Ποίηση

(1/197) > >>

Καλλισθένης:
"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ



ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

aliakmwn:
Είπες, «Θα πάγω σʼ άλλη γη, θα πάγω σʼ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή,
κʼ είνʼ η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς,
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θʼ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού - μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σʼ όλην την γη την χάλασες.


Η Πολις,
Κ. Π. Καβαφης

guest@:
Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.
Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν ενάντια στους εργάτες.
Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σώπαιναν οι ποιητές;

Μπέρτολτ Μπρεχτ (1937)

guest@:
Μια εποχή στην κόλαση

Arthur Rimbaud

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρελά.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γελοίο
τού ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμποσίου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είν' η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
 τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

guest@:
Kλέφτες στη σκέψη

Κική Δημουλά

Kλαίγοντας περιγράφει
πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές
της πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι
γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Eμένα έχει χρόνια να πατήσει
κλέφτης το πόδι του στο σπίτι
ούτε για καφέ.
Eπίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Kάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι
να βρώ σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας

να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν
με σεισμού πανύψηλου κεφάλι

να δω κλεμμένα τα κτερίσματα
από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη

σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο
και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους

κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός
ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.

Navigation

[0] Message Index

[#] Next page