ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΗ Η ΜΠΟΛΟΝΙΑ???

<< < (3/8) > >>

aliakmwn:
Β4. Η επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης

Με συστηματικό τρόπο, τα τελευταία χρόνια, προωθείται η διαδικασία υπαγωγής όλης της λειτουργίας των Δημόσιων Πανεπιστημίων στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, που μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα:



- Η λειτουργία των Πανεπιστημίων με επιχειρηματικά κριτήρια

Η κρατική συμμετοχή στην οικονομική και γενικότερη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας μειώνεται διαρκώς. Η επιβίωση των Πανεπιστημίων και ο βαθμός κρατικής επιχορήγησής τους, συνδέεται σταδιακά με την ικανότητά τους να προσελκύουν πελάτες - φοιτητές (υποσχόμενα καλή επαγγελματική σταδιοδρομία), καθώς και κάθε λογής χρηματοδότες (κρατικά προγράμματα, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς - ΝΑΤΟ - ΕΕ, πολυεθνικές επιχειρήσεις). Ετσι στη θέση του ως σήμερα, κατ' όνομα βεβαίως "κοινωνικού" τους ρόλου, μπαίνει η πλήρης υποταγή στις απαιτήσεις και τα συμφέροντα των χρηματοδοτών τους.

Με λίγα λόγια, τα Πανεπιστήμια εξωθούνται να συμπεριφερθούν όλο και περισσότερο, σαν κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις, που, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, σε βάρος των λαϊκών αναγκών, της επιστήμης και του επίπεδου των σπουδών, εντοπίζουν όλο το ενδιαφέρον τους στο πώς θα εξασφαλίσουν μεγαλύτερα έσοδα. Για το σκοπό αυτό μάλιστα έχουν ιδρυθεί εταιρίες διαχείρισης της περιουσίας τους και διασύνδεσης των ΑΕΙ με τις επιχειρήσεις, που στην ουσία προωθούν την υποταγή της πανεπιστημιακής δραστηριότητας στις απαιτήσεις της «αγοράς». Στα πλαίσια αυτά ο έλεγχος των εκλεγμένων συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων στην όλη δραστηριότητα των Πανεπιστημίων συρρικνώνεται και το κέντρο λήψης των αποφάσεων μετατοπίζεται ουσιαστικά σε στεγανές δομές, άμεσα συνδεδεμένες με τα κέντρα εξουσίας (κυβέρνηση, ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, μονοπωλιακές επιχειρήσεις). Σε μια πορεία μάλιστα προβλέπεται η συμμετοχή στη διοίκηση των Πανεπιστημίων, εκπροσώπων των επιχειρήσεων και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων ελέγχου και διοίκησής των σε ολιγομελή, ακόμη και μονοπρόσωπα όργανα, όπως τεχνοκράτες διαχειριστές (managers).

Η επίδραση αυτής της πολιτικής στους προσανατολισμούς της επιστήμης και στην ποιότητα των Πανεπιστημίων είναι καταλυτική.

Καλύτερος πανεπιστημιακός δε θεωρείται πλέον εκείνος με το σημαντικότερο επιστημονικό και διδακτικό έργο, αλλά ο αποδοτικότερος οικονομικά. Στον πρόσφατο μάλιστα νόμο που τροποποιεί το καθεστώς των Ερευνητικών Κέντρων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, προβλέπεται η σύνδεση της ιεραρχικής εξέλιξης των ερευνητών με τον αριθμό των προγραμμάτων που προσελκύουν στο Κέντρο. Ρύθμιση που, όλα δείχνουν, πως δε θα αργήσει να επεκταθεί και στα Πανεπιστήμια.

Οι επιχειρήσεις θα μπορούν να καθορίζουν και τυπικά τη διάρθρωση και το περιεχόμενο των σπουδών στη βάση των στενών συμφερόντων τους (το νομοθετικό πλαίσιο των ΤΕΙ προβλέπει ήδη συμμετοχή των φορέων των επιχειρήσεων). Στην κατεύθυνση αυτή σημαντική επίδραση άσκησαν και ασκούν τα κοινοτικά προγράμματα, όπως το Commet, για τη σύμπραξη Πανεπιστημίων και εταιριών, το Esprit, αλλά και τα σύγχρονα προγράμματα Σωκράτης και Leonardo.

Ταυτόχρονα το ενδιαφέρον των πανεπιστημιακών δασκάλων για το εκπαιδευτικό έργο μειώνεται -για πολλούς η διδασκαλία θεωρείται πάρεργο- και στρέφεται στο κυνήγι χρηματοδοτών και σε επιφανειακές, μη ουσιαστικές εργασίες που αποφέρουν σύντομα κέρδη, όπως έρευνες μελετητικού περιεχομένου.

Οι εξελίξεις αυτές συνοδεύονται με την επέκταση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού (καθώς και του διοικητικού, εργαστηριακού), με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, με συμβάσεις έργου, προσλήψεις εποχιακού ή ωρομίσθιου προσωπικού. Στα περισσότερα μάλιστα νέα τμήματα που ιδρύθηκαν με τη χρηματοδότηση του ΕΠΕΑΕΚ, η πλειοψηφία των διδασκόντων είναι συμβασιούχοι του ΠΔ 407/80. Γενικότερα μέσα από την κοινοτική χρηματοδότηση ένα νέο επιστημονικό, διοικητικό και τεχνικό δυναμικό διαμορφώνεται στα ΑΕΙ, που εργάζεται σε συνθήκες μαύρης εργασίας και χρησιμοποιείται για να συμπιέζει τα εργασιακά δικαιώματα του μόνιμου προσωπικού. Η νέα αυτή πραγματικότητα που διαρκώς επεκτείνεται, επιδρά αρνητικά στο επίπεδο των σπουδών και προπαντός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε έννοια ακαδημαϊκής ελευθερίας, δημιουργώντας μια πολυάριθμη κατηγορία εργαζομένων, άμεσα εξαρτημένων, με την απειλή της απόλυσης, από τις κυρίαρχες επιδιώξεις.

aliakmwn:
- Η ενίσχυση των ταξικών φραγμών στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση

Το κοινωνικό δικαίωμα της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης καταργείται και μαζί της καταργείται, μερικά ή ολικά (στο μεταπτυχιακό επίπεδο), η δωρεάν φοίτηση. Οι φοιτητές οφείλουν να χρηματοδοτούν οι ίδιοι τις σπουδές τους, είτε από οικογενειακούς πόρους, είτε δανειζόμενοι τα αναγκαία ποσά από τραπεζικά και άλλα οικονομικά συγκροτήματα, τα οποία επενδύουν επιλεκτικά στα διαφαινόμενα προσόντα τους. Το σύστημα αυτό που εφαρμόζεται αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ, έχει οδηγήσει σε υποδιπλασιασμό των κατόχων διδακτορικών διπλωμάτων την τελευταία εικοσαετία (1).



(1) L. Thurow, Το μέλλον του καπιταλισμού

aliakmwn:
- Η νομιμοποίηση των ιδιωτικών «πανεπιστημίων»

Στα πλαίσια της πολιτικής της σταδιακής «εξάλειψης των διαφορών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης», τα χαμηλότατης στάθμης παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, που λειτουργούν στη χώρα μας, σε συνεργασία με αετονύχηδες επιχειρηματίες, προβάλλονται σαν πρότυπο προς μίμηση για τα δημόσια Πανεπιστήμια. Η πρόβλεψη της Διακήρυξης για αναγνώριση τμηματικών σπουδών, ακόμη και αν αυτές έχουν πραγματοποιηθεί εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγεί στην ντε φάκτο νομιμοποίησή τους, δεδομένου ότι τα μητρικά Πανεπιστήμια υποδοχής των ξένων χωρών, αφειδώς αποδίδουν τίτλους στους αποφοίτους των προσοδοφόρων παραρτημάτων τους.

Η αναθεώρηση μάλιστα του άρθρου 28 του συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το κοινοτικό δίκαιο θα υπερισχύει του εθνικού, θα εξαλείψει οποιοδήποτε συνταγματικό εμπόδιο.

Με την αναγνώρισή τους, τα λογής κολέγια, που ήδη διατίθενται σε αριθμό πολλαπλάσιο των δημόσιων ΑΕΙ και ΤΕΙ, θα γιγαντωθούν, λειτουργώντας σαν πολιορκητικός κριός για την προσαρμογή και των κρατικών ιδρυμάτων στα πρότυπα μιας αχαλίνωτης «επιχειρηματικότητας». Η επίσημη μάλιστα κοινοτική προτροπή προς τα Δημόσια Πανεπιστήμια είναι - προκειμένου να εξυπηρετηθεί η οικονομική διείσδυση του κεφαλαίου μέσα από την πολιτιστική διείσδυση - να ιδρύσουν κατώτατης ποιότητας παραρτήματα, σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης ή στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Να μετατραπούν γενικότερα, μέσα από συμπράξεις και συνεργασίες, σε ένα είδος πολυεθνικών της εκπαίδευσης.

Στα πλαίσια αυτά ανοίγει βεβαίως μια νέα κερδοφόρα διέξοδος για τον καθεαυτό ιδιωτικό τομέα. Ηδη, με τις ευλογίες κυβερνητικών στελεχών, ιδρύθηκε στην Κέρκυρα το πρώτο αμιγώς ιδιωτικό «Πανεπιστήμιο», το οποίο μάλιστα προπαγανδίζει ότι η θεωρητική γνώση δεν έχει νόημα σε μια κοινωνία διαρκούς ανανέωσής της! Ταυτόχρονα η κυβέρνηση ανοίγει δρόμο στη δημιουργία ιδιωτικών «Πανεπιστημίων» με τη μορφή ΝΠΔΔ από διάφορους φορείς, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Εκκλησία κλπ. Οι Δήμοι μάλιστα (όπως πρόσφατα ο Δήμος Αμαρουσίου), στα πλαίσια του «υγιούς ανταγωνισμού», διαφημίζουν ότι τα δημοτικά Πανεπιστήμια θα είναι φθηνότερα από του οποιουδήποτε ιδιώτη.

aliakmwn:
Β5. Η πιστοποίηση - αξιολόγηση

Το βασικό εργαλείο για την επιβολή αυτής της πολιτικής, είναι η αξιολόγηση και η σύνδεσή της με τη χρηματοδότηση. Κριτήριο της ποιότητας των Πανεπιστημίων και των Πανεπιστημιακών σπουδών παύει να αποτελεί το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, η υποδομή και η όλη επιστημονική δραστηριότητά τους και γίνεται η ανταπόκρισή τους στις ανάγκες της «αγοράς», στη βάση των υποδείξεων των εργοδοτών. Ανταπόκριση που επιχειρείται να ταυτιστεί μάλιστα με τις ανάγκες των φοιτητών - πελατών, με το απατηλό επιχείρημα ότι θα τους εξασφαλίσει άμεσα δουλιά.

Αποκαλυπτικός ως προς αυτό είναι ο Guy Haug, ο οποίος σε συνέντευξή του δηλώνει ότι: «η ποιότητα σχετίζεται με την ανταπόκριση που έχουν οι σπουδές στον πραγματικό κόσμο και το ποσοστό των φοιτητών που καταφέρνουν να μορφωθούν, έτσι ώστε να υπάρχει ανταπόκριση στην αγορά εργασίας. Τελικά, η ποιότητα πρέπει να αποτιμάται με αυτό που οι φοιτητές χρειάζονται και επιθυμούν, και όχι με γνώμονα κάποια αφηρημένη έννοια ακαδημαϊκής γνώσης». Ο Γερμανός Klaus Landfried, βασικός ομιλητής του συνεδρίου, σε αντίστοιχη συνέντευξή του, προσθέτει ότι «τα κριτήρια σε ό,τι αφορά το επίπεδο των σπουδών θα καθοριστούν από επιστήμονες και εργοδότες σε συνεχή διάλογο προκειμένου να προσαρμοστούν τα προγράμματα». (2)

Συμπερασματικά προκύπτει ότι κριτήριο αξιολόγησης και χρηματοδότησης είναι ο βαθμός συμμόρφωσης στις μονοπωλιακές επιδιώξεις και ιδιαίτερα:

α) ο αριθμός των φοιτητών που προσελκύονται, γεγονός που κατά κανόνα οδηγεί σε δραματική υποβάθμιση των σπουδών για εύκολα και φτηνά πτυχία προσανατολισμένα στις άμεσες ανάγκες της αγοράς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υποβάθμιση της πλειοψηφίας των βρετανικών Πανεπιστημίων.

β) ο αριθμός των προγραμμάτων που συρρέουν σε κάθε Πανεπιστήμιο, που όσο μικρότερες αντιστάσεις και δημοκρατικές ευαισθησίες θα προβάλλει, τόσο πιο έμπιστο θα κρίνεται από τους χρηματοδότες του.

Στη βάση των πορισμάτων μιας «ανεξάρτητης, από τις εθνικές κυβερνήσεις, αρχής» που θα αποτελείται από ελεγχόμενους επιστήμονες και εργοδότες και θα αναλάβει το έργο της αξιολόγησης των ιδρυμάτων της ΕΕ, αντί να εξασφαλίζονται οι όροι για ισότιμη ανάπτυξη των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θα προωθείται η κατηγοριοποίησή τους, με διαρκώς αυξανόμενη τη μεταξύ τους ποιοτική απόσταση. Στην πρώτη κατηγορία, θα ανήκουν αυτά που θα συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη βαθμολογία, τα επονομαζόμενα «κέντρα αριστείας», με αυστηρή επιλογή φοιτητών, γόνων της άρχουσας τάξης, στα οποία θα «ξαφρίζονται» βεβαίως και τα καλύτερα μυαλά της εργατικής τάξης. Τμήματα και σχολές που δε συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της «αγοράς», θα οδηγούνται σε μαρασμό και κλείσιμο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους αναγκαιότητα.

Ηδη στα κοινοτικά προγράμματα Σωκράτης και Leonardo, προβλέπονται μηχανισμοί αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της πανεπιστημιακής δραστηριότητας με ανάλογη κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης. Ταυτόχρονα, τα κράτη - μέλη προχωρούν στη συγκρότηση Εθνικών Συστημάτων Αξιολόγησης, με ολοένα και αυξανόμενη τη συμμετοχή των εργοδοτικών φορέων, και στα οποία τίθενται συγκεκριμένοι όροι, που από την εκπλήρωσή τους εξαρτάται η χρηματοδότηση, ή δανειοδότηση των ιδρυμάτων. Στη χώρα μας, οι αρμοδιότητες αξιολόγησης των Πανεπιστημίων ανατίθενται στο ΕΣΥΠ (ν.2327/95), το οποίο εσπευσμένα η κυβέρνηση έρχεται (μέσα από επιμέρους τροποποιήσεις που το καθιστούν πιο αποτελεσματικό) να ενεργοποιήσει, για λόγους ευθυγράμμισης στις υποχρεώσεις της που έχει αναλάβει, ενόψει της Συνόδου της Πράγας. Στα πλαίσια μάλιστα της συγκεκριμενοποίησης των δομών και οργάνων που θα αναλάβουν την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, η κυβέρνηση έχει ήδη καλέσει σε προσχηματικό διάλογο για τη «θεσμοθέτηση εθνικού συστήματος αξιολόγησης της ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης». Το νομοσχέδιο δεν υπεισέρχεται καθόλου στο επίμαχο ζήτημα των κριτηρίων για την αξιολόγηση, σε μια τακτική δημιουργίας τετελεσμένων, πριν αποκαλυφθούν στο σύνολό τους οι αντιδραστικοί στόχοι της. Ωστόσο και μέσα απ' αυτό μπορεί κανείς να διαπιστώσει την κατεύθυνση, αφού το όργανο που θα αναλάβει την προώθηση των διαδικασιών, το Εθνικό Συμβούλιο Αξιολόγησης Ποιότητας (ΕΣΑΠ), είναι πλήρως ελεγχόμενο από την κυβέρνηση και με ενισχυμένη την παρουσία εκπροσώπων των εργοδοτικών φορέων.

Γενικότερα θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η πολιτική της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων ΑΕΙ, σε συνδυασμό με τις προωθούμενες διαδικασίες αξιολόγησης, κάθε άλλο παρά συνιστούν ενίσχυση της δημοκρατικής αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων, όπως επιχειρείται να εμφανιστεί, κάτω από τον τίτλο της «διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ιδρυμάτων». Αντίθετα, οδηγούν σε ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και του ελέγχου των Πανεπιστημίων από το κράτος και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, ουσιαστικά από το μεγάλο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα η ευθύνη για τη χρηματοδότηση και τη γενικότερη εξασφάλιση των προϋποθέσεων λειτουργίας τους μεταφέρεται στα ίδια τα ιδρύματα και τους φοιτητές.




(2) Ενδεικτικά για τις προθέσεις βίαιης και αναγκαστικής επιβολής των μέτρων, είναι τα όσα εκστομίζονται απειλητικά στην ομιλία του Guy Haug στο συνέδριο:

* Η κοινωνία δεν είναι πρόθυμη να αποδεχτεί τη συνέχιση της αναντιστοιχίας ανάμεσα στα υψηλά ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων και την έλλειψη προσόντων σε τομείς που ενδιαφέρουν την αγορά

* Η ισχυρή αριθμητική εξάπλωση των Πανεπιστημίων των τελευταίων δεκαετιών έφτασε στο τέλος της. Τα Πανεπιστήμια θα χρειαστεί να ανταγωνιστούν για φοιτητές, δεδομένου μάλιστα ότι σε πολλές χώρες η κρατική χρηματοδότηση είναι ανάλογη με τον αριθμό των εγγραφών.

* Υπάρχει μια σημαντική ανάπτυξη νέων προμηθευτών εκπαίδευσης (βλ. παραρτήματα αμερικανικών Πανεπιστημίων), πολλοί από τους οποίους προέρχονται από το εξωτερικό. Αυτό το γεγονός αυξάνει τις διαθέσιμες επιλογές των φοιτητών. Προβληματιζόμαστε τι είναι αυτό που κάνει έναν φοιτητή να επιλέγει έναν ξένο προμηθευτή που μπορεί να είναι και ακριβότερος, αντί για το εθνικό, παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα σπουδών που είναι μάλιστα και δωρεάν;

* Η ευθύνη των Πανεπιστημίων για τη χρήση των κρατικών κονδυλίων θα αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον. Φαίνεται απίθανο να συνεχίσουν να διατίθενται κρατικοί πόροι σε ιδρύματα και φοιτητές που παρατείνουν τη διάρκεια των σπουδών πέραν της φυσιολογικής!

aliakmwn:
Β6. Η σχέση των πτυχίων με το επάγγελμα και η προοπτική των αποφοίτων

- Φταίει η εκπαίδευση για την ανεργία;

Το επιχείρημα ότι η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της «αγοράς», θα εξασφαλίσει άμεσα μια επικερδή εργασία στους αποφοίτους, είναι εντελώς αβάσιμο και παραπλανητικό. Η ανεργία των πτυχιούχων δεν οφείλεται στην έλλειψη των κατάλληλων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων τους, όπως ισχυρίζεται ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και προβάλλει η κυβέρνηση και ο αστικός Τύπος. Αν το πρόβλημα ήταν τόσο απλό, τότε μέσα από μέτρα αναδιανομής του αριθμού των εισακτέων στις διάφορες ειδικότητες - που σε ένα βαθμό μπορεί να γίνει και στα καπιταλιστικά πλαίσια - θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Η ανεργία είναι σύμφυτη με τη συγκεκριμένη μορφή της κοινωνίας, όπου ο εφεδρικός στρατός των ανέργων χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο, για να συμπιέσει στο κατώτατο δυνατό όριο τις απαιτήσεις των εργαζομένων και να εντείνει την εκμετάλλευσή τους.

Η υποβάθμιση, αντίθετα, του προπτυχιακού κύκλου των σπουδών, οδηγεί σε απαξίωση την εργατική δύναμη των αποφοίτων του, σε χειροτέρευση των όρων και της δυνατότητας απασχόλησής τους, που αποτελεί και τη βασική αξίωση των εργοδοτών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεργία των αποφοίτων των ΤΕΙ -Ιδρυμάτων ήδη προσανατολισμένων στην εφαρμογή και την ικανοποίηση των συγκεκριμένων απαιτήσεων της «αγοράς» - είναι, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερη από αυτή των αποφοίτων των ΑΕΙ. Ενα πολύ μεγαλύτερο μάλιστα, σε σχέση με τα ΑΕΙ, ποσοστό των σπουδαστών των ΤΕΙ, δεν ολοκληρώνει τις σπουδές του, διαπιστώνοντας στην πορεία ότι ελάχιστα μπορούν να βελτιώσουν την εργασιακή τους προοπτική. Σύμφωνα με δηλώσεις του αντιπρύτανη του Fachohochshule του Ντίσελντορφ, τα ιδρύματα που ζημιώθηκαν μετά το 1990, από τη μαζική εισροή στη γερμανική αγορά εργασίας των υψηλά μορφωμένων και πολύ φθηνότερων πτυχιούχων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, είναι τα - αντίστοιχα των ΤΕΙ - Fachohochshule, στα οποία έπεσε κατακόρυφα ο αριθμός των σπουδαστών, εξαιτίας της υψηλής ανεργίας των αποφοίτων τους.

Στη μητρόπολη μάλιστα του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, ολοένα και λιγοστεύει το ποσοστό των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων που εργάζονται σε θέσεις αντίστοιχες των προσόντων τους. Η τάση αντικατάστασης των αποφοίτων του προπτυχιακού κύκλου από απόφοιτους των μεταπτυχιακών και κατάληψης αντίστοιχα των θέσεων των αποφοίτων του Λυκείου και της Μέσης Επαγγελματικής Εκπαίδευσης από τους απόφοιτους του προπτυχιακού κύκλου, κυριαρχεί. Η δε μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων των χαμηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων, καταδικάζεται σε δουλιές του ποδαριού, ή μπαίνει στο περιθώριο. Φαινόμενο που με τη σειρά του συμβάλλει στην παθογένεια της αμερικανικής κοινωνίας, στη ραγδαία αύξηση των τροφίμων, του αφύσικα διογκωμένου σωφρονιστικού της συστήματος. Η τάση αυτή δεν αποτελεί βεβαίως «αντικειμενικό» αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης, όπως παρουσιάζεται σε τοποθετήσεις αστών αναλυτών. Είναι προϊόν της πολιτικής που διευρύνει την ανεργία και του αδυσώπητου ανταγωνισμού για μια θέση εργασίας, που ανεβάζει διαρκώς τον πήχη των εργοδοτικών απαιτήσεων, και κατεβάζει μισθούς και κοινωνικές παροχές. Είναι αποτέλεσμα του ξέφρενου ανταγωνισμού των μονοπωλίων, που χρησιμοποιώντας ολοένα και υψηλότερα ειδικευμένη εργατική δύναμη, εκτινάσσουν στα ύψη την εκμετάλλευσή της, αυξάνοντας αντί να μειώνουν το χρόνο απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των νέων πτυχιούχων ιδιαίτερα εκείνων οι οποίοι απασχολούνται σε τομείς αιχμής, δεν έχουν ωράριο, ασφάλιση και γενικότερα κανένα εργασιακό δικαίωμα, ενώ οι ώρες απασχόλησής τους ξεπερνούν κατά πολύ το οχτάωρο.

Συνεπώς το κυνήγι ολοένα περισσότερων προσόντων, η ατομική προσπάθεια ένταξης στην κατηγορία των «άριστων» και «επίλεκτων», οδηγεί σε αδιέξοδο και ο μύθος της «αξιοκρατικής» κοινωνίας μας η οποία επιβραβεύει τάχα τους ικανούς και εργατικούς, έχει προ πολλού καταρρεύσει, πόσο μάλλον στις μέρες μας, όπου η προλεταριοποίηση του επιστημονικού δυναμικού διευρύνεται ραγδαία.

Navigation

[0] Message Index

[#] Next page

[*] Previous page