Ο ΚΑΙΡΟΣ για το Debate
Είναι κάτι στιγμές, σαν της Πέμπτης που πέρασε, που αναρωτιέσαι, μέχρι πού μπορεί να κοροϊδευτεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος ώστε να βλέπει το άσπρο μαύρο και μέχρι πού μπορεί να κοροϊδεύει και τους γύρω, με ένα θέατρο, που παριστάνει ότι είναι πραγματικότητα.
Σαν να μην έφταναν 3,5 χρόνια διακυβέρνησης και αντιπολίτευσης, όπου οι πράξεις έχουν γίνει, κι αυτές είναι που έχουν πολιτική σημασία, και οι πολιτικοί μαντρώνονται σ' ένα στούντιο με 6 δημοσιογράφους απέναντί τους, για να υποστούν το μαρτύριο της κοινοτοπίας.
Κατ' αρχήν δεν έχω ακόμα καταλάβει γιατί πήρε μέρος ο Παπαθεμελής και όχι το ΚΚΕ (μ-λ), οι Οικολόγοι Πράσινοι, το ΜΕΡΑ, η θεία του Στάθη η Φωτούλα και ο θείος Θωμάς, που έμεινε ταπί και ψύχραιμος στην Εύβοια. Για τον Καρατζαφέρη δεν μιλάω, τον έχει στείλει ο σοφός λαός στο Ευρωκοινοβούλιο.
Μετά, δεν έχω καταλάβει γιατί τις ερωτήσεις της υποβάλλουν οι τηλεαστέρες των οκτώ (το βράδυ), που είναι του σόου θεράποντες και όχι οι πολιτικοί δημοσιογράφοι των εφημερίδων, που η γραφίδα τούς υποχρεώνει να ξεδιπλώνουν ένα σκεπτικό, έναν συνειρμό, μια αλληλουχία εγκεφαλικών διεργασιών κάθε μέρα, για να τεκμηριώσουν μια θέση πολιτική, την οποία απαγορεύει ο πανδαμάτωρ τηλεοπτικός χρόνος. Η σκέψη, βλέπεις, δεν χωράει διαφημίσεις. Ακριβώς όπως οι διαφημίσεις δεν χωράνε σκέψη.
Στη συνέχεια, άμα οι μονομάχοι στην αρένα δεν ημπορούν να συνδιαλαγούν μεταξύ τους, να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις, δεν έχουν και λόγο να είναι εκεί όλοι μαζί. Αφού δεν επιτρέπεται ο διάλογος δεν επιτρέπεται η πολιτική. Σε τι διαφέρει η νύχτα του debate από μια οποιαδήποτε άλλη νύχτα, όπου δημοσιογράφος ρωτάει και πολιτικός απαντάει ό,τι του καπνίσει. Διότι τα λόγια είναι δωρεάν. Κι οι πράξεις δεν γίνονται στα πάνελ, γίνονται στα υπουργεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στη Βουλή, στα κυβερνητικά συμβούλια και στη διπλωματία για τις κυβερνήσεις. Στο πεζοδρόμιο, στα συνδικάτα, στο δρόμο, στο Κοινοβούλιο, στα κόμματα για όλους τους υπόλοιπους. Στην τηλεόραση γίνεται χαβαλές. Ρεκλάμα. Μούρη. Ο μπάρμπας μου ο ψεύτης αγορεύει. Κι ο αρκουδιάρης τηλεαστέρας βαράει το ντέφι. Σαν και αντίπροχτες.
Μήτε ανακριτής πρώτου βαθμού δεν έχει τέτοιο ύφος, γεμάτο θράσσος και κομπορρημοσύνη, γεμάτο αλαζονεία, σαν τους ανακριτές των αρχηγών. Απλώς και μόνο βλέποντας τους 12 απέναντι δεν έχεις καμιά αμφιβολίας ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο.
Και οι κομπάρσοι κομματάρχες σ' αυτό το σόου, που δεν μπορεί όχι τις εκλογές να κρίνει αλλά ούτε τα δελτία των καναλιών, υποταγμένοι στο παιχνίδι, εκτός του Αλαβάνου προς τιμήν του, τρέχουνε πίσω από ερωτήματα κενά περιεχομένου, οι πράξεις του καθένα τα έχουν απαντήσει αδιάψευστα. Ποιος είναι και τι κάνει και τι μπορεί να κάνει.
Ολα όσα πιπιλάνε οι αρχηγοί και τα στελέχη κάθε μέρα είτε στα ράδια, στην Τι-Βι, στον Τύπο, σε συγκεντρώσεις και σε δελτία τύπου τα ξαναείπανε αντίπροχτες, τα ίδια, ανώδυνα, ανέξοδα, αφού αντίλογο δεν είχε από απέναντι κι αφού οι τηλεαστέρες δεν ρωτήσανε, ούτε πώς θα τραφεί ο αγρότης στη Ζαχάρω ώς τα Χριστούγεννα κι ο κτηνοτρόφος έξω απ' τα Στύρα για του χρόνου.
Δεν φταιν αυτοί, βεβαίως, που κανείς πρωθυπουργός ώς σήμερα, τα τελευταία χρόνια που ενέσκηψε η απολιτίκ αυτή αμερικανιά, δεν είπε «αφήστε μ' ήσυχο, έχω να ξενυχτίσω για προβλήματα» κι ούτε κανείς από τ' άλλα κόμματα δεν είπε «στείλε την κάμερα στη γειτονιά, που ζούνε οι πατεράδες και οι παππούδες με 500 ευρώ συντάξεις να ρωτήσετε». Οπου τους ενθυμείται η τηλοψία μόνο άμα πνιγούν ή καίγονται ή έχει κάνα φόνο εκεί γύρω και οι κομματικοί σχηματισμοί -πλην της αριστεράς, αλλού πάσχει αυτή- λιγάκι πριν τις κάθε εκλογές για υφαρπαγή.
Κι έχουν το θράσος να μιλάν για παροχές, καλές ημέρες, επανίδρυση, αλλαγή, όλοι αυτοί που εγκαταλειλειμμένα είχανε τα δάση, και τα χωριά, και τα συμφέροντα του δήμου, που διαχειρίζονται δυο οικογένειες από το 1950 μέχρι σήμερα, άντε τρεις για να μην κλαιν οι Μητσοτάκηδες. Σαν τη Νικαράγουα πριν τους Σαντινίστας και σαν τη Βόρεια Κορέα νοοτροπία.
Ποιος μπήκε στα παπούτσια του αδερφού, της μάνας, του παππού που χάσαν τα παιδιά τους και το βιος τους στις πυρκαγιές, να ορθωθεί απέναντι στον κάθε αρχηγό, που μπήκε και βγήκε ατσαλάκωτος στο ραδιομέγαρο του εθνικού και ιδιωτικού καραγκιοζοπαιχτήριου, και να απαιτήσει να απαντήσουν στα γιατί.
Και ποιος τηλεεισαγγελέας δηλώνει στην εφορία όλα τα λεφτά του, υπηρετεί τη χώρα σαν ίσος με τους άλλους, λερώνει τα παπούτσια του στις λάσπες της υπαίθρου, ξέρει τι χρώμα έχει το σταφύλι που βγάζει κόκκινο κρασί, έχει πληρώσει κλήση της τροχαίας, ξέρει πού είναι η στάση λεωφορείου και πώς αντί γιαούρτι από γάλα τρώμε πετρέλαια.
Ποιον αντιπροσωπεύουν οι ξύλινες του στούντιο ερωτήσεις, μακριά από τις ανάγκες των καθημερινών ανθρώπων;
Ποιον αντιπροσωπεύουν οι ξύλινες του αρχηγού απαντήσεις, γεμάτες ψέματα γι' αυτά που έχουν γίνει και ψέματα γι' αυτά που είναι να γίνουν και δεν θα γίνουν.
Ποιον αντιπροσωπεύουν, όταν ο κόσμος που έχει ανάγκη εκπροσώπησης τρέχει σαν το κοπάδι πίσω από το χέρι που του τάζει, αντί να έχει τη βίτσα αυτός να σαλαγάει τους υπηρέτες των συμφερόντων του.
Πόσες φορές πρέπει να ναυαγήσει η Ελλάδα σε ήρεμα νερά, πόσες να κλάψει για κομπόδεμα κλεμμένο, πόσες να απογοητευτεί από κοροϊδία στα μισθά, να συντηρεί γονείς μέχρι θανάτου, να εξευτελίζεται παρακαλώντας δουλειά σε υπηρεσίες και καθημερινές ανάγκες γι' αυτά, που είναι δικαιώματά της, πόσες να θάβει εκατοντάδες τους νεκρούς στους άγριους δρόμους, πόσες να ξεπουλάει το μέλλον το αβέβαιο σε δάνεια τραπεζών προστατευμένων και αποθρασυμένων, πόσες φορές να χάνει ομορφιές από το πεινασμένο χέρι εργολάβων και υπαλλήλων επίορκων, πόσες να κάνει τη χυδαιότητα τέχνη, πόσες να καίει την ίδια την ανάσα της απ' την ανικανότητα όλου του ιστού όχι να δει, το βλέπει, αλλά να ζήσει ωσάν συνείδηση, ότι ο χρόνος του «δε βαριέσαι» έχει τελειώσει.
Το τίμημα πληρώνεται βαρύ της καλοπέρασης και του τομαρισμού. Τα σύνορα του κάθε διαμερίσματος δεν είναι το μπαλκόνι του. Είναι ο κάμπος της Ασέας και οι πλαγιές των Στύρων. Τα σύνορα, του καθενός το αύριο, δεν είναι οι άκρες των δαχτύλων του, ούτε το τριχωτό της κεφαλής του. Είναι οι άκρες των δαχτύλων του παραδιπλανού και του ακόμα παραπέρα.
Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είχε το ντιμπέιτ, δεν θα μπορούσε. Η virtual ζωή στην τηλεόραση είναι ανώδυνη, γι' αυτό και βολική και θελτική για όλους.
Και πιο πολύ γι' αυτούς, που τό 'παιξαν ανακριτής κι ανακρινόμενος κι αργότερα το βράδυ θα συμφάγουν στο ίδιο ακριβό εστιατόριο. Και θα τα πιούνε εις υγείαν του κορόιδου. Που πληρώνει.
ΥΓ
Στη ζωή επικρατεί σχεδόν πάντα ένας φυσικός νόμος: Εχεις ό,τι υπερασπίζεσαι. Κι αυτό ισχύει από τον μικρόκοσμο στις ρίζες των φυτών μέχρι τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Ας μη γελιόμαστε. Ο ανθρώπινος τρόπος ζωής, που έχει επιλεγεί, δεν θέλει τα δάση. Θέλει σπίτια. Δεν θέλει την άναρχη βλάστηση. Θέλει την υποταγμένη στις στενές ανάγκες της ιδιοκτησίας γλάστρες. Θέλει παρκάκια στρατιωτάκια στα όρια της ασφάλτου. Ο άνθρωπος, εμείς, είναι εχθρός του περιβάλλοντος, είναι παράσιτο, που πνίγει κάθε μορφή ζωής γύρω του. Στην πράξη. Γιατί στη θεωρία κλαίει κι οδύρεται, αλλά δεν κάνει τίποτε γι' αυτό. Ετσι έχει ό,τι υπερασπίζεται: Διαμέρισμα με τεχνητό κλιματισμό χειμώνα-καλοκαίρι, και σύντομα έναν τεράστιο θόλο παγκοσμίως, στους 20 βαθμούς θερμοκρασία, με σταθερές συνθήκες υγρασίας και πίεσης. Και ελεγχόμενη ψυχή με ένα χάπι.