να τις εκμεταλλευτεί.

Στα παραπάνω χρειάζεται να προσθέσουμε τις διάφορες επιστημονικοφανείς αναλύσεις για τη δήθεν αντικειμενικότητα της «παγκοσμιοποίησης», που απορρέει τάχα από την εξέλιξη της γνώσης. Αναλύσεις που προσπαθούν να κρύψουν τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής, αγνοώντας τους κοινωνικοπολιτικούς προσδιορισμούς.

Γενικότερα χρειάζεται να επισημανθεί ότι, οι νέοι μηχανισμοί ιδεολογικής χειραγώγησης, οι οποίοι έχουν αναδυθεί με μοχλό τα κοινοτικά προγράμματα και οδηγούν σε φαινόμενα εξαγοράς και διάβρωσης συνειδήσεων (κυνήγι ερευνητικών προγραμμάτων, προγράμματα κινητικότητας, γραφεία διασύνδεσης κλπ.), θα ενισχυθούν με την εισαγωγή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων, της αξιολόγησης, της γενίκευσης των μεταπτυχιακών. Η εισβολή των ξένων Πανεπιστημίων στη χώρα μας, αλλά και η ενίσχυση της διασύνδεσης και των δικτύων μεταξύ των ιδρυμάτων συνοδεύονται με εντονότερη πνευματική και γενικότερα πολιτιστική διείσδυση στην πηγή της παραγωγής της γνώσης, εντείνουν την ιδεολογική αλλοτρίωση.

aliakmwn:
Γ. Οι επιπτώσεις της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση

Συνοψίζοντας, οι βασικές επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι οι παρακάτω:

Α) Κατάργηση του Δημόσιου και Δωρεάν χαρακτήρα των Πανεπιστημίων. Με μοχλούς την υποχρηματοδότηση και την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια εξωθούνται να λειτουργήσουν με επιχειρηματικά κριτήρια. Να μετατραπούν σε ένα είδος κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, ασφυκτικά εξαρτημένων από τα συμφέροντα των χρηματοδοτών τους (των μονοπωλίων, του κράτους τους και των οργανισμών τους), οι οποίες οφείλουν να λειτουργούν «ανταγωνιστικά», σε μια ενιαία ευρωπαϊκή «αγορά» ανώτατης εκπαίδευσης. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται με τη νομιμοποίηση των ιδιωτικών, τύπου ΙΕΚ, ψευτοπανεπιστημίων.

Β) Ολοσχερής αναίρεση της όποιας κοινωνικής αποστολής της επιστήμης, με σοβαρότατη επίπτωση στην ίδια την εξέλιξη των επιστημών, στο περιεχόμενό τους, στη σχέση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Ενδυνάμωση του ελέγχου των ιμπεριαλιστικών οργάνων σε σχέση με τις προτεραιότητες και τους προσανατολισμούς της Πανεπιστημιακής έρευνας, μέσα από τη διασύνδεση των Πανεπιστημίων και τα «ολοκληρωμένα» προγράμματα εκπαίδευσης και έρευνας, με συνέπεια τη δέσμευση της επιστημονικής - ερευνητικής δραστηριότητας σε κατευθύνσεις ξένες με τις ανάγκες της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας.

Γ) Ισχυροποίηση της συγκέντρωσης της επιστήμης και του επιστημονικού δυναμικού στα κορυφαία Πανεπιστήμια των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών, για την ενίσχυση του μονοπωλιακού ελέγχου της γνώσης. Ετσι αυξάνεται η ανισομέρεια του καταμερισμού της επιστήμης στα Πανεπιστήμια των διαφόρων χωρών, στα πλαίσια του οποίου τα ελληνικά Πανεπιστήμια αναλαμβάνουν ρόλο «φτωχού συγγενή», για συμπληρωματική έρευνα «φασόν». Ταυτόχρονα ενισχύεται το φαινόμενο της αποστράγγισης της χώρας μας από τα καλύτερα επιστημονικά της ταλέντα. H διαστρωμάτωση των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων αναπαράγεται, υπό κλίμακα, στο εσωτερικό της χώρας μας, ακόμη και μέσα στα ίδια τα ιδρύματα, διαμορφώνοντας διδακτικό προσωπικό και αποφοίτους πολλών ταχυτήτων.

Δ) Υποβάθμιση του προπτυχιακού κύκλου σπουδών, με τη μετατόπιση της επιστημονικής ειδίκευσης στο μεταπτυχιακό επίπεδο. Οι προπτυχιακές σπουδές, όταν δεν περιορίζονται απλά στο ρόλο της δεξαμενής ανέργων, προσανατολίζονται στη γρήγορη και μαζική χορήγηση πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών δεξιοτήτων, βολικών και προσοδοφόρων για την «αγορά».

Η υποβάθμιση της βάσης της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, των προπτυχιακών σπουδών, συνεπάγεται τη γενική υποβάθμισή της.

Ε) Γενικότερη υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος σαν συνέπεια της υποβάθμισης της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, από την οποία τροφοδοτείται το σύνολο της Εκπαίδευσής μας, τόσο σε περιεχόμενο, όσο και σε έμψυχο δυναμικό, δηλαδή σε εκπαιδευτικούς.

Ζ) Αποσύνδεση των σπουδών και των τίτλων τους από την επαγγελματική ικανότητα και κατ' επέκταση αφαίρεση του κοινωνικού δικαιώματος της εργασίας από τους αποφοίτους, οι οποίοι θα κρίνονται σε ατομική βάση ανάλογα με τα υποτιθέμενα «ουσιαστικά προσόντα» τους. Μείωση της τιμής της επιστημονικής εργατικής δύναμης, κατάργηση κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων, γενικότερα ενίσχυση της εκμετάλλευσης και χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και ζωής των αυριανών αποφοίτων.

Η) Ενταση των ταξικών φραγμών και θεαματική μείωση της πρόσβασης στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στο 15%-30% των σημερινών φοιτητών, αφού στην ουσία αυτή μετατοπίζεται στο μεταπτυχιακό επίπεδο, γίνεται «τεταρτοβάθμια», κατόπιν αυστηρών επιλεκτικών διαδικασιών και αντί διδάκτρων. Γενικότερη ενίσχυση των μηχανισμών ταξικής επιλογής μέσα από αλλεπάλληλα φίλτρα (που σε μια πορεία θα επεκταθούν) και την πολυκατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων, των τμημάτων και των σπουδών.

Θ) Ενίσχυση της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης στα Πανεπιστήμια, καθώς και του ρόλου τους στην αναπαραγωγή της. Η εισαγωγή του νέου μοντέλου λειτουργίας των Πανεπιστημίων, συνοδεύεται με την ισχυροποίηση της αστικής ιδεολογίας, ιδιαίτερα των νεοθετικιστικών - πραγματιστικών θεωριών και του αγνωστικισμού.

Ι) Κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών, της ελεύθερης επιστημονικής δημιουργίας και σκέψης - που είναι ο καταλύτης της εξέλιξης της επιστήμης - και ενίσχυση του αυταρχισμού. Στο πλαίσιο αυτό οι διακηρύξεις περί αυτοτέλειας των Πανεπιστημίων από τον κρατικό εναγκαλισμό αποτελούν σκέτη υποκρισία. Ούτε η δημοκρατία διευρύνεται ούτε το αστικό κράτος γίνεται λιγότερο. Αντίθετα μετακυλίονται οι ευθύνες του στα Πανεπιστήμια και ενισχύονται οι μηχανισμοί ελέγχου και επιβολής των απαιτήσεων της κεφαλαιοκρατίας.

Κ) Μακροπρόθεσμα η πολιτική του κατακερματισμού και της αποσπασματικής, ατομικής, συγκρότησης των σπουδών, θα έχει πολύ αρνητικές επιδράσεις στη συλλογική στάση απέναντι στα προβλήματα, στο φοιτητικό - σπουδαστικό συνδικαλισμό και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στη συνέχεια.

aliakmwn:
Δ. Η «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ

Οπως προκύπτει από το νομοσχέδιο για τη «Διάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής» που δόθηκε στη δημοσιότητα, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα ΤΕΙ, για την έναρξη της επίσημης εφαρμογής της Διακήρυξης της Μπολόνια.

Η ένταξη των ΤΕΙ δε συνοδεύεται από καμία αλλαγή στο χαρακτήρα τους, ως υποδεέστερων από τα ΑΕΙ ιδρυμάτων, που παρέχουν με το μισό κόστος, μια χαμηλής ποιότητας τεχνολογική εκπαίδευση, αποστεωμένη από το θεωρητικό της υπόβαθρο και σε ορισμένες περιπτώσεις εμπειρική.

Η εκτίμησή αυτή προκύπτει από μια σειρά, κρίσιμης σημασίας, σημεία του νομοσχεδίου:

1. Τα ΤΕΙ εντάσσονται στην Ανώτατη Εκπαίδευση με «διακριτό» ρόλο σαν μη πανεπιστημιακά - τεχνολογικά ιδρύματα, δίπλα σε άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, όπως τα Πολυτεχνεία, οι Γεωπονικές Σχολές κλπ.

2. Οι απόφοιτοί τους αποκτούν το ίδιο πτυχίο και διατηρούν τα ίδια, μειωμένης εμβέλειας, επαγγελματικά δικαιώματα που είχαν θεσπιστεί για περιορισμένες ειδικότητες πριν την «ανωτατοποίηση». Επαγγελματικά δικαιώματα τα οποία στην πορεία θα αφαιρεθούν, ακολουθώντας την κοινή μοίρα των εργασιακών δικαιωμάτων όλων των κατηγοριών των πτυχιούχων.

3. Η διάρθρωση των βαθμίδων του διδακτικού προσωπικού των ΤΕΙ είναι κατά μία βαθμίδα χαμηλότερη της αντίστοιχης διάρθρωσης των βαθμίδων των ΑΕΙ, ώστε στα ΤΕΙ να μην υπάρχει ουσιαστικά η Α' βαθμίδα των καθηγητών ΑΕΙ. Ταυτόχρονα βέβαια διατηρείται το απαράδεκτο καθεστώς, με το οποίο η πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού (από 50%-90% στα επαρχιακά ΤΕΙ) είναι ωρομίσθιοι.

4. Δεν επιτρέπεται στα ΤΕΙ να οργανώνουν αυτόνομα μεταπτυχιακές σπουδές, δηλαδή να αναπαράγουν το επιστημονικό τους δυναμικό και συνεπώς περιορισμένες εξακολουθούν να είναι οι δυνατότητες διεξαγωγής έρευνας μέσα σε αυτά. Τυπικά παραχωρείται στους αποφοίτους τους η δυνατότητα της ανεμπόδιστης πρόσβασης στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ΑΕΙ, δικαίωμα που προβλέπεται και από το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο των ΤΕΙ και το οποίο ουσιαστικά δεν μπορεί να ασκηθεί, παρά μόνο σε ξένα, β' κατηγορίας, Πανεπιστήμια.

5. Δεν προβλέπεται ουσιαστικά αύξηση της χρηματοδότησης για τα ΤΕΙ - κάποιες αόριστες υποσχέσεις υπάρχουν στο προσχέδιο - των οποίων πολλά τμήματα λειτουργούν χωρίς καν δικά τους κτίρια, με τρομακτικές ελλείψεις σε υλικά, εργαστήρια και εξοπλισμό, αν και τεχνολογικά ιδρύματα. Σημειώνουμε μάλιστα ότι στο φετινό προϋπολογισμό και παρότι η αναλογία της κρατικής χρηματοδότησης σε ΤΕΙ και ΑΕΙ είναι 1:4, η κυβέρνηση προχωρεί προκλητικά σε νέα μείωση των κονδυλίων για τα ΤΕΙ.

Η ονομαστική «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, δεν είναι μια απλή διατήρηση της σημερινής πραγματικότητας, που ανοίγει μάλιστα και κάποια προοπτική ουσιαστικής «ανωτατοποίησής» τους στο μέλλον. Η χωρίς καμία αναβάθμιση ένταξη των ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ανοίγει και τυπικά τον κύκλο της εφαρμογής των αποφάσεων της Μπολόνια για την υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών των ΑΕΙ, αφού τα πτυχία των ΤΕΙ συνιστούν «πρώτο ακαδημαϊκό τίτλο», αντίστοιχο του bachelor, με τον οποίο στην πορεία θα εξισωθούν και τα πτυχία των ΑΕΙ. Ταυτόχρονα όμως αρνητικές είναι οι εξελίξεις και για τα ίδια τα ΤΕΙ, αφού το νομοσχέδιο αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της ακόμη μεγαλύτερης υποβάθμισης των σπουδών τους, με την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στην κατεύθυνση μιας ακόμη πιο ληξιπρόθεσμης, πρακτικίστικης και «ευέλικτης» γνώσης, κατόπιν εισαγωγής και των πιστωτικών μονάδων. Δηλαδή αν οι χαμηλής ποιότητας και κόστους σπουδές στα ΑΕΙ, θα αναγκάζουν τους αποφοίτους τους σε διαρκή εναλλαγή καταρτίσεων και επαγγελμάτων, αυτό θα αφορά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους αποφοίτους των ΤΕΙ. Οι επιπτώσεις της εφαρμογής των αποφάσεων της Μπολόνια, που προαναφέρθηκαν για τα ΑΕΙ, θα ισχύσουν στο πολλαπλάσιο για τα ΤΕΙ, γιατί ξεκινούν από πιο χαμηλά. Συνεπώς η κατ' όνομα «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ σηματοδοτεί την προς τα κάτω ισοπέδωση τόσο των ΑΕΙ όσο και των ΤΕΙ, που θα πρέπει από κοινού και ενωτικά να αντιμετωπιστεί.

Η ώριμη σήμερα άρση της διάκρισης ΑΕΙ - ΤΕΙ, προϋποθέτει όρους ουσιαστικής αναβάθμισής τους και τη συγκρότηση ενός διακριτού συστήματος δημόσιας και δωρεάν επαγγελματικής μόρφωσης, όπως θα αναπτυχθεί στο δεύτερο μέρος του κειμένου.

aliakmwn:
Ε. Η τακτική της ΕΕ και της κυβέρνησης. Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις

Από τη συνθήκη του Μάαστριχτ δεν προβλέπεται η δυνατότητα παρέμβασης των κοινοτικών οργάνων στα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών - μελών. Ο ρόλος τους περιορίζεται τυπικά στα ζητήματα της κατάρτισης, ουσιαστικά, όμως, δίνουν τις κατευθύνσεις που στη συνέχεια υλοποιούνται, κάτω από καθεστώς αυστηρού ελέγχου, από όλες τις κυβερνήσεις. Αυτός είναι, άλλωστε, ο βασικός λόγος που το όλο εγχείρημα εμφανίζεται σαν «πρωτοβουλία» των υπουργών Παιδείας των χωρών της ΕΕ και ορισμένων συνεργαζόμενων χωρών. Ταυτόχρονα, βέβαια, καταβάλλεται μια φανερή προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν μια αντικειμενική, ανεξάρτητη από κοινωνικούς προσδιορισμούς, εξέλιξη, της οποίας την επιστημονική κάλυψη παρέχουν οι ηγεσίες των κοινοτικών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, οι οποίες συμμετέχουν, χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις. Οι ηγεσίες των ισχυρών Πανεπιστημίων γιατί δεν έχουν λόγους, αφού τα Ιδρύματά τους θα ενισχυθούν μέσα από αυτή την πορεία. Οι δε ηγεσίες των υπόλοιπων, γιατί είναι υποταγμένες στο σύστημα εξάρτησης των Ιδρυμάτων τους από το κράτος και τα κοινοτικά όργανα. Στην όλη διαδικασία επιδιώκεται η ενσωμάτωση και του φοιτητικού κινήματος. Χαρακτηριστικά, αντίστοιχα με τη σύνοδο των Υπουργών, διεξάγονται σύνοδοι των φοιτητικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ταυτόχρονα, διοργανώνονται, στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, σεμινάρια προπαγάνδισης και καλλιέργειας του εδάφους αποδοχής των μέτρων ευρύτερα από την πανεπιστημιακή κοινότητα, στα πλαίσια μιας ελεύθερης και δημοκρατικής, δήθεν, ανταλλαγής απόψεων, όπως η πρόσφατη διημερίδα που έγινε στη χώρα μας. Συστατικό στοιχείο της τακτικής των επιτελείων της ΕΕ είναι η αξιοποίηση των αντίστοιχων με τα ΤΕΙ Ιδρυμάτων, σαν προμαχώνων υπεράσπισης αυτής της πολιτικής, με αντάλλαγμα την υποτιθέμενη ισοτίμησή τους με την πανεπιστημιακή βαθμίδα.

Η ελληνική κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται με τον κεντρικό σχεδιασμό της ΕΕ. Γι' αυτό, αναθεώρησε και προσάρμοσε τον αρχικό της προγραμματισμό στις απαιτήσεις της επερχόμενης συνόδου της Πράγας. Σήμερα, προτάσσει τα νομοσχέδια για την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ και την αξιολόγηση της ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αντί του νομοσχεδίου για τα μεταπτυχιακά, που έχει προσωρινά παγώσει, για να το επαναφέρει αναμορφωμένο σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συμμαχία των ΤΕΙ στα αντιεκπαιδευτικά της σχέδια, να διασπάσει το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, να μετατοπίσει το πρόβλημα σε μια στείρα αντιπαράθεση ΑΕΙ -ΤΕΙ, επισκιάζοντας την ουσία του, και κυρίως να παραπλανήσει την κοινή γνώμη ότι κάθε άλλο παρά υποβάθμιση των σπουδών επιδιώκει. Αντίθετα, διευρύνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, αναβαθμίζοντας τα ΤΕΙ. Ταυτόχρονα επιχειρεί να συκοφαντήσει σαν «συντεχνία» και «κατεστημένο» κάθε φωνή που δικαιολογημένα υψώνεται ενάντια στο κατρακύλισμα της Ανώτατης Εκπαίδευσής μας. Με την πρόταξη της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ επιδιώκει ακόμη να κάνει πιο εύκολα αποδεκτή, στην πανεπιστημιακή κοινότητα, την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων, με πρόσχημα τη διαφύλαξη της ανώτατης στάθμης της εκπαίδευσης από ΤΕΙ που δεν πληρούν τα κριτήρια.

Ο γενικότερος σχεδιασμός της κυβέρνησης είναι η σταδιακή και αποσπασματική προώθηση των μέτρων, μέσα από διαφορετικά νομοσχέδια και ρυθμίσεις («ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, αξιολόγηση, μεταπτυχιακά, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια), ώστε να διαχέεται ο τελικός στόχος τους και να γίνεται δυσκολότερη η απόκρουσή τους από τις δυνάμεις που θίγονται από αυτά. Χαρακτηριστικό της παραπλανητικής τακτικής της κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι εμφανίζεται δήθεν να διαφωνεί, να αντιστέκεται και τελικά να πετυχαίνει οφέλη για την Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας μας, όπως αυτό της διατήρησης, τάχα, της τετραετούς διάρκειας των σπουδών. Ταυτόχρονα, όμως, μέσα από άλλους παράπλευρους δρόμους, κυρίως μέσα από τα προγράμματα της ΕΕ - όπως το ΕΠΕΑΕΚ, από το οποίο χρηματοδοτείται η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στις κατευθύνσεις της Μπολόνια-, προχωρά στην εφαρμογή των μέτρων. Κανένας εφησυχασμός δεν πρέπει να υπάρξει σε σχέση με τις προθέσεις της.

Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, η ΝΔ, αλλά και ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ, δεν έχουν τοποθετηθεί στις αποφάσεις της Μπολόνια. Η σιωπή τους σημαίνει συμφωνία. Απόδειξη ότι ο αρχηγός της ΝΔ σε πρόσφατη προσυνεδριακή ημερίδα της για την εκπαίδευση, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί συγκεκριμένα, επαναδιατύπωσε τις βασικές κατευθύνσεις της αναδιάρθρωσης, σαν θέσεις του κόμματός του. Επανέλαβε τη θέση της ΝΔ για ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών, ιδιωτικών δηλαδή πανεπιστημίων, τονίζοντας την ανάγκη σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις απαιτήσεις της «αγοράς» και έμφασης στη "διά βίου κατάρτιση". Και όλα αυτά περιβεβλημένα από το «ιμπεριαλιστικό» όραμα της εγχώριας άρχουσας τάξης, ότι «η Ελλάδα, αντί να εξάγει φοιτητές και να εισάγει υποκουλτούρα, μπορεί να εισάγει φοιτητές και να εξάγει πολιτισμό»! Οσον αφορά το πρόβλημα των ΤΕΙ, στην ουσία συμφωνεί με την κυβερνητική αντιμετώπισή του, αφού η μόνη αντίρρησή της έγκειται στο ότι η αξιολόγηση θα γίνει πριν την «ανωτατοποίηση» και όχι μετά.

Ο Συνασπισμός έχει τοποθετηθεί υπέρ της ένταξης των ΤΕΙ στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, χωρίς όμως να γίνουν ανώτατα. Με τη θέση του αυτή, στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης για διατήρηση της ανισοτιμίας των ΑΕΙ -ΤΕΙ και τη δημιουργία συνονθυλεύματος Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, αποσυνδέει την υποτιθέμενη ανωτατοποίησή τους από τις αποφάσεις της Μπολόνια και τις επιπτώσεις της στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Ο τρόπος που η ΝΔ και ο ΣΥΝ αντιμετωπίζουν το ζήτημα των ΤΕΙ, αποτελεί πρόσθετη απόδειξη της συναίνεσής τους στις αποφάσεις της Μπολόνια.

Οι φοιτητικές παρατάξεις ΠΑΣΠ και ΔΑΠ, συντονισμένες με την πολιτική των κομμάτων τους, τηρούν στάση αγνόησης και υποβάθμισης του θέματος. Ταυτόχρονα, όμως, με αφορμή το πρόβλημα των ΤΕΙ, καλλιεργούν το συντεχνιασμό, διαφοροποιώντας τη στάση τους ανάλογα με το χώρο (υπέρ της «ανωτατοποίησης» στα ΤΕΙ και κατά στα ΑΕΙ).

Η πανεπιστημιακή κοινότητα, και προπαντός οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, το διδακτικό και επιστημονικό δυναμικό των ΑΕΙ και ΤΕΙ, που είναι σε θέση να κατανοήσουν βαθύτερα τη συνθετότητα και την έκταση του προβλήματος, δεν μπορεί να μείνουν αμέτοχοι, απαθείς, ή ανεκτικοί στο έγκλημα που συντελείται σε βάρος των Πανεπιστημίων μας και των αποφοίτων τους. Να μην επιτρέψουν την υποταγή και την περιθωριοποίηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων που οδηγεί σε υποβάθμιση όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα και καταδικάζει τη χώρα μας σε ρόλο υποδεέστερο και υποτελή. Τα συμφέροντα της πανεπιστημιακής κοινότητας συναντώνται με τις απαιτήσεις της κοινωνίας και είναι σε αντίθεση με αυτή την πολιτική. Θα πρέπει, λοιπόν, να δυναμώσουν τις πρωτοβουλίες τους, να πρωτοστατήσουν στην αποκάλυψη του αντιεκπαιδευτικού, αντιεπιστημονικού, αντιλαϊκού χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής στο λαό. Να μην υποκύψουν στις κάλπικες υποσχέσεις ότι το Ιδρυμά τους πιθανά θα εξαιρεθεί από τις ρυθμίσεις, ή σε εκβιασμούς ότι θα αποκλειστούν χρηματικά. Εχουν το κύρος και τη δύναμη, αν το θελήσουν, να υψώσουν τοίχος αδιαπέραστο, στον υποβιβασμό των Πανεπιστημίων και της εκπαίδευσής μας, στην υπονόμευση κάθε προοπτικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας σε όφελος του λαού.

Navigation

[0] Message Index

[#] Next page

[*] Previous page