THMMY.gr

Χαλαρή συζήτηση - κουβεντούλα => Ποίηση => Topic started by: Καλλισθένης on September 17, 2005, 12:29:16 pm



Title: Ποίηση
Post by: Καλλισθένης on September 17, 2005, 12:29:16 pm
"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ



ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 17, 2005, 13:00:44 pm
Είπες, «Θα πάγω σʼ άλλη γη, θα πάγω σʼ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή,
κʼ είνʼ η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς,
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θʼ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού - μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σʼ όλην την γη την χάλασες.



Η Πολις,
Κ. Π. Καβαφης


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 22:38:37 pm
Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.
Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν ενάντια στους εργάτες.
Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σώπαιναν οι ποιητές;

Μπέρτολτ Μπρεχτ (1937)


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 23:02:50 pm
Μια εποχή στην κόλαση

Arthur Rimbaud

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρελά.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γελοίο
τού ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμποσίου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είν' η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
 τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 23:09:23 pm
Kλέφτες στη σκέψη

Κική Δημουλά

Kλαίγοντας περιγράφει
πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές
της πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι
γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Eμένα έχει χρόνια να πατήσει
κλέφτης το πόδι του στο σπίτι
ούτε για καφέ.
Eπίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Kάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι
να βρώ σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας

να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν
με σεισμού πανύψηλου κεφάλι

να δω κλεμμένα τα κτερίσματα
από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη

σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο
και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους

κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός
ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 23:17:47 pm
1Χ1 [μία φορές το ένα]

e.e. cummings
 

το ένα δεν είναι μισό δυο. είναι τα δυο μισό του ένα:
κι αν ξανά ολοκληρωθούν αυτά τα μισά, δε θα τύχει
θάνατος κι οποία ποσότητα μα από
όλα τ αριθμητά πλείστα το αληθινά περσότερο

πειράζει αυτούς που αγνοούν την αυστηρή θαυμάσια
αυτή την κάθε αλήθεια - να φυλάγεσαι απ ' αυτούς τους άκαρδους
(όταν το νυστέρι τους δοθεί, ανατέμνουν το φιλί
η , ξεπουλάνε τη λογική και ξονειρευουν τ Όνειρο )

το ένα είναι το τραγούδι που δαιμονικά κι άγγελοι τραγουδάνε
όλα τα δολοφόνο ψέματα που λέγονται από τους θνητούς κάνουνε δυο.
Οι ψεύτες ας μαραίνονται, ξεπληρώνοντας τη ζωή που τους δανείστηκε
εμείς (με κάποιο Δώρο που το λεν γέννηση με τον πεθαμό) πρέπει ν αναπτύξουμε

βαθιά στο σκοτεινό ελάχιστο τους εαυτούς μας να θυμούνται
πως η αγάπη μόνο ιππεύει τη χρόνια του.

Όλα χασ τα, τ όλο βρες
[XVI]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 23:25:53 pm
Ράγκα - Παράγκα
                 ή
Όταν  τα συνήθη λόγια δεν αρκούν


Ανδρέας    Εμπειρίκος


Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν  νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .


Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια - μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .


Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε - κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα - Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .


Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι "
Και εν ανάγκη και όταν το "όχι "
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπό το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια
Εις τους ανθρώπους δώρον .


Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα - Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και
        άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα - Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα  !


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 17, 2005, 23:45:06 pm
Τομεάρχης

Guillaume Apollinaire

Το στόμα μου θα είναι βάραθρο με θειάφι καυτό
Θα βρεις το στόμα μου κόλαση αποπλάνησης κι απόλαυσης
Οι άγγελοι του στόματός μου θα θρονιαστούν στην καρδιά σου
Οι στρατιώτες του στόματός μου θα σου επιτεθούν αιφνιδιαστικά
Οι παπάδες του στόματός μου θα λιβανίζουν την ομορφιά σου
Η ψυχή σου θα πάλλεται σαν μια περιοχή σεισμού
Τα μάτια σου θα έχουν τότε φορτωθεί όλον τον έρωτα
Της ανθρωπότητας συσσωρευμένον από πρωτόγωνα χρόνια
Το στόμα μου θα είναι μια στρατιά αντίπαλή σου
Μια απειθάρχητη στρατιά αλλάζοντας καθώς ένας
Ταχυδακτυλουργός το σχήμα και τον αριθμό της
Η ορχήστρα κι η χορωδία του στόματός μου θα ψάλλει
Την αγάπη μου θα σου τη μουρμουρίζει από μακριά

Κι εγώ όρθιος με μάτια καρφωμένα στο χρονόμετρο
Θα ορμήσω για έφοδο


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 18, 2005, 00:01:30 am
Τέλος το spamming ποίησης με ένα ποίημα με το οποίο θα χαρεί ένα μέλος του forum.

I'll be back με περισσοτέρη ποίηση, μιας και ενθουσιάστηκα με αυτό το topic ;D


Γεννήθηκα την Εποχή του Χαλκού

Μοσκώφ Κωστής

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Aλιάκμονα, τον σφοδρό Bαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ' αγαπώ


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 18, 2005, 00:50:50 am
Βλεπω οτι κυκλοφορουν πολλοι λατρεις της ποιησης αναμεσα μας :)
Ενα ποιημα - υμνος, απροσεγγιστο:



If

If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you
But make allowance for their doubting too,
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:
If you can dream--and not make dreams your master,
If you can think--and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:

If you can make one heap of all your winnings
And risk it all on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: "Hold on!"

If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings--nor lose the common touch,
If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much,
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And--which is more--you'll be a Man, my son!

By Rudyard Kipling (1865-1936).


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on September 18, 2005, 01:13:30 am
Oσο μπορεις
Κ.Π.Καβάφης

Κι αν δεν μπορείς να καμεις την ζωη σου οπως την θέλεις,
τουτο προσπαθησε τουλαχιστον
οσο μπορεις:μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλη συναφεια του κοσμου,μες στες πολλες κινησεις και ομιλιες.

Μην την εξευτελιζεις πηαίνοντας την,
γυριζοντας συχνα κ' εκθετοντας την
στων σχεσεων και των συναναστροφων
την καθημερινην ανοησία,
ως που να γινει σα μια ξένη φορτική.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 18, 2005, 01:18:30 am
Κι ενα ακομα, ενος δικου μας Δασκαλου:

Τα bit είναι σιωπηλά

Ξέρω πως τα bit τρέχουν σιωπηλά
στις υπερλεωφόρους της πληροφορίας.
Θεωρία πεδίου ηλεκτρομαγνητικού
έχω διδαχθεί επαρκώς,
κυκλώματα ξέρω αρκετά
καθώς και ικανά στοιχεία ηλεκτρονικής
έτσι ώστε να μη με τρομάζει
της επιστήμης των Τηλεπικοινωνιών
ο υπέρλαμπρος αστερόης ουρανός.

Γνωρίζω λοιπόν ότι τα bit άηχα είναι.
Οι ήχοι είναι από πράγματα πολύ πεζότερα,
κινητηράκια δηλαδή κι ανεμιστήρες
ίσως κι ελαττωματικά τροφοδοτικά,
πράγματα ζωτικά μεν για την απαγωγή
της ανεπιθύμητης θερμότητας
και την κυκλοφορία των ηλεκτρονίων,
όχι όμως καθ' εαυτά ουσίες ζώσες
και προορισμένες για οργάνωση ανώτερη,
όπως οι μνήμες, οι επεξεργαστές,
οι διαμορφωτές, οι αποδιαμορφωτές,
οι κωδικοποιητές κι οι αποκωδικοποιητές.

Όμως εμένα μ' αρέσει να νομίζω
πως και η σκέψη θόρυβο μπορεί να προκαλεί
και πάταγο καμιά φορά να κάνει.
Έτσι, αφήνομαι στον ήχο
του υπολογιστή μου ή του modem,
στο βουητό του δέκτη ή του πομπού
και λέω μέσα μου:
"νάτες οι σκέψεις που αναμεταξύ τους ομιλούν
τρέχοντας πέρα-δώθε και ξεσαλώνουν..."

Μα με τρομάζει όταν ξαφνικά
μένουν ξεκρέμαστα όλα στον αέρα,
μετέωρα με το θανατηφόρο άνοιγμα
κάποιου βάρβαρου διακόπτη.
Και μετά απορώ:
Τι γίναν άραγε όλα αυτά τα bit,
πού πήγαν, πού χάθηκαν
καθώς καμαρωτά οδεύαν
ως παρελαύνουσες μαθήτριες
προς ένα εκτυπωτή, ένα δίσκο ή μια οθόνη,
πριν καταφέρουν να γίνουν γράμμα,
εικόνα,
ήχος,
περιοχή συγκεκριμένης μαγνήτισης
ή φως;


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Netgull on September 18, 2005, 01:19:34 am
Κική Δημουλά
Απροσδοκίες


Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on September 18, 2005, 01:34:44 am
Πρεβεζα
Κ.Γ.Καρυωτακη


Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία...





Μακαβριο,ε?


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 18, 2005, 01:52:43 am
Η διαθήκη μου

Μιχάλης Κατσαρός

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαι-εξαγωγαι
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ 'την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ 'όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ 'ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλάτοροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους του αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on September 18, 2005, 01:55:55 am
Α,ρε aliakmwn, πανω που ειχα αποφασισει να σταματησω...

Κιθαρες
Κ.Γ.Καρυωτακη

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 18, 2005, 02:01:38 am
Αντε κι ενα τελευταιο για να πεσουμε για υπνο...
Eddie δεν φταιω εγω, εσυ ξεκινησες πρωτος με Καρυωτακη και Πρεβεζα :D


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
του Νικου Δημου

Θα ʼναι πρωί - την ώρα που φεύγω
από το σπίτι.

Ανακοπή στο πεζοδρόμιο.

Στην κλίνη ενός ιδρύματος. Διαδοχική αποσύνθεση
σε αργό γύρισμα.

Μπροστά σε ξένο κόσμο. θα με κοιτούν
και θα ντρέπομαι
που πεθαίνω.

Κουκκίδα στο ύπαιθρο. Μόνος, σαν το σκυλί
στʼ αμπέλι.

Από ατύχημα. Υπερβολική ταχύτητα ζωής.

Nύχτα, στην προέκταση του εφιάλτη.

Σε βαθύτατο γήρας. Στο άνθος της ηλικίας. Εν μέσω
φρικτών πόνων

Προγραμματισμένα: έχει δuο μήνες.

Αναπάντεχα: στη μέση μιας δουλειάς. Ή ενός
ποιήματος.

Μια στιγμή που νιώθεις καλά.

Από τότε που την πρωτοσκέφθηκα
με κατατρώγει ή ιδέα τού θανάτου.
Ιδιαίτερα με απασχολεί το πώς
και το πότε. (Το πού, σε δεύτερη μοίρα).

Μου είναι ανυπόφορη ή ιδέα της ασυνέχειας
της αιφνίδιας ασυνέχειας, που γίνεται ασυνέπεια.
Μια ζωή καταναγκαστικά τακτικός
πώς θʼ αφήσω τον εαυτό μου στη μέση;

Διαμαρτύρομαι έντονα για τη συσκότιση?
είναι δυνατόν να μας κρύβουν την πιο σημαντική,
τη στιγμή τής εξόδου.  Αν ο βίος είναι έργο
πώς να το ιστορήσεις χωρίς πλαίσιο;

Πώς θα διαλέξεις ύφος και ρυθμό,
όταν δεν ξέρεις διάρκεια και τέλος;
Τι ωφελεί να χτίζεις αξιοπρέπεια
όταν σε περιμένουν περιττώματα και πύον;


Από πτώση μαρμάρου. Από βόμβα
(τυχαία χτυπήθηκε αθώος περαστικός).

Από τον δεuτερο σπασμό, την ώρα της εκσπερμάτωσης.

Από τέτανο (η ξεχασμένη αμυχή).

Από εγκλωβισμένη ένοχή.

Από λάθος. Από πάθος.

Από πνιγμό, σε ελάχιστο βάθος.


ʼΑν, καμία φορά, σκέφθηκα να αυτοκτονήσω,
ήταν για να καθορίσω ο ίδιος τους όρους
της εξόδου. Το πως, το πότε - ακόμα και το πού.

Η αίσθηση πως θα πεθάνω τυχαία, με κάνει να νιώθω
πως συμπτωματικά ζω. Συμπτωματικά δεν πέθανα ακόμα.
(Δεν ήρθε ο θρόμβος - δεν ξύπνησε ο όγκος).
Τι νόημα να δώσεις σε μια ζωή που το τέλος της
είναι συγκυρία;

Και πώς να υποτάξεις το άγχος που αναβλύζει αδιάκοπα
στην ιδέα τού άγνωστου, τού σκοτεινού, τού μαύρου,
στην ιδέα πως ποτέ δεν θα προλάβεις να γνωρίσεις
το Θάνατο σου ώστε να τον αντιμετωπίσεις
ή (έστω) να τον συνηθίσεις.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 18, 2005, 02:14:34 am
Μεθύστε

Charles Baudelaire

Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος. Εκεί είναι όλη η
ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα. Για να νιώθετε
το φριχτό φορτίο του Χρόνου που σπάζει τους ώμους σας
και σας γέρνει στη γη, πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα.
Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας
αρέσει. Αλλά μεθύστε.
Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού, στο
πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη σκυθρωπή
μοναξιά της κάμαράς σας, ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα
ελαττωμένο ή χαμένο, ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το
άστρο, το πουλί, το ρολόι, το κάθε τι που φεύγει, το
κάθε τι που βογκά, το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι
που τραγουδά, ρωτήστε τι ώρα είναι, και ο αέρας, το
κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν :
"Είναι η ώρα να μεθύσετε!
 Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, 
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή! 
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως
σας αρέσει".


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 18, 2005, 02:22:13 am
Κατερίνα Γώγου

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 18, 2005, 08:05:17 am
ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ

Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!


Κώστας Καρυωτάκης


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on September 19, 2005, 19:41:01 pm
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Κ.Γ.Καρυωτάκη

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
      ;D

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 20, 2005, 16:07:31 pm
Περιμένοντας τους Βαρβάρους


-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.


-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.


-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;


-Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.


Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on September 20, 2005, 20:46:45 pm
Στο Άγαλμα Της Ελευθερίας Που Φωτίζει Τον Κόσμο
Κ.Γ.Καρυωτάκη

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 20, 2005, 21:37:11 pm
Πικρια
Νικος Καββαδιας


Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Tο βυσσινί του Tισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Tον πυρετό στους Tροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Mανάο.
Tη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» ―Όχι, απ' αλλού πονάω.

Tου τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Tις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Tί να σου τάξω, ατίθασσο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Aμερική και Aσία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Kατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Kατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Eβραίοι και Mουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Kανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on September 20, 2005, 21:45:28 pm
Ναοι στο σχημα τ' ουρανου
Οδυσσεας Ελυτης


Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
        με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
        και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
        ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
        Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας
        και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
        Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
        και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.
        Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
        και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
        Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
        Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο
        και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
        και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
        και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
        εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Καλλισθένης on September 20, 2005, 21:56:01 pm
Οι γάτες των φορτηγών
Νίκος Καββαδίας



Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακή αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.

Γιατί είναι τ’ άγρια τα μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σε ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν από το θάνατον από τους ναύτες ένας,
- αυτός όπου ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά -
χαϊδεύοντας την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγια την πετά.

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λύγα η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on September 22, 2005, 04:35:49 am
A DREAM WITHIN A DREAM
by Edgar Allan Poe

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep–while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 22, 2005, 05:12:48 am
Ένα υπερβολικά αγαπημένο, ο ρυθμός του... σαν νερό που κυλάει:

She Walks in Beauty

Lord Byron

She walks in beauty like the night
Of cloudless climes and starry skies,
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes;
Thus mellowed to the tender light
Which heaven to gaudy day denies.

One ray the more, one shade the less
Had half impaired the nameless grace
Which waves in every raven tress
Or softly lightens o'er her face,
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling place.

And on that cheek and o'er that brow
So soft, so calm yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow
But tell of days in goodness spent
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: guest@ on September 24, 2005, 06:03:58 am
Salutation

Ezra Pound

Oh GENERATION of the thoroughly smug
and the thoroughly uncomfortable,
I have seen fishermen picknicking in the sun,
I have seen them with untidy families,
I have seen their smiles full of teeth
and heard ungainly laughter.
And I am happier than you are,
And they were happier than I am;
And the fish swim in the lake
and do not even own clothing.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: bouzias on December 04, 2005, 14:16:11 pm
Για να μην ξεχνούμε ποιοι είμαστε:

Γεώργιος Στρατήγης
απόσπασμα από το αφηγηματικό ποίημα "Ματρόζος"

«Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου, θ’ αποθάνω».
Στο τέλος πάντα μούλεγε μεν’αναστεναγμό,
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνη τό ζητιάνο,
Μα να βαστάξω δεν μπορώ, της πείνας, τον καϋμό,
Κλαίω που αφίνω το νησί. Θα πάω στην Αθήνα,
Πριν πεθαμένο μεύρετε μια μέρα από την πείνα...

«Μου λεν, ο Καπτάν Κωνσταντής απ’ τα Ψαρρά εκεί πέρα,
Πώς υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
Κι’ αν θυμηθή πως τη ζωή του γλύτωσα μια μέρα
Απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσ’ ο Ψαρριανός
Να κάνη τίποτε για με, κ’ ίσως να δώσουν κάτι
Σ’ εκείνον πούχε τάλλαρα τη στέρνα του γεμάτη».

Πέντε έξη ημέρες υστέρα εμπήκε στο βαπόρι,
Κι’ ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
Ως που στην Ύδραν έφτασε, εγύριζε απ’ την πλώρη
Το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να 'δη.
Και, σκύβοντας, τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
Πώς φεύγει τώρ’από το νησί και πώς ερχόταν πρώτα.

«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
»Στο Υπουργείον εμπροστά, κάποιος θαλασσινός
»Ντυμένος μέσα στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
Ο Κωνσταντής;» «Ποιος Κωνσταντής;» «Αυτός... ο Ψαρριανός».
«Δεν λεν κανένα Ψαρριανό, εδώ είνε Υπουργείο,
Να ζητιανέψης πήγαινε μες ΄στο πτωχοκομείο!»

Ο Γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
Και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού,
Και με σπιθόβολη ματιά μεσ’ απ’ τα στήθεια 'βγάλει
Με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι’ εμέ δεν έχυναν το αίμα,
Οι καπετάνιοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα!»

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονεικία κάτου,
Στο παραθύρι επρόβαλε να ιδή ποιος τον ζητεί,
Και τον νησιώτη βλέποντας λαχτάρισε η καρδιά του
Και νάρθη επάνω εδιάταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
Κάτι που μοιάζει μόνειρο μαζυ και παραμύθι.

Τον κύτταξε, τα μάτια του μεσ’ στα μακρά του φρύδια,
Που ‘μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωληά,
Στον καπετάνο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια
Όταν τα εφώτιζε ο δαυλός ‘στα χρόνια τα παληά.
Κι’ ένας τον άλλο κύτταζε κατάματα οι δυο γέροι,
Ο ημίθεος το γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

«Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«Γλήγορα συ μ’εξέχασες μα σε θυμάμαι εγώ...»
«Ποιος τώλπιζε να ‘δη ποτές» ο γέροντας στενάζει,
«Τον καπετάνιο ζήτουλα, το ναύτην υπουργό!..»
Και σκύβοντας την κεφαλή ‘στα διάπλατα του στήθη,
Τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on December 14, 2005, 23:53:39 pm
Για να διατηρήσω όμως και εγώ την εύθυμη διάθεση...

Μέρες Αργίας

Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα 'μαι όπως είμαι
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς που το κεντρί σου
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει '' σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου ξημερώνει '' !

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.

Δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου

                                                               Διονύσης Καψάλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: akis on December 16, 2005, 18:45:07 pm
Τι να σ'αφήσω
από της γης τα πλούτη;

Το γαλάζιο της θάλασσας;
Της πικραλίδας το χυμό;
Το φτερούγισμα του γλάρου;
Το χρυσό φυλλίρισμα της λεύκας;
Του πεύκου τον ανασασμό;
Την ασπρίλα των βράχων;
Τον πολύχρωμο ήλιο;

Τι να σ'αφήσω;
Όλα στ'αφήνω.

Μα θα'χεις μόνο,
όσα μπορείς να δεις.

ελένη ατσάλου-καλαφάτη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Prof. Tournesol on December 16, 2005, 21:01:37 pm
Others' Dreams

There is always an image…
Always that image of us
Imperfect, unfinished, far away from dreams

And there are always dreams
Sweet dreams, so magic, so desirable
But so far away from what we are and have

There are always others
Always those others who judge us
Who make us blush, smile, love, cry

And there is always we…
We beautiful, we ugly,
We alone, we loved.

I wish there were always
An image of us
In others’ dreams.


Rita Wemans
(μτφ από τα πορτογαλικά Luis Pinto)


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 17, 2005, 14:48:11 pm
Στον απλό και αληθινό λαο...


Οδυσσέας Ελύτης - Τα θεμέλια μου στα βουνά (Άξιον Εστί)

Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.

Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμαζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.

Ποιοι, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακρυα.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω.

Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιαν αναστάσιμη !

Αγγίζεις το νου μου και πονει το βρέφος της Άνοιξης !
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεσαι !
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα παντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις τη ψηλά τα βουνά τα χιονοδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;

Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: eddie on January 04, 2006, 14:30:20 pm
"The Charge of the Light Brigade"
Alfred, Lord Tennyson

--------------------------------------------------------------------------------

Half a league, half a league,
 Half a league onward,
All in the valley of Death
 Rode the six hundred.
"Forward, the Light Brigade!
"Charge for the guns!" he said:
Into the valley of Death
 Rode the six hundred.

"Forward, the Light Brigade!"
Was there a man dismay'd?
Not tho' the soldier knew
 Someone had blunder'd:
Their's not to make reply,
Their's not to reason why,
Their's but to do and die:
Into the valley of Death
 Rode the six hundred.

Cannon to right of them,
Cannon to left of them,
Cannon in front of them
 Volley'd and thunder'd;
Storm'd at with shot and shell,
Boldly they rode and well,
Into the jaws of Death,
Into the mouth of Hell
 Rode the six hundred.

Flash'd all their sabres bare,
Flash'd as they turn'd in air,
Sabring the gunners there,
Charging an army, while
 All the world wonder'd:
Plunged in the battery-smoke
Right thro' the line they broke;
Cossack and Russian
Reel'd from the sabre stroke
 Shatter'd and sunder'd.
Then they rode back, but not
 Not the six hundred.

Cannon to right of them,
Cannon to left of them,
Cannon behind them
 Volley'd and thunder'd;
Storm'd at with shot and shell,
While horse and hero fell,
They that had fought so well
Came thro' the jaws of Death
Back from the mouth of Hell,
All that was left of them,
 Left of six hundred.

When can their glory fade?
O the wild charge they made!
 All the world wondered.
Honor the charge they made,
Honor the Light Brigade,
 Noble six hundred.
 


Title: Απ: Ποίηση
Post by: mafalda on January 12, 2006, 05:38:55 am
Άς συμβάλλω κι εγώ λιγο..


Σβήσε τα μάτια μου...-Ράινερ Μαρία Ρίλκε
μτφρ. Κωστής Παλαμάς

Σβήσε τα μάτια μου-μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα,να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα,θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου,θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια,όμοια καλά,με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά,και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα,στάχτη,εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.


SAG,WO IST DEIN SCHONES LIEBCHEN...
(Heinrich Heine)

μτφρ. Κ.Καρυωτάκης

"Πές,η αγάπη τι έχει γίνει,
 στα τραγούδια σου που υμνούσες,
 της καρδιάς η φλόγα εκείνη,
 που σ' εθέρμαινε κι εζούσες;"

Είναι η φλόγα στάχτη κρύα,
είναι τάφος η καρδιά μου,
κι είναι οι στίχοι σαν υδρία
με την τέφρα του έρωτά μου

ΥΓ:Μάλλον δεν μπορώ να βάλω γερμανικους χαρακτήρες..


Title: Απ: Ποίηση
Post by: mafalda on January 12, 2006, 17:06:40 pm
Επανήρθα! ;D

Δε Μας Αφήνου Να Τραγουδούμε-Ναζίμ Χικμέτ

Δε μας αφήνουν να τραγουδούμε Ρόουμπσον
καναρίνι μου με τις φτερούγες του αετού
μαύρε αδερφέ μου με τα μαργαριταρένια δόντια
δε μας αφήνουν να φωνάξουμε τα τραγούδια μας.
Φοβούνται Ρόουμπσον
φοβούνται την αυγή,φοβούνται να δούνε,
φοβούνται ν' ακούσουνε,φοβούνται ν' αγγίξουνε.
Φοβούνται ν' αγαπήσουνε,
φοβούνται ν' αγαπήσουν όπως αγάπησε με πάθος ο Φερχάτ.
(Χωρίς άλλο κι εσείς μαύροι αδερφοί μου
έχετε έναν Φερχάτ,πώς τον λές,Ρόουμπσον; )
Φοβούνται τον σπόρο και τη γή,
φοβούνται το νερό που τρέχει
φοβούνται να θυμούνται.
Το χέρι ενός φίλου που δε θέλει
έκπτωση ουδέ προμήθεια μήτε προθεσμία
σαν πουλάκι ζεστό
το χέρι τους ποτέ δε θα το σφίξει.
Φοβούνται την ελπίδα,Ρόουμπσον,φοβούνται την ελπίδα.
Φοβούνται,καναρίνι μου με τις φτερούγες του αετού,
φοβούνται τα τραγούδια μας Ρόουμπσον...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on January 12, 2006, 17:37:07 pm
Βάρναλης Kώστας

Οι Μοιραίοι


Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές?
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό?
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό?
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: mafalda on January 12, 2006, 18:44:42 pm
Απο τα πιο αγαπημένα...
   
ΕΥΓΕΝΙΑ-Κ.Καρυωτάκης

Κάνε τον πόνο σου άρπα
Και γίνε σαν αηδόνι
και γίνε σαν λουλούδι.
Πικροί σαν έρθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέτονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου στέλνω μύρα
-για μπάλσαμο-κι αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου
και το αίμα σου πορφύρα.

Λέγε στους θεούς "να σβήσω!"
μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις μέρες σου όντας
θα σου'ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς "να σβήσω!"
μα λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί,ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on January 12, 2006, 19:20:24 pm
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει....

---Κατερίνα Γώγου


Title: Απ: Ποίηση
Post by: mafalda on January 15, 2006, 13:50:40 pm
Έμιλυ Ντίκινσον (δεν μπόρεσα να βρω τους τίτλους,σόρυ   :'( )

Πόσο γλυκιά φαντάζει η επιτυχία,
σ' όσους ποτέ τους δεν την έχουν νιώσει.
Για να γευτείς το νέκταρ,δυστυχία
κι ανάγκης πόνο πρέπει να'χεις βιώσει.
Κανένας όμως μες στο λάβρο πλήθος,
που τη σημαία σήμερα κραδαίνει,
μπορεί να πεί,κι ας πάλλεται το στήθος,
ξεκάθαρα πια νίκη τι σημαίνει,
σαν κείνον που πεθαίνει νικημένος
κι η μακρινή βουή στ' αφτιά του φτάνει
του θριάμβου,που γι' αυτόν είναι ξένος,
καθώς ξεσπά μ' ορμή τ' ανθρωπομάνι.





Πάρε το μερτικό σου απ' τη νύχτα
κι απ' την αυγή,ό,τι σου δίνει νιώσε.
Τ' άδεια σου βράδια μ' ευτυχία πνίχτα
και το κενό στην καταφρόνια δώσε.

Ένα άστρο δώθε,πιο κει κι άλλο,κι άλλο,
μα κάποια το στρατί τους έχουν χάσει.
Μια καταχνιά παντού,πέπλο μεγάλο,
κι ύστερα νέα μέρα θε να φτάσει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: akis on January 16, 2006, 00:40:55 am
ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ

Περαστικός.
Και ιδιότροπα για μένα γραφικός.
Κάτι σαν άψυχος, κάτι σαν ξένος,
μ'αγαπημένος.
Η βιάση του ματαιωμένος όρθρος.
Ασφυκτιούσαμε.
Στενό του πάθους μας το οίκημα,
κι ένας πικρός συνωστισμός τα σχήματά μας.
Χαμηλοτάβανα τα σχέδια μας,
δίχρωμος της καρδιάς ο φωτισμός,
κι αλλόκοτα της σκέψης μας τα κάδρα.

Ήταν περαστικός.


Κική Δημουλά


Title: Απ: Ποίηση
Post by: mafalda on January 17, 2006, 23:31:54 pm
Federico Garcia Lorca
Νίκος Καββαδίας


Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on January 18, 2006, 20:06:50 pm
ι εσιοδοξία που διαχέις μεσα από το αντικιμενο που ισε φαν δεν πιραζι ;)

ζιτο η ανορθογραφια... με ιπονοουμενο ι χορισ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Dr. Gonzo on January 21, 2006, 01:42:29 am
W.B. Yeats

But I,  being poor,
have only my dreams.
I have spread my dreams under your feet;
 tread softly,
because you tread on my dreams.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on January 21, 2006, 04:43:18 am
TO ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ

Τα πιο όμορφα ποιήματα
Είναι αυτά που ποτέ δεν γράφτηκαν
Τα πιο όμορφα λόγια ποτέ δεν ειπώθηκαν
Τις πιο παράξενες μέρες
Με τα χέρια μόνοι ξεκουρδίσαμε
Ζήσαμε όλα αυτά που διαλύσαμε
Το πιο παράφωνο τραγούδι είναι η Φωνή
Και η νύχτα… λάμψεις του φεγγαριού.


Τα πιο όμορφα χρώματα ποτέ δεν ζωγραφίστηκαν
Τα πιο όμορφα τοπία ποτέ δεν ταξιδεύτηκαν
Οι πιο όμορφοι έρωτες
Είναι αυτοί που ποτέ δεν αντέξαμε
Τα πιο όμορφα πρόσωπα ποτέ δεν χαϊδέψαμε
Τα πιο όμορφα παιδιά
Ίσως ποτέ δεν γεννήθηκαν
Και οι πλάστες ίσως δεν τολμήσουν ποτέ.


Το κύκνειο άσμα μια γενιάς που ποτέ δεν θέλησε
Είναι τα πράγματα που ποτέ δεν γνώρισε
Το κύκνειο άσμα μιας γενιάς που ποτέ δεν τόλμησε
Είναι τα πράγματα που ποτέ δεν γνώρισε.


Τα πιο όμορφα πράγματα είναι αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε
Μα τα ακόμα πιο όμορφα είναι αυτά που τολμήσαμε
Τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο είναι αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε
Μα τα ακόμα πιο όμορφα είναι αυτά που τολμήσαμε.


Τα πιο όμορφα πράγματα είναι αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε
Μα τα ακόμα πιο όμορφα είναι αυτά που τολμήσαμε
Το κύκνειο άσμα μιας γενιάς που ποτέ δεν τόλμησε
Είναι τα πράγματα που ποτέ δεν γνώρισε.

Το τραγουδάν οι Horror Vaqui. Ποιός έχει γράψει τους στοίχους από αυτό το ποίημα δε ξέρω...
αλλά  το λατρεύω


Title: Re: Ποίηση
Post by: cecs on January 21, 2006, 14:19:25 pm
Εμένα η λατρεία μου είναι ο K.Π.Καβάφης

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες

Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ'εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: meltemi on January 22, 2006, 12:39:26 pm
Kαλός και Kακός Kαιρός - K.Π.Καβάφης

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Prof. Tournesol on January 30, 2006, 19:36:28 pm
Μετά από λαϊκή απαίτηση...


Κεμάλ
Νίκος Γκάτσος

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ, ενος νεαρού πρίγκηπα,της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορέι να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πίκρες οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.


Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ενας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλειά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρός τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ...
Καληνύχτα...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Tsihiro on March 09, 2006, 02:24:03 am
Το ψοφίμι

Ψυχή μου αγαπημένη, θυμάσαι αυτό το πράμα που είδαμε, εκείνη την ωραία καλοκαιρινή ημέρα:
το σιχαμερό κουφάρι εκεί όπου έσβηνε το μονοπάτι,
σαν σε κακόστρωτο κρεβάτι από χαλίκια,

Τα πόδια στον αέρα, σαν την πόρνη σε ακόλαστα παιχνίδια,
έκαιγε και ίδρωνε δηλητήρια,
άνοιγε ξεδιάντροπα με απάθεια
την κοιλιά του, βρώμα φαρμακερή τον αέρα να γεμίσει.

Ο ήλιος ακτινοβολούσε το σάπιο κορμί του,
σαν για να το καλομαγειρέψει
για να επιστρέψει στη φύση εκατό φορές όσα εκείνη είχε συνδυάσει, μία.

Οι ουρανοί κοιτούσαν το περήφανο κουφάρι, σα λουλούδι ν’ ανοίγει.
Τόσο έντονη ήταν η δυσωδία, αγάπη μου, που παραλίγο στο γρασίδι να λιποθυμήσεις.

Οι μύγες βουίζαν δυνατά πάνω από τη σάπια κοιλιά του
απ' όπου ξεχύνονταν ένα σύνταγμα μαύρα τα σκουλήκια, ρέοντας σαν γλοιώδες πήγμα
πάνω στα ζωηρά σάρκινα κουρέλια του.

Σαν κύματα ανεβοκατέβαιναν πάνω από αυτή τη μάζα όλα αυτά, ή
ανάβλυζαν τρίζοντας
ωσάν το πτώμα, γεμάτο αέρινη πνοή, να ζούσε πολλαπλασιαζόμενο.

Αυτός ο κόσμος έπαιζε μια περίεργη μελωδία
σα νερά τρεχούμενα, σαν αέρας, σα σπόροι σιταριού ρυθμικά κοσκινισμένοι
στα μεγάλα καλάθια.

Οι μορφές σβήναν σαν σε ένα όνειρο
ένα σχέδιο με ομιχλώδες χρώμα
σε ξεχασμένο καμβά που ο ζωγράφος
τελειώνει από μνήμης

Πίσω από τα βράχια κρυμμένη, μια φοβισμένη σκύλα μας παρακολουθούσε με άγρια μάτια,
έτοιμη να κερδίσει το κομμάτι που όταν μας άκουσε να ερχόμαστε παράτησε

Αλλά κι εσύ θα γίνεις έτσι απεχθής
κι εσύ έτσι θα σαπίσεις
αστέρι των ματιών μου, ήλιε της ζωής μου,
εσύ, άγγελέ μου και πάθος μου!

Ναι, έτσι θα είσαι, ω Βασίλισσα της Χάρης, όταν
θα σε διαβάζουν
και θα σε παραχώνουν, κάτω από πλούσια χορτάρια και όμορφα λουλούδια,
για να λιώσεις δίπλα στα οστά των νεκρών

Τότε, Ομορφιά μου, πες στα σκουλήκια που θα σε καταβροχθίζουν με τα φιλιά τους
ότι κράτησα τη μορφή και τη θεϊκή ουσία των ερώτων μου στην αποσύνθεσή τους.

Baudelaire ,

 ετσι για να ανατριχιασετε...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on March 10, 2006, 22:14:48 pm
Παιδιά εγώ πιστεύω ότι προσόν ενός αληθινού ποιητή είναι τα συμπυκνωμένα μηνύματα- δηλαδή όχι μόνο να εκφράζει συναισθήματά του, ανησυχίες του, φόβους του (που όλοι λίγο πολύ έχουμε) αλλά να τα δίνει και μ'έναν τρόπο απλό, λιτό και άμεσο.Γι' αυτό ακριβώς είμαι και υπέρ της ομοιοκαταληξίας, ή τουλάχιστον ενός εσωτερικού ρυθμού στο ποίημα. Δεν μου αρέσουν τα πολύ "φορτωμένα" ποιήματα, από αυτά που χρειάζεται δίπλα σου να έχεις σημειώσεις. 'Εχω διαβάσει αρκετούτσικη ποίηση κ έχω ξεχωρίσει τον Καββαδία και τον Καβάφη. Ο τελευταίος είναι με διαφορά ο αγαπημένος μου.

" Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
 σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές ινδίες,
θά' χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες"
                                  Καββαδία, από τη συλλογή " Μαραμπού" 

Να συνεχίσετε να διαβάζετε ποίηση και ν' ακούτε καλή μουσική! ::)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Verminoz on March 10, 2006, 22:25:26 pm
Optima  ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on May 20, 2006, 15:09:27 pm
   :-[ θλιβερό ή μάλλον όχι, συγκλονιστικό

...ειδικα οταν το ακους απο το Νικολα, μελοποιημενο απο τον ιδιο...  ^ex_shocked^


Title: Απ: Ποίηση
Post by: miss_elec on May 27, 2006, 21:09:31 pm
 Οδυσσέα Ελύτη
 
-Η Μαρίνα των Βράχων
-Όλα τα σύννεφα
-Επίγραμμα
-Άξιον Εστί (απόσπασμα)
 
 
 
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαντο αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.




ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

'Ολα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε.
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι,
Δέθηκα σ' ένα κόμπο λύπης.
 


 
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον 'Ερωτα, έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα



 
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (απόσπασμα)

        Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
        ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
        όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
        με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
        θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
        και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
        σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
        ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι!
        Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
        τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
        κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
        με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου.
        Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου!
 

 
 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 29, 2006, 01:19:09 am
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ'άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο...


Θα πενθώ πάντα-μ'ακούς- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο....

Ελύτης και πάλι Ελύτης...(Το Μονόγραμμα)


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 29, 2006, 01:30:44 am
Λορέτζος Μαβίλης - Μουχρωμα

Φυσαει το αεράκι με ανάλαφρη φόρα
και τις τριανταφυλλιες αργα σαλεύει
Στην ψυχή και στην πλάση βασιλεύει
ροδινο σουρουπο, ώρα μυροφόρα,

Χρυση θυμητικών ονείρων ωρα.
Στιγμή που η ψυχή την γαλήνη προμαντεύει
την αιώνια γαλήνη και φέρνει
στο νου καθε της γνώρα

αξέχαστη.Ξανθές κρινοτράχηλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
υγρά και φιλια και ανατριχίλες

πλανα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης που αχνοσβιεται και τελειωνει
σαν το θαμπο γιουλί* που ολοένα λιωνει...

*το μενεξεδί χρώμα


 :-\


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 29, 2006, 01:42:57 am
Quote from: Turambar link=topic=2256.msg28378#msg28378
Τα πιο όμορφα πράγματα είναι αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε
Μα τα ακόμα πιο όμορφα είναι αυτά που τολμήσαμε
Το κύκνειο άσμα μιας γενιάς που ποτέ δεν τόλμησε
Είναι τα πράγματα που ποτέ δεν γνώρισε

Το τραγουδάν οι Horror Vaqui. Ποιός έχει γράψει τους στοίχους από αυτό το ποίημα δε ξέρω...
αλλά  το λατρεύω
Νομίζω πως είναι του Ναζίμ Χικμέτ...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on May 29, 2006, 01:44:43 am
[quote author=Turambar link=topic=2256.msg28378#msg28378
Τα πιο όμορφα πράγματα είναι αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε
Μα τα ακόμα πιο όμορφα είναι αυτά που τολμήσαμε
Το κύκνειο άσμα μιας γενιάς που ποτέ δεν τόλμησε
Είναι τα πράγματα που ποτέ δεν γνώρισε.[/center]

Το τραγουδάν οι Horror Vaqui. Ποιός έχει γράψει τους στοίχους από αυτό το ποίημα δε ξέρω...
αλλά  το λατρεύω
Νομίζω πως είναι του Ναζίμ Χικμέτ...
[/quote]

ΤΙ ΛΕς Τώρα?


ΜΙΛΑΣ ΣΟΒΑΡΑ?

Ποιός είναι ο Ναζίμ? τι ξέρεις για αυτόν..? τι λέει το γκούγκλ για αυτόν?

πάω να ψάξω...


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 09, 2006, 15:43:35 pm
         
Δημουλά Κική

Σαν να διάλεξες


Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.

Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 10, 2006, 14:03:42 pm
Ενας απο τους πιο ευαισθητους, συναισθηματικους ποιητες ειναι ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Δυστυχώς στην βραδιά ποιησης δεν ηρθα εξοπλισμένος.... :(



Νικηφόρος Βρεττακος - Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ'τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ'έλουσα, χτες σ'άλλαξα, που γύριζες -
ποιος γιόμισε τα ρούχα σοu δάκρυα
και νεραντζάνθια;


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 10, 2006, 14:07:09 pm
Νικηφορος Βρεττάκος - Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταϋγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 10, 2006, 14:19:11 pm
Πίστευα πως κάποιος θα έφερνε χτες καταραμένους ποιητές...Baudelaire ας πούμε...

Spleen

Charles Baudelaire

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιο, αλλά χωρίς ισχύ, νέο, αλλά από τώρα γέρο,
που τους παιδαγωγούς φεύγει,περιφρονεί
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ'όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτα δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες,που ειν'έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ-πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο του είναι το στοιχείο ν'αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ'αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.

(spleen, είναι κυριολεκτικά η σπλήνα αλλά από τον Baudelaire κυρίως και άλλους Γάλλους ποιητές χρησιμοποιούνταν με την έννοια της αηδίας για ζωή,της αναίτιας μελαγχολίας και ανίας)


Title: Απ: Ποίηση
Post by: bot on June 11, 2006, 16:01:30 pm
0


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 12, 2006, 04:42:58 am
και για τους μη αγγλομαθείς? :P




Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 12, 2006, 04:48:10 am
Ευχαριστώ!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 12, 2006, 14:19:52 pm
Ώρα για την Επτανησιακη Σχολή και σονέτα. :)

Το παρακάτω ποίημα το έγραψε ο Λ.Μαβίλης εμπνεόμενος απο ένα χωριο της Κρητης, τη Νιμπρο που επισκεύτηκε οταν ήταν εθελοντής στην Κρητική Επανασταση.Έγραφε σε ένα φιλο του:

 ''Η Νίμπρος είναι ένα χωριό στα Λευκά Όρη της Κρήτης. Τ' ανέβασμα είναι κουραστικό. Περπατάς ώρες σ' ένα φαράγγι γεμάτο μυτερά χαλίκια, από ένα μονοπάτι στενό, που πάει ο ένας πίσω από τον άλλον... Στην Νίμπρο μας υποδέχτηκε μια ευγενικιά κρητικοπούλα, η αδερφή του συνταγματάρχη Μανουσογιαννάκη, και μας πρόσφερε κρύο νερό να ογράνουμε τα ηλιοφρυμένα χείλια μας. Οι άνθρωποι εκεί πάνω είναι αληθινά ''αγάλματα θεών ζωντανεμένα''. Τέτοια εντύπωση μου έκαμαν''.


Λορέντζος Μαβιλης - Excelsior

Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα
Χείλια θα υγράνη. Ευγενικιά ανθρωπότη
Θα τους φιλέψει, πλούσιο φαγοπότι.
Κορμιά απ' την πλήθια χάρη αλαφιασμένα,

Αγάλματα θεϊκά ζωντανεμένα
Θ' αγναντέψουν στην Νίμπρο εκεί την πρώτη
Της λεφτεριάς αστραφτερή λαμπρότη
Τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.

Και το περνούν οι βλάμηδες λεβέντες
Τ' ατέλειωτο φαράγκι όλο χαλίκι
Μονοσκάνι με γέλια και κουβέντες.

Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι.
Μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου
Με τ' αγιασμένα δαφνοστέφανά του.



Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 12, 2006, 15:06:30 pm
Ένα ωραιοτατο ποιημα που ανακάλυψα πρόσαφατα αφιερωμένο στο ΚΚΕ  ;)  :D


Γιάννης Ρίτσος - Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν

Οχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις

Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε.

Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του.

Ο Στάλιν ανεβάζει στις επάλξεις των πέντε ηπείρων τις σημαίες της ειρήνης.

Ο Στάλιν ετοιμάζει με το σκόρπιο αλεύρι του κόσμου

Ενα ολοστρόγγυλο καρβέλι υγείας.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις.

Οσο κι αν μονόφθαλμα κανόνια στρέφουν το μαύρο ρύγχος τους ίσα κατά την υψικάμινο των ελπίδων μας ο Στάλιν αγρυπνεί στο παγκόσμιο πόστο του.

Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου.

Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου

Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν' ανάψει.

Οταν λείπει από το τραπέζι μας το ψωμί κι από το στρώμα μας τ' όνειρο κι απ' το δώμα μας το λυχνάρι είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά στον ορίζοντα κι ακούμε κάτω από τα τούνελ της νύχτας τη βοή των τραίνων που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο στους πεινασμένους.

Γιατί ο Στάλιν είναι ο πρωτογιός των προλετάριων κι ο Στάλιν είναι ο πατέρας τους

Για τούτο κι ο πιο μαύρος τοίχος της πιο μαύρης νύχτας

Είναι γιομάτος απ' τους σωλήνες του φωτός.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες

Οι αιώνες σκαρφαλώνουν στην κορυφή της ψυχής του ν' ανασάνουν μην πείτε πως ο ήλιος ορφάνεψε. Κοιτάχτε

Κάθε ήλιος και σελίδα - μέρα με την ημέρα - με τους ήλιους των 74 χρόνων του έφτιαξε ένα χοντρό βιβλίο από ατσάλι και τ' ακούμπησε στα γόνατα του κόσμου

Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν

Το έργο του: Λευτεριά

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες κι ακούστε

Πάνου από την κόκκινη πλατεία στην εξέδρα του ήλιου

ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν μιλάει: «Υπερασπείστε, Λαοί, την Ειρήνη».




Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:02:20 am
24 Σεπτέμβρη 1945



Η πιο όμορφη θάλασσα
Ειν’ αυτή που δε την αρμενίσαμε ακόμα
Το πιο όμορφο παιδί
Ειν’ αυτό που δεν έχουμε γεννήσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
Δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Και όσα θέλω να σου πω
Τα πιο όμορφα απ’ όλα
Δεν στα χω πει ακόμα….




                                                                        Ναζίμ Χικμέτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:06:36 am
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ

Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα
Νέο.

Σέρνονταν πάνω σε καινούρια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί
Βρωμούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.

Η πέτρα που πέρασε κατρακυλώντας ήταν η νεότερη εφεύρεση
Και τα ουρλιαχτά από τους γορίλες που βαράγανε τα στήθια τους
Συνθέτανε την πιο μοντέρνα μουσική.

Παντού μπορούσες να δεις τάφους ανοιχτούς που χάσκανε άδειοι καθώς
το Νέο πλησίαζε την πρωτεύουσα.

Ολόγυρα στέκανε όσοι εμπνέονταν από τον τρόμο, κραυγάζοντας: Φτάνει
Το Νέο, το Ολοκαίνουριο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!

Κι αυτοί που ακούγανε, τίποτα άλλο δεν ακούγανε από τις κραυγές τους,
Μα αυτοί που βλέπανε, βλέπανε αυτά που δεν φωνάζονταν.

Έτσι το Παλιό έκανε την εμφάνισή του σε Νέο μασκαρεμένο,
Και έφερε αλυσοδεμένο μαζί του το Νέο να το παρουσιάσει σαν Παλιό.

Το νέο βάδιζε αλυσοδεμένο και ντυμένο με κουρέλια. Αποκαλύπτονταν τα θεσπέσια μέλη του.

Κι η πομπή συνέχιζε να προχωράει μες τη νύχτα, μα αυτό που πήρανε για χάραμα ήταν το φως απ’ τις φωτιές στον ουρανό. Και η κραυγή: Φτάνει
Το Νέο, το Ολοκαίνουριο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Πιο εύκολα θα ακουγότανε, αν όλα δεν είχανε πνιγεί μες τις ομοβροντίες των όπλων.




                                                                                              Μπέρτολτ Μπρεχτ     1938


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:09:44 am
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

…..
οι εργάτες σταματώντας τη δουλιά δείχναν τη δύναμή τους .
το καρπερό χωράφι.
Δεν ήταν τίποτα άλλο ξαφνικά από πέτρινο έδαφος
Αυτούς που δεν ζέσταιναν πια τα κάρβουνα από τη στοά
Ούτε και το ακατέργαστο μαλλί μπορούσε να τους ζεστάνει
……


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:10:08 am
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΣΟΥ

Τον πεινασμένο, που σ’ άρπαξε
Το τελευταίο ξεροκόμματο, σαν εχτρό τον αντιμετωπίζεις.
Μα το κλέφτη, που δεν πείνασε ποτέ του
Δεν ορμάς να αρπάξεις από το λαρύγγι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:10:31 am
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Αυτοί που σας κλέψαν το βιβλίο…
Σας κατηγορούνε ότι μείνατε αδιάβαστοι.
Στην άκρη του δρόμου ή στον τόρνο καθισμένοι
Τρώτε με μαύρα χέρια το ψωμί σας , τόσο
Απασχολημένοι που δεν προλάβατε να μάθετε
Τους λεπτούς τρόπους του τραπεζιού.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:11:01 am
ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

…..
Λες ότι
Αγωνίστηκες πολύ καιρό. Να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι
δεν μπορείς άλλο.

Μάθε λοιπόν:
Είτε εσύ φταις είτε όχι
Αν δεν μπορείς άλλο να συνεχίσεις ν’ αγωνίζεσαι, θ’ αφανιστείς.
….


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:11:43 am
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΝ

Τι περιμένετε;
Ότι οι κουφοί παραχωρήσεις θα σας κάνουν
Κι ότι οι αχόρταγοι
κάτι θε να σας δώσουν!
Οι λύκοι θα σας ταΐσουνε αντί να σας καταβροχθίσουν!
Από φιλία
Θα σας προσκαλέσει η τίγρη
Να της βγάλετε τα δόντια!
Τέτοια περιμένετε!



                                                Μπέρτολτ Μπρεχτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:12:24 am
ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Όποιος ακόμα ζει δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως ακριβώς είναι έτσι δε μένει.
Όταν πουν ότι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε
Θα μιλήσουν οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ!
Ποιος φταίει σαν η κατάσταση παραμείνει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η κατάσταση συντριβεί; . Εμείς πάλι.
Όποιος γονατισμένος είναι όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Όποιος την κατάσταση του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και το Ποτέ γίνεται: σήμερα ακόμα.!



                                                Μπέρτολτ Μπρεχτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on June 21, 2006, 02:13:54 am
ΟΜΙΛΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ Σ’ ΕΝΑ ΓΙΑΤΡΟ

Όταν σε σένα ερχόμαστε
Παραμερίζεις τα κουρέλια μας
Και ακροάσαι κάθε σπιθαμή απ’ το γυμνό κορμί μας.
Όσο για την αιτία της αρρώστιας μας
Μια ματιά να χες ρίξει στα κουρέλια μας
Θα σου ‘λεγε περισσότερα. Είναι η ίδια αιτία που φθείρει
Το κορμί μας και τα ρούχα μας.

Ο πόνος που έχουμε στο ώμο μας προέρχεται
Προέρχεται λες από την υγρασία, απ’ αυτήν όμως
Προέρχεται και η κηλίδα στον τοίχο του σπιτιού μας.
Πες μας λοιπόν από πού προέρχεται η υγρασία;

Πάρα πολύ δουλιά και πολύ λίγο φαγητό
Αδύναμους μας κάνουν και μας αρρωσταίνουν
Η συνταγή σου λέει:
Πρέπει να πάρετε βάρος
Μπορείς και στα βούρλα να πεις
Ότι δεν πρέπει να βρέχονται.



                                                Μπέρτολτ Μπρεχτ   1938


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 21, 2006, 02:19:27 am
ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
     Μπέρτολτ Μπρεχτ


::) ωραίος!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on July 11, 2006, 22:08:37 pm
Γιατί μ'αγάπησες - Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι'αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνά
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κι είχες στα μάτια σου το θάμπωμα
-μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι'αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ'ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα,
γι'αυτό η ζωή μου εδόθη,
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες...

Απλά συγκλονιστικό και απίστευτα ερωτικό....


Title: Απ: Ποίηση
Post by: aliakmwn on July 29, 2006, 16:17:55 pm
ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.


Νικος Καββαδιας


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:51:34 pm
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ


Ο Ιουλιανός ορών ολιγωρίαν

"Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ουσαν
ημίν προς τους θεούς" - λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγορίαν. Μα τί περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τιούτους, παροτρύνων και οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί,
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επιτέλους. Μηδέν άγαν, Αυγουστε.

[1923]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:52:16 pm
Ο Ιουλιανός εν Νικομήδεια

Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.

Οι θεουργίες κ' οι επισκέψεις στους ναους
των Εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαιους θεούς.

Με τον Χρύσανθιον οι συχνές συνομιλίες.
Του φιλοσόφου - του άλλωτε δεινού - Μάξιμου οι θεωρίες.

Και νά το αποτέλεσμα.Ο Γάλλος δείχνει κάποια ανησυχία
μεγάλην.Ο Κωνστάντιος έχει κάποιαν υποψία.

Α οι συμβουλέυσαντες δεν ήσαν καθόλου συνετοί.
Παραέγινε - λέγει ο Μαρδόνιος - η ιστορία αυτή,

και πρέπει εξ άπαντος να παύσει ο θόρυβός της.-
Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλι αναγνώστης

στην εκκλησία της Νικομήδειας,
οπου μεγαλοφώνως και μετ' ευλαβείας

πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,
και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός θαυμάζει.

[1924]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:53:07 pm
Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς

Το Χι, φασίν, ουδέν ηδίκησε την πόλιν ουδέ το Κάππα...
Τυχόντες δ' ημεις εξηγητών...εδιδαχθήκαμεν αρχάς
ονομάτων ειναι τα γράμματα,δηλούν δ' εθέλειν
το μεν Χριστόν,το δε Κωνστάντιον.

ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ,Μισοπώγων

Ήτανε δυνατον ποτε να απαρνηθούν
την έμορφή τους διαβίωσι, την ποικιλία
των καθημερινών τους διασκεδάσεων, το λαμπρόν τους
θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!

Ανήθικοι μέχρι τινός-και πιθανόν πολλού-
ήσαν.Αλλ' ειχαν την ικανοποίηση που ο βίος τους
ήταν ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας,
ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος.

Να τ'αρνηθούν αυτά,για να προσέξουν κιολας τι;

τες περι των ψευδών θεών αερολογίες του,
τες ανιαρές περιαυτολογίες,
την παιδαριώδη του θεατροφοβία,
την άχαρι σεμνοτυφία του, τα γελοία του γένεια.

Α βέβαια προτιμούσανε το Χι,
α βέβαια προτιμούσανε το Καππα,εκατό φορές.

[1926]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:53:44 pm
Ουκ έγνως

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -
ο κούφος Ιουλιανός είπεν "Ανέγνων,έγνων,
κατέγνων".Τάχατες μας εκμηδένησε
με το "κατέγνων" του ο γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ομως πέρασι δεν έχουνε σ'εμάς
τους Χριστιανους."Ανέγνως, αλλ'ουκ έγνως, ει γαρ έγνως,
ουκ αν κατέγνως" απαντήσαμεν αμέσως.

[1928]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:54:28 pm
Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας

Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν οταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Απόλλων εξηγήθηκε με του λόγου του, στη Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαριζόταν το εν Δάφνη τέμενος του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροι.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.-
Ένας απ΄τους εκεί ενταφιασμένους
ηταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δοξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Αυτόν αινιττόταν, αυτόν φοβουταν ο ψευτοθεός.
Οσο τον ένιωθε κοντά δεν κοταε
να βγάλει τους χρησμούς του, τσιμουδια.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανος,
νευρίασε και ξεφώνιζε:"Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
Βγάλτε τον τούον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκει;Ο Απόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον,παρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον.Παίζουμε τώρα;
Ο Απόλλων είπε να καθαριστεί το τέμενος".

Το πήραμε, το πήγαμε το αγιο λείψανον αλλού,
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ'εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου,και φωτιά
μεγάλη κώρωσε:μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.

Στάχτη το είδωλο,για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδωσε-
τι άλλο θα έκαμνε-πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς.Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε, ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

[1933]


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 31, 2006, 15:55:35 pm
Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις

Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,
μέσα στης γης τα φοβερά βάθη,
συντροφευμένος μ' Έλληνας άθεους,
κ' είδε με δόξες και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άυλες μορφές εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ΄ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ'έκαμε τον σταυρό του.
Αμέσως οι Μορφες αφανισθήκαν,
οι δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.
Οι Έλληνες εκρυφοκυττάχθηκαν.
Κι ο νέος είπεν "Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου συντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι,φίλοι μου,θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πως χαθήκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ'είδανε να κανω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;"
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα.
"Ντροπή,ντροπή να λές αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τετοια σαν θες εις τον Νικομήδειας
και στους παππάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλύτεροι θεοί φανήκαν.
Κι αν φύγανε να μη νομίζης διόλου
που φοβήθηκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης
το ποταπότατον,αγροίκον σχήμα
συχάθηκεν η ευγενής των φύσις
και φύγανε και σε περιφρόνησαν".
Ετσι τον είπανε κι απο τον φόβο
τον ιερον και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη
με των Ελλήνων τ'άθεα τα λόγια.


[1896]




ΤΕΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on July 31, 2006, 17:13:36 pm
στην επόμενη ενότητα του Ιουλιανού θα δούμε τα εξής ποιήματα:

Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΛΛΕΣ

Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ

ΜΗΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΑΝΟ

Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΡΑΒΑΙΝΕΙ

και τέλος το ολλ τάιμ κλάσικ

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΔΩ


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 03, 2006, 14:23:38 pm
Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο

Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες.
Τώρα καθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
ειναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.

Το βράδυ, το ίδιο:

        Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρκλίζοντας,
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φυγει θαρρεις,
   θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κοκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλα - το σπίτι έρημο.
Δεν έχει σε ποιόν ν' αφήσει σ' αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.


Νικηφόρος Βρεττάκος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on August 15, 2006, 13:59:31 pm
Το αφιερώνω σε όσους αισθάνονται κάπως έτσι  κ παιδεύονται Αυγουστιάτικα με κυκλώματα, ψηφιακά, ηλεκτρονικές, πεδία και όλα τα συναφή!!- σόρυ για τ' αγγλικά, δν ξέρω πώς μού ρθε!!!


Mid - August's here - I should be on vacation
but here I am consumed with this mesh equation

No sea, no piano, no flirt, no boys
so easy, a lesson all that destroys

Day after day, your youth is passing by,
unable to delay it, your golden moments fly

Resistance, elastance and common mode sources,
gravity, electricity, and all the other forces

Not one, not two, but 210 PAGES!!
You thought you passed the lesson?
NO luck before he * ages!!                             *ο κακός καθηγητής που χαίρεται να ταλαιπωρεί φοιτητάκια

I' m neither smart, but neither am i lazy
and these electric circuits will fucken drive me crazy!

Nothing's left to see, and nothing's left to hope
better take that rod, and tighten the rope!!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on August 15, 2006, 14:01:43 pm
ωραίο Optima... bravo!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on August 15, 2006, 14:05:31 pm
 Ευχαριστώ Turambar ^kissy^



Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on August 15, 2006, 14:07:11 pm
:)

περιμένουμε νέο υλικό άμα πιάσεις και το πεδίο...

:)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on August 15, 2006, 14:17:46 pm
Κοίτα εγώ είμαι σπουδαία καλλιτέχνις κ μόνο όταν μου μιλάει το πνεύμα ( όπως έλεγε κ ο Μπετόβεν)μπορώ να δημιουργήσω ;D ;D

τέλος γιατί θα βγούμε οφ τόπικ πάλι Τουράμ!! ::)

φορουμοφιλάκι


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on August 15, 2006, 15:02:32 pm
Χαχα!! Μου θύμησες κάτι που έχω γράψει και εγώ φέτος.... για όποιον θυμάται τα μαθηματικά της 3ης Λυκειου...   :D

Μεταξύ μαθηματικών θεωρημάτων...

B: Κοίταξε φίλε μου εδώ για να μαθαίνεις
αν f(x) συνάρτηση, συνέχεια θα παίρνεις
θα βρίσκεις δυό ετερόσημες τιμές
κι έχεις τουλάχιστον, ρίζες μοναδικές.

R: Δε σου τα μάθανε ρε συ τα μυστικά?
η λέξη είναι μιά: παραγωγισιμότητα
αν τύχει και τη βρεις δε σταματάς
αλλά ισότητα τιμών αναζητάς.

Γελάς, μα άκου και ποια είναι τα καλά
της f παράγωγος έχεις τα ριζικά
και πόσα είναι με το άτοπο θα βρεις
αρκεί το διάστημα σωστά να διαιρείς.

Θ.Μ.Τ.: Παιδί μου, άσε τον πατέρα να μιλήσει
παραγωγισιμότητα την έχουμε κερδίσει
ίσες τιμές ούτε χρειάζεται να ξέρεις
στα άκρα μόνο φρόντισε ευθεία εσύ να φέρεις.

κι έτσι μια εξίσωση παράγωγου θα βρεις
που ρίζα θα' χει ένα σημείο της γραμμής
για εφαπτομένη και παράλληλη μετά
σκέψου σωστά, μελέτα το γεωμετρικά.

lim: Όλο μου λέτε τα δικά σας τα τρελά
μα αν δεν υπήρχα, αυτό το ξέρετε καλά
το όριο είμαι και εγώ σας σώζω πάλι
όταν με Rolle, Bolzano, Θ.Μ.Τ. θα σπάτε το κεφάλι!



Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on August 15, 2006, 15:08:37 pm
:) λολ δάφνη...


νέσσα πόσταρε εδώ το δικό σου από την πρώτη βραδιά ποίησης...


έ ρε τι τραβάμε εξεταστικιάτικα...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on August 16, 2006, 21:09:42 pm
Ωραίο Δάφνη  :D- Τι καβάφης κ μπαρούφες, ας έρθουν από τους ηλεκτρολόγους να δούνε τι σημαίνει ποίηση ;D


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on August 16, 2006, 21:22:04 pm
Ωραίο Δάφνη  :D- Τι καβάφης κ μπαρούφες, ας έρθουν από τους ηλεκτρολόγους να δούνε τι σημαίνει ποίηση ;D

 ^lol^  Εγώ δεν είμαι ηλεκτρολόγος!!!!

Έχω και άλλες συνθέσεις...αλλά όχι χιουμοριστικές! Μάλλον προς Καρυωτάκη (= κατάθλιψη) πάνε!  8)


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on August 17, 2006, 16:42:12 pm
         
Με τα χιόνια τα πρώτα


Έκλεισα τα μάτια κι ονειρεύτηκα τη θάλασσα
ξεκίνησα να ταξιδεύω με την σκέψη μόνη
είπα να χαθώ για λίγο, μα χάλασα
τη γλαφυρή σου εικόνα κάτω απο το σεντόνι..

Άρχισα να σ'αναζητώ σε πελάγη μακρινά
κάτω απο ήλιους φλογερούς και καλοκαίρια
θέλησα να υπάρξω εκεί κοντά σου όπως παλιά
μα εσύ άπλωνες για άλλη πια τα δυό σου χέρια..

Χειμωνιάτικη αύρα μπαίνει μες την καρδιά μου
και λουλούδια νεκρά με φαρμάκι αγάπης
χωρίς αντίκρυσμα μένει τώρα η άδεια ματιά μου
μαθημένη απο σένα σε λόγια απάτης..

Προσπαθείς να κρυφτείς σε μια ξένη αγκαλιά
και οι τύψεις σε πνίγουν όταν σβήνουν τα φώτα
εσύ διάλεξες να παίρνεις από άλλες φιλιά
και μένα με άφησες με τα χιόνια τα πρώτα...


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 21, 2006, 16:54:18 pm
Να κοιμάσαι με τη σελήνη στο ένα μάτι
και τον ήλιο στο άλλο
Μιά αγάπη στο στόμα
ένα ωραίο πουλί στα μαλλιά
στολισμένη όπως οι κάμποι, τα δάση,
οι δρόμοι και η θάλασσα
Ωραία και στολισμένη όπως ο γύρος του κόσμου...

Πωλ Ελυάρ


Title: Απ: Ποίηση
Post by: xristoforos_ on September 05, 2006, 20:42:02 pm
βρέχει

όλη μέρα βρέχει.
γλιστράν τακούνια
λάστιχα γυαλίζουν
κίτρινα ταξί μέσα στα νερά.

τώρα είναι νύχτα αργά
κι ακομα βρέχει.
ξέπλυνε τα πάντα.

μόνο το δικό μου το κεφάλι
είναι μια κόκκινη σταγόνα
κρεμασμένη άπ' το ταβάνι
που δεν γίνεται βροχή ποτέ.

-κ.κ

ixic_



Title: Απ: Ποίηση
Post by: xristoforos_ on September 15, 2006, 14:14:21 pm
ένα όμορφο ποιημάτακι...

και για όσους ξέρουν ισπανικά ακολουθεί και το αυθεντικό...γιατί πάντα τα νοήματα των λέξεων αλλιώς ηχούν σε κάθε γλώσσα...

για εμάς που δεν ξέρουμε πάντως, πάντα θα υπάρχουν οι μεταφράσεις...

Gabriel Garcia Marquez

"Viajar es regresar"
"Το να ταξιδεύεις σημαίνει να επιστρέφεις"

Το να ταξιδεύεις σημαίνει να φεύγεις άπ'το σπίτι
να αφήνεις τους φίλους, να προσπαθείς να πετάξεις.
Να πετάξεις γνωρίζοντας νέες φυλές
τρέχοντας σε δρόμους
σημαίνει να προσπαθείς να αλλάξεις.

Το να ταξιδεύεις σημαίνει να ντύνεσαι τα ρούχα ενός τρελού
Να λες "δε με νοιάζει"
Να θέλεις να επιστρέψεις
Να επιστρέφεις εκτιμώντας λίγο παραπάνω
γευόμενος ένα ποτό
Σημαίνει να θέλεις να ξεκινήσεις

Το να ταξιδεύεις σημαίνει να νοιώθεις ποιητής
να γράφεις ένα γράμμα
Να θες να αγκαλιάσεις
Να αγκαλιάσεις φτάνοντας σε μια πόρτα
Μοιραζόμενος ένα κρεββάτι
Σημαίνει να αφήνεσαι στο φιλί

Το να ταξιδεύεις σημαίνει να γίνεσαι πολίτης του κόσμου
Να γνωρίζεις καινούριο κόσμο
Να γυρνάς στην αρχή
Να ξεκίνας εκτείνοντας το χέρι
παίρνοντας δύναμη
να νοιώθεις μοναξιά

Το να ταξιδεύεις σημαίνει να φεύγεις από το σπίτι
να ντύνεσαι τα ρούχα ενός τρελού
Να λες τα πάντα και τίποτα σε μια κάρτα
Σημαίνει να κοιμάσαι σε διαφορετικό κρεββάτι
νοιώθοντας πως ο χρόνος είναι λίγος

-@-

Viajar es marcharse de casa,
es dejar los amigos
es intentar volar
volar conociendo otras ramas
recorriendo caminos
es intentar cambiar.

Viajar es vestirse de loco
es decir"no me importa"
es querer regresar.
Regresar valorando lo poco
saboreando una copa,
es desear empezar.

Viajar es sentirse poeta,
es escribir una carta,
es querer abrazar.
Abrazar al llegar a una puerta
añorando la calma
es dejarse besar.

Viajar es volverse mundano
es conocer otra gente
es volver a empezar.
Empezar extendiendo la mano,
aprendiendo del fuerte,
es sentir soledad.

Viajar es marcharse de casa,
es vestirse de loco
diciendo todo y nada con una postal,
Es dormir en otra cama,
sentir que el tiempo es corto,
viajar es regresar.
ixic_


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 15, 2006, 14:18:37 pm
 ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ Thank you ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on September 20, 2006, 23:02:31 pm
Μέσα στην ομίχλη των ματιών σου
είδα κάποιο σάστισμα να σβήνει
μου πες ήταν κάποια σκοτοδύνη
που δε σ'άφηνε τα μάτια μου να δεις.
Όχι, ξέρω πως δε μου πες την αλήθεια
κάτι θέλεις να ξητήσεις μα φοβάσαι
ίσως έγινε συνήθεια να λυπάσαι
αφού τίποτα να αλλάξεις δε μπορείς...
Σου το κρύβω μα δεν είμαι δυνατή
μα θα ζω να πολεμώ ότι δε φτάνω
κι ας με λένε κάποιοι αδέξια και μικρή...


 :'(  :'(

εσένα σκέφτομαι..μη με αγνοείς...


Title: Re: Ποίηση
Post by: ROSTY on September 20, 2006, 23:45:56 pm
 
MONOGRAMA//ODYSSEA ELITI

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.

           


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on September 20, 2006, 23:54:40 pm
 :'(  :'(  :'(

Απλά υπέροχο..............


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 20, 2006, 23:58:06 pm
Kαι το προηγούμενο είναι υπέροχο

Because it 's more than real  :( :-* :-*


Title: Απ: Πρώην
Post by: aliakmwn on October 03, 2006, 15:22:15 pm
Εξαιρετικό, κατά τη γνώμη μου ό,τι καλύτερο έχει γράψει ο Ελύτης (εξαιρούνται αυτά που αγνοώ).


H Alfa Romeo

Θαύμασα τον Παρθενώνα
και σε κάθε του κολώνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα

Ομως σήμερα το λέω
βρίσκω το καλό και ωραίο
σε μια σπορ Αλφα Ρομέο

Καλοκαίρια και χειμώνες
ναʼναι γύρω μου ελαιώνες
πίσω μου όλʼ οι αιώνες

Κι όπου μπρος ο δρόμος βγάζει
και σε πειρασμό με βάζει
δωσʼτου να πατάω το γκάζι

Με την δύναμη του λιόντα
και με του πουλιού τα φόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Γειά σας θάλασσες και όρη
γειά σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.

Οδυσσέας Ελύτης


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on October 12, 2006, 19:00:38 pm
Πέρασαν μέρες που χεις φύγει από το σπίτι
μα την καρδιά μου τυραννάω συνεχώς
με πνίγει απόψε αυτή η γνώριμη η λύπη
μα πως φαντάστηκα πως όλα θα ναι αλλιώς;..

Πως κατάφερα κι έφτασα εδώ
μην απορείς και μη ρωτάς το πώς
περνάν οι ώρες,μόνη μου και προσπαθώ
μα χάθηκα και έσβησε το φως..

Μου πήρες την ανάσα μου το ξέρεις;
πνίγομαι στην άβυσσο που αφήνεις
κι όμως πρόλαβα και σε κανα να θέλεις
πριν κιόλας με γνωρίσεις να ξεφύγεις

Μικρή η ζωούλα μου, περνάει
τρέχω στους δρόμους σαν χαμένη, με κατηγοράω
"δε σου μαθαν πως τ' όνειρο κρατάει
λίγες στιγμές, μέχρι να πεις χαμογελάω;"..

Δε ζήτησα για μένα τίποτα να κάνεις
μη φοβηθείς μόνο καρδιά μου,είναι αρκετό
να είμαι δίπλα σου και συ να μην τα χάνεις
πες μου γιατί αυτό δε σου είναι εφικτό;

Με όσα κάνεις και μου λες αιμορραγώ
γίνομαι ράκκος και δεν είναι υπερβολή
μια αγκαλιά σου να' χα μoναχά εγώ
ευτυχισμένη μαθε πως θα ήμουνα πολύ

Και τώρα έφτασα να μένω να παρακαλάω
τον εαυτό μου να σε βγάλει απ' το μυαλό
μου είναι αδύνατο κι εγώ αγκομαχάω
σαν το πουλί που χάνεται...βουβό

Για σένα θα ταξίδευα μακρυά
όμως τον δρόμο παίρνω πίσω και γυρνάω
σπίτι μου είναι η μοναχική καρδιά
μόνο άκου όσα για σένα τραγουδάω...



................................................. ...................

Υ.Γ. Το ποίημα (ο θεός ας ο κάνει) είναι δικό μου (για λόγους πνευματικής ιδιοκτησίας το αναφέρω)


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 12, 2006, 19:01:43 pm

 :(


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on October 12, 2006, 19:10:14 pm
Αθηνούλα με συγκινείς που το βαλες και στην υπογραφή σου....  :'(
 :-*


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 12, 2006, 19:10:50 pm

 :-[ :-[ :-[ :-[

 :-* :-*


Title: Απ: Ποίηση
Post by: pmousoul on October 21, 2006, 03:21:51 am

Έγυρε ο ήλιος, άγγιξε και χρύσωσε τον κόσμο,
το αεράκι φύσηξε μεταξωτή πνοή,
τι όμορφη που είναι πράγματι η ζωή...
Τέτοιες στιγμές ειν' που χάνονται από τον νου οι ανθρώποι!

Π.Μ.



Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on October 24, 2006, 03:13:02 am
Κική Δημουλά - Αυτοσυντήρηση


    Θα πρέπει να ήταν άνοιξη
    γιατί η μνήμη αυτή
    υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.
    Εκτός εάν η νοσταλγία
    από πολύ βιασύνη,
    παραγνώρισ' ενθυμούμενο.
    Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
    όταν τα πάρει ο χαμός.
    Αλλά μπορεί να'ναι ξένο αυτό το φόντο,
    να'ναι παπαρούνες δανεισμένες
    από μιάν άλλην ιστορία,
    δική μου ή ξένη.
    Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
    Από φιλοκαλία κι έπαρση.


    Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
    γιατί και μέλισσες βλέπω
    να πετουν γύρω απ΄αυτή τη μνήμη,
    με περιπάθεια και πίστη
    να συνωστίζονται στον καλύκά της.
    Εκτός αν είναι ο οργασμός
    νόμος του παρελθόντος,
    μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
    Αν μένει πάντα κάποια γύρις
    στα τελειωμένα πράγματα
    για την επικονίαση
    της εμπειρίας, της λύπης
    και της ποιήσης.

       
       



Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on November 04, 2006, 17:54:59 pm
Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα
μπήκε η νύχτα
αφήνοντας έξω τον ήλιο
να καίει ακόμα..

Απομένω να κοιτώ
με τη σοβαρότητα ενός ενδοιασμού
το χρόνο να μεταμφιέζεται..

Μετά από σένα
αποθάρρυνα όλα τα σύμβολα
του χώρου
του χρόνου..
έτσι, κοιτώ τον δρόμο
τα βράδια
θα ξαναπερπατήσω στα χνάρια μου..

Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα
μπήκε η θάλασσα
αφήνοντας πίσω την άμμο
να διψάει ακόμα..

Δεμένη πισθάγκωνα
ταράζομαι
από υπόγειες δονήσεις

Μετά από σένα
δεν έχω ανάγκη από επιείκεια
του πόνου
του φόβου
από καλή πίστη, διεκδικώ
το ανέφικτο
αφού μπορώ να κλάψω κι από μέσα μου..

Μετά από σένα
έκλεισα καλά την πόρτα πίσω μου...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 25, 2006, 12:39:00 pm
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

ʼρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 16, 2006, 17:36:14 pm
ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Α. - Ήμουν άρρωστος; Έγινα καλά;
      Ποιός ήταν ο γιατρός μου;
      Πώς τα ξέχασα όλα τούτα!

Β. - Μονάχα τώρα είναι πράγματι καλά:
      Γιατί υγιής είναι όποιος έχει ξεχάσει.


Friedrich Nietzsche


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on December 16, 2006, 17:44:25 pm
ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Α. - Ήμουν άρρωστος; Έγινα καλά;
      Ποιός ήταν ο γιατρός μου;
      Πώς τα ξέχασα όλα τούτα!

Β. - Μονάχα τώρα είναι πράγματι καλά:
      Γιατί υγιής είναι όποιος έχει ξεχάσει.


Friedrich Nietzsche


Μεγαλεεεεεεεεε!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 16, 2006, 17:52:02 pm
Αντε γιατι με έπιασε "οιστρος της δύναμης" μεσημεριάτικα...

Νέοι  της  Σιδώνος  400 μ. Χ.

Αισχύλον  Ευφορίωνος  Αθηναίον  τόδε  κευθει
μνήμα  καταφθίμενον  πυροφόροιο  Γέλα`
αλκήν  δ'  ευδόκιμον  Μαραθώνιον  άλσος  αν  είποι
και  βαθυχαιτήεις  Μήδος  επιστάμενος.


(Αυτό  το  μνήμα  σκεπάζει  τον  Αισχύλο,  το  γιο  του  Ευφορίωνα,  Αθηναίο  που  πέθανε  στη  σιτοφόρα  Γέλα,  για  την  ευδόκιμη  ανδρεία  του  μπορεί  να  μιλήσει  το  άλσος  του  Μαραθώνα  και  ο  Πέρσης  με  την  πυκνή  χαίτη,  που  τη  γνώρισε  καλά)

 
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ? είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ? ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ? αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε ? κηρύττω ? στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ? τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό ?
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας? και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»


Κ.Π. Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on December 16, 2006, 21:55:20 pm

 ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 17, 2006, 11:45:11 am
Λία Χατζοπούλου- Σ'εχω δε σ'εχω

Σ' έχω δε σ' έχω, σε κρατώ δε σε κρατώ
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σε ονειρεύομαι

Είσαι δεν είσαι πάλι αυτή που με καλεί
Μένω δε μένω πάλι μένω απ' την αρχή
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σ' ονειρεύομαι

Γίνεσαι φωτιά κι αέρα, νερό κι αέρας, φωτιά
Μες τα χέρια μου κοιμάσαι χάνεσαι μετά

Σ' έχω δε σ' έχω, πάντα εσύ με οδηγείς
Μπαίνω δε μπαίνω στ' αδειανό μιας φυλακής

Σ' αγγίζω δε σ' αγγίζω
Σε ονειρεύομαι
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σ' ονειρεύομαι


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on December 17, 2006, 12:49:51 pm

Υπέροχο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on December 28, 2006, 12:53:55 pm
The insane always loved me

and the subnormal.
all through grammar school
junior high
high school
junior college
the unwanted would attach
themselves to
me.
guys with one arm
guys with twitches
guys with speech defects
guys with white film
over one eye,
cowards
misanthropes
killers
peep-freaks
and thieves.
and all through the
factories and on the
bum
I always drew the
unwanted. they found me
right off and attached
themselves. they
still do.
in this neighborhood now
there's one who's
found me.
he pushes around a
shopping cart
filled with trash:
broken canes, shoelaces,
empty potato chip bags,
milk cartons, newspapers, penholders . . .
"hey, buddy, how ya doin'?"
I stop and we talk a
while.
then I say goodbye
but he still follows
me
past the beer
parlours and the
love parlours . . .
"keep me informed,
buddy, keep me informed,
I want to know what's
going on."
he's my new one.
I've never seen him
talk to anybody
else.
the cart rattles
along a little bit
behind me
then something
falls out.
he stops to pick
it up.
as he does I
walk through the
front door of the
green hotel on the
corner
pass down through
the hall
come out the back
door and
there's a cat
shitting there in
absolute delight,
he grins at
me.

---Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 03, 2007, 12:28:31 pm
Σύννεφο με παντελόνια (Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι)

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on January 11, 2007, 12:31:18 pm
The Genius Of The Crowd
 
Τhere is enough treachery, hatred violence absurdity in the average
human being to supply any given army on any given day

and the best at murder are those who preach against it
and the best at hate are those who preach love
and the best at war finally are those who preach peace

those who preach god, need god
those who preach peace do not have peace
those who preach peace do not have love

beware the preachers
beware the knowers
beware those who are always reading books
beware those who either detest poverty
or are proud of it
beware those quick to praise
for they need praise in return
beware those who are quick to censor
they are afraid of what they do not know
beware those who seek constant crowds for
they are nothing alone
beware the average man the average woman
beware their love, their love is average
seeks average

but there is genius in their hatred
there is enough genius in their hatred to kill you
to kill anybody
not wanting solitude
not understanding solitude
they will attempt to destroy anything
that differs from their own
not being able to create art
they will not understand art
they will consider their failure as creators
only as a failure of the world
not being able to love fully
they will believe your love incomplete
and then they will hate you
and their hatred will be perfect

like a shining diamond
like a knife
like a mountain
like a tiger
like hemlock

their Ο λογαριασμός έχει παραβιαστεί, μην ανοίξετε το link. art


---Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 27, 2007, 15:33:47 pm
Ecce Homo
(="Ίδε ο άνθρωπος")

Ναι, ξέρω από που έρχομαι!
Αχόρταγος σαν φλόγα,
καίγομαι και τρώω τον εαυτό μου.
Ο,τι πιάνω γίνεται φως
ο,τι αφήνω γίνεται στάχτη:
φλόγα είμαι, σίγουρα!


Friedrich Nitzsche


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on February 12, 2007, 07:13:12 am
Ύστερα από δική σας παράκληση-απαίτηση  :P είμαι στην ευχάριστη θέση να ανεβάσω το σαρκαστικό ποίημα που γράψαμε και απαγγείλαμε σήμερα στη βραδιά ποίησης με την nuitari!  :)  Βασικά παίζει ρόλο και ο τροπος τονισμου των φρασεων..ενα μισος που βγαινει σε μερικες,μια οργή,αλλά και έτσι ελπίζω να σας αρέσει οταν το διαβάσετε..Το ποστάρω εδώ!
Ευχαριστώ πολύ την ξαδερφούλα μου..ήταν πραγματικά απόλαυση η συγγραφή του!!  ;)

Κουζίνιο άσμα ή Του νεκρού πιατόπουλου
(ή και τπτ δεν αποφασίσαμε τιτλο ουσιαστικά)

Αχός βαρύς ακούγεται πιάτα ποτήρια σπάνε
μη σε μπουζούκια σπάζουνε,μήνα σε κανα γλέντι?

Μηδέ σε γλέντι σπάζουνε,μηδέ και σε μπουζούκια
μον μες της γαϊτανόφρυδης της κόρης την κουζίνα!

κι είναι της πίτας ο καημός που θρύψαλα τα κάνει.
Μοιρολογούν τα βάζα της και κλαίνε τα σερβίτσια

"Ανάθεμά σε γκόμενε και τρισανάθεμά σε
ήταν ανάγκη ψεύταρος και τόσο ΚΑΦΡΟΣ να σαι?

Τα ίδια σκατά είστε ολοι σας,ίδιες και οι γαλιφιές σας
και μια ζωή πληρώνουμε εμείς για τις πουστιές σας!"

Μα ένα μικρό πιατόπουλο δεν το σπασε ακόμα
γεμάτο φόβο της κοιτά και σιγανά της λέει:

"Κόρη,γιατί ξεσπάς σε μας που είμαστε αθώα
το άθλιο κι ελεεινό γαϊδούρι για όλα φταίει!"

ʼδικα την παρακαλά,οίκτο αυτή δε δείχνει
πάνω στον τοίχο το πετά και θρύψαλα το κάνει

Την τελευταία του πνοή αυτό καθώς αφήνει
κομμένο πια στα 18 την αποχαιρετάει

"Οι άντρες θα ναι πάντοτε αναίσθητα γουρούνια
και μια ζωή την πάρτη του καθένας τους κοιτάει

μα εμάς που σου σταθήκαμε πιστά όλα αυτά τα χρόνια
άξιζε για τα μάτια του ο κάδος να μας φάει?!"

Ο ήλιος εβασίλεψε,η κόρη ημερεύει
κι άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

τη βιβλική καταστροφή τριγύρω της κοιτάει
κι απελπισμένη σκέφτεται.............."Αύριο που θα φάω????!"

 :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: adaman on February 12, 2007, 07:18:17 am
 ^hello^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 12, 2007, 13:27:27 pm
και γαμώ τα ζευγάρια
του Τσαρλς Μπουκόφσκι

ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ' αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μαbarfly

του Τσάρλς Μπουκόφσκι

η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια,
δεν θα μπορούσε ποτέ
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες
που πίναμε μαζί
και
ότι θα γινότανε ταινία
και
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της
ρόλο.

μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα,
για όνομα του Θεού!?

Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε,
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν
εσένα

κι ούτε κι εγώ
θα μπορέσω.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pmousoul on February 18, 2007, 01:28:57 am
Τελευταίος Σταθμός , Γ. Σεφέρης

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη,
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά
ρίχνοντας κάποτε σε ταραγμένους δρόμους
ποταμούς και μέλη ανθρώπων βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι,
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι και από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία,
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ΄λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους,
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο,
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο,
και τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση κ
ι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν,
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες,
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α' σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται
γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. "Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε..."
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.

             Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 11, 2007, 15:10:49 pm
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

ΤΑ ΠΑΘΗ


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ

ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα
πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 15, 2007, 23:17:01 pm
Απόσπασμα από το Καπνισμένο Τσουκάλι
του Γιάννη Ρίτσου

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ναι κι από αίμα
-όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα-
μπορεί να ναι κι απ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά.
Έξω απ'τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών κ το σφύριγμα του τραίνου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ'ένα κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη με δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος- βρίσουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: tsokis on March 15, 2007, 23:21:59 pm
Και η μελοποίηση όλα τα λεφτά...
Αθάνατος Ξυλούρης..
Εύγε Christine.. ;) ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: adaman on March 15, 2007, 23:43:03 pm
 Christine  ^wav^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 16, 2007, 00:09:26 am
Ο Θάνατος
του Πάμπλο Νερούντα

Ξαναγεννήθηκα πολλές φορές, απ το βάθος
των αφανισμένων αστεριών, ξαναφτιάχνοντας το νήμα της αιωνιότητας που πλήθυνα με τα χέρια μου,
και τώρα πάω να πεθάνω, χωρίς τίποτε περισσότερο,
 με χώμα πάνω στο σώμα μου, το προορισμένο να είναι χώμα.


Δεν αγόρασα ένα οικόπεδο τ ουρανού που πουλούσαν οι παπάδες
ούτε δέχτηκα σκοτάδια που ο μεταφυσικός κατασκεύαζε για τους αμέριμνους δυνατούς

Θέλω να είμαι στο θάνατο με τους φτωχούς που δεν είχαν καιρό να τον σπουδάσουν,
ενώ τους ράβδιζαν αυτοί που έχουν διαιρέσει και τακτοποιήσει τον ουρανό.

Έχω έτοιμο το θάνατό μου σα φορεσιά που με περιμένει,
απ το χρώμα π αγαπάω
απ την έκταση που ανώφελα αναζήτησα,
και απ το βάθος που έχω ανάγκη.

Όταν ο έρωτας ξοδεύεται σ ολοφάνερη ύλη
κι ο αγώνας αποδυναμώνει τα σφυριά
μέσα σ άλλα χέρια από στρατευμένη δύναμη
έρχεται να σβήσει ο θάνατος τα σημάδια
που χτίσανε τα σύνορά σου.



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 16, 2007, 00:12:52 am
Με χάδια τρομαγμένα
με διψασμένα χάδια
του νού μου τα σκοτάδια
απόψε ντύνομαι

Λευκό πανί υψώνω
και πάω όπου με πάει
αυτό που με σκορπάει
σου παραδίνομαι

Φωτιά μου εσύ
κι αγέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
τη φλόγα σου δώς μου
και γίνε μου φώς μου
χρυσόμαλλο δέρας

Φωτιά μου εσύ
κι αέρας
στο συνορο τούτης της μέρας
το γέλιο σου δώσμου
και γίνε του κόσμου
το πέρας


Μονάχη μές τους ξένους
και μές τους φίλους μόνη
να ξερα τί σε σώνει
στον πόνο στη χαρά


Γυαλί που δε ραγίζει
θαβρισκα να σου τάξω
πές μου πώς να πετάξω
με δανεικά φτερά


Της φυλακής μου πόρτα
εσύ και αντικλείδι
κι εγώ μικρό στολίδι
στον άσπρο σου λαιμό


Θα πώ ένα τραγούδι
σήκω να το χορέψεις
τα μάτια να μου κλέψεις
για πάντα πρίν χαθώ


Μίλτος Πασχαλίδης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on March 16, 2007, 00:14:10 am

Όταν ο έρωτας ξοδεύεται σ ολοφάνερη ύλη
κι ο αγώνας αποδυναμώνει τα σφυριά
μέσα σ άλλα χέρια από στρατευμένη δύναμη
έρχεται να σβήσει ο θάνατος τα σημάδια
που χτίσανε τα σύνορά σου.



 :-[  :-[ Αχ τι μας κάνεις βραδιάτικα......  :-\  :-\


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 17, 2007, 14:07:44 pm
Ο Σεπτέμβρης του 1903    
του Κ.Π.Καβάφη

Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.

Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.



Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 17, 2007, 14:18:47 pm
Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.    
του Κ.Π. Καβάφη
 
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.


Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.


Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—


Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;

Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 17, 2007, 16:20:58 pm
Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.    
του Κ.Π. Καβάφη
 
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.


Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·


Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—



Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.

Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;


Πολύ επίκαιρο βρε Christine... :) ;)
και πολύ ωραίο....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 17, 2007, 16:23:42 pm
Πολύ επίκαιρο βρε Christine... :) ;)
και πολύ ωραίο....

τι να πεις... Κάτι ξέρει ο Θανάσης (Κεχαγιάς)  ;) και τα διαβάζει στις βραδιές ποίησης....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 18, 2007, 22:03:53 pm
Της αγάπης
του Κώστα Ουράνη

Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!

Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.

Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'

Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 18, 2007, 22:36:24 pm
Η μπαλάντα του κυρ' Μέντιου
του Κώστα Βάρναλη

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
                   
Mεροδούλι, ξενοδούλι!                   
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,                   
ούλοι: δούλοι, αφεντικό                   
και μ' φήναν νηστικό.
                   
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,                   
παραβγαίνανε στην παίδεια                   
με κοτρόνια στα ψαχνά,                   
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
                   
Aνωχώρι, Κατωχώρι,                   
ανηφόρι, κατηφόρι,                   
και με κάμα και βροχή,                   
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.

                   
Eίκοσι χρονώ γομάρι                   
σήκωσα όλο το νταμάρι                   
κι' έχτισα, στην εμπασιά                   
του χωριού, την εκκλησιά.
                   
Kαι ζευγάρι με το βόδι                   
(άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)                   
όργωνα στα ρέματα                   
τ' αφεντός τα στρέμματα.
                   
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"                   
κουβαλούσα πολυβόλα                   
να σκοτώνωνται οι λαοί                   
για τ' αφέντη το φαϊ.
                   
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη                   
εκουβάλησα τη νύφη                   
και την προίκα της βουνό,                   
την τιμή της ουρανό!
                   
Aλλά εμένα σε μια σφήνα                   
μ' έδεναν το Μαη το μήνα                   
στο χωράφι το γυμνό                   
να γκαρίζω, να θρηνώ.

                   
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του                   
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του                   
και μου μίλαε κουνιστός:                   
"Σε καβάλησε ο Χριστός!"

                   
Δούλευε για να στουμπώσει                   
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.                   
Μη ρωτάς το πώς και τί,
 να ζητάς την αρετή!

                   
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!                   
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!                   
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...                   
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

                   
Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα                   
παρασφίξουνε τα γέρα,                   
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,                   
του θεού τ' αβασταγό!
                   
Kι' όταν ένα καλό βράδυ                   
θα τελειώσει μου το λάδι                   
κι' αμολήσω την πνοή                   
(ένα πουφ είν' η ζωή),

                   
H ψυχή μου θε να δράμη                   
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,                   
τ' άσπρα, τ' αχερένια του                   
να φιλάει τα γένια του!
                   
Γέρασα κι' ως δε φελούσα                   
κι' αχαϊρευτος κυλούσα,                   
με πετάξανε μακριά                   
να με φάνε τα θεριά.
                   
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω                   
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:                   
"Χαίρε φως αληθινόν                   
και προστάτη των κτηνών!
                   
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,                   
συ που δίδαξες αρνί                   
τον κύρ λύκο να γενή!
                   
Tο σκληρόν αφέντη κάνε                   
από λύκο άνθρωπο κάνε!...
"                   
Μα με την κουβέντα αυτή                   
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
                   
Tότενες το μαύρο φίδι                   
το διπλό του το γλωσσίδι                   
πίσω από την αστοιβιά                   
βγάζει και κουνάει με βιά:
                   
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια                   
κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,                   
μα θεοί κι' όξαποδώ                   
κει δεν είναι παρά δώ.
                   
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,                   
με το δίκιο του πολέμου                   
θα το βρης. Οπου ποθεί                   
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

                   
Mη χτυπάς τον αδερφό σου-                   
τον αφέντη τον κουφό σου!                   
Και στον ίδρο το δικό                   
γίνε συ τ' αφεντικό.

                   
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο                   
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!                   
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς                   
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.

                   
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει                   
κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει                   
κι' άλλος ήλιος έχει βγη                   
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on March 18, 2007, 23:27:47 pm
Της αγάπης
του Κώστα Ουράνη


Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'

Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...

 :-[  :-[
Μ'αρέσει πολύ αυτό...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 20, 2007, 04:34:30 am
ΒΑΛΤΕ ΝΑ ΠΙΟΥΜΕ
του Κώστα Καρθαίου

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφθαστα θα ζητούμε
Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε...


Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
στο περιγιάλι το φαιδρό κι ας γλεντοτραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε
Βάλτε να πιούμε...


Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε
Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα

καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε
Βάλτε να πιούμε...


Title: Re: Ποίηση
Post by: adaman on March 20, 2007, 04:39:30 am
 ^wav^

 ^ivres^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 20, 2007, 05:17:34 am
Lifedance
του Charles Bukowski

the area dividing the brain and the soul
is affected in many ways by
experience---
some lose all mind and become soul:
insane.
some lose all soul and become mind:
intellectual.
some lose both and become:
accepted.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on March 20, 2007, 07:49:45 am

 :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on March 27, 2007, 00:25:23 am
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ - Kωστας Καρυωτακης

(1)

Παλιό η ψυχή μου γράμμα είναι κι εγράφη
σε μια παρθένα ωραία -- ευγενική
παρθένα -- που για λύπη ερωτική
το μοναστήρι εδιάλεξεν, ετάφη.

Τι τώρα κι αν ασπρίζουνε οι κροτάφοι;
Το τότε κι αν η μοίρα ήταν κακή;
Ένα συρτάρι εβένινον εκεί
των αναμνήσεων κρύβει το χρυσάφι.

Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.

Έπειτα, ενώ, με βλέφαρα κλειστά,
το φευγαλέο της όραμα κρατά,
σηκώνεται και πάει στο περιβόλι.



(2)

Με τον καιρό που πρόσχαρη ήταν νέα
-- αλίμονο! -- για να αναμετρηθεί,
για να 'βρει ένα σκοτάδι πιο βαθύ,
σέρνεται προς την πένθιμη αλέα.

Βαριά στη ζωή της έπεσε η αυλαία
κει δεν μπορεί καλά να θυμηθεί.
Το χείλος, μόνο ξέρει, δεν ανθεί,
δεν είναι πια τα μάτια της ωραία.

Κι όπως τα δέντρα ολόγυρα σιωπούν,
έτσι ποτέ για εκείνον που τη χάνει,
ποτέ δε θα 'ρθουν άνθρωποι να πουν.

Αχ, μήτε τ' όνομά του εδώ δε φτάνει!
Να ζει; Και πάντα ναν τον αγαπούν;
Μην έχει τάχα -- σαν αυτή -- πεθάνει;



(3)

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ' απομείνει.

Κατάμονη σε μι' άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ένας ακόμη θα 'σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.


Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται και αργεί
χαμένην ευτυχία να νοσταλγεί.

Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι
όσα, το βράδυ, δάκρυα, την αυγή,
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 27, 2007, 00:43:01 am
Κοντά σου
της Μαρίας Πολυδούρη

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.


Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.




Θάρθης αργά
της Μαρίας Πολυδούρη

Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι...

Άκου στα δέντρα πένθιμα πως τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται... κι’ αργείς, αργείς ακόμα!

Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βορηά το θρήνο
και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 27, 2007, 03:10:24 am
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΣΟ ΠΑΘΟΣ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΗ Μ' ΕΜΑΣ.
ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ Μ' ΑΥΤΑ-
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΠΛΗΞΗ, ΦΟΒΟ, ΧΡΗΜΑ
ΚΑΙ ΞΕΦΤΙΣΜΕΝΗ ΕΥΦΥΙΑ.

            CHARLES BUKOWSKI



Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on March 27, 2007, 18:45:38 pm
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ - Kωστας Καρυωτακης

από τα πιο όμορφα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 29, 2007, 10:34:26 am
Sit for a while, why rush? 
The beauty is all around. 
The red sky of the morning, 
the different colours of the landscape, 
the freshness of the breeze. 
So sit for a while and rest 
with the spirit of the land. 


John Renshaw


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 29, 2007, 11:02:21 am
In fire
του D.Gildenlow

In fire, we can see our past and our coming. For, as with us and our time, these flames are solely born through the complete and utterly consumption of its surroundings. By which, the fire itself is also condemned to be destroyed. 
Demanding, beautiful and very lethal, it lives itself to death…


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 29, 2007, 11:06:22 am
The excerpt is  from Lorraine Rekman’s speech held at the World Uranium Hearing:

’I dread the day my children will ask me why. I dread the day when I will have to explain to them that people thought it was acceptable to destroy the environment so that we could have jobs. I dread the day I will have to explain to my bright-eyed Joshua, who talks to dogs and listens to the grass screaming, that we were all to busy driving fast cars, rushing our children off to day-care, and finding seniors’ homes to our grandparents and listening to the ringing of cash registers.   
   
We were all too busy to hear the grass screaming.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 30, 2007, 18:30:19 pm
Χριστινάκι  δές  κι  αυτό, αν  και  φαντάζομαι  θα το  ξέρεις... :)

ΑΝΟΙΞΗ

Άνοιξη! Ο  ήλιος  χρυσαφιού  πλημμύρα. Μάγια; μύρα
παντού, και  σ'αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της  ψυχής  το  θησαυρό.

Τα  λόγια  σου! Ω, τα  λόγια  σου  μια  υπόσχεση  που  καίει
μια  υπόσχεση  που  αργεί  πολύ  να  ρθεί.
Τ'ακούω  παντού, δεν  παύουνε, μέσα  τους  κάτι  κλαίει,
μέσα  τους  τρέμει  η  αγάπη  σου, προτού  μοιραία  χαθεί.

Τα  λόγια  σου  με  μέθυσαν  τη  μέθη  του  θανάτου
κι  ακόμα  δεν  εσίγασαν. Μιλούν
και με  τρελαίνουν, με  μεθούν, με  φέρνουν  πιό  σιμά  του,
ενώ  πιό  ακαταμάχητα  στη  ύπαρξη  καλούν.

Αγαπημένε, αν  τη  ζωή  τη  δώσω  πίσω  πέ  μου,
τί  θα  ωφελήσει, αφού  δεν  θα  σε βρώ;
Δε  λογαριάζω  τη  ζωή  μα  πώς  μπορεί, καλέ  μου
Να  σβήσει  πιά  η  αγάπη  μου;  και  να  μην  σ'αγαπώ

Ενώ  θα  ναι  άνοιξη  παντού  που  ακούστηκε  η  φωνή  μας
να  επικαλείται  τον  αιώνιον  έρωτα, κι  εμείς
στεφάνι  να  του  πλέκουμε  με  μόνο  το  φιλί  μας,
μέσα  στο  γιορτασμό  λατρείας  θερμής;

Μαρία  Πολυδούρη


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 30, 2007, 19:00:11 pm
ΑΠΟ  ΤΗ  "ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ  ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ"  του  Γιάννη  Ριτσου

Άφησέ με  να 'ρθω  μαζί  σου. Τί  φεγγάρι  απόψε!
Είναι  καλό  το  φεγγάρι - δεν  θα  φαίνεται
που  ασπρίσαν  τα  μαλλιά  μου. Το  φεγγάρι
θα  κάνει  πάλι  χρυσά  τα  μαλλιά  μου. Δεν θα  καταλάβεις.
Άφησέ  με  να  ρθω  μαζί  σου.

Όταν  έχει  φεγγάρι  μεγαλώνουν  οι  σκιές  μές  στο  σπίτι,
αόρατα  χέρια  τραβούν  τις  κουρτίνες,
ένα  δάχτυλο  αχνό  γράφει  στη  σκόνη  του  πιάνου
λησμονημένα  λόγια - δεν  θέλω  να  τ΄ακούσω. Σώπα.

Άφησέ με  να  ρθω  μαζί  σου
λίγο  πιό  κάτω - ως  τη  μάντρα  του  τουβλάδικου,
ως  εκεί  που  στρίβει  ο  δρόμος  και  φαίνεται
η  πολιτεία  τσιμεντένια  κι  αέρινη, ασβεστωμένη
με  φεγγαρόφωτο, τόσο  αδιάφορη  και  άυλη,
τόσο  θετική - σαν  μεταφυσική,
που  μπορείς  επιτέλους  να  πιστέψεις  πώς
υπάρχεις και  δεν  υπάρχεις,
πώς  ποτέ  δεν  υπήρξες, δεν  υπήρξε  ο  χρόνος  κι  η  φθορά  του.
Άφησέ με  να ρθω  μαζί  σου!!.....


Title: Re: Ποίηση
Post by: mendelita on April 06, 2007, 19:15:59 pm


IF.....




IF you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:

If you can dream - and not make dreams your master;
If you can think - and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:

If you can make one heap of all your winnings
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: 'Hold on!'

If you can talk with crowds and keep your virtue,
' Or walk with Kings - nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If all men count with you, but none too much;
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And - which is more - you'll be a Man, my son!


by Rudyard Kipling



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 13, 2007, 19:33:43 pm
Παλιότερα είχα ποστάρει τους στίχους της μελοποίησης.

Αλλά το αυθεντικό ποίημα ειναι αυτο:

Σ' έχω δε σ' έχω
της Λείας Χατζοπούλου-Καραβία

Σ' έχω δε σ' έχω σε κρατώ δε σε κρατώ
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σε ονειρεύομαι

Σε πρύμνες καραβιών που μόλις ξεμακραίνουν
Να μου απλώνεις τα χέρια
Είσαι δεν είσαι αυτός που με καλεί
Σε περιμένω δε σε περιμένω πάντα φτάνεις απροσδόκητος
Με οδηγείς σε κάμαρα ολοσκότεινη
Και κει με μια σειρά μεταμορφώσεων
Γίνεσαι ύδωρ πυρ αήρ δράκος και περιστέρι

Με τη φωνή μου λες ποιήματα
Που θα μπορούσα ή θα θελα ή θα πρεπε να γράψω

Κι ύστερα αποκοιμιέσαι μες τα μπράτσα μου
Και μένω δε μένω μοναχή μου



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 13, 2007, 22:43:31 pm
ΦΑΝΤΑΣΙΑ    Γιάννης  Σκαρίμπας

Μα ναι  σαν  να  μας  σπρώχνει  ένας  αέρας  μαζί
πρός  ένα  δρόμο  φιδωτό  που  σβεί  στα  χάη
και  σένα  του  καπέλου  σου  βαμένη  φανταιζί
κάποια  κορδέλα  του, τρελά  να  χαιρετάει.

Και  ναν  σαν κάτι  να  μου  λές, κάτι ωραίο  κοντά
γι'άστρα  τη  ζώνη  που  πηδάν  των  νύχτιων  φόντων,
κι  αυτός  ο  άνεμος  τρελά, - τρελά  να  μας  σκουντά
ολο  πρός  τη  γραμμή  των  οριζόντων.

Κι  όλο  να  λές, να  λές, στα  θάμβη  της  νυκτός
για  ένα - με  γυάλινα  πανιά - πλοίο  που  πάει
ολο  βαθιά, όλο  βαθιά, οσο  που  πεφτει  εκτός
οξ'απ' τον  κύκλο  των  νερών - στα  χάη.

Κι  όλο  να  πνέει, να  μας  ωθεί  αυτός  ο  αέρας  μαζί
περ' από  τόπους  και  καιρούς  έως ότου - φώς  μου -
-  καθώς  τρελά  θα  χαιρετάει  κειν'η  κορδέλα  η  φανταιζί-
να  βγούμε  απ΄την  τρικυμία  αυτού  του  κόσμου.



Title: Enivrez-Vous ... Mεθύστε
Post by: xristoforos_ on April 16, 2007, 22:28:14 pm
Ωραία ποιηματάκια, που σου μαθαίνουν όμορφα άγνωστα παιδάκια...

Enivrez-Vous

Il faut être toujours ivre.
Tout est là:
c'est l'unique question.
Pour ne pas sentir
l'horrible fardeau du Temps
qui brise vos épaules
et vous penche vers la terre,
il faut vous enivrer sans trêve.
Mais de quoi?
De vin, de poésie, ou de vertu, à votre guise.
Mais enivrez-vous.
Et si quelquefois,
sur les marches d'un palais,
sur l'herbe verte d'un fossé,
dans la solitude morne de votre chambre,
vous vous réveillez,
l'ivresse déjà diminuée ou disparue,
demandez au vent,
à la vague,
à l'étoile,
à l'oiseau,
à l'horloge,
à tout ce qui fuit,
à tout ce qui gémit,
à tout ce qui roule,
à tout ce qui chante,
à tout ce qui parle,
demandez quelle heure il est;
et le vent,
la vague,
l'étoile,
l'oiseau,
l'horloge,
vous répondront:
"Il est l'heure de s'enivrer!
Pour n'être pas les esclaves martyrisés du Temps,
enivrez-vous;
enivrez-vous sans cesse!
De vin, de poésie ou de vertu, à votre guise


(ψιλοελεύθερη προσωπική μετάφραση)

Μεθύστε

Πρέπει πάντα να είστε μεθυσμένοι.
Αυτό είναι το πάν:
το μόνο που χρειάζεται.
Για να μην αισθάνεσθε
το φρικτό βάρος του χρόνου
που μελανιάζει του ώμους σας
και σας ρίχνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε χωρίς μέτρο.
Αλλά με τι;
Με κρασί, ποίηση ή αρετή, είναι επιλογή σας.
Αλλά μεθύστε.
Κι αν κάποια φορά,
στην αυλή ενός παλατιού,
στη χλόη ενός ρέματος,
στη θρηνιτική μοναξιά του δωματίου σας,
ξυπνήσετε,
κι η μέθη έχει ξεθυμάνει, έχει εξαφανιστεί,
ρωτήστε τον αέρα,
ρωτήστε το κύμα,
ένα αστέρι,
ένα πουλί,
ένα ρολόι,
κάθε τι που φευγαλέα χάνεται,
κάθε τι που βοά,
κυλά,
τραγουδά,
μιλά,
ρωτήστε τι ώρα είναι,
κι ο άνεμος,
το κύμα,
το αστέρι,
το πουλί,
το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:

"Είναι ώρα να μεθύσετε,
μη γίνεστε του χρόνου μαρτυρικοί σκλάβοι,
μεθύστε,
μεθύστε χωρίς σταματημό!
Με κρασί, ποίηση ή αρετή, δική σας η επιλογή!"

ixic_


Title: Re: Enivrez-Vous ... Mεθύστε
Post by: Appelsinpiken on April 16, 2007, 22:52:37 pm
Charles Baudelaire

τα μυαλά μου πονάνε...


Title: Re: Enivrez-Vous ... Mεθύστε
Post by: Verminoz on April 17, 2007, 03:44:17 am
Πολύ ωραίο! :)

Λέω να ακολουθήσω την συμβουλή του :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 20, 2007, 12:27:43 pm
Ανανέωση
του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή


Εκεί που μοίραζαν τα χρόνια
για τον καθένα
πήγα κι εγώ.

"Εσείς", μου λένε, "τι τα θέλετε, και πόσα?"
"Είκοσι", λέω, "είκοσι, ν' αλλάξω τον κόσμο!"

Ταξόδεψα και πήγα ξανά:
"Δόστε μου άλλα είκοσι, ν' αλλάξω τον κόσμο!"

Πάνε και τούτα.

Σαν ξαναπήγα με διώξαν:
"Να μας στείλετε", μου είπανε, "το γιο σας..."


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on April 20, 2007, 23:21:17 pm
Πριν απ τη σιωπή

Τιτος Πατρικιος

Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα
όλο κι απλώνει
μέσα κι έξω.
Απ' το γυμνό βουνό μου
πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι αισθημάτων
κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα
βλέποντας μόνο δάση
πάλι πεθαίνω για ένα δέντρο.
'Ενα δέντρο... ένα πρόσωπο...
Και πια δεν ξέρω
αν διάλεξα τη μοναξιά
ή αν μου την επιβάλατε.
Καθώς απλώνει ο πάγος
δεν καταδέχομαι
να ζητήσω τη βοήθειά σας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 21, 2007, 01:30:11 am
Τέλος
της Matilda K.K.P.

Αρχίζω να αποβάλλω τις έμμονες σκέψεις μου.
Δεν ωφελούν πια.
Τίποτα δεν έχει σημασία.
Είσαι αόριστα μακριά και δεν αντέχω να βρίσκομαι άλλο με την πλάτη στον τοίχο.
Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει για να το ξεχάσω-τα ανεκπλήρωτα ξεπερνιούνται δύσκολα-αλλά θα χω κάνει προσπάθεια.
Όλα θα είναι ουρανός και θα γλιτώσω πια απ'τις γραφές στον αέρα.
Με κουράζουν, ξέρεις.
Σα να εξατμίζομαι ή να λιώνω.
Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας ο σκληρός.
*
Είπες άραγε καμιά αλήθεια?
Απ' αυτές που κανείς δεν κρύβει?
Στο πέλαγος της μοναξιάς μου δεν είσαι νησί.
Ήσουν κάποτε
Μετά έγινες στενή λωρίδα γης
Έπειτα σκόπελος
Ύστερα ύφαλος
Τώρα?
Ούτε και γω ξέρω πια...

*παρμένο από το ποίημα Έρημη Χώρα του Τ.Σ.Έλιοτ(μτφ. Γ.Σεφέρη)


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on April 21, 2007, 02:58:00 am
Τέλος
της Matilda K.K.P.

Αρχίζω να αποβάλλω τις έμμονες σκέψεις μου.
Δεν ωφελούν πια.
Τίποτα δεν έχει σημασία.
Είσαι αόριστα μακριά και δεν αντέχω να βρίσκομαι άλλο με την πλάτη στον τοίχο.
Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει για να το ξεχάσω-τα ανεκπλήρωτα ξεπερνιούνται δύσκολα-αλλά θα χω κάνει προσπάθεια.
Όλα θα είναι ουρανός και θα γλιτώσω πια απ'τις γραφές στον αέρα.
Με κουράζουν, ξέρεις.
Σα να εξατμίζομαι ή να λιώνω.
Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας ο σκληρός.

Είπες άραγε καμιά αλήθεια?
Απ' αυτές που κανείς δεν κρύβει?
Στο πέλαγος της μοναξιάς μου δεν είσαι νησί.
Ήσουν κάποτε
Μετά έγινες στενή λωρίδα γης
Έπειτα σκόπελος
Ύστερα ύφαλος
Τώρα?
Ούτε και γω ξέρω πια...

 :'( :'(  αχ ρε Χριστινουλι
ειναι τελειο (δε μου θυμιζει τιποτα, δεν το ηξερα :-\) και με εκφραζει πολυ αυτη τη στιγμη


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 21, 2007, 13:06:50 pm
Από το "Εμβατήριο του Ωκεανού"   
(Γιάννης Ρίτσος)


Οι γέροι ναυτικοί
που δεν έχουν καϊκι, που δεν έχουν πια δίχτυα
κάθονται στο βράχο
και καπνίζουν στην πίπα τους
ταξίδια, σκιά και μετάνοια.

Όμως εμείς
δεν ξέρουμε τίποτα
απ' τη στάχτη στη γεύση του ταξιδιού.

Ξέρουμε το ταξίδι
και το γλαυκό ημικύκλιο του ορίζοντα
που 'ναι σαν τ' άγριο φρύδι
θαλασσινού Θεού.

Πηδάμε στις βάρκες
λύνουμε τα σκοινιά και τραγουδάμε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο στο ανοιξιάτικο φεγγάρι.

Ποιά διαμαντένια πολιτεία
κοιμάται πίσω απ' τα βουνά;
Ποιά φώτα τρέμουν πέρα στη νύχτα
και μας φωνάζουν;

Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
Μητέρα,
μη μου κρατάς το χέρι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on April 21, 2007, 16:31:29 pm
Τέλος
της Matilda K.K.P.

Αρχίζω να αποβάλλω τις έμμονες σκέψεις μου.
Δεν ωφελούν πια.
Τίποτα δεν έχει σημασία.
Είσαι αόριστα μακριά και δεν αντέχω να βρίσκομαι άλλο με την πλάτη στον τοίχο.
Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει για να το ξεχάσω-τα ανεκπλήρωτα ξεπερνιούνται δύσκολα-αλλά θα χω κάνει προσπάθεια.
Όλα θα είναι ουρανός και θα γλιτώσω πια απ'τις γραφές στον αέρα.
Με κουράζουν, ξέρεις.
Σα να εξατμίζομαι ή να λιώνω.
Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας ο σκληρός.

Είπες άραγε καμιά αλήθεια?
Απ' αυτές που κανείς δεν κρύβει?
Στο πέλαγος της μοναξιάς μου δεν είσαι νησί.
Ήσουν κάποτε
Μετά έγινες στενή λωρίδα γης
Έπειτα σκόπελος
Ύστερα ύφαλος
Τώρα?
Ούτε και γω ξέρω πια...

 :'( :'(  αχ ρε Χριστινουλι
ειναι τελειο (δε μου θυμιζει τιποτα, δεν το ηξερα :-\) και με εκφραζει πολυ αυτη τη στιγμη

τί ώρες είναι αυτές κ μου μελαγχολείτε; :-\  :-* :-*.Για να καταστρέψω ακόμη μια φορά το κλίμα σας αφιερώνω ένα ποίημα που είχα γράψει στο 1ο έτος και μιλάει γι αυτό το αίσθημα της απώλειας, της μοναξιάς( :P) αλλά η βαθύτερη ομορφιά του θα σας φανερωθεί μονο αν είστε σαν άτομα αρκετά ώριμα κ έτοιμα ώστε να αποκωδικοποιήσετε τα συμπυκνωμένα κοινωνικά μηνύματά του( :P)

                                    SEX MANIACS

Κορίτσια βγήκαν για σαφάρι
Βαλεντίνε κάντους χάρη
να βρεθεί κανάς καλός
γιατί δε γίνεται αλλιώς

Κι όλο ψάχνε, κι όλο πέτα
τσίχλα δυόσμου ή κ μέντα
για δροσερή αναπνοή
μπας κ δωσουμε φιλι

-Σαν αυτόν δίπλα στον πάγκο?
-Έλα ρε, πολύ το παίζει,
σαν το φίλο μου τον Βάγγο,
που κι όμως έιναι φαν της Νταίζυ               

-Αλλά εκείνος πίσω πλάι;
-Α, αυτός ρε φιλενάδα
είναι σκέτο μανουλάκι
μα κάποια άλλη θα στον φάει,
αφού τον θέλει όλη η Ελλάδα!

-Ρε κορίτσια, πρώτο έτος
είναι φάση της παρέας
δε θέλω γκόμενο για φέτος!

Ε ρε πώς τα μπλεξε γαμώτο
η σημερινή νεολαία
τί καπότα, τί τσιρότο
και τάχα όλα είναι ωραία...

Και το συμπερασμα is this:
4 θεές κουκλάρες
να τις τρώει η μαρμάγκα!
και να πεις ζητούν πολλά;
έναν ψηλό, καλό και μάγκα!
Έχει αντίρρηση κανείς;

 :P :P  :P ( συγχωρήστε με για τη σαχλαμαριτσα, αλλά έτσι μου βγήκε) :P

                                         


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on April 21, 2007, 17:15:40 pm
:D xaxaxa


Title: Re: Ποίηση
Post by: tsokis on April 21, 2007, 22:16:44 pm
 :o :o
Κορυφαίο... :D :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 22, 2007, 22:16:21 pm


                    Οδυσσέας Ελύτης
                    Από το Άξιον Εστί:
                    Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική


                    Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
                    το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...

                    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

                    Εκεί σπάροι και πέρκες
                    ανεμόδαρτα ρήματα
                    ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
                    όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
                    σφουγγάρια, μέδουσες

                    με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων

                    όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

                    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

                    Εκεί ρόδια, κυδώνια
                    θεοί μελαχροινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
                    το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
                    Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
                    λυγαριά και σχίνο

                    σπάρτο και πιπερόριζα

                    με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

                    ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι...

                    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..

                    Εκεί δάφνες και βάγια
                    θυμιατό και λιβάνισμα

                    τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια

                    στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα ,

                    κνίσες, τσουγκρίσματα

                    και Χριστος Ανέστη

                    με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
                    Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...

                    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του "Υμνου !..

         



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 22, 2007, 22:19:20 pm
Ωραίο komnine...
θυμάμαι το είχαμε διαβάσει σε κάποια απ τις βραδιές εκείνες στο 9όροφο...  :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 24, 2007, 21:56:09 pm
και λίγο από Βρεττάκο


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 27, 2007, 20:54:58 pm
10 Οκτώβρη 1945
του Ναζίμ Χικμέτ, (από τα "Ποιήματα των 9-10μ.μ.")

Μεθάω κοιτάζοντας στα μάτια σου.
Ευωδιές απ' το χώμα που λούζει ο ήλιος.
Χάνομαι στα στάχυα
του χωραφιού που δουλεύτηκε καλά.
Τα μάτια σου σαν την ύλη που αδιάκοπα
αλλάζει
Ατέλειωτος γκρεμός με ζοφερές
αντάυγειες


Κάθε μέρα κάτι λένε
απ' το μυστικό τους,που ποτέ όμως
δε 8α δώσουν απόλυτα...




"Να λοιπόν τι κάνω τώρα... επεξεργάζομαι όλη μέρα τα "ΤΟΠΙΑ" κι απ' τις 9 το βράδυ σκέφτομαι μόνο εσένα.
Μη νομίσεις πως τις υπόλοιπες ώρες σε ξεχνάω.
Μα απ' τις 9 και μετά εσένα μόνο σκέφτομαι και σου γράφω ποιήματα...
Απ' τις 9 ως τις 10. τους έδωσα και τίτλο: τα ποιήματα των 9-10μ.μ."

Απ' το γράμμα του Ν.Χικμέτ
 στη γυναίκα του Πιραγιέ
(Φυλακές Προύσας 1945)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2007, 22:18:58 pm
Ένα  ποίημα  από  την  καταπληκτική  Ρέα  Γαλανάκη ....

ΕΡΩΤΑΣ

Έχουν  σ'ένα  καρότσι  βρεφικό τον  πεθαμένο  τους
τριγυρισμένον  από μαλακά  παιχνίδια.

όταν  του  λένε  "θα"  κλείνουν  τα  μάτια
κι επιστρέφουν  σε  εξομολογήσεις  και  σε  δάκρυα.

Χαρούμενες  που  δεν  μπορεί  να  τις  πληγώσει
γνωρίζουν  πότε  ακριβώς  θα  τον  ταϊσουν  γάλα  και  θα  τον  αλλάξουν
πότε  θα  κάνουν  τα  βαφτίσια  του  και  θα  τον  ξαναβγάλουν  Έρωτα.

όλες  θέλουν  να  φύγουν  μακριά
πλήν  όμως  δεν  αντέχουν
να  τραυματίσουν  τη  νεκρή  ψυχή  του  λησμονώντας.

Κόβουνε  τότε  τα  μαλλιά.
Βάφουν  με  σκούρο  κόκκινο  τα  νύχια τους
με  παγωνίσιο  μπλέ  τα  βλέφαρα.
Φορούν  ψηλα  τακούνια  και  αρώματα.
Σωπάινοντας  ακούν  ένα  σαξόφωνο.

Φεγγάρι  αγάπα  τες, αγάπα  τες  πολύ.


("Οι  τρυφερές")


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 27, 2007, 22:40:01 pm
Σονέτο 22 - (Κωνσταντίνος Θεοτόκης)



Tόσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
        Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ' ανταμώνω,
Kαι τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
        Tο δάκρυ αψύ μ' ένα σου βλέμμα μόνο.
Kι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
        Tι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Kαι δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
        Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,
Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
        H δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
        Kαι της ζωής τα περασμένα πάθη
Tες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
        Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Kι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 27, 2007, 22:44:09 pm
το ύφος του ποιήματος της Γαλανάκη μου θυμίζει πολύ ένα που έχει γράψει ο Λίνος Ιωαννίδης (ο αδερφός του Αλκίνοου)

Ο Φλεγόμενος Ποδηλάτης


Ο φλεγόμενος ποδηλάτης περνά κάθε απόγευμα
Περιστρέφει έναν ήλιο στον ένα τροχό
στον άλλο ένα μήλο

Χαμογελά στα παιδιά, στις κυρίες χαρίζει
ένα μαύρο λουλούδι
ένα φιλί στην παλάμη να μην τον ξεχνούν
κι ύστερα φεύγει

Τα παιδιά δεν τον βλέπουν μα οι κυρίες παλεύουν
ποια 8α τον σβήσει
Η αγκαλιά τους ο δρόμος νερό
και η φωτιά που κυλά στα χωράφια


Φυτρώνουν στον ήλιο πλατάνια ζεστά
κυπαρίσσια οριζόντια, κοιμητήρια μικρά
να κοιμούνται οι πόθοι
τα μεγάλα ταξίδια
κι ο φλεγόμενος ποδηλάτης
που περνά κάθε απόγευμα


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2007, 22:48:22 pm


Ο Φλεγόμενος Ποδηλάτης


Ο φλεγόμενος ποδηλάτης περνά κάθε απόγευμα
Περιστρέφει έναν ήλιο στον ένα τροχό
στον άλλο ένα μήλο

Χαμογελά στα παιδιά, στις κυρίες χαρίζει
ένα μαύρο λουλούδι
ένα φιλί στην παλάμη να μην τον ξεχνούν
κι ύστερα φεύγει

Τα παιδιά δεν τον βλέπουν μα οι κυρίες παλεύουν
ποια 8α τον σβήσει
Η αγκαλιά τους ο δρόμος νερό
και η φωτιά που κυλά στα χωράφια


Φυτρώνουν στον ήλιο πλατάνια ζεστά
κυπαρίσσια οριζόντια, κοιμητήρια μικρά
να κοιμούνται οι πόθοι
τα μεγάλα ταξίδια
κι ο φλεγόμενος ποδηλάτης
που περνά κάθε απόγευμα

+1

Το  έχω  σε  cd.... :)  πραγματική  ποίηση....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 27, 2007, 23:06:01 pm
και συνδυασμένο με τη μουσική είναι ακόμη καλύτερο...


26 Σεπτέμβρη 1945
του Ναζίμ Χικμέτ

Μας αιχμαλώτισαν,
               μας φυλάκισαν
                            εμένα μες τους τοίχους
                                             εσένα απ' έξω
Δεν έχει σημασία ότι μας συμβαίνει.
Χειρότερο είναι
να χεις τη φυλακή μέσα σου
είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα.

Έτσι θέλουν να κάνουν τους  περισσότερους ανθρώπους
εδώ μέσα,

ανθρώπους τίμιους, ανθρώπους αγαθούς,
ανθρώπους προκομμένους,
που μπορώ ν' αγαπώ, όπως αγαπώ κι εσένα...


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2007, 23:17:34 pm
Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)
Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.

Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.

Γιάννης  Ρίτσος


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 28, 2007, 19:21:48 pm
Ερωτόκριτος - Βιντσέντζος Κορνάρος

"Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, και μισώ τη,
          κ' εγώ'χω πλιά την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
     Kι απόσταν τ' απαρνήθηκα, και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
          δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδέ να φάγω.
               Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,         
          κ' εγώ θωρώ χειρότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
     Kι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
          κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
     Aυτός λαβώνει από κοντά, κι από μακρά σκοτώνει,         
          κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει.         
     Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
          μου βάνει μες στο λογισμόν, κ' εκεί μου την αφήνει.

     Kι α' θέσω ν' αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσουν,
          μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου' να με φιλήσουν.
     Ώφου, κακό οπού μ' εύρηκε! Kαι ποιά ώρα να'ν' εκείνη           
          ν' αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ' αφήνει.
     Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, βούηθα και γιάτρεψέ με,
          κι ο λογισμός οπού'βαλα, θωρώ εθανάτωσέ με."



Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on April 28, 2007, 19:28:40 pm
Η Πορτοκαλένια

Ελύτης Oδυσσέας



Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !

Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !


(από το Ήλιος ο Πρώτος, Ίκαρος 1963)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 01, 2007, 09:18:54 am
Όταν
του Μιχάλη Κατσαρού


Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις τακτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψιθύρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατελείωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουν σίγουρα τη φωνή
8'ανοίξω το στόμα μου

8α γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι 8'ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.


Πάλι σας δίνω όραμα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on May 02, 2007, 21:35:15 pm
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ                      Νίκος Καββαδίας, 4-1-1974

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέμματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τί δεν έχω υποσχεθεί και τί δεν έχω ΄ταξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που φερνα μου το κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο - μάδησε κ έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κ ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.

Κ αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να ρθω απ'τα πέλαγα με τη φυρονεριά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 06, 2007, 20:16:40 pm
Απόσπασμα από το Psychosis 4:48 της Sarah Kane


I am sad
I feel that the future is hopeless and that things cannot improve
I am bored and dissatisfied with everything
I am a complete failure as a person
I am guilty, I am being punished
I would like to kill myself
I used to be able to cry but now I am beyond tears
I have lost interest in other people
I can't make decisions
I can't eat
I can't sleep
I can't think
I cannot overcome my loneliness, my fear, my disgust
I am fat
I cannot write
I cannot love
My brother is dying, my lover is dying, I am killing them both
I am charging towards my death
I am terrified of medication
I cannot make love
I cannot fuck
I cannot be alone
I cannot be with others
My hips are too big
I dislike my genitals



At 4.48
when depression visits
I shall hang myself
to the sound of my lover's breathing


I do not want to die

I have become so depressed by the fact of my mortality that I have decided to commit suicide
I do not want to live

I am jealous of my sleeping lover and cover his induced unconsciousness

When he wakes he will envy my sleepless night of thought and speech unslurred by medication

I have resigned myself to death this year

Some will call this self-indulgence
(they are lucky not to know its truth)
Some will know the simple fact of pain

This is becoming my normality


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 09, 2007, 01:32:36 am
Το άπιαστο Προ-πο
του Βασίλη Καραβίτη

Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους
γι' ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ' αχρηστεύσουν τη μόνωση
για σιωπές ακόμα έφορες που θα συντηρήσουν το πάθος
γι' άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς

για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που 8' απορροφήσουν τις μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθος των μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε.



Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 09, 2007, 01:45:13 am
Από τα εφτά ποιήματα της αγάπης στον πόλεμο
του Πωλ Ελυάρ


Στ' όνομα του τέλειου ψηλού μετώπου
Στ' όνομα των ματιών που κοιτάζω
Και του στόματος που φιλώ
Για σήμερα και για πάντα.

Στ' όνομα της θαμμένης ελπίδας
Στ' όνομα των δακρύων μες τη νύχτα
Στ' όνομα των φυτών που φέρνουν γέλιο
Στ' όνομα του γέλιου που φέρνει φόβο.

Στ' όνομα του γέλιου κάτω στο δρόμο
Της γλύκας που δένει τα χέρια μας
Στ' όνομα της οπώρας σαν σκεπάζει το λουλούδι
Σε μια όμορφη γη και καρπερή.

Στ' όνομα των ανθρώπων που σαπίζουνε στη φυλακή
Στ' όνομα των εξορισμένων γυναικών.
Στ' όνομα όλων των συντρόφων μας
Που μαρτύρησαν και σφαγιάστηκαν
Για να μην δεχτούνε τον ίσκιο.


Πρέπει να στραγγίξουμε την ορμή
Και να σηκώσουμε το ξίφος
Για να φυλάξουμε την ιερή εικόνα
Των αθώων που κυνηγήθηκαν παντού
Και που παντού θα θριαμβεύσουν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on May 10, 2007, 02:24:47 am
The Art of Poetry
 
To gaze at a river made of time and water
And remember Time is another river.
To know we stray like a river
and our faces vanish like water.

To feel that waking is another dream
that dreams of not dreaming and that the death
we fear in our bones is the death
that every night we call a dream.

To see in every day and year a symbol
of all the days of man and his years,
and convert the outrage of the years
into a music, a sound, and a symbol.

To see in death a dream, in the sunset
a golden sadness--such is poetry,
humble and immortal, poetry,
returning, like dawn and the sunset.

Sometimes at evening there's a face
that sees us from the deeps of a mirror.
Art must be that sort of mirror,
disclosing to each of us his face.

They say Ulysses, wearied of wonders,
wept with love on seeing Ithaca,
humble and green. Art is that Ithaca,
a green eternity, not wonders.

Art is endless like a river flowing,
passing, yet remaining, a mirror to the same
inconstant Heraclitus, who is the same
and yet another, like the river flowing.


Jorge Luis Borges


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on May 12, 2007, 04:50:37 am
DRINKING ALONE WITH THE MOON

From a pot of wine among the flowers
I drank alone. There was no one with me --
Till, raising my cup, I asked the bright moon
To bring me my shadow and make us three.
Alas, the moon was unable to drink
And my shadow tagged me vacantly;
But still for a while I had these friends
To cheer me through the end of spring....
I sang. The moon encouraged me.
I danced. My shadow tumbled after.
As long as I knew, we were boon companions.
And then I was drunk, and we lost one another.
...Shall goodwill ever be secure?
I watch the long road of the River of Stars.


Li Po (701-762)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on May 16, 2007, 18:44:05 pm
The Sick Rose

O Rose, thou art sick!
The invisible worm
That flies in the night,
In the howling storm,

Has found out thy bed
Of crimson joy:
And his dark secret love
Does thy life destroy.

---William Blake


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 17, 2007, 08:32:30 am
Υπόγειο
της Ρίτας Μπούμη-Παππά

 
Τους ήλιους δεν εμέτρησες που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού 'σαι γυναίκα με τα γαλάζια τσίνορα
σ' έκρυψε στο φουστάνι της η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ' έθαψαν σε χιόνι λασπερό
 

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται απ' τη νιότη σου
γι' αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις

το μεσημέρι καίει στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό λούζει τους δρόμους
 
Πεθαίνεις με τους ποιητές κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν απ' τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς με το φεγγάρι

 
Σου 'φερε ο Μυλόζ φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,  στα περιβόλια θα σε δείξει
 
Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί στο ταίριασαν να το φοράς
ψάξε και βρες το πριν σε κλείσει η νύχτα
σ' ένα υπόγειο βαθύτερο από τούτο


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 17, 2007, 11:11:40 am
Christine

 ^wav^ ^wav^

 ^notworthy^ ^notworthy^

Kai  teleia  mousikh  apo  katsimixa....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 18, 2007, 00:56:45 am
 ;)

 σ ένα  υπόγειο βαθύτερο από τούτο.... :-[


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on May 18, 2007, 01:09:57 am
σ ένα  υπόγειο βαθύτερο από τούτο.... :-[

Εγω κολλαω 2 στιχους πισω:

"Εχεις ενα χαμογελο απο μαργαριταρια
ψαραδες σικελοι στο ταιριασαν να το φορας"


Και μου φαινεται πως το ποιημα ειναι μεγαλυτερο απ' το μελοποιημενο κομματι.

Οπως και να 'χει, ειναι κοψε-φλεβα........... :(


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on May 18, 2007, 01:14:02 am
Νυχτερινή Φαντασίωση
Εμμανουήλ Kαίσαρ

                        Νύχθ' υπό λυγαίαν
                                ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.

Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.

Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
            ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.

Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
            εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,

σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.

Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:

εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
            άνθη.

Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!

Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.

Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.

Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on May 18, 2007, 01:15:55 am
Δεν πεφτουμε ποτε για υπνο, χωρις Καρυωτακη...

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Aγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: adaman on May 21, 2007, 01:03:30 am
Μίλτος Σαχτούρης

Ο τρελός λαγός

Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές
ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος

Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 21, 2007, 10:57:08 am
Η τρελή ροδιά
του Οδυσσέα Ελύτη

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Oταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 21, 2007, 10:59:53 am
τέλειο....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 22, 2007, 13:11:30 pm
Guerre
του Arthur Rimbaud


Enfant, certains ciels ont affiné mon optique : tous les caractères nuancèrent ma physionomie. Les Phénomènes s'émurent. - À présent, l'inflexion éternelle des moments et l'infini des mathématiques me chassent par ce monde où je subis tous les succès civils, respecté de l'enfance étrange et des affections énormes. - Je songe à une Guerre de droit ou de force, de logique bien imprévue.
C'est aussi simple qu'une phrase musicale.

Παιδί, ορισμένοι ουρανοί εκλέπτυναν την οπτική μου. όλοι οι χαρακτήρες έδωσαν αποχρώσεις στη φυσιογνωμία μου. Τα Φαινόμενα σάλεψαν.- Τώρα, η αιώνια κάμψη των στιγμών και το άπειρο των Μαθηματικών μ'έδιωξαν απ' αυτόν τον κόσμο, όπου υφίσταμαι όλες τις κοινωνικές επιτυχίες, σεβαστός απ' την παράξενη παιδική ηλικία και τις απέραντες στοργές.- Αναλογίζομαι έναν Πόλεμο, με βάση το δίκαιο και την ισχύ, με βάση μια λογική πολύ απρόβλεπτη.
Αυτό είναι τόσο απλό όσο μια μουσική φράση.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 24, 2007, 22:10:51 pm
L'homme et la mer
του  Charles Baudelaire

Homme libre, toujours tu chériras la mer !
La mer est ton miroir ; tu contemples ton âme
Dans le déroulement infini de sa lame,
Et ton esprit n'est pas un gouffre moins amer.

Tu te plais à plonger au sein de ton image ;
Tu l'embrasses des yeux et des bras, et ton coeur
Se distrait quelquefois de sa propre rumeur
Au bruit de cette plainte indomptable et sauvage.

Vous êtes tous les deux ténébreux et discrets :
Homme, nul n'a sondé le fond de tes abîmes ;
Ô mer, nul ne connaît tes richesses intimes,
Tant vous êtes jaloux de garder vos secrets !

Et cependant voilà des siècles innombrables
Que vous vous combattez sans pitié ni remord,
Tellement vous aimez le carnage et la mort,
Ô lutteurs éternels, ô frères implacables !


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 28, 2007, 02:34:42 am
Je t'aime
του Paul Eluard


Je t'aime pour toutes les femmes que je n'ai pas connues
Je t'aime pour tous les temps où je n'ai pas vécu
Pour l'odeur du grand large et l'odeur du pain chaud
Pour la neige qui fond pour les premières fleurs
Pour les animaux purs que l'homme n'effraie pas
Je t'aime pour aimer
Je t'aime pour toutes les femmes que je n'aime pas

Qui me reflète sinon toi-même je me vois si peu
Sans toi je ne vois rien qu'une étendue déserte
Entre autrefois et aujourd'hui

Il y a eu toutes ces morts que j'ai franchies sur de la paille
Je n'ai pas pu percer le mur de mon miroir
Il m'a fallu apprendre mot par mot la vie
Comme on oublie


Je t'aime pour ta sagesse qui n'est pas la mienne
Pour la santé
Je t'aime contre tout ce qui n'est qu'illusion
Pour ce coeur immortel que je ne détiens pas
Tu crois être le doute et tu n'es que raison
Tu es le grand soleil qui me monte à la tête
Quand je suis sûr de moi.


Sans toi, les emotions d' aujourd'hui ne seraient que la peau morte des sentiments d'autrefois....


Title: Η κατάρα του πεύκου
Post by: Ooga_Booga on June 10, 2007, 18:10:59 pm
Ζ. Παπαντωνίου - Η κατάρα του πεύκου
(Από το βιβλίο του <<Τα ψηλά βουνά>>)


«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά
Νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί;

«Γιάννη, που κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, γι' αυτό είμαι δω

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, τ΄ είναι βαρύς»

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς»
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήταν κι ολόρθος, ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και ν α σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς;
Αγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός.

Αγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω -με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Johnny English on June 10, 2007, 18:53:15 pm
Έτσι ο Γιάννης..


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 29, 2007, 03:08:11 am
Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα


Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ' άπατα μια ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που θα ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο...

Θα πενθώ πάντα-μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on June 29, 2007, 03:20:18 am

. :( :(


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 29, 2007, 03:21:41 am

. :( :(

 ^filarakia^

Au coeur de mon amour
 του Paul Eluard

Un bel oiseau me montre la lumière
Elle est dans ses yeux, bien en vue.
Il chante sur une boule de gui
Au milieu du soleil.
Les yeux des animaux chanteurs
Et leurs chants de colère ou d'ennui
M'ont interdit de sortir de ce lit.
J'y passerai ma vie.

L'aube dans des pays sans grâce
Prend l'apparence de l'oubli.
Et qu'une femme émue s'endorme, à l'aube,
La tête la première, sa chute l'illumine.
Constellations,
Vous connaissez la forme de sa tête

Ici, tout s'obscurcit :
Le paysage se complète, sang aux joues,

Les masses diminuent et coulent dans mon coeur
Avec le sommeil.

Et qui donc veut me prendre le coeur ?
Je n'ai jamais rêvé d'une si belle nuit.
Les femmes du jardin cherchent à m'embrasser —
Soutiens du ciel, les arbres immobiles
Embrassent bien l'ombre qui les soutient.

Une femme au coeur pâle
Met la nuit dans ses habits.

L'amour a découvert la nuit
Sur ses seins impalpables.
Comment prendre plaisir à tout ?
Plutôt tout effacer.
L'homme de tous les mouvements,
De tous les sacrifices et de toutes les conquêtes
Dort. Il dort, il dort, il dort.

Il raye de ses soupirs la nuit minuscule, invisible.
Il n'a ni froid, ni chaud.
Son prisonnier s'est évadé — pour dormir.
Il n'est pas mort, il dort.

Quand il s'est endormi
Tout l'étonnait,
Il jouait avec ardeur,
Il regardait,
Il entendait.
Sa dernière parole :
"Si c'était à recommencer, je te rencontrerais sans te chercher."

Il dort, il dort, il dort.
L'aube a eu beau lever la tête,
Il dort.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Larry_Flynt on June 29, 2007, 03:23:03 am
Ο κόσμος δεν είναι για να στενοχωριέσαι!

 ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 29, 2007, 03:24:43 am
L'amoureuse
του Paul Eluard

Elle est debout sur mes paupières
Et ses cheveux sont dans les miens,
Elle a la forme de mes mains,
Elle a la couleur de mes yeux,
Elle s'engloutit dans mon ombre
Comme une pierre sur le ciel.


Elle a toujours les yeux ouverts
Et ne me laisse pas dormir.
Ses rêves en pleine lumière
Font s'évaporer les soleils,
Me font rire, pleurer et rire,
Parler sans avoir rien à dire


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on June 29, 2007, 03:41:31 am

τί γλυκό που είναι  :) :)


σκέφτομαι να ανοίξουμε ένα topic όπου θα μεταφράζουμε ο ένας στον άλλον όποτε χρειάζεται


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 29, 2007, 12:51:34 pm
θα έχεις πολύ δουλειά εσύ κοπελιά :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on June 30, 2007, 19:42:03 pm
7 Πράγματα που δεν πρέπει να έχεις:

Πλούτο χωρίς μισθό
Γνώση χωρίς χαρακτήρα
Πολιτική χωρίς αρχές
Απόλαυση χωρίς συναίσθημα
Εμπόρια χωρίς ήθος
Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά
Αγάπη χωρίς θυσία...


                              Μ.Γκάντι


Title: Re: Ποίηση
Post by: Johnny English on July 01, 2007, 01:13:39 am
7 Πράγματα που δεν πρέπει να έχεις:

Πλούτο χωρίς μισθό
Γνώση χωρίς χαρακτήρα
Πολιτική χωρίς αρχές
Απόλαυση χωρίς συναίσθημα
Εμπόρια χωρίς ήθος
Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά
Αγάπη χωρίς θυσία...


                              Μ.Γκάντι

http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=345.msg268147#msg268147

αν και ομολογουμένως το έχεις γράψει πιο όμορφα.. είσαι off topic :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on July 01, 2007, 22:13:55 pm
 ::) xexe..Δεν το χα δει!  :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 07, 2007, 23:05:40 pm
μου ήρθε σήμερα το απόγευμα εντελώς συνειρμικά γιατί,
...τα τζιτζίκια δε σ' αφήνουνε να διαβάσεις στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ...!!!


"Ελένη"
του Γιώργου Σεφέρη


ΕΛΕΝΗ

ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
................................................. .............
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
................................................. ............
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ



"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών.


η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.

Το φεγγάρι

βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.


σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει

την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.


Πού είναι η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.


Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:

"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.

"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα

ατόφιο.

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.


Κι ο αδερφός μου;

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;


"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών.


αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.



Title: Re: Ποίηση
Post by: digitally cursed on July 19, 2007, 00:48:00 am

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.


Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα
τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος
πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν
εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι
στρατιώτες
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις
καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
- εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Μ. Αναγνωστάκης, (Ο στόχος, 1970)


Title: Re: Ποίηση
Post by: digitally cursed on July 19, 2007, 01:09:28 am
Αντε γιατι με έπιασε "οιστρος της δύναμης" μεσημεριάτικα...

Νέοι  της  Σιδώνος  400 μ. Χ.

Αισχύλον  Ευφορίωνος  Αθηναίον  τόδε  κευθει
μνήμα  καταφθίμενον  πυροφόροιο  Γέλα`
αλκήν  δ'  ευδόκιμον  Μαραθώνιον  άλσος  αν  είποι
και  βαθυχαιτήεις  Μήδος  επιστάμενος.


(Αυτό  το  μνήμα  σκεπάζει  τον  Αισχύλο,  το  γιο  του  Ευφορίωνα,  Αθηναίο  που  πέθανε  στη  σιτοφόρα  Γέλα,  για  την  ευδόκιμη  ανδρεία  του  μπορεί  να  μιλήσει  το  άλσος  του  Μαραθώνα  και  ο  Πέρσης  με  την  πυκνή  χαίτη,  που  τη  γνώρισε  καλά)

 
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ? είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ? ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ? αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε ? κηρύττω ? στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ? τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό ?
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας? και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»


Κ.Π. Καβάφης


Νέοι της Σιδώνος, 1970

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες; )

Μ. Αναγνωστάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 19, 2007, 09:58:19 am
ρισπέκτ, digitally cursed...


Title: Re: Ποίηση
Post by: digitally cursed on July 19, 2007, 13:23:55 pm
Δυστυχώς, μπορεί να γραφτει και το: "Νεοι της Σιδώνος, 2007 μ.Χ."


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 24, 2007, 14:22:59 pm
L'amoureuse
του Paul Eluard

Elle est debout sur mes paupières
Et ses cheveux sont dans les miens,
Elle a la forme de mes mains,
Elle a la couleur de mes yeux,
Elle s'engloutit dans mon ombre
Comme une pierre sur le ciel.


Elle a toujours les yeux ouverts
Et ne me laisse pas dormir.
Ses rêves en pleine lumière
Font s'évaporer les soleils,
Me font rire, pleurer et rire,
Parler sans avoir rien à dire

η μεταφραση στ'αγγλικά...

The Beloved
 
She is standing on my eyelids
And her hair is wound in mine,
She has the form of my hands,
She has the colour of my eyes,
She is swallowed by my shadow
Like a stone against the sky.

Her eyes are always open
And will not let me sleep.
Her dreams in broad daylight
Make the suns evaporate
Make me laugh, cry and laugh,
Speak with nothing to say.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Nuitari on July 26, 2007, 14:58:54 pm

Walt Whitman - O Captain! My Captain!


O Captain! my Captain! our fearful trip is done;   
The ship has weather'd every rack, the prize we sought is won;   
The port is near, the bells I hear, the people all exulting,   
While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring:   
But O heart! heart! heart!   
O the bleeding drops of red,   
 Where on the deck my Captain lies,   
Fallen cold and dead.   
 

O Captain! my Captain! rise up and hear the bells;   
Rise up—for you the flag is flung—for you the bugle trills;
For you bouquets and ribbon'd wreaths—for you the shores a-crowding;
For you they call, the swaying mass, their eager faces turning;   
Here Captain! dear father!   
This arm beneath your head;   
It is some dream that on the deck
 You’ve fallen cold and dead.   
 

My Captain does not answer, his lips are pale and still;   
My father does not feel my arm, he has no pulse nor will;   
The ship is anchor'd safe and sound, its voyage closed and done;   
From fearful trip, the victor ship, comes in with object won;   
Exult, O shores, and ring, O bells!   
But I, with mournful tread,   
Walk the deck my Captain lies,   
Fallen cold and dead.

 :'(
[/color]



Title: Re: Ποίηση
Post by: mendelita on July 26, 2007, 15:04:35 pm

^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on July 28, 2007, 03:35:59 am
 ^clap^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on August 08, 2007, 02:21:32 am
Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ

Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ’ ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.


---Χόρχε Λουίς Μπόρχες


Title: Re: Ποίηση
Post by: Damien on August 08, 2007, 03:47:56 am
Τα σμαραγδένια μάτια σου μου πήραν την καρδιά
Μια νύχτα του Αυγούστου στην Κρήνη , στην Καλαμαριά.

Την ώρα που με κοίταξες, λες και ο χρόνος  πάγωσε
Και το μυαλό μου μονομιάς το πρόσταγμα της καρδιάς μου , άκουσε.

Τότε ήταν που γέμισα μονάχα απο εσένα
Και όλα τ' άλλα πέταξα, ήταν πια παλιά και ξεχασμένα.

Κοίταξε τώρα έχει ξημερώσει
αλλά αυτή η νύχτα δεν θέλω να τελειώσει.

Δεν είναι που φοβάμαι μήπως είμαι πια τρελός
αλλά μήπως ήσουν όνειρο καλοκαιρινής νυκτός.

Σμαραγδένια μάτια μου ζήτα μου ότι θες,
 
Σμαραγδένια μάτια μου κάνε με ότι θες,

σου παραδίδομαι ανευ όρων.....


  :-X :-X :-X :-X :-X




Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on August 08, 2007, 11:45:21 am
Ποιανού είναι καλέ? 8)


Title: Re: Ποίηση
Post by: mendelita on August 08, 2007, 14:20:36 pm

Μωρέ μπράβο Damien που γράφεις και ποιηματάκια.... ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on August 08, 2007, 14:44:21 pm
Βασικά να ποστάρω ένα ποιηματάκι που το έχουν γράψει δύο παλιοί συμμαθητές μου από το σχολείο - το θεωρώ αριστουργηματικό :D, κρίμα που δεν το εκδώσανε τα παιδιά να πάρουν και κανα φράγκο, είναι και οικονομολόγοι (ο ένας ΠΑΜΑΚ, ο άλλος ΑΠΘ)

Λοιπόν...(και να λείπουνε οι γέλωτες παρακαλώ  :D)

"Το ουίσκι στο ποτήρι μου άφθονο να ρέει
ε, ρε ντέρτια που έχουμε κι εμείς οι ωραίοι
Το αίμα στην καρδιά μου σαν δάκρυ κυλάει
κι αυτή η σχέση πού θα πάει
όταν είμαι μαζί σου νιώθω μοναξιά
γι'αυτό άντε γειά"

 :D ;D

Τώρα μή μου πείτε ότι αυτό δεν είναι ποίηση... έτσι? Δεν μπορώ να γράψω και τα ονόματά τους, γιατί δεν το επιτρέπουν τα πνευματικά δικαιώματα (copyright). Τα καμάρια μου αφιέρωσαν! :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on August 15, 2007, 02:10:00 am
Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ

Ιδανικοι αυτοχειρες

Κωστας Καρυωτακης

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..



Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 15, 2007, 17:06:10 pm
Νέοι της Σιδώνος, 1970

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες; )

Μ. Αναγνωστάκης



Title: Re: Ποίηση
Post by: Finrond on August 22, 2007, 17:28:11 pm
"Ανασκοπηση στην τεχνη"


Τα μαλλια σου ανεμιζαν,
στο δροσερο μελτεμι ( ;D ) ,
σα μακαρονια,
βρωμικα και λιγδωμενα,
αναδιδοντας αρωμα,
που θυμιζε εσενα.

Σαν μιαν αλλη Κιρκη,
με μαγεψες.
και προς μεγαλη μου φρικη,
τους "καρπους" μου εδρεψες.

Σαν βγεις στο πηγαιμο για το σπιτι σου,
μην κοιταξεις πισω σου '
θα ειναι ο Χαρος.

Αλεπουδελης Φ.



Title: Re: Ποίηση
Post by: digitally cursed on September 22, 2007, 23:44:36 pm
            "Αυτό θέλω να τους πω" *
 
Αναρωτιέμαι: γιατί να συζητάω μαζί τους;
ψωνίζουνε τη γνώση για να την πουλήσουν.
θέλουν να μάθουνε πού υπάρχει γνώση φτηνή
που να μπορούνε ακριβά να την πουλήσουν. Γιατί
να ενδιαφερθούνε να γνωρίσουν ό,τι
ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει;
 
Θέλουνε να νικήσουν.
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουνε να ξέρουν.
Δε θέλουνε άλλοι να τους καταπιέζουν,
θέλουνε να καταπιέζουνε οι ίδιοι.
Δε θέλουνε την πρόοδο.
Θέλουνε την υπεροχή.

Πειθαρχούνε σ' όποιον
τους υπόσχεται πως θα μπορούνε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας.
 
Τι να τους πω, σκέφτηκα. Αυτό
θέλω να τους πω, αποφάσισα.

Μπέρτολντ Μπρεχτ



*Αναφέρεται στο πνεύμα διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών από την άρχουσα τάξη
 και στην εμπορευματοποίηση της γνώσης και της τέχνης στις ΗΠΑ, όπου ο ποιητής έζησε εξόριστος.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ariel on September 23, 2007, 00:23:56 am
Ω Ήλιε!Δως μου το φως
Τη δύναμη να δω το δρόμο μου
Ω Γη!Τη ζεστή σου αγκάλη πρόσφερε
Μια αγάπη να συνεχίσω
Ω Αέρα!Το Ζέφυρο στείλε μου,
αργά το βράδυ,μια πνοή ελπίδας ν'ανασάνω
Ω Νερό!Εσύ, ευλογημένο από τη σωή
του Ομήρου ζητώ τα κύματα να ζήσω.
Ω Γνώση!Μη μ'εγκαταλείψεις
Πολλά αγρίμια περιμένουν στις σκιές
Ω!Τι δυνατή που είμαι
μες την ανθρώπινη αδυναμία μου!
Το σύμπαν όλο με βοηθά
Το πεπρωμένο δεν υπάρχει
ίσως να χάθηκε σε μια πολύχρωμη σπηλιά
παρέα με τις σειρήνες
Και να!Να ο καπνός της εστίας
στο βάθος! Να το παλάτι!
Τι σημασία έχει αν η πορφύρα ξεθώριασε?
Η σκέψη φτερουγίζει στην Άγια αλμυρα...

Μαθήτρια Αναβρύτων με αφορμή την Ιθάκη του Καβάφη σε σχολκή εργασία


Title: Re: Ποίηση
Post by: matrix on September 23, 2007, 00:29:34 am
¨Ητανε μια σιγανοπαπαδιά
από το φως ταχύτερη,παιδια.
Τη διώχνουν κάθε πρωινό,
-με κάποιο τρόπο σχετικό-
μ'αυτή,κάνοντας πέτρα την καρδιά,
γυρνάει την προηγούμενη βραδιά.

                                  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 23, 2007, 09:32:44 am
Νίκος Καββαδίας - Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 23, 2007, 09:40:18 am
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ του Νικηφόρου Βρεττάκου

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως.

Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μεσ' από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα
μπορώ
ν'αρθρώσω την τάξη του σ'ένα μου ποίημα
.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ'ευθείες το φως.




Eίμαι κ’ εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος

Ορθός στη γη το μεγαλείο φορώ της συμφοράς μου
Και σέρνω του θανάτου τη στροφή


 


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 23, 2007, 13:56:58 pm
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ του Νικηφόρου Βρεττάκου

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως.

Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μεσ' από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα
μπορώ
ν'αρθρώσω την τάξη του σ'ένα μου ποίημα
.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ'ευθείες το φως.




Eίμαι κ’ εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος

Ορθός στη γη το μεγαλείο φορώ της συμφοράς μου
Και σέρνω του θανάτου τη στροφή


 

ρισπέκτ ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 23, 2007, 18:13:23 pm
Παίρνω αφορμή απ την υπογραφή σου pandora....

Μου φαίνεται σαν να ναι χθες
μα πάνε τόσα χρόνια
που σαν βιολί το σώμα σου στα χέρια μου κρατούσα
Με το ραδιόφωνο σιγά μεσ' τ' απαλό σκοτάδι
θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο σε αγαπούσα....

και βάζω ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, "Τα Ρεμπέτικα Τραγούδια", απ' όπου προέρχεται κ το υπογραμμισμένο...

"Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ' έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ' την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα."


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 23, 2007, 20:15:18 pm
Παίρνω αφορμή απ την υπογραφή σου pandora....

Μου φαίνεται σαν να ναι χθες
μα πάνε τόσα χρόνια
που σαν βιολί το σώμα σου στα χέρια μου κρατούσα
Με το ραδιόφωνο σιγά μεσ' τ' απαλό σκοτάδι
θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο σε αγαπούσα....

και βάζω ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, "Τα Ρεμπέτικα Τραγούδια", απ' όπου προέρχεται κ το υπογραμμισμένο...

"Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ' έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ' την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα."

Λίγο κλέφτες οι Κατσιμίχα? :D Η σύμπτωση? :D (ανυγουέη, εγώ τους λατρεύω κυριολεκτικά)

Christine θα πρέπει να έχεις τα απίστευτα φοβερα βιβλία όμως... χωρίς πλάκα....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 23, 2007, 20:43:34 pm
Λίγο κλέφτες οι Κατσιμίχα? :D Η σύμπτωση? :D (ανυγουέη, εγώ τους λατρεύω κυριολεκτικά)

Christine θα πρέπει να έχεις τα απίστευτα φοβερα βιβλία όμως... χωρίς πλάκα....

Ακριβώς, ήταν λίγο κλέφτες!!!

Από εδώ πήραν τη φράση (το γράφει σαν υποσημείωση στο σι ντι Ζεστά Ποτά).

Και για όσους ενδιαφέρονται, όλο το κείμενο "Επικήδειος Λόγος" (http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=11361.msg361340#msg361340) του Ηλία Πετρόπουλου.

Πραγματικά αξίζει είτε σου αρέσουν τα ρεμπέτικα τραγούδια είτε όχι.  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 26, 2007, 22:42:48 pm
Βλαδιβοστόκ!

Βλαδιβοστόκ, Βλαδιβοστόκ, η ώχρα των σπιτιών σου ξεφλούδισε κι έπεσε πάνω
στα πεζοδρόμια. Φύσηξε η περεστρόικα κι έγιναν ίσα και όμοια μέλη του
κόμματος παλαιά και μέλη κάποιας πόρνης, που για μια τσίχλα, ένα
μπλουτζίν πουλάει την ομορφιά της σ' εμπόρους καπιταλιστές, χοντρούς και
ματσωμένους.
Βλαδιβοστόκ, Βλαδιβοστόκ. Μαυρίζει η ψυχή μου έτσι που σε κατάντησαν ο
Γκορμπατσόφ κι ο Γέλτσιν. Γαμώ το σπίτι σας γαμώ, κωλοαμερικάνοι!


Τζίμης Πανούσης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Nightwish on September 26, 2007, 23:13:07 pm
έτσι Θεοδόση, ανέβασε λίγο το επίπεδο :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 27, 2007, 02:21:43 am

Song

When I am dead, my dearest,
Sing no sad songs for me;
Plant thou no roses at my head,
Nor shady cypress tree:
Be the green grass above me
With showers and dewdrops wet;
And if thou wilt, remember,
And if thou wilt, forget.

 
I shall not see the shadows,
I shall not feel the rain;
I shall not hear the nightingale
Sing on, as if in pain;
And dreaming through the twilight
That doth not rise nor set,
Haply I may remember,
And haply may forget.


Christina Rossetti


 


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 27, 2007, 02:24:17 am

~Much Madness~


Much madness is divinest sense
To a discerning eye;
Much sense the starkest madness.
'T is the majority
In this, as all, prevails.
Assent, and you are sane;
Demur, - you 're straightway dangerous,
And handled with a chain.


Emily Dickinson


Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on September 27, 2007, 02:27:07 am
Βλαδιβοστόκ!

Βλαδιβοστόκ, Βλαδιβοστόκ, η ώχρα των σπιτιών σου ξεφλούδισε κι έπεσε πάνω
στα πεζοδρόμια. Φύσηξε η περεστρόικα κι έγιναν ίσα και όμοια μέλη του
κόμματος παλαιά και μέλη κάποιας πόρνης, που για μια τσίχλα, ένα
μπλουτζίν πουλάει την ομορφιά της σ' εμπόρους καπιταλιστές, χοντρούς και
ματσωμένους.
Βλαδιβοστόκ, Βλαδιβοστόκ. Μαυρίζει η ψυχή μου έτσι που σε κατάντησαν ο
Γκορμπατσόφ κι ο Γέλτσιν. Γαμώ το σπίτι σας γαμώ, κωλοαμερικάνοι!


Τζίμης Πανούσης

Καμία σχέση να το ακούς από Πανούση και να το διαβάζεις.. Έτσι έχει πιο πολύ νόημα, στο ηχητικό έχει πιο πολλή πλάκα..


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 28, 2007, 13:31:39 pm
Οι Μουσικοί Αριθμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου

Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει τίποτε:
Ούτε ουρανός έναστρος,
ούτε ρόδο.
Προπαντώς ένα ποίημα.

Κι ευτυχώς ότι μ'έκανε η μοίρα μου
γνώστη των μουσικών αριθμών,
ότι κρέμασε μιαν αχτίνα επί πλέον
το άστρο της ημέρας στην όρασή μου
και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι
εργάζομαι, ως να 'ταν να φτιάξω
έναν έναστρο ουρανό, ή ένα ρόδο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 28, 2007, 14:34:04 pm

μ΄αρέσουν οι τονισμένες σου λέξεις πολύ....


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on September 28, 2007, 15:15:37 pm
Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on September 28, 2007, 15:42:19 pm
Κανείς δεν θα γλυτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θα' χει ούτε μισό μισοσβυσμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε - βουλιάζουμε -
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ


---Κατερίνα Γώγου


Αυτό το απόσπασμα από το είχα ακούσει πριν αρκετά χρόνια με συνοδεία ψυχεδελικής-τζάζ-ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και απαγγελία της ίδιας της Γώγου.Αν το έχει κανείς,ας το στείλει και κατα 'δω


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 28, 2007, 16:30:06 pm
Κανείς δεν θα γλυτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θα' χει ούτε μισό μισοσβυσμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε - βουλιάζουμε -
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ


---Κατερίνα Γώγου


Αυτό το απόσπασμα από το είχα ακούσει πριν αρκετά χρόνια με συνοδεία ψυχεδελικής-τζάζ-ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και απαγγελία της ίδιας της Γώγου.Αν το έχει κανείς,ας το στείλει και κατα 'δω

http://www.youtube.com/watch?v=aekDkmFiGbg

 :)

το άλλο που λέει "πάνω κάτω η Πατησίων" έχει πολλή πλάκα... :D

ποιάς εποχής ειναι αυτά?


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on September 28, 2007, 16:40:58 pm
Τόσο απλό τελικά......Απορώ πώς μου διέφυγε!

Κάπου στην δεκαετία του '80


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on September 29, 2007, 02:16:32 am

                      Remembrance

 COLD in the earth--and the deep snow piled above thee,
   Far, far removed, cold in the dreary grave
Have I forgot, my only Love, to love thee,
   Sever'd at last by Time's all-severing wave?

Now, when alone, do my thoughts no longer hover
   Over the mountains, on that northern shore,
Resting their wings where heath and fern-leaves cover
   Thy noble heart for ever, ever more?

Cold in the earth--and fifteen wild Decembers
   From those brown hills have melted into spring:
Faithful, indeed, is the spirit that remembers
   After such years of change and suffering!

Sweet Love of youth, forgive, if I forget thee,
   While the world's tide is bearing me along;
Other desires and other hopes beset me,
   Hopes which obscure, but cannot do thee wrong!

No later light has lighten'd up my heaven,
   No second morn has ever shone for me;
All my life's bliss from thy dear life was given,
   All my life's bliss is in the grave with thee.

But when the days of golden dreams had perish'd,
   And even Despair was powerless to destroy;
Then did I learn how existence could be cherish'd,
   Strengthen'd and fed without the aid of joy.

Then did I check the tears of useless passion--
   Wean'd my young soul from yearning after thine;
Sternly denied its burning wish to hasten
   Down to that tomb already more than mine.

And, even yet, I dare not let it languish,
   Dare not indulge in memory's rapturous pain;
Once drinking deep of that divinest anguish,
   How could I seek the empty world again?

 

   Emily Bronte


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 02, 2007, 17:37:17 pm
Adelina, de paseo

La mar no tiene naranjas,
ni Sevilla tiene amor.
Morena, qué luz de fuego.
Préstame tu quitasol.
Me pondrá la carne verde
-zumo de lima y limón-,
tus palabras -pececillos-
nadarán alrededor.
La mar no tiene naranjas.
¡Ay!, amor.
¡Ni Sevilla tiene amor!

F G Lorca

και για τους μη ισπανομαθείς

Adelina Walking By

 
The sea has no oranges,
Sevilla has no love.
Dark-haired girl, what fiery light.
Lend me your parasol.

It will give me green cheeks
- juice of lime and lemon -
Your words – little fishes –
will swim all around us.

The sea has no oranges.
Ay, love.
Sevilla has no love!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 04, 2007, 18:54:42 pm
Είμαστε κάτι... του Κώστα Καρυωτάκη

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.


Είμαστε κάτι απίστευτες αντέννες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους το άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα 8α πέσουνε σπασμένες


Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.


Στο σώμα, στην εν8ύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησηις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on October 04, 2007, 18:59:51 pm
Είμαστε κάτι... του Κώστα Καρυωτάκη

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.


Είμαστε κάτι απίστευτες αντέννες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους το άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα 8α πέσουνε σπασμένες


Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.


Στο σώμα, στην εν8ύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησηις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 ^notworthy^

Θυμάμαι ακόμα στο σχολείο να αναπαριστούμε θεατρικώς στα διαλλείματα με τους συμμαθητές μου την έκρυθμη ψυχοσύνθεση του αυτόχειρα ποιητή  :-\


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 06, 2007, 00:31:57 am
Λύχνος του Αλαδίνου του Νίκου Καββαδία
Στο Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ' το λαιμό,
μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε τη «φιγούρα» μας στον πειρατή ρεγάλο.
Πες μου, πού βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ' ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι, και να πιει.
- Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες... -

Μεσ' στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
- Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω. -
Και πήδηξε ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' τη Σκύρο.

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αλαδίνου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 06, 2007, 01:23:30 am

 :)

(Καββαδίας για καληνύχτα.. thanks)


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 06, 2007, 10:26:18 am

Nudité de la vérité
''Je le sais bien''

Le désespoir n' a pas d' ailes,
L' amour non plus,
Pas de visage,
Ne parlent pas,
Je ne bouge pas,
Je ne les regarde pas,
Je ne leur parle pas
Mais je suis bien aussi vivant que mon amour
[et que mon désespoir.]

από το Capitale de la douleur..
με ειδική αφιέρωση σε Αlphaville ( και στο 1984 που θυμήθηκα χθες και θέλω να διαβάσω - το έχει κανείς; )


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 06, 2007, 10:29:43 am

Dit de la Force et de l' Amour

Entre tous mes tourments entre la mort et moi
Entre mon désespoir et la raison de vivre
Il y a l' injustice et ce malheur des hommes
Que je ne peux admettre il y a ma colère

Il y a les maquis couleur de sang d’Espagne
Il y a les maquis couleur du ciel de Grèce
Le pain le sang le ciel et le droit à l’espoir
Pour tous les innocents qui haïssent le mal

La lumière toujours est tout près de s' éteindre
La vie toujours s' apprête à devenir fumier
Mais le printemps renaît qui n' en a pas fini
Un bourgeon sort du noir et la chaleur s’installe

Et la chaleur aura raison des égoïstes
Leurs sens atrophiés n' y résisteront pas
J' entends le feu parler en riant de tiédeur
J' entends un homme dire qu' il n' a pas souffert

Toi qui fus de ma chair la conscience sensible
Toi que j' aime à jamais toi qui m' as inventé
Tu ne supportais pas l' oppression ni l' injure
Tu chantais en rêvant le bonheur sur la terre
Tu rêvais d' être libre et je te continue.

Paul Éluard



Title: Re: Ποίηση
Post by: amanas on October 06, 2007, 10:47:25 am
πες και στα ελληνικα μονο γερμανικα και αγγλικα ξερω!!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on October 06, 2007, 10:52:49 am
πες και στα ελληνικα μονο γερμανικα και αγγλικα ξερω!!!

όσον αφορά τα προηγούμενα, έψαξα πρόχειρα για μια μετάφραση και δε βρέθηκε κάτι, θα ξανακοιτάξω άλλη ώρα..
ποίηση δε μεταφράζω  ^redface^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Andreas_T on October 08, 2007, 14:08:40 pm
Ένα πράγμα με δίδαξε η ζωή
Έτσι και ζεις κάτι, να το ζεις έντονα
Να μένει κατάκοπη η αγαπημένη σου από τα φιλιά σου
Να πέφτεις κατάκοπος μυρίζοντας τα λουλούδια

Ο άνθρωπος μπορεί να κοιτάζει με τις ώρες τον ουρανό
Τη θάλασσα, τα πουλιά τα παιδιά
Ζω θα πει ανακατεύομαι με τη μάζα
Ρίχνω βαθιές ρίζες σε τούτη τη γη

Όταν αγκαλιάζεις το σύντροφό σου
να τον σφίγγεις όσο μπορείς πιο δυνατά
Να ρίχνεσαι στον αγώνα με όλο σου το πάθος
με όλο σου το είναι
Κι όταν κάποτε ξαπλώσεις στη ζεστή αμμουδιά
Ν’ αναπαύεσαι σαν ένα φύλλο σαν ένας κόκκος άμμου,
Σαν μια πέτρα.

Ο άνθρωπος πρέπει να ακούει όλες τις όμορφες μουσικές
Να ξεχειλίζει από μελωδίες και φωνές
Ο άνθρωπος πρέπει να πέφτει με τα μούτρα στη ζωή
Σαν να πηδά από ένα βράχο στα σμαραγδένια νερά

Πρέπει να σε μαγνητίζουν οι άγνωστοι άνθρωποι
Οι ξένες χώρες
Να καίγεσαι απ’ τον πόθο να διαβάσεις όλα τα βιβλία
Να γνωρίσεις όλους τους ανθρώπους
Να μην αλλάζεις με τίποτα τη χαρά που σου δίνει ένα ποτήρι νερό
Μα ταυτόχρονα να λαχταράς να ζήσεις όλες τις χαρές του κόσμου

                                            Αταόλ Μπεχράμογλου



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 08, 2007, 15:06:03 pm
Πρέπει να σε μαγνητίζουν οι άγνωστοι άνθρωποι
Οι ξένες χώρες
Να καίγεσαι απ’ τον πόθο να διαβάσεις όλα τα βιβλία
Να γνωρίσεις όλους τους ανθρώπους
Να μην αλλάζεις με τίποτα τη χαρά που σου δίνει ένα ποτήρι νερό
Μα ταυτόχρονα να λαχταράς να ζήσεις όλες τις χαρές του κόσμου


                                            Αταόλ Μπεχράμογλου

αυτά είναι...

^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on October 08, 2007, 23:55:07 pm
Ένα πράγμα με δίδαξε η ζωή
Έτσι και ζεις κάτι, να το ζεις έντονα
Να μένει κατάκοπη η αγαπημένη σου από τα φιλιά σου
Να πέφτεις κατάκοπος μυρίζοντας τα λουλούδια

Ο άνθρωπος μπορεί να κοιτάζει με τις ώρες τον ουρανό
Τη θάλασσα, τα πουλιά τα παιδιά
Ζω θα πει ανακατεύομαι με τη μάζα
Ρίχνω βαθιές ρίζες σε τούτη τη γη

Όταν αγκαλιάζεις το σύντροφό σου
να τον σφίγγεις όσο μπορείς πιο δυνατά
Να ρίχνεσαι στον αγώνα με όλο σου το πάθος
με όλο σου το είναι
Κι όταν κάποτε ξαπλώσεις στη ζεστή αμμουδιά
Ν’ αναπαύεσαι σαν ένα φύλλο σαν ένας κόκκος άμμου,
Σαν μια πέτρα.

Ο άνθρωπος πρέπει να ακούει όλες τις όμορφες μουσικές
Να ξεχειλίζει από μελωδίες και φωνές
Ο άνθρωπος πρέπει να πέφτει με τα μούτρα στη ζωή
Σαν να πηδά από ένα βράχο στα σμαραγδένια νερά

Πρέπει να σε μαγνητίζουν οι άγνωστοι άνθρωποι
Οι ξένες χώρες
Να καίγεσαι απ’ τον πόθο να διαβάσεις όλα τα βιβλία
Να γνωρίσεις όλους τους ανθρώπους
Να μην αλλάζεις με τίποτα τη χαρά που σου δίνει ένα ποτήρι νερό
Μα ταυτόχρονα να λαχταράς να ζήσεις όλες τις χαρές του κόσμου

                                            Αταόλ Μπεχράμογλου



τέλειο..


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on October 11, 2007, 01:20:29 am
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕΙ

Με το μέτωπο ψηλά
με το κόκκινο μαντήλι του λαιμού του στον άνεμο
Βαδίζει.

Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.

Ο άνεμος βουιζει σαν τη θάλασσα
Η θάλασσα σφυρίζει σαν τον άνεμο.
Απ' όλες τις μεριές κυλούν τα φώτα σαν πεφτάστρια
Απ' τις όχθες τις πιό μακρυνές της καρδιάς
Φωνές τον φτάνουν :
- Που πας γιές μου, πού πάς ;
Γύρνα, καλέ μου, πίσω
Γύρνα, αδελφέ μου
Γύρνα αφέντη του σπιτιού μου
Έλα πίσω.

Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.

Βαδίζει, αυτός
Σφυρίζοντας ένα τραγούδι, όλο θυμό και θάνατο
Βαδίζει, αυτός,
Υψώνοντας, φουσκώνοντας το στήθος του σάμπως καράβι.
Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.

Ποιός ξέρει
Μπορεί  και να μη χώσει πιά τα δάχτυλά του άλλη φορά
Μες τα ξανθά μαλλιά
της αδελφής του που κεντά κρατώντας στην ποδιά
το κέντημά της
.
Κι ίσως ακόμη μια φορά πλαγιάζοντας στα πόδια της
Δεν θα κοιτάξει πιά
την ομορφιά της
σα να κοιτάει μια στράτα πράσινη να χάνεται στον ήλιο...


Βαδίζει, αυτός - βαδίζει.
Μετράει τους δρόμους με φαρδίες, μεγάλες δρασκελιές.
Μπαλαντζάρει τα μπράτσα του σαν δυό άγκυρες βαριές.
Τεντώνεται το μαλλιαρό του στέρνο σαν σκουτάρι.


Δε γροικά πιά,
στάλα τη στάλα στάζοντας απάνω στην καρδιά του σαν χυμός
από γαρύφαλλο
,
τα λόγια
Των φίλων του των άρρωστων κι ανάπηρων
Που κάθουνται, όλοι, κάθε βράδυ, στο ίδιο ξύλινο τραπέζι.

Με τα μάτια του βγαλμένα έξω απ' το πρόσωπο
Σάμπως δυό γυμνά μαχαίρια
Ίσια πάνου βαδίζει στον εχτρό.


Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.

Ναζίμ Χικμέτ
(1933)
(Μετάφραση Γιάννη Ρίτσου)


------------------------------------------------------------------------------------------------------

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.


Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.


Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.


Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.


Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


Γιάννης Ρίτσος (από τη Ρωμιοσύνη)




Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 11, 2007, 11:26:32 am
Αλεξάντρ Πόυσκιν - Το Αηδόνι

Του Μάη τις νύχτες, κελαηδεί, μες στους γαλήνιους κήπους,
το αηδόνι της ανατολής ανάμεσα στα ρόδα.
Το τρυφερό τριαντάφυλλο δε νιώθει ουδέ κι ακούει,
και κάτω από το ερωτικό τραγούδι αποκοιμάται.

Ποιητή, όταν την ψυχρή ομορφιά θα τραγουδήσεις, σκέψου
μόνο το αηδόνι, αληθινά, προς τι να μπεις στον κόπο;
Τους στίχους σου δε τους ακούει μήτε τους νιώθει Εκείνη!
Ανθίζει, για να φαίνεται, μα' ναι κουφή η καρδιά της.

Μετάφραση: Αρης Δικταίος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 28, 2007, 21:42:31 pm
...και να από που πήραν οι Πυξ Λαξ την έμπνευση για το "Λένε για μένα"(υποθέτω δλδ)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ
του Νίκου Καββαδία

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 28, 2007, 21:47:01 pm
pstp, το βρήκα τελικά!!!! ;)

WILLIAM GEORGE ALLUM
του Νίκου Καββαδία

Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.

Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ' το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.

Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...


Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή·
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.

Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.


Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου· γνώριζεν αυτός - καθώς το ξέρουμ' όλοι -
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές...


Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.



κι ένα ακόμη πολύ αγαπημένο...... :) :)
Αρμίδα
του Νίκου Καββαδία

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμνη

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά,
και μας κλείνει που και που το μάτι.


Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
-που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.

Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες

Η πλωρά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά
του Κολόμπου οι πέντε κολασμένοι

Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on October 28, 2007, 21:54:09 pm
Το πρώτο μ' άρεσε πάρα πολύ


Title: Re: Ποίηση
Post by: ioja on October 31, 2007, 16:34:56 pm
Ο οκτώβρης κρύωσε
και ζήτησε αγκαλιά
μυρίζει ξύλο από τζάκι αναμένο
με κρασί κόκκινο
παθιάρικα φιλιά
τα στέλνω μήνυμα κι απάντησή σου θέλω!


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 16, 2007, 03:18:27 am
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε


Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.


Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς


Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.





Από το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη


 ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^

το ωραιότερο ισως ερωτικό ποίημα ....

ps goodnight new forum!! :-*


Title: Re: Ποίηση
Post by: aika on November 18, 2007, 12:12:26 pm
Άρνηση -Γ. Σεφέρης

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε το όνομά της
ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.


θυμήθηκα το σχολείο, σνιφ


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 18, 2007, 13:49:28 pm
Ξανα μανά:


Νέοι της Σιδώνος, 1970

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες; )

Μ. Αναγνωστάκης



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 22, 2007, 20:41:00 pm
Quote
cat
Σήμερα στις 20:28:50
makria poli makria...

κι ενα τελευταιο πριν τον υπνο....

Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
του Νίκου Καββαδία

             
  "Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
                ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.


Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: chili_harry on November 30, 2007, 02:20:35 am
ΜΙΑ ΕΥΧΗ

-Κάνε μια ευχή με μια λέξη
                       -Όχι πόνος
-Μα αυτές είναι δύο
                       -Στ' αρχίδια μου

                             
                     Γ. Αγγελάκας


Title: Re: Ποίηση
Post by: chili_harry on November 30, 2007, 02:30:14 am
HAPPY END I

-Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα
-Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο!
-Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα
-Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα,
  Πληγωμένο μου σκυλί,
  Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι!


              Γ. Αγγελάκας



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 03, 2007, 12:08:34 pm
ΜΙΑ ΕΥΧΗ

-Κάνε μια ευχή με μια λέξη
                       -Όχι πόνος
-Μα αυτές είναι δύο
                       -Στ' αρχίδια μου

                             
                     Γ. Αγγελάκας

HAPPY END I

-Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα
-Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο!
-Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα
-Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα,
  Πληγωμένο μου σκυλί,
  Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι!


              Γ. Αγγελάκας



συγκίνηση...

μου θύμισες παλιές εκπομπές στον 1431 τώραααα.... :'(

και η υπογραφή σου... :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on December 03, 2007, 13:20:44 pm
Στ' ακριβά μου λιθάρια και στις εύφορες στρώσεις
του μυαλού τα πλοκάμια και οι σαθρές μου εντυπώσεις

στέκονται μπρος μου
διώχνουν το φως μου...

Ξαναμμένη γυρνάω στις χαρές των ανθρώπων
με σπασμένο καθρέπτη οι ερμηνείες των τρόπων

στέκονται μπρος μου'
σβήνουν το φως μου......

Ο ήλιος μου κρύφτηκε.
Ένας θλιμμένος μου εαυτός αποκαλύφτηκε..

Γιατί καλέ μου;
Γιατί;

Γιατί, ενώ όλα κοντά, μακριά σου, που βλέπουν οι άλλοι απλά,
το σχοινί που κρατιόσουν δείχνει στην αλλη στεριά;

Διώξ'τα σύννεφα, αγάπη, για να βρεις ξαστεριά...

[ να θυμάσαι, τ'αύριο ό,τι κι αν φέρει, κι ας είναι ο ήλιος χλωμός,
 ίσως βγεί καλοκαίρι στα γκρι μάτια σου μπρος]

αγνώστου ποιητή 



Title: Re: Ποίηση
Post by: ioja on December 03, 2007, 13:21:12 pm
Φυσά έν αεράκι απ το βουνό.
Αδιάκοπα σφυρίζει ένα σκοπό.
Χορεύοντας ανοίγει σ αγκαλιά
Με χάδια σου χτενίζει τα μαλλιά.
Τα βλέφαρά σου γέρνεις απαλά.
Ο ύπνος σ αγκαλιάζει σιωπηλά.
Στο δέντρο φτερουγίζει ένα πουλί.
Στο μέτωπό σου αφήνω ένα φιλί.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on December 03, 2007, 13:23:18 pm
τι γλυκούλι :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 11, 2007, 16:17:18 pm
Σε παλαιό συμφοιτητή
του Κώστα Καρυωτάκη

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 11, 2007, 16:23:02 pm
Ο Αγαμέμνων
του Οδυσσέα Ελύτη
 
Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ
 
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
Προδομένος απομένει από μερικούς ο φίλος σου
 
Αγαμέμνων, Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου ‘μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου
 
Άσ’ τον άνεμο να λέει, άσ’ τον να λυσσά
κάποιος θα ‘ναι ο Αγαμέμνων, κάποια η φόνισσα
 
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; ο νικητής
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
 
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου


Title: Re: Ποίηση
Post by: rom on December 12, 2007, 15:15:57 pm
Δεν θυμάμαι αν το είχε ξαναποστάρει κάποιος..Βάζω κατευθείαν τη μετάφραση αν και στα ισπανικά είναι πιο όμορφο (λογικά..).

Pablo Neruda

Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν "αναποδογυρίζει το τραπέζι" όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλυστρίσει απ' τις πανσοφές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on December 12, 2007, 19:24:54 pm
Ωραίο, αν και πιστεύω θα μπορούσε να τα εκθέσει πιό σουλουπωμένα.

Όταν βρω περισσότερο χρόνο ίσως γράψω και μερικά πράγματα επί τούτου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on December 12, 2007, 19:30:05 pm
Hit a softspot..

Απο το δισκο που ειχε κανει ο Θεοδωρακης με τον Παμπλο Νερουντα, το Canto General..μελοποιημενα ποιηματα που μιλανε για τη Χιλη..

και οχι μονο ;)

{θα προσπαθησω να βρω και τη μεταφραση..}

    


LOS LIBERTADORES

AQUΝ viene el αrbol, el αrbol
de la tormenta, el αrbol del pueblo.
De la tierra suben sus hιroes
como las hojas por la savia,
y el viento estrella los follajes
de muchedumbre rumorosa,
hasta que cae la semilla
del pan otra vez a la tierra.

         Aquν viene el αrbol, el αrbol
         nutrido por muertos desnudos,
         muertos azotados y heridos,
         muertos de rostros imposibles,
         empalados sobre una lanza,
         desmenuzados en la hoguera,
         decapitados por el hacha,
         descuartizados a caballo,
         crucificados en la iglesia.

Aquν viene el αrbol, el αrbol
cuyas raνces estαn vivas,
sacσ salitre del martirio,
sus raνces comieron sangre
y extrajo lαgrimas del suelo:
las elevσ por sus ramajes,
las repartiσ en su arquitectura.
Fueron flores invisibles,
a veces, flores enterradas,
otras veces iluminaron
sus pιtalos, como planetas.

         Y el hombre recogiσ en las ramas
         las caracolas endurecidas,
         las entregσ de mano en mano
         como magnolias o granadas
         y de pronto, abrieron la tierra,
         crecieron hasta las estrellas.

Ιste es el αrbol de los libres.
El αrbol tierra, el αrbol nube,
el αrbol pan, el αrbol flecha,
el αrbol puρo, el αrbol fuego.
Lo ahoga el agua tormentosa
de nuestra ιpoca nocturna,
pero su mαstil balancea
el ruedo de su poderνo.

        Otras veces, de nuevo caen
        las ramas rotas por la cσlera
        y una ceniza amenazante
        cubre su antigua majestad:
        asν pasσ desde otros tiempos,
        asν saliσ de la agonνa
        hasta que una mano secreta,
        unos brazos innumerables,
        el pueblo, guardσ los fragmentos,
        escondiσ troncos invariables,
        y sus labios eran las hojas
        del inmenso αrbol repartido,
        diseminado en todas partes,
        caminando con sus raνces.
        Ιste es el αrbol, el αrbol
        del pueblo, de todos los pueblos
        de la libertad, de la lucha.

Asσmate a su cabellera:
toca sus rayos renovados:
hunde la mano en las usinas
donde su fruto palpitante
propaga su luz cada dνa.
Levanta esta tierra en tus manos,
participa de este esplendor,
toma tu pan y tu manzana,
tu corazσn y tu caballo
y monta guardia en la frontera,
en el lνmite de sus hojas.

         Defiende el fin de sus corolas,
         comparte las noches hostiles,
         vigila el ciclo de la aurora,
         respira la altura estrellada,
         sosteniendo el αrbol, el αrbol
         que crece en medio de la tierra.



Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on December 12, 2007, 20:41:08 pm

 :) :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 23, 2007, 14:38:12 pm
Ενός λεπτού σιγή
του Ντίνου Χριτιανόπουλου

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on January 02, 2008, 00:37:01 am
GUEVARA - Νικος Καββαδιας

Στο Θανάση Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου".
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

T' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ΄ ένα αλώνι).
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.


Και εδω μελοποιημενο απ' τον Χαρη Παπαδοπουλο με τη φωνη του Βασιλη Λεκκα:
Code:
http://www.dokimio.com/audio/download/188/Βασίλης+Λέκκας+-+Γκεβάρα.mp3


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on January 03, 2008, 19:12:45 pm
Η ζωή μας είναι σουγιάδες

σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατισίων.
Η ζωή μας είναι η Πατισίων.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία.Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.......


(Μη. Βρέχει. Δως μου τσιγάρο.)

---Κατερίνα Γώγου


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on January 04, 2008, 04:52:09 am




NO TE SALVES

No te quedes inmóvil
al borde del camino
no congeles el júbilo
no quieras con desgana
no te salves ahora
ni nunca
no te salves
no te llenes de calma

no reserves del mundo
sólo un rincón tranquilo
no dejes caer los párpados
pesados como juicios

no te quedes sin labios
no te duermas sin sueño
no te pienses sin sangre
no te juzgues sin tiempo

pero si
pese a todo
no puedes evitarlo
y congelas el júbilo
y quieres con desgana

y te salvas ahora
y te llenas de calma
y reservas del mundo
sólo un rincón tranquilo
y dejas caer los párpados
pesados como juicios
y te secas sin labios
y te duermes sin sueño
y te piensas sin sangre
y te juzgas sin tiempo
y te quedas inmóvil
al borde del camino
y te salvas
entonces
no te quedes conmigo.

Mario Benedetti.







ALBA

Mi corazón oprimido
Siente junto a la alborada
El dolor de sus amores
Y el sueño de las distancias.
La luz de la aurora lleva
Semilleros de nostalgias
Y la tristeza sin ojos
De la médula del alma.
La gran tumba de la noche
Su negro velo levanta
Para ocultar con el día
La inmensa cumbre estrellada.

¡Qué haré yo sobre estos campos
Cogiendo nidos y ramas
Rodeado de la aurora
Y llena de noche el alma!
¡Qué haré si tienes tus ojos
Muertos a las luces claras
Y no ha de sentir mi carne
El calor de tus miradas!
¿Por qué te perdí por siempre
En aquella tarde clara?
Hoy mi pecho está reseco
Como una estrella apagada.

Federico García Lorca.






Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on January 04, 2008, 05:07:39 am



Άφησα να μην ξέρω


Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


Κ. Δημουλά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on January 04, 2008, 05:13:56 am


Μία μετέωρη κυρία


Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
―χοντρή σταγόνα μοιάζει―
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα ―
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.




Κ. Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on January 10, 2008, 00:35:11 am
We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw.  Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats' feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death's other Kingdom
Remember us--if at all--not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

T.S Eliot


Title: Re: Ποίηση
Post by: gtpp on January 11, 2008, 02:13:38 am
ΠΟΡΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τώρα πια, όλη θα χωθώ στην αμαρτία,
εγώ, που αγάπησες εσύ κι ήμουν κυρία.
Εγώ που πίστεψες και που δεν ήμουν πλάνη –
ήμουν λουλούδι, της πρωτομαγιάς στεφάνι.

Ήμουν αγνή, ανέγγιχτη απ’ τα μίση·
να μπει η κακία στην καρδιά δεν είχ’ αφήσει.
Δεν κατηφόριζα σ’ απότομα δρομάκια,
δεν πότιζα φτωχές καρδιές ποτέ φαρμάκια.

Δεν έβαζα την ηδονή της σάρκας πρώτη,
δεν πλάγιαζα μ’ ένα τυχόντα ψευτοϊππότη.
Δε με πλανούσανε τα λόγια τα ωραία·
πίστευα σε ιδανικά, ήμουν μοιραία!

Εγώ, η αγάπη με τ’ αθώα μηνύματά μου,
θα γίνω πόρνη με τα μύρια κρίματά μου.
Νύχτα στο δρόμο θα ζητάω ένα τσιγάρο,
μήπως τυχαία τα φιλιά σου πάρω...

Κι όταν ξανά κάποια βραδιά σε φέρει
το παιχνιδιάρικο της μοίρας μου τ’ αγέρι,
αλίμονο! τα παιδικά μου χείλη
θα ‘χουν μαράνει της βραδιάς οι φίλοι.
Αλίμονο! το παιδικό μου σώμα
θα ‘χει γεράσει σ’ ένα ξένο στρώμα.
Και τα σημάδια του κορμιού μου από σένα,
θα ‘χουν σκεπάσει νέα σημάδια μολυσμένα.
Θα ‘μαι για σένα μιας βραδιάς η φίλη:
ψυχρά και ψεύτικα θα με φιλάς στα χείλη.
Ψυχρά και ψεύτικα θ’ αγγίζεις την καρδιά μου –
εκεί που κάποτε σ’ απίθωσε η ματιά μου.

Ψυχρά και ψεύτικα θα με φιλάς, ψυχή μου.
Ψυχρά και άπονα θα παίρνεις τη ζωή μου.
Ψυχρή η ανάμνηση κάποιας βραδιάς θα μένει,
γι’ αυτή που κάποτε την είχες ερωμένη.

Θα ‘χω χορτάσει όμως τα φιλιά σου,
θα ‘χω ξαναχωθεί στην αγκαλιά σου.
Στο σώμα μου θα μένουν τα σημάδια
απ’ της αγάπης τη βραδιά την άδεια.

Τότε, ας πεθάνω! γι’ άλλον δε θ’ ανοίξω,
την περασμένη μου ζωή θα πνίξω.
Δε θα με νοιάζει· τα σημάδια απ’ τα φιλιά σου
θα αναπληρώνουν τη χαμένη αγκαλιά σου…

ΖΩΗ


Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on January 11, 2008, 02:54:36 am
Καταπληκτικό, Νεκτάριε!

Εδώ (http://www.e-lefkas.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=210) λέει για το ποίημα:
"Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε από κάποια κυρία, πριν πολλά χρόνια...
Πρόσφατα, μου το εμπιστεύτηκε για να το δημοσιεύσω. Το υπογράφει με το μικρό της όνομα.
Ο τίτλος προστέθηκε από μένα, «ποιητική αδεία»."


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 18, 2008, 00:00:04 am
Αμηχανία Ρακοσυλλέκτη Δράκουλα

Με το σταυρό τρυπώντας μές το στήθος
τέλος ρουφήχτηκα στο οικείο μου μαύρο
και ησύχως διαλυθήκατε στην έξοδο.
Κρέμασαν τις ποδιές εκείνες
μοίρασαν μεταξύ τους τα πουρμπουάρ
τα ρολά κατέβασαν και τράβηξαν
για Λιόσια Μεταμόρφωση κι αλλού.
Το πανί με το δόντι μου σκίζοντας
στην πλατεία ο έρμος κατέβηκα
κάνα πρόγραμμα ψάχνοντας
της ζωής μου.

Και το βρήκα να κλαίει κυρία
άγνωστή μου κυρία
να σπαράζει στο κλάμα
και το πήρα στις μαύρες φτερούγες μου
και υπερίπταμαι τώρα της πόλης
τώρα αδειάζουν οι δρόμοι παντού
με στραβώνουν τα φλάς
οι αρχές κι ο στρατός σ'ετοιμότητα
κι οργίλοι πάπαρδοι ξορκίζουν τους αιθέρες
μα πού να στε, πού να στε κυρία
το παιδί σας κυρία μου κλαίει
το παιδί σας στα νύχια του δράκουλα
δε φοβάστε λοιπόν ένα Δράκουλα
επιτέλους σκεφτείτε τη θέση μου
τί θα γίνει κυρία, τί θα γίνει
φανταστείτε με
αν το αγαπήσω

Βαρβέρης Γιάννης







Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 18, 2008, 23:54:28 pm
Και μετά τα οφφ-τόπικ, στολίδια του φόρουμ  :D, ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας... 8)

Στην Christine με όλη μου την αγάπη για να ενωθούν για ακομη μία φορά οι καμμένοι εγκέφαλοί μας  :D μουχαχαχαχαχαχα :

Παρίσι

Παρίσι, ήταν καιρός τα ονείρατά μου
στο σκοτεινό πρωί σου να σκορπίσω
και να σ'αφήσω παίρνοντας κοντά μου
τη θλιβερή χαρά να σ' αγαπήσω

Τώρα η Μεσόγειος λυγερή σειρήνα
που στο πλοίο γύρω μας αφρικοπάει
κι όλα του αφρού της τα κάτασπρα κρίνα
ένα σκοπός : μακρυά σου να με πάη.

Κι ύστερα, σαν σιμώσουμε κει πέρα
θα ρθη προσταχικό το φώς ν' ανοίξη
τα μάτια μου στην τρισγαλάζια μέρα
και την ενθύμησή σου να μου πνίξη

Κι ύστερα τα νησία της θα χυμήσουν
Κι η Αθήνα, ξέρω, δεν θ'αργοπορήση
Θε να στηθούνε να μου πολεμήσουν
της αμαρτίας τον έρωτα, Παρίσι!

Και θα θελήσουν να ξεχάσω πόσο
σου δόθηκεν αμέσως η ψυχή μου
Καθώς χωρίς την έγνοια ν' ανταμώσω
γύριζα μεσ' τους δρόμους μοναχή μου.

Όμως παντού έπιανα εύκολα φιλίες
γιατί σα να με ξέραν μου γελούσαν
παντού, σπίτια και πάρκα κι εκκλησιές
κι όταν ξαναπερνούσα μου μιλούσαν.

Και θα θελήσουν να ξεχάσω πόση
καινούρια νιότη μου'χες χαρίσει
πώς τη μοίρα μου ακόμα έχω ανταμώσει
γυρίζοντας στους δρόμους σου, Παρίσι.


Μαρία Πολυδούρη  ^notworthy^




Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 19, 2008, 15:18:40 pm
Γυναίκα
του Νίκου Καββαδία

                           Στον Αντώνη Μωραΐτη


Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ'' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες του Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
.

τι να πω...
Καββαδίαςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς ςςςςςςςςςςςςςςς


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on January 19, 2008, 15:21:08 pm
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Εγω εδω μενω, απ' ολο το ποιημα!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 19, 2008, 15:26:09 pm
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Εγω εδω μενω, απ' ολο το ποιημα!

εμεις οι δυο ποτε δε συμφωνουμε..

...το ποίημα είναι ολόκληρο κορυφαίο, λεπτοδουλεμενο στιχο στιχο.......

κ η ερμηνεία από Κούτρα είναι απίστευτη.....

Πάρε, ψάξε, μέτρα.......


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 19, 2008, 15:41:31 pm
Με παρασύρετε !  :P

Gabrielle Didot


Το βράδυ ετούτο κάρφωσε μ' επιμονή το νού μου
κάποια γυναίκα που άλλοτες εγνώρισα, κοινή,
που ωστόσο αυτή ξεχώριζεν από τις αδελφές της,
γιατί ήταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη και στυγνή.

Θυμάμαι που την πείραζαν συχνά τ' άλλα κορίτσια,
γελώντας την για το ύφος της το τόσο σοβαρό,
και μεταξύ τους έλεγαν, αισχρό κάνοντας σχήμα,
πώς θα συνήθιζε κι αυτή σιγά - σιγά με τον καιρό.

Κι αυτή, ψυχρή και σιωπηλή, καθόταν στη γωνία της,
ενώ μια γάτα χάιδευε με αυτάκια μυτερά
κι ένα σκυλί που δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
ένα σκυλί όπου ποτέ δεν κούναε την ουρά.

Κι έμοιαζ' η γάτα, που αυστηρή την κοίταζε στα μάτια,
η πλήξη ως να' ταν, που με μάτια κοίταε ζοφερά,
και το σκυλί που εδάγκωνε το κάτασπρο της χέρι,
η τύψη ως να 'ταν έμοιαζε, που εδάγκωνε σκληρά.

Πολλές φορές περίεργες την εκυκλώναν σκέψεις
και προσπαθούσε - μου λεγε - συχνά να θυμηθεί,
το νού της βασανίζοντας τις ώρες της ανίας,
όσους μαζί της είχανε μια νύχτα κοιμηθεί.

Ώρες πολλές εκοίταζα τα σκοτεινά της μάτια
κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σ'αυτά
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους
και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά.

Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κι ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στύλ μπωντλαιρικό
που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε αναγνώστη,
γελάς γι'αυτόν που το 'γραψε, με γέλιο ειρωνικό.


Νίκος Καββαδίας
;)





Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 19, 2008, 15:46:19 pm
A bord de l' "Aspasia"
του Νίκου Καββαδία

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χαρά του θανάτου οδοιπορούσες.

Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"

Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.

μετά την εξεταστική, ο Κυκλος των Καμενων Ποιητών will be back  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 19, 2008, 15:54:49 pm
Μαραμπού..... ^notworthy^

εξωτικό φρούτο..... :)

ps ελπίζω μέχρι τότε να μπορώ να μπώ στον κύκλο ! (και να υλοποιήσουμε τα μεγαλεπήβολα σχέδια μας, ξωτικούλι ! :D  8) ^ivres^)



Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on January 22, 2008, 08:44:41 am
ps παίζει έρωτας με αυτόν τον ποιητή..... :)

δεν είναι ν' απορείς..

thx pandora


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 22, 2008, 14:39:26 pm
ps παίζει έρωτας με αυτόν τον ποιητή..... :)

δεν είναι ν' απορείς..

thx pandora

 ^kissy^

Ξέρει η Χριστίνα τί δώρα παίρνει....  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Juventina on January 24, 2008, 22:57:13 pm
Αγγελίες

Διατίθεται απόγνωσις
εις αρίστην κατάστασιν,
και ευρύχωρον αδιέξοδον.
Σε τιμές ευκαιρίας.

Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
έδαφος πωλείται
ελλείψη τύχης και διαθέσεως.

Και χρόνος
αμεταχείριστος εντελώς.

Πληροφορίαι:Αδιέξοδον
Ώρα:Πάσα

Κική Δημουλά
           


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 24, 2008, 22:58:36 pm
Αγγελίες

Διατίθεται απόγνωσις
εις αρίστην κατάστασιν,
και ευρύχωρον αδιέξοδον.
Σε τιμές ευκαιρίας.

         
^notworthy^ ^notworthy^

Μετρήσεις Ι  :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: tati on January 29, 2008, 02:11:56 am
SIE LIEBTEN SICH BEIDE...
(Heinrich Heine-μεταφραση απο Καρυωτακη)

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
μα δίχως γι αυτό να μιλήσουν.
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

Εχώρισαν έπειτα,φύγανε,
μες στο όνειρο μόνο ειδωθήκαν.
Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
Εμίσησαν ή αγαπηθήκαν;


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 29, 2008, 02:28:45 am
Charles Baudelaire - Ο Θάνατος Των Εραστών


    Κρεβάτια θα 'χουμε άνθινα γεμάτα αιθέρια μύρα·
    ντιβάνια ολοβελούδινα σα μνήματα βαθιά·
    στις εταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
    που άνοιξαν μονάχα για μας σε μέρη μαγικά.

    Και ποιά την άλλη να υπερβεί στην ύστατη φωτιά τους,
    οι δυο καρδιές μας - σαν τρανές λαμπάδες δυο - μαζί
    θα διπλοκαθρεφτίσουνε το διπλοφώτισμά τους
    στα πνεύματά μας που 'ναι δυο καθρέπτες αδερφοί.


    Και μια βραδιά ολογάλανη, ρόδινη, μυστική
    θε ν' ανταλάξουμε άξαφνα την ίδια αναλαμπή,
    σαν ένα μακροθρήνημα που φέρνει ο χωρισμός·

    κι αργότερα ένας  Άγγελος θα 'ρθει το φως να χύσει,
    - τις πόρτες μισανοίγοντας πιστός και χαρωπός, -
    στους δυο καθρέπτες τους θαμπούς, στις φλόγες που 'χαν σβήσει.

     

Συλλογή : Τα άνθη του Κακού
Μεταφραστής : Γ. Σημηριώτης

 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 29, 2008, 10:33:15 am
Σ'εχω δε σ'εχω
της Λείας Χατζοπούλου-Καραβία
Τραγούδι: Μανόλης Λιδάκης

Σ' έχω δε σ' έχω, σε κρατώ δε σε κρατώ
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σε ονειρεύομαι

Είσαι δεν είσαι πάλι αυτή που με καλεί
Μένω δε μένω πάλι μένω απ' την αρχή
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σ' ονειρεύομαι

Γίνεσαι φωτιά κι αέρα, νερό κι αέρας, φωτιά
Μες τα χέρια μου κοιμάσαι χάνεσαι μετά

Σ' έχω δε σ' έχω, πάντα εσύ με οδηγείς
Μπαίνω δε μπαίνω στ' αδειανό μιας φυλακής

Σ' αγγίζω δε σ' αγγίζω
Σε ονειρεύομαι
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σ' ονειρεύομαι

Σ' έχω δε σ' έχω
της Λείας Χατζοπούλου-Καραβία

Σ' έχω δε σ' έχω σε κρατώ δε σε κρατώ
Ελπίζω δεν ελπίζω
Σε ονειρεύομαι

Σε πρύμνες καραβιών που μόλις ξεμακραίνουν
Να μου απλώνεις τα χέρια
Είσαι δεν είσαι αυτός που με καλεί
Σε περιμένω δε σε περιμένω πάντα φτάνεις απροσδόκητος
Με οδηγείς σε κάμαρα ολοσκότεινη
Και κει με μια σειρά μεταμορφώσεων
Γίνεσαι ύδωρ πυρ αήρ δράκος και περιστέρι

Με τη φωνή μου λες ποιήματα
Που θα μπορούσα ή θα θελα ή θα πρεπε να γράψω

Κι ύστερα αποκοιμιέσαι μες τα μπράτσα μου
Και μένω δε μένω μοναχή μου



Title: Re: Ποίηση
Post by: Juventina on January 29, 2008, 20:58:45 pm
Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις  επέστρεφε και παίρνε με--
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ'επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα-
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ'αισθάνονται τα χέρια σαν ν'αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται.....

                                                                                                                  Καβάφης

 



Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on January 29, 2008, 21:00:44 pm
Είσαι η ελπίδα μας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 31, 2008, 21:22:12 pm
The Raven
του Edgar Allan Poe (http://en.wikipedia.org/wiki/Edgar_Allan_Poe)

[First published in 1845]


Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!

Η corina μου έδωσε επίσης κ διάβασα μια πολύ καλή διασκευή του ποιήματος :)
Απ' ότι κατάλαβα η διασκευή έγινε στα πλαίσια κάποιας παράστασης...
όταν βρω χρόνο, θα την περάσω :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 31, 2008, 23:25:57 pm
The Raven
του Edgar Allan Poe (http://en.wikipedia.org/wiki/Edgar_Allan_Poe)


^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^

respect

το είχα κάποτε και υπογραφή......


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 01, 2008, 11:52:17 am
The Raven
του Edgar Allan Poe (http://en.wikipedia.org/wiki/Edgar_Allan_Poe)


^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^

respect

το είχα κάποτε και υπογραφή......
η διασκευή που διάβασα είναι του Μανώλη Φραγγίδη :)
Δυστυχως δεν τη βρήκα στο δικτυο :(

Nevermore Project (http://www.sound.gr/soundgr/cgi-bin/read_news.pl?bydate=&cat=diafora&story=324&start=0)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 01, 2008, 15:03:14 pm
 
κάθε πρωτομαγιά διαβάζω μαγιακόφσκι

πάντως πριν μπεί το Χ στο εναέριο κάπνισμα
παρασκευή και δεκατρείς ώρα μηδέν
ναυαγός στα γραφεία lost ’n’ found
στο φιουμιτσίνο ή στο χίθροου ή στο χασάνι
ματαίως έψαχνα για τη βαλίτσα μου
με τα πουκάμισα και τα ξυριστικά κι άλλα χρειώδη
για μια ευπρεπή διαμονή στην ποίηση των seventies
στη βία βένετο ή στην πλατεία κάνιγγος
ή και σ’ ένα παλιό ραφτάδικο στη γλάδστωνος
με κασμηροφανέλα τρία δέλτα αγορασμένη
ανάμεσα χρυσοσπηλιώτισσα και pier paolo pasolini

ξεχασμένα κορμιά ξεχασμένα ημερολόγια
ζητείται ευάλωτος ελληνιστής να μεταφράσει
τη γκαρσονιέρα στην οδό αγάθωνος
τη σκοπιά των φαντάρων που δεν έτυχαν εξόδου
τον υφάλμυρο ερωτισμό τύπου μηχανουργείου
τη μέριλιν κατά ματθαίον ή θωμά
προσέχοντας όμως μην άκομψα μπερδέψει
τους τεθνεώτες και τους τεθνεώτες
με τον τυφλό ζητιάνο που εύχεται στον άλλεν γκίνσμπεργκ
να σ’χωρεθούν τ’ αποθαμένα σας


Βασίλης Πολύζος, Ποιήματα

http://www.elogos.gr/keimena/akeimena2.htm


Title: Re: Ποίηση
Post by: Juventina on February 01, 2008, 22:04:29 pm
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Σ'αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για να βρω τα παράθυρα.- Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θα'ναι παρηγορία.-
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τα 'βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θα 'ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τί καινούρια πράγματα θα δείξει.
                                          Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 02, 2008, 00:37:35 am
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Δος μου την ηδονή της ηδονής,
ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα,
οδύνη.
Το ερωτικόν απόσταγμα μού ηδύνει
την υπερφίαλη σκέψη που πονεί
.
Μόνο, τη γεύση αγάπησα μόνο, ώ
πονώ πέρ' απ' την αίσθηση του
χώρου
της γης
, πέρ' απ' τα μάκρη αυτά
πονώ!
Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς
άνθρωπος, μα αισθάνομαι θεός
κι ως θεός ζούσα, μεθούσα, πλήρης
από έρωτα και δόξα κι ομορφιά...
Πάνω στα σουβλερά καρφιά,
σαν ασκητής έλα κι εσύ να γείρεις,
τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη σιγή και στο κενό
να φτάσεις,
κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί
από την πείρα την τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις.



Άρης Δικταίος

(http://img99.imageshack.us/img99/4020/avatar974a3ah.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 02, 2008, 00:47:40 am
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως
. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -

τώρα
μπορώ
ν'αρθρώσω την τάξη του σ'ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ'ευθείες το φως.


Νικηφόρος Βρεττάκος


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 02, 2008, 00:51:25 am
Κι ένα ακόμη, του ίδιου ποιητή...... :)


ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ


Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει
τίποτε
: Ούτε ουρανός έναστρος,
ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα.
Κι ευτυχώς ότι μ'έκανε η μοίρα μου
γνώστη των μουσικών αριθμών,

ότι κρέμασε μιαν αχτίνα επί πλέον
το άστρο της ημέρας στην όρασή μου
και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι
εργάζομαι, ως να 'ταν να φτιάξω
έναν έναστρο ουρανό, ή ένα ρόδο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on February 05, 2008, 04:22:45 am
μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on February 05, 2008, 04:45:30 am
ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 09:43:10 am
μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

 :D ^notworthy^

έδωσε και συνέντευξη στην ΕΤ1  ο Χριστιανόπουλος τις προάλλες.....


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 11:30:02 am
΄΄ Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή μέσα από μια μακριά , απεριόριστη και συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων . Όλες οι μορφές έρωτα , πόνου , τρέλας . Διερευνά τον εαυτό του , εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια και διατηρεί την πεμπτουσία τους . Δοκιμασία ακατανόμαστη , όπου θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη πίστη , την υπεράνθρωπη δύναμη , όπου θα γίνει αυτός μέσα απ’όλους , ο μέγας σακάτης , ο μέγας αφορισμένος και ο υπέρτατος επιστήμων . Γιατί φτάνει το ΑΓΝΩΣΤΟ ! ‘Ετσι λοιπόν , τι κι αν καταστραφεί στην εκστατική πτήση του μέσα από πράγματα πρωτάκουστα , ακατανόμαστα ; ΄΄

Arthur Rimbaud

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Όλα γιορτή. Κι η ζωή μου, γλέντι δίχως τελειωμό. Αν καλά τη θυμάμαι.
Οι καρδιές ήταν ορθάνοιχτες. Και κρασιά κυλάγαν παντού.
Δείλι:
Στα γόνατα μου κάθισα την ομορφιά.
                                                              ...πικρή που ήταν...
Και την έφτυσα στα  μούτρα!
Αρματώθηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Κι από εσάς
                                                                             ελέη
Μάγισσες, διχόνοιες οικτιρμοί, που 'δωσα να φυλάξετε τον θησαυρό μου
                                                                                                                      Δραπετεύω.
Έφτιαξα την ψυχή μου πόρτα
Κι από τα μέσα της φυγάδεψα, κάθε ελπίδα ανθρωπινή. Και
Χίμηξα
Με τη σιγή που κρύβουν τα θεριά πριν απ' το θύμα.
Στο σβέρκο του χαρμόσυνου
Χίμηξα
Κάλεσα δήμιους!
Τη γκιλοτίνα , ζήτησα να μ' άφηναν να γλύψω. Πέθαινα!
Κι αφού θα πέθαινα, τη λάμα γλύφοντας, βαθιά να ένιωθα το τέλος.
Όλων των εποχών επικαλέστηκα τις μάστιγες. Για να χανόμουνα.
                                                                                  Για να χαθώ. Την πνοή μου σιωπώντας.

Αίμα και άμμος το τέλος.
Και ο Θεός καταντημένος τρικυμίες!
Με  στέγνωσ' η ανάσα του φόνου. Εγώ
                                                                  Την ξεγέλασα την παράνοια!

Έμπηξε η άνοιξη στα χείλη μου
                                                   Το  φριχτό το γέλιο του ηλίθιου. Και 
Μια στιγμούλα μόνο πριν να παραδώσω πινακίδες...
Σκέφτηκα να γυρέψω πάλι το κλειδί
Για τη λαμπρή γιορτή εκείνη... η ανθρωπιά! Ετούτο είναι το κλειδί. Κι η ευσπλαχνία.
(μια τέτοια έμπνευση, το ξέρω, δείχνει να ονειρεύτηκα.). 

«Μα ύαινα θα παραμείνεις! Θέλοντας και μη.»Κτλ κτλ κτλ.... οι λέξεις αντηχούσανε του δαίμονα,
Βαθιά. Μέχρι που ν' ακουγόταν να πλατάγιζε και το μεδούλι...Ω...
Και μ' έστεφε με τα χεράκια του εράσμιες παπαρούνες. « Καλέ μου, άκου:
Φτάσε στο θάνατο  με τις ορέξεις σου όλες κι όλο σου το εγώ και τ΄αμαρτήματα όλα, αυτά που λεν θανάσιμα»
Α ! Α-γρίεψα!  Αγαπητέ μου Βελζεβούλ, του είπα,  σ' εξορκίζω! Άσε τις άγριες ματιές και σκέψου. Η ώρα για καινούριες αθλιότητες σιμώνει. Κάποια κραιπάλη
                                                                               Πάλι θα με καβαλήσει και
Μέχρι τότε, αφού ζητάς από τους συγγραφείς διδασκαλίκια και περιγραφές και τα τοιαύτα να εκλείπουν,
Την προσφορά μου δέξου:
Φύλλα που επάνω τους
                                       δακρύζει ο κολασμένος...



(Αρθρούρος Ρεμπώ, "Μια εποχή στην κόλαση")



Title: Re: Ποίηση
Post by: Zarathoustra on February 05, 2008, 12:10:14 pm
Quote from: Pandora
(Αρθρούρος Ρεμπώ, "Μια εποχή στην κόλαση")

deja vu
Σε έχει προλάβει το μυστηριώδες μέλος "guest@",λίγα χρόνια πριν.........
Και μου φαίνεται καλύτερη η μετάφραση:
http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=2256.msg14491#msg14491 (http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=2256.msg14491#msg14491)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 12:14:51 pm
Quote from: Pandora
(Αρθρούρος Ρεμπώ, "Μια εποχή στην κόλαση")

deja vu
Σε έχει προλάβει το μυστηριώδες μέλος "guest@",λίγα χρόνια πριν.........
Και μου φαίνεται καλύτερη η μετάφραση:
http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=2256.msg14491#msg14491 (http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=2256.msg14491#msg14491)

Καμιά σχέση η μετάφραση... έχεις δικιο.... πολύ καλύτερη.....

(χμ... δεν  το είχα προσέξει αυτό το ποστ....^redface^)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 05, 2008, 14:21:18 pm
αν κ δεν ταιριάζει απόλυτα εδώ, ήθελα να στο ποστάρω εδώ κ μήνες....

 I is another, "Je est un autre," είναι μια πολύ γνωστή φράση του Arthur Rimbaud απ' τα γράμματα του (aka The Seer’s Letters) στον Georges Izambard και τον Paul Demeny. Το επόμενο απόσπασμα είναι από ένα γράμμα του στον Paul Demeny:

"For I is someone else. If brass wakes up a bugle, it is not his fault. That is obvious to me : I witness the unfolding of my thought : I watch it, I listen to it : I make a stoke of the bow : the symphony makes movement into the depths, or comes in one leap upon the stage.
If the old fools had not found only the false significance of the Ego, we should not now be having to sweep away these millions of skeletons which, since an infinite time, have been piling up the fruits of their one-eyed intellects, proclaiming themselves to be the authors!
(...) The first study of a man who wants to be a poet is his self-knowledge, complete ; he looks for his own soul, he inspects it, he tests it, learns it. As soon as he knows it, he must cultivate it. That seems simple : in every mind a natural development takes place ; so many egoists proclaim themselves authors ; there are many others who attribute their intellectual progress to themselves ! - But the soul has to be made monstrous : after the fashion of the comprachicos, if you like ! Imagine a man planting and cultivating warts on his face.

I say that one must be a seer, make oneself a seer."


"Car Je est un autre. Si le cuivre s'éveille clairon, il n'y a rien de sa faute. Cela m'est évident : j'assiste à l'éclosion de ma pensée : je la regarde, je l'écoute : je lance un coup d'archet : la symphonie fait son remuement dans les profondeurs, ou vient d'un bond sur la scène.
Si les vieux imbéciles n'avaient pas trouvé du Moi que la signification fausse, nous n'aurions pas à balayer ces millions de squelettes qui, depuis un temps infini, ! ont accumulé les produits de leur intelligence borgnesse, en s'en clamant les auteurs !
(...) La première étude de l'homme qui veut être poète est sa propre connaissance, entière ; il cherche son âme, il l'inspecte, il la tente, l'apprend. Dès qu'il la sait, il doit la cultiver ; cela semble simple : en tout cerveau s'accomplit un développement naturel ; tant d'égoïstes se proclament auteurs ; il en est bien d'autres qui s'attribuent leur progrès intellectuel ! - Mais il s'agit de faire l'âme monstrueuse : à l'instar des comprachicos, quoi ! Imaginez un homme s'implantant et se cultivant des verrues sur le visage.

Je dis qu'il faut être voyant, se faire voyant."


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 17:05:30 pm

"Car Je est un autre. Si le cuivre s'éveille clairon, il n'y a rien de sa faute. Cela m'est évident : j'assiste à l'éclosion de ma pensée : je la regarde, je l'écoute : je lance un coup d'archet : la symphonie fait son remuement dans les profondeurs, ou vient d'un bond sur la scène.
[...]

 ! ont accumulé les produits de leur intelligence borgnesse, en s'en clamant les auteurs !
(...) La première étude de l'homme qui veut être poète est sa propre connaissance, entière ; il cherche son âme, il l'inspecte, il la tente, l'apprend. Dès qu'il la sait, il doit la cultiver ;
[...]
- Mais il s'agit de faire l'âme monstrueuse : à l'instar des comprachicos, quoi ! Imaginez un homme s'implantant et se cultivant des verrues sur le visage.


 :) ^notworthy^

Είχα δεί μια ταινία για τη σχέση του με τον Βερλαίν.
Αν κρίνω από τον τρόπο που περιγράφεται ο χαρακτήρας του Rimbaud στην ταινία, θα πρέπει να ήταν αρκετά ακομπλεξάριστος - ίσως για τους λόγους που αναφέρει παραπάνω. Δεν ντρεπόταν να σπάσει τα στεγανά, αυτό φαίνεται κι από την ποίησή του... θα πρέπει σε σχέση με την αστική ποίηση του καιρού του να ήταν μίλια μπροστά.
Ήταν και αρκετά αυστηρός κριτής των συγχρόνων του ποιητών.... το συμπερασμα βγαίνει κι από το παραπάνω κείμενο.....

υς Christine  :-* :-*


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 19:01:07 pm

ΤΟ ΒΡΟΜΙΣΜΕΝΟ ΑΙΜΑ


Πρόγονοι Γάλλοι.
Ένα κρυστάλλινο γαλάζιο γκρι, πέτρωμα των ματιών μου,
                                                                                                Από εκείνους.
Η στενοκεφαλιά μου Γαλλική.
Κι εξίσου πλαδαρός μ' αυτούς στην πάλη. Τα ρούχα μου, βαρβαρικά.
Ναι, ναι, όσο και τα δικά τους. Μα  ευτυχώς, με βούτυρα δεν τα αλείφω τα  μαλλιά  μου...
Οι Φράγκοι, ήσαν θεριστές. Και γδάρτες τομαριών(ακόμη και σ΄αυτά, οι ανικανότεροι στην εποχή τους.).
Ως απόγονος τους, ειδωλολάτρης και εγώ. Και βέβαια, φανατικός της ιεροσυλίας.
Μα όλα τα ελαττώματα!
                                    Οργή, λαγνεία (α! εξαίρετη αυτή!) και πάνω απ' όλα, ψέμα!

Το ψέμα και η νωθρότητα.
Τρέμω κάθε επάγγελμα. Αφέντες, δουλικά κι εργάτες βλάχοι όλοι. Και αγράμματοι.
Ο αιών...των χεριών. Μα εγώ δεν μπλέκομαι σε αυτά. Εγώ, τα χέρια μου, τα έχω καθαρά. Αρνάκι.
Άσε που συνηθίζοντας κανείς, ξεχνιέται. Ποιός ξέρει πού μπορείς να φτάσεις συνηθίζοντας...
Η ειλικρίνεια των ζητιάνων, με τρελαίνει! Ευνούχοι και φονιάδες, απεχθείς. Αλλά εγώ... άθικτος!
Κι έτσι δεν μ' αφορά.
Mais! Qui a fait ma langue…συγνώμη. Θέλω να πω, δεν βρίσκω ποιός την έκανε έτσι δόλια την γλώσσα μου, που ως σήμερα, τόσο προστάτεψε την οκνηρία μου.
Μήτε απ' το κορμί μου γύρεψα να ζήσω. (...Χαμένο κορμί!)
Εγώ,
        Υπάρχω  παντού.
Ούτε μια φαμελιά δεν είναι στην Ευρώπη ολόκληρη που δεν γνωρίζω. Και λέω...οικογένειες σαν τη δική μου, που όλα τα χρωστά στην διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Γνώρισα
              Τον απόγονο
                                 όλων.

Να ‘ταν ένας,  δικός μου απόγονος γνωστός στην ιστορία. Ένας έστω...Μα τίποτε. Κανένας.
Είναι ολοφάνερο, προέρχομαι από κατώτερη φυλή. Από στασιασμούς  δεν σκαμπάζω. Απλά,
ορμάω όπως και οι λύκοι 
                                         σε θηράματα αλλονών ή στα ψοφίμια.


   Αναπολώ την ιστορία της Γαλλίας, κόρη  πρωτότοκο της εκκλησίας.
  Σαν  χορικός, ταξίδεψα στους άγιους τόπους κι έχω μες στο μυαλό μου, δρόμους που μες απ' τις κοιλάδες πέρναγαν της Σουαβίας. Βυζαντινές εικόνες, και της Ιερουσαλήμ τους προμαχώνες. Η λατρεία της Θεοτόκου, κι η θλίψη που γεμίζω  σαν σταθώ μπροστά από τον εσταυρωμένο μοιάζουνε φλόγες. Τι φλόγες; Σπίθες απλώς μπροστά στην λαίλαπα της παγανιστικής τελετουργίας.
   Σαν, λεπρός, ξαπόστασα, πάνω σε θρύψαλα αγγείων, ριγμένος
  σε τσουκνίδες, την πλάτη μου στηρίζοντας σε χάλανδρα κοκκινινωπά  λες και τα πότιζε σκουριά  με  το λιοπύρι η μέρα.
   Έπειτα μισθοφόρος.  Γυάλινες νύχτες στρατοπέδευα στη Γερμανία.
   Με γέρους και παιδιά, σαμπάτ χορεύω ακόμη  στα ξέφωτα δρυμώνων
   Άλλο τίποτε δεν θυμάμαι αλήθεια, από αυτήνε τη γη. Και απ' το Χριστό. Τίποτα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πάψω να με αναγνωρίζω μες σε αυτά τα περασμένα, μα, βαθιά  δικά μου χρόνια. Όμως,
                                                                                                                                               
                                                 πάντοτε μόνος.
                                                                                          Δίχως κανέναν.

Ή, ακόμη, τι γλώσσα να μιλούσα ;
   Μέσα μου, δεν βρίσκω μήτε τις εντολές του Χριστού, μήτε και να μπορώ να ανήκω σε συμβούλια εκπροσώπων Του..
                             Σήμερα,
                                          είμαι η μοναξιά που κληρονόμησα.
   
Μπα, ούτε τυχοδιώκτης κι ούτε μισθοφόρος. Η κατώτερη φυλή,
                                                                                                        σκέπασε τα πάντα.
Ο λαός, καθώς τον ονομάζουνε,  η σκέψη, 
                                                                      η επιστήμη και το έθνος...



  Ώ η επιστήμη! Τα πήρε όλα! Κι όσα ήτανε της σάρκας και τα άλλα που ήταν της ψυχής.
Το... «τούτο Μου έστι το αίμα» έγινε ζήτημα  εξέτασης αίματος. Ιατρικής
                                                                                                                        και  φιλοσοφίας.


Πάνε, πάνε και τα γιατροσόφια των πονόψυχων γριών και όλα τα τραγούδια τα λαϊκά, πάνε.
Πάνε και αυτά. Η επιστήμη τα διασκεύασε όλα. Σκοπός της προόδου είναι η αλλαγή.
Η διασκευή του παλαιού.
             Καλού και κακού.

Και οι διασκεδάσεις των πριγκίπων, όσα  άλλοτε οι ίδιοι  απαγόρευαν σα βασιλιάδες!
                                                       Γεωγραφία,  κοσμογραφία. Μηχανική και η φυσική.
                                                                                    (κι οι σκλάβοι τους βεβαίως τα ίδια)
 
                                                                                      Επιστήμη, είναι η  κάθε νέα τάξις.

   Λοιπόν... βαδίζει ο κόσμος. Μονόδρομα. Ανεπιστρεπτί.

Είναι το όραμα των αριθμών. Πηγαίνουμε προς το πνεύμα, είναι βεβαιότατο. Σαν προφητεία.
Κι όμως, θα ήθελα να σιωπήσω. Ίσως, που δεν μπορώ να μιλήσω σαν παγανιστής...
 

Το αίμα της ειδωλολατρίας, επιστρέφει.


  Μα, αν όντως στέκει δίπλα μου το Πνεύμα, ο Χριστός, προς τι δεν με βοηθάει; Λέω, που μήτε ελεύθερος και μήτε ευγενής μπορώ να νιώσω. Το ευαγγέλιο,
                                                                           Μας τέλειωσε. Το ευαγγέλιο…
   Προσμένω τον θεό με βουλιμιά!
                                                      Είμαι, ας πούμε, ο ανέκαθεν κατώτερος.

Και να 'με τώρα, στη Βρετάνη. Φεύγω, και πίσω μου, αφήνω πόλεις
με τους δρόμους φωτισμένους.
                                                  Γιατί έφτασε η νύχτα.
   Αφήνω την Ευρώπη. Οι πελαγίσοι άνεμοι  θα μου τα  κάψου τα πνευμόνια.
Οι τόποι οπού θα ζητήσω να σταθώ, θα χτίσουνε το σώμα μου ξανά. Αλλά χάλκινο. 
Να κολυμπάς, να τσαλαπατάς  τα χορτάρια,, να κυνηγάς, και,
πάνω απ' όλα να καπνίζεις. Να πίνεις δυνατά ποτά, σα μέταλλο που βράζει και χοχλάζει.
Όμοια με τους παλιούς, τριγύρω απ' τις φωτιές…
   Θα γυρίσω, με ατσάλινο κορμί, με σάρκα σκούρα, με τη ματιά μαινόμενη. Στη μάσκα που θα έχω γίνει πια, μιαν άλλη θα νομίσουνε γενιά πως μ' έχει πλάσει. Θα γίνω κτήνος που θα σέρνεται βαριεστημένο.
Κι έτσι θα ζει. Θα ‘χω χρυσάφι για να ζω. Τέτοιους παλαίμαχους, αρρωστημένους άγριους, τους ποθούν οι γυναίκες. Και έτσι, θα εμπλακώ με την πολιτική. Σώθηκα
. Τώρα...
                                                                                                               ναι, είμαι καταραμένος.
Την τρέμω την πατρίδα.
Να αποκοιμηθώ. Ετούτο θα ήταν το καλύτερο.
Να ξαπλώσω τον ύπνο μου στο ακρογιάλι.
Δεν φεύγει κανείς, όπου και αν ήτανε να πάμε άλλωστε, θα φεύγαμε από εδώ.
Με βάρυναν οι μικρότητες
                                            εκείνες που καρφώσανε τις ρίζες τους και ανθίσανε λυγμό, μέσα σε εμένα.
 


  Ό,τι σπάρθηκε την εποχή της σκέψης,
    ανεβαίνει προς τον ουρανό.
                                                  Και σπαράζει.



    Έχει ειπωθεί• Μη φανερώσεις στον όχλο  πόσο του μοιάζεις. Γιατί θα πει , μονάχα εσύ πως την προκάλεσες και την αηδία και
                              τη μοναξιά. Και την εξάπλωσες εσύ.. Δεν πάω πουθενά λοιπόν.


Μα
δείτε: αν φύγω, αυτή,
θα  είναι
η πράξη
της αθωότητας μου.
                                Που στέρεψε.
Της αιδούς. Που εδώ,
                                σας αποχαιρετά.
Εμπρός λοιπόν! Η έρημος, ο σταυρός μου
                                                     , η άνοια,
                                                                   Η οργή!

  Σε ποιόν να πουληθώ; Ποιο κτήνος να λατρέψω ποια καρδιά να θρυμματίσω; Ποιό
  εικόνισμα να βεβηλώσω; Ποιό
  ψέμα να κάνω θρησκεία μου ποιό αίμα να ξεπλύνει τα πόδια μου;

  Όμως,
            ας δούμε τα πράγματα αντικειμενικά.
Η ζωή, είναι σκληρή. Η αποκτήνωση, εύκολη. Λοιπόν. Η προσταγή: Με το χέρι σου σε στάση γροθιάς ,μα πια, σκελετωμένο, άνοιξε το μνήμα. Μπαίνεις.
Και ασφυκτιώντας,
                               ψοφάς.
Έτσι, τέλος και τα γεράματα και δεν διακινδυνεύεις  και τίποτε!
Ο φόβος άλλωστε, δεν είναι λαγνεία. Δεν είναι ορθολογισμός.τουλάχιστον δεν θα έπρεπε.
Συνεπώς, δεν είναι πράγμα που πωλείται στη Γαλλία.

   Η μοναξιά , όταν ποτέ σου δεν τη διάλεξες, βλέπει τον Θεό σα τα σκυλιά το πτώμα το κρεμάμενο απ' το δένδρο και, χοροπηδά, σαν για να τον δαγκώσει. Αν όχι για να τον κατασπαράξει, όσο για να χορτάσει, λιγάκι,
            να ξεδιψάσει κόκκινα.
   
Ω αυταπάρνηση! Ώ ευσπλαχνία μου! Αγγελικές μου χάριτες πεσμένες εδώ κάτω
Τι κάνει ‘σας να δέχεστε να τριγυρνάτε πέρα
Αλάργα απ' την  παράδεισο, στ' ανθρώπου τη χολέρα;
   Θα σου χιμήξω,  να σου φάω την τελειότητα! Με ακούς; Σ εσένανε τα λέω, άλλε Νυμφίε!

Εκ βαθέων,
                    Κύριε,
                                τι αρχίδι που είμαι!!!



  Από τα πρώτα μες στη μνήμη χρόνια μου, θυμάμαι, θαύμαζα τους κατάδικους και το αμετάκλητο της τόλμης τους. Η τόλμη! ο μίτος που τους έφερνε ως τη αγχόνη! Ο κατάδικος! Πέρναγα από τους τόπους που είχε πια καθαγιάσει η  διαμονή του. Έστω, ένα απλό του πέρασμα. Από ένα καπηλειό, από ένα πανδοχείο. Ακολουθούσε τη μοίρα του, που, μύριζα κι εγώ  και ακολουθούσα εκείνον. Τον πιότερο και από τον άγιο δυνατό. Αισθητική; Καλύτερη και απ' του πολυταξιδεμένου.
Ήταν το δόγμα του εαυτού του.
Ήταν ο μάρτυρας της πίστης του.
Ήταν ο βασιλεύς της δόξης   Του.  (Το είχε πιάσει το νόημα.  )
Εκείνος μ' έκαμε  να ελπίζω. Τα μάτια του θα έχει η επιβίωση, σκεφτόμουν.
Και  έβλεπα  ακόμη να κρατάει το μπλε του ο ουρανός.                                             

   Οι χειμώνες, κρυστάλλωναν  την καρδιά μου και  μια φωνή, έψαχνε να την συντρίψει  σε κομμάτια από γυαλί και από ξυράφι: «Δύναμη ή αδυναμία; Μα να την. Η δύναμη δεν είναι αυτή που μου νεύει; Γελιέμαι;  -Συ, μήτε που πας γνωρίζεις, μήτε και γιατί πηγαίνεις. Για αυτό σου λέω, προχώρα όπως κι ο φονιάς. Χωρίς να υπολογίζεις την ελευθερία και τα υπόλοιπα. Διάβαινε κάθε κατώφλι που ποθείς.
Εσύ,
        δικαιούσαι να απαντήσεις σε όλα!
           Είσαι η αθανασία του πτώματος.
Εν ολίγοις:
   Το πρωί , το βλέμμα μου, ήταν κοινό. Τόσο κοινό σαν τη συνείδηση.
                                Νεκρό εξίσου. Και για αυτό, κανείς δεν μ έβλεπε.
Στις πολιτείες, τα λασπόνερα, μου μοιάζανε μαύρα. Μαύρα και κόκκινα σαν τους καθρέφτες που  ζυγώνει το κερί μες στο σκοτάδι.  Μαύρα και κόκκινα σαν, χρώμα κάποιου θησαυρού στο δάσος. Καλή τύχη-ωρυόμουν- και έβλεπα πυρκαγιές ισάβυσσες που ξεχυνόντουσαν θαλασσινά.
                        Και μες στη θράκα τους τα πλούτη όλου του κόσμου!
  Όλα τριγύρω ήταν φωτιά.
  Αλλά,  από τα όργια έως τη  πιο απλή γυναικεία συντροφιά, ό-λα
                                                                              ήταν απαγορευμένα.

Δεν μου επιτρεπόταν ούτε έναν σύντροφο να έχω.
  Δάκρυζα, γιατί δεν μπόραγαν να καταλάβουν, δεν συμπονούσανε ό,τι με βασάνιζε ,
σαν άλλη Ιωάννα της Λορένης δάκρυζα  ενώ τους κοίταγα:
«  Ιερείς! Διδάσκαλοι! Άρχοντες… γιατί με παραδίνεται σε τέτοια κρίση; Ποτέ μου δεν ασπάστηκα τους νόμους του λαού σας. Ποτέ δεν ήμουν χριστιανός. Έρχομαι  από τόπους, που τους νόμους τους δεν ξέρετε ν ακούσετε! Ένα μονάχα θα σας πω:
Είμαι εκείνης της φυλής, που τραγουδά και στους τροχούς και στις αγχόνες.
Σας λέω, δεν νοώ από νόμους. Μήτε προβλήματα με νοιάζουν ηθικής. Είμαι ο κατεξοχήν κυνικός.
Ένας αράπης είμαι. Ένα κτήνος. Αλλ' εγώ, μπορώ και να σωθώ. Έτσι με γεννήσατε.
Ενώ εσείς, εσείς  είστε οι  μανιακοί,  τα αγρίμια. Οι άτιμοι αράπηδες.
Σεις που εμπαίξατε τον ήλιο. Εσείς που κάνατε δεμάτια από κορμιά την αθωότητα.
Και αλλού, δεμάτια από κορμιά, νεκρά,
                                                                το θαύμα σας .

Και τα καίγατε καταμεσής  των δρόμων. Να Δούν οι άνθρωποι! 
Αυτοκράτορα, είσαι αράπης. Ακόμη και στον σατανά, φόρο επέβαλες, να δίνει το πιοτό του, να σε ξεδιψά. Δικαστικέ , εσύ είσαι αράπης. Έμπορα,
                                                               είσαι αράπης.

Ακόμα και η ψώρα σας, μοιάζει μ αράπη!
Τον ίδιο λαό κυβερνάτε. Εσείς. Ο πυρετός και ο καρκίνος! Αλήθεια! Πιο σεβάσμιοι κι οι λεπροί κι οι γέροντες που δεν απόκαμαν από τη λέπρα και τον θάνατο, αλλ' από εσάς! Τόσο που αποζητούν, να φτιάξετε καζάνια να τους ρίξετε κι έτσι
στη θύμηση της κόλασης  της άλλης που έρχεται, να ξαποσταίνουν.

  Θα ‘ταν σοφότερο να αφήσω αυτή την ήπειρο. Το μόνο που την τρέφει,
   είναι που αισθάνεται πως της βρίσκεται κάποιος που να μπορεί να του δείχνει το έλεος της. (Και αν…).





  Βουαλά!
               Μόλις μπαίνω στο αληθινό  βασίλειο του σπέρματος Χαμ.
   Γνωρίζω ακόμη τη φύση; (Εδώ, ούτε εμένα αναγνωρίζω.) 
Θάβω νεκρούς στα σωθικά μου.
Τέλος οι λέξεις.
Όταν αποβιβασθούνε οι…λευκοί,, χάθηκα. 
Και  δεν βλέπω την ώρα! Να χαθώ.
Πείνα και δίψα και χορός! Χορός!
Ά! Να ‘τη.  Η ασπρίλα… τα κανόνια! Γρήγορα… βάπτισμα και εργασία.
 
Με επεσκίασε η χάρις  του Κυρίου! Ούτε που το φανταζόμουν.  Να δούμε τώρα τι θα πούνε οι …λοιποί του Χρίσματος! Εγώ, δεν έκανα ποτέ κακό. Κι οι ημέρες, δεν θα με βαραίνουν
(δόξα να ‘χεις  Κύριε! Μετάνοια,  απεφεύχθη!).
Ξεψύχησα αγαθοεργόντας. Άρα, τελώνια και λοιπές φοβίές, γιόκ! Μας τελειώσανε. Θα λένε:
« Ανέρχεται στην γενεά του φωτός.» Και αλήθεια θα ‘ναι.
Θα είμαι απόγονος εκείνου του φωτός, του αυστηρού
όπως το δάκρυ εμπρός απ' το κερί, που καίει δίπλα στη κάσα.
Αναμφίβολα! Ακολασία και βίτσιο, αμφότερα, είναι ηλίθια.

Ναι, είναι για να την πετάμε επιτέλους τη σαπίλα.
Μακριά. και μάλιστα γρήγορα!
Μα την ώρα αυτή, το ρολόι, θα τη σημάνει,
                                 όταν ο πόνος, θα γίνει ατόφιος.
 
Μπορεί και  να είναι η λήθη κάθε ευτυχίας η παράδεισος.

Εκεί θα βρω καταφύγιο! Και παιχνιδίζοντας με τον Θεό, με τον καιρό, θα αποκτήσω το κλειδί της γνώσης.
Εμπρός λοιπόν, για την παράδεισο! Υπάρχουν κι άλλες ζωές να βγάλουμε απ' τη μέση;

   Δεν μπορώ να δω, εάν η φύση είναι  θέατρο ,ή, αν είναι  θέαση αληθινή της καλοσύνης.

Η Παναγιά  μαζί σας… Χίμαιρες, ιδανικά,
                                                                    αυταπάτες.
    Η αγάπη του Θεού, φτεροκοπούσε στο πλευρό μου και με σήκωνε πάνω απ τη τρικυμία.
   Νιώθω να ξεψυχώ. και την ώρα της σάρκας. 
                                  Και την ώρα της λατρείας.
   Σ' εκείνους που αφήνω, θα θεριέψει η οδύνη. Θα με εκλέξετε ανάμεσα στους ναυαγούς.
   Μα Εσύ, σώσε κι όσους φτάνουνε πίσω από εμένα.
 
Σωπαίνω.

    Λογίκεψα. Ο κόσμος,
                                        είναι,
                                                   καλός.
    Ας είναι ευλογημένη η ζωή. Δεν θα σταματήσω να το λέω. Όχι, μη προτρέχετε. Δεν είναι παιδιαρίσματα. Κι ο θάνατος να έρθει  και τα γηρατειά, ας έρθουν. Ας είναι. Εγώ, θα αντλώ δύναμη από τον Θεό. Αυτός μου δίνει δύναμη. Δική του η δόξα.
                                                                Εις το αιέν.
Δεν αισθάνομαι πια, το παραμικρό για τη νωθρότητα, το μένος, την αποκτήνωση, την ακολασία, την τρέλα.  Κάτι πήρε το φορτίο μου.
Άλλαξα. Αλήθεια άλλαξα. Ελάτε, αντικριστέ (εάν το μπορείτε, δίχως ίλιγγο… )
                                                                                  το μέγεθος της αθωότητας μου!


Σωπαίνω.

Όχι, κανένα μαρτύριο δεν δέχομαι γιατί καμμία ανάπαυση δεν μπορεί να μου δώσει. Τελεία και παύλα! Δεν ήρθα για να κάνω πεθερό μου τον Χριστό και τα τοιαύτα. Στο διάολο οι σκέψεις!
Σωτηρία, ναι. Αλλά και ελευθερία! Καλύτερα: Αποζητώ την ελευθερία που προσφέρει η λύτρωση! Τρίχες!
Η ευσέβεια, ο Θείος έρωτας και οι άλλοι. Τέλος!
Μήτε που σκέφτομαι τους ρομαντισμούς των παραμυθιών!
Μα, αλήθεια, ποια είναι η ταχύτητα με την οποία οι αιώνες γίνονται λαμπροί ,ή, κτηνώδεις σαν μύθοι ή, ευτελείς σαν παραμύθια ;  Αδιάφορον!
                                                           
Καθένας με το μυαλό του. Περιφρονεί ή αποζητάει.
Ας αναλάβει τις ευθύνες του. Εγώ πάντως, είμαι ο κορυφαίος του είδους.
Τώρα, η ευτυχία. Οικογένεια, ή σταδιοδρομία  ή, ή..
Όχι. Λυπάμαι, αλλά, είμαι λίγος για την ευτυχία.

    Θέλει να τον φιλάς τον θάνατο με χείλια και με δόντια.
                                                                              Δεν μπορώ.

Για αυτό και μένω ακίνητος , δειλιάζω. Τα περί εργασίας , τα ξέρω. Αργία, μήτηρ κοκ… Μακάρι, μακάρι, να μου χάριζε ο Θεός τη γαλήνη, την ιλαρή  εκείνη, της προσευχής των πρώτων χριστιανών. Όλοι τους άγιοι!  Όλοι!
   Οι άγιοι! Τι δύναμη!  Κι οι αναχωρητές. Καλλιτέχνες! Δίχως άλλο. Σαν αυτούς, που κανείς δεν χρειάζεται πια. Είμαστε οι παλιάτσοι των ημερών μας. Ο καθένας της ζωής του! Ο καθένας των αλλονών. Κλάψτε μαζί μου. Λέω, για το γελοίο της αθωότητας μου.
                                                                                     
  Αρκεί! Ιδού η τιμωρία. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Τα στήθια μου με καίνε! Αλλά και πού; Πού να πάει κανείς; Είμαι ταλαίπωρος.
Απάνω μου φωτιά κι ωστόσο νύχτα.
   Οι άλλοι προελαύνουν, μα βιάσου και ο χρόνος…
Όχι, πρώτα τα όπλα.
Τον χρόνο θα τον φτάσουμε. Μα δεν μπορώ. Δεν μπορώ άλλο.
Ρίξτε λοιπόν! Πυρ! Απάνω μου. Πριν να παραδοθώ! Όχι...
θα παραδοθώ. Να, θα πέσω κάτω απ τα άλογα. Να με τσακίσουνε.
                                                                            Καλπάστε γενναίοι!

Θα το συνηθίσω. Θα μου το ψιθυρίζω ακόμη και νανούρισμα:

Τέτοια είναι η γαλλική ζωή. Το σοκάκι της δόξας!


Artur Rimbaud


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 05, 2008, 19:01:53 pm
Τι παθατε ολοι με τους καταραμενους?


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 19:07:34 pm
Τι παθατε ολοι με τους καταραμενους?

η εξεταστική φταίει
καίει εγκεφάλους  :D

βοτ  ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 05, 2008, 19:12:38 pm
Φορτουνάτος. Aφιέρωση   
Φόσκολος Mάρκος Aντώνιος


Προς τον εκλαμπρότατον
και φωτερώτατον αφέντη
Nικολό Nτεμέτζο
κύριον, κύριον και αφέντη εντιμότατον

Mάρκος Aντώνιος ο Φόσκολος


Tς ίδιες σου χάρες και αρετές, αφέντη μου αξωμένε,
      ψηλότατε και βγενικέ, και απ' όλους τιμημένε,
να γράψου και να δηγηθού εθέλασι άλλα χείλη,
      και άλλο σοφό και γνωστικό και πλια ψιλό κοντύλι.
Tου Tσιτσερόνε η λαλιά, η σοφία του Δημοστένη,
      κιαμιά απ' αυτές δεν είχε 'σται ποτέ τση εμπορεμένη
τσι δόξες σου και τσι τιμές με λόγια να μιλήση,
      γή με κοντύλι σε χαρτί σωστά να ζωγραφίση.
Kι εγώ, απού 'μαι αγράμματος, δειλιός και άτεχνος τόσα,
      με σκουριασμένη και τσευδή και μπερδεμένη γλώσσα,
πώς μόναι μπορεζάμενο σκιας να τς αναθιβάλω,
      γή σ' ένα πέλαγο άμετρο, βαθύ και έτσι μεγάλο,
με βάρκα τόσα απόμικρη και ξεχαρβαλωμένη,
      δίχως κουπιά μηδέ άρμενα, τιμόνι μηδέ τέχνη,
τέτοιας λοής ανέφοβα να θε να αποκοτήσω
      μέσα να μπω στα βάθη τση και να μηδέ βουλήσω;
Πούρι γυρέψειν ήθελα σε μερτικό κιανένα
      τ' αμέτρητα καμώματα, τ' άξα και δοξασμένα,
που σου στολίζου το κορμί και τ' όνομα ψηλώνου
      στον ουρανό, κι εδώ στη γη τσι χάρες σου ξαπλώνου,
να γράψη το κοντύλι μου, και να μιλήση η γλώσσα
      τσι φρόνιμες κυβέρνησες και τς αξωμένες τόσα,
με τες οποιές η χώρα μας ετούτη κυβερνάται,
      και μόνο τα παινέματα τα τόσα σου δηγάται.
Mα δε μπορώντας έπαινος ποτέ τόσα μεγάλο,
      καθώς τυχαίνει, σε χαρτί να γράψω και να βάλω,
να μην το περισσεύγουσιν οι δόξες σου, σωπαίνω,
      και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω.
Mα απού την άλλη, γνώθοντας τ' αμέτρητά μου χρέη
      που έχω τση καλοσύνης σου, ο λοϊσμός μού λέει
να βρω το μόδο, ως πεθυμά και θέλει η όρεξή μου,
      κάποιο σημάδι σκιας μικρό τση τόσης δούλεψής μου
να δείξω τσ' εκλαμπρότης σου, αφέντη τιμημένε,
      μέσα στους άλλους εκλεχτέ άρχο χαριτωμένε.
Aποκοτώ το λοιπονίς, μ' όλον οπού η καρδιά μου
      ξεκοκκινίζει απ' τη ντροπή, τούτη την κωμωδιά μου
εις τ' όνομά σου το ψηλό να θα καθιερώσω
      ογιά σημάδι απόμικρο στο χρέος μου το τόσο.
Kαι ανέν και βρίσκεται άτεχνη και χοντροκαμωμένη,
      και από ποιητικές στολές γδυμνή και ρημασμένη,
οι χάρες και επιστήμες σου θέλουσι τήνε ντύσει,
      και φορεσές το σκέπος σου θέλει τήνε στολίσει,
τς ανέμους των κακόγλωσσω ποσώς να μη φοβάται,
      στο θάρρος τσ' εκλαμπρότης σου ανέγνοια να κοιμάται.
H καλοσύνη το λοιπό της φωτερότητάς σου,
      και η ανθρωπότη η σπλαχνική της αγαθότητάς σου,
θέλει συγκλίνει να δεχτή το δώρος το λιγάκι
      με πρόσωπο πασίχαρο, και ωσά μικρό παιδάκι
μέσα στη μυρισμένη τζη και γνωστική τζη αγκάλη,
      ογιά να στέκη ανέφοβα πάντα, το θέλει βάλει.
Γνωρίζω δεν έναι άξιο σιμά στην αφεντιά σου
      χάρισμαν έτσι απόμικρο, μα η μεγαλοψυχιά σου
και η αρχοντιά σου, βλέποντας την όρεξη την τόση
      'νούς μπιστικού σου δουλευτή, που μόνο ογιά να δώση
λίγο σημάδι μαρτυριάς τσ' ευλάβειας τση μεγάλης
      το κάνει, και τση δούλεψης τσ' άμετρης πλια παρ' άλλης
που έχει στη μεγαλία σου, το λίγο θέλει πάρει,
      ογιά πολύ ψηφώντας το στην εδική τζη χάρη.
Γιατί και η ευρύχωρος θάλασσα και μεγάλη
      ποτέ τση δεν περηφανεί στο βάθος τση να βάλη
εκείνο το λιγούτσικο νερό απού τα ορυακάκια
      πέμπουσιν εις του λόγου τση, κι ας είναι και μικράκια·
και η ίδια χάρις του Θεού και των αγιών ομάδι
      τόσα ψηφούσι το φτηνό και απόμικρο σημάδι
οπού οι φτωχοί για τάσσιμο στς εικόνες τως κρεμνούσι,
      σαν κείνα τα βαρύτιμα που φέρνουσιν οι πλούσοι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 19:19:39 pm
 :P  ti thelei na pei to... poihth?


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 05, 2008, 19:26:42 pm
Mικρή Aσυμφωνία εις A μείζον
Καρυωτάκης Kώστας

A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Tους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;



Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 05, 2008, 19:29:26 pm
Κε καθηγητά.
Χρηστος Ε. Δημακης

Οι πέντε σου
οι έξι σου
οι επτά δημοσιεύσεις σου
στα έγκυρα περιοδικά
της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ
σ’ ανέβασαν, σε πήρανε,
σ’ έφτιαξαν και σε δείρανε.
 
Όλο ίσως και περίπου,
όλο μπορεί και πιθανόν,
μια ζωή βιτρίνα,
τάχα έργο, 
δήθεν ήθος, μα 
μπρος-πίσω κενό.
 
Ύδατα και άνεμοι,
περιθώριο, περιφέρεια.
Τρύπες στον Λόγο, άνευ αξίας,
που οι άλλοι αφήνουν
μετρώντας το κόστος, 
γεμίζεις ασθμαίνοντας
αυτοσυντηρούμενος,
αυτοελεούμενος, 
αυτοϊκανοποιούμενος.
 
Κι έτσι και δεις τα τάλιρα
-ξέρουν δα εκείνοι τι αφήνουν-
τότε,
Θέ μου βόηθα. 
                                      4/5/95


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 05, 2008, 19:32:36 pm
Επίκαιρο Στάθη ε?  :D ;)

το αγαπημένο μου είναι το αλλο με το γαρύφαλλο και τη σταγόνα.... :)

(το έχεις?)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 05, 2008, 21:02:53 pm
σχετικά με το Ρεμπώ, αυτό που λατρεύω είναι ότι μονίμως μου δίνει την εντύπωση οτι "φτύνει" τους στίχους.

τους εκσφενδονίζει, σα να φτύνει κατάμουτρα τη γαλλική κοινωνία.
φαντάζομαι έναν ποιητή που απαγγέλει με λύσσα, που απ' το μένος του σκίζει τα ίδια του τα ρούχα, τον ίδιο του τον εαυτό...

Εκφράζει με μοναδικό τρόπο το... σαράκι που τον τρώει....

Αρθούρε Ρεμπώ,
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι....
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 05, 2008, 21:06:35 pm
Το μεθυσμένο καράβι Μητσιάς Μανώλης

Μουσική: Χατζιδάκις Μάνος

Σε ποίηση Νίκου Γκάτσου
 
Αρθούρε Ρεμπό
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
 
Μακριά ν' ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
 
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρομιά
κληρονομιά για μας
Κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
 
Αρθούρε Ρεμπό
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
 
Κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
 
Αρθούρε Ρεμπό
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπό
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει


Title: Re: Ποίηση
Post by: Optima on February 06, 2008, 02:07:44 am
Μάριος Μαρκίδης
Νανούρισμα



Έλα ύπνε που παίρνεις τα παιδιά και πάρε το
έλα γριά με τα φρικτά δόντια και πάρε το
έλα Τζων Σίλβερ
έλα άσπλαχνε Ιαβέρη
έλα Φου Μαντσού, Εμπενέζερ Σκρουτζ, σερίφη του Νότινγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ελάτε γαμώτο και πάρτε το
και μην το αφήνετε μέχρι το πρωί.



 :Pνα και ενα ποιημα που εκφραζει αγανακτηση αντι για μελαγχολια! :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 06, 2008, 11:33:30 am
Μάριος Μαρκίδης
Νανούρισμα



Έλα ύπνε που παίρνεις τα παιδιά και πάρε το
έλα γριά με τα φρικτά δόντια και πάρε το
έλα Τζων Σίλβερ
έλα άσπλαχνε Ιαβέρη
έλα Φου Μαντσού, Εμπενέζερ Σκρουτζ, σερίφη του Νότινγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ελάτε γαμώτο και πάρτε το
και μην το αφήνετε μέχρι το πρωί.

γαμάτο

καλά, πρέπει να το αγαπάει πολυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ

Ο John Silver τρώγεται, αλλά ο Javere, jamais :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 07, 2008, 22:18:20 pm
Ένα ποιημα μιας οικογενειακής φίλης, νηπιαγωγού, που διαβάσε το ωραίο αυτό τόπικ και μου ζήτησε να το μεταφέρω.

Στους δασκάλους

Μεσ' την αγκάλη του μυαλού, της νόησης
και την απεραντοσύνη της γνώσης
έστειλα να ταξιδέψουν τα παιδιά μου
με τα παιδιά όλου του κόσμου.

Μεσ' την αγκάλη του στήθους μου
με δυο χέρια ζεστά και καθαρά
φύτεψα τους σπόρους των ονείρων τους
για το μέλλον όλου του κόσμου.

Το παρελθον της γενιάς μου εξιδανίκευσα
με παραμυθένιες ιστορίες, συχνά ανύπαρκτες
για να πατήσουν σταθερά και να πετάξουν
στους ορίζοντες όλου του κόσμου

Δώστε ελπίδα και οράματα στη νιοτη τους
σμιλέψτε τις καρδιές και το μυαλό τους
για να βρούν τη δύναμη να παλαίψουν
εσείς, δάσκαλοι όλου του κόσμου.

Ευριδίκη


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 07, 2008, 22:40:04 pm
Εικόνα

Στα μαλλιά κερδίζει πλατιά
η σκοτεινιά.
Και πιο κάτω μέσ’ στα μάτια
η τρικυμία.

Πέρα που στα χείλη ανάφτει
αχνό ένα φως,
μου έφυγε γοργά κ’ εθάφτη
ο στοχασμός!


Μαρία Πολυδούρη  :-[


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 07, 2008, 22:51:54 pm
Τα χέρια σου

Ακούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια - ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισιάς κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.

Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μεσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.

Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τόνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς τον πλάνων αστεριών.


Μαρία Πολυδούρη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 07, 2008, 23:03:15 pm
Τα χέρια σου

Ακούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια - ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισιάς κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.

Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μεσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.

Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τόνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς τον πλάνων αστεριών.


Μαρία Πολυδούρη


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου....


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 07, 2008, 23:15:06 pm
γμτ...αυτή η ποιήτρια βγάζει πτυχές του εαυτού μου που προσπαθώ επιμελώς να κρύβω ! :D

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι
κοντά σου είναι η γαλήνη και το φώς
 Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός......


το αγαπημένο μου.... ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 07, 2008, 23:22:05 pm
γμτ...αυτή η ποιήτρια βγάζει πτυχές του εαυτού μου που προσπαθώ επιμελώς να κρύβω ! :D

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι
κοντά σου είναι η γαλήνη και το φώς
 Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός......


το αγαπημένο μου.... ;)

μπααααα

προτιμώ αυτό:

"L'ombre de ta main....Ne me quitte pas..."

όλα ή τίποτααααααααα


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 07, 2008, 23:24:55 pm

μπααααα

προτιμώ αυτό:

"L'ombre de ta main....Ne me quitte pas..."

όλα ή τίποτααααααααα

να, γι'αυτό με συγκινείς ρε γμτ.... :)

http://www.youtube.com/watch?v=nnNAXH9f8qE

άκου την αγαπημένη μου ερμηνεία....για καληνύχτα....!
 ^kissy^ ^filarakia^

ps κι αυτό το τραγούδι ποίηση είναι....


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 09, 2008, 02:51:20 am
        MUSIC

        by: Charles Baudelaire

            Music doth uplift me like a sea
            Towards my planet pale,
            Then through dark fogs or heaven's infinity
            I lift my wandering sail.
             
            With breast advanced, drinking the winds that flee,
            And through the cordage wail,
            I mount the hurrying waves night hides from me
            Beneath her sombre veil.
             
            I feel the tremblings of all passions known
            To ships before the breeze;
            Cradled by gentle winds, or tempest-blown
             
            I pass the abysmal seas
            That are, when calm, the mirror level and fair
            Of my despair!


υς σε αγγλική μετάφραση


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 10, 2008, 20:02:38 pm
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

   Μακαρίστε τρεις φορές την έμπνευση μου! Δεν είναι καμιά τυχαία έμπνευση!
Γέννημα θρέμμα   της κάψας  που χω μέσα στ' άντερα. Ένεκεν δηλητηρίου δηλαδή! Το κατάπια και το χάρηκα!  Νιώθω να ζαρώνω. Και τα πνευμόνια μου, να γίνονται  δισάκι που καλά φυλάει τη στάχτη.
   Η κόλαση είναι η ποινή! Η αιώνια! Δείτε  τι λάγνα  με χαϊδεύουν οι φωτιές της!

Καίω, καθώς πρέπει.
Εμπρός διάβολε!
  Το ‘ξερα εγώ. Το ‘χα προβλέψει! Όλα θα γυρνούσανε μια μέρα, προς το καλό. Πώς να το περιγράψω; Να , μέσα στην κόλαση, πού να υμνήσω; Πώς να τολμήσω κάτι τέτοιο; Όχι, δηλαδή, πως θέλω να υμνήσω εγώ , αλλά να, στο όραμα , που λέω, όλα είχαν στα χείλια τους καλά κρατημένο  έναν ύμνο. Σαν να  κρατούσαν με τα δόντια κάποιο τριαντάφυλλο. !  Περαιτέρω, δεν γνωρίζω. Ήτανε η δύναμη; Ήταν η ειρήνη;

   Ευγενείς φιλοδοξίες; Ίσως.
Κι όμως, ακόμη απομένει  ζωή.
Τώρα, αν ο κολασμός είναι αιώνιος... Πάντως, αυτός που θέλει να κολαστεί, θα κολαστεί.
Άλλωστε, ο κολασμός, δεν είναι παρά μια μορφή ευνουχισμού. Όλα αυτά όμως, όλα αυτά που περνώ, είναι τα επακόλουθα του βαπτίσματος μου! Την καταδίκη μου την υπέγραψαν οι γονείς μου.
Με βάπτισαν και τώρα τιμωρούμε για κάτι που ποτέ δεν θέλησα να αναλάβω!
Με ευνούχισε το βάπτισμα!
Αλλά, θα τιμωρηθούνε και αυτοί! Ενώ, άντε να επιτεθεί σε έναν ειδωλολάτρη ο σατανάς! Ποτέ.
Για αυτούς, η κόλαση, παράδεισος!
   Μάλλον θα πρέπει να φτάσω βαθύτερα στη κόλαση για  να την απολαύσω. Λοιπόν, γρήγορα, όσο μου μένει ζωή, κάποιο έγκλημα! Να χω να πέφτω βαθύτερα.
Έστω , αν όχι στην κόλαση, στο ανύπαρκτο, όπως το λένε οι άνθρωποι.
  Καλύτερα να σταματήσω!  Η ηλιθιότητα  μου, αρχίζει να με τρομάζει!
Να,  ο σατανάς, είναι μάρτυρας: « Δεν είναι τίποτε τα καζάνια. Προς τι ο θυμός σου καλέ μου;»

   Αρκετά! Όλα τα λάθη που μου φορτώνουνε, τα μάγια, τα χρίσματα τα κάλαντα! Όλα φτιαχτά για να με ξεγελάσουν! Και να πω ακόμη, πως, εγώ, την αλήθεια, την κατέχω. Και η κρίση μου είναι σταθερή και υγιής. Βλέπω την αξία της δικαιοσύνης. Είμαι πανέτοιμος για την τελειότητα…υπεροψία; Μπορεί.
  Να το. Ήδη καίγομαι και η σάρκα του προσώπου μου  ξεραίνεται.
                                                                                                             ( Εγώ,
                                                                                      Φοβάμαι, Διψάω…! )
   
Ω  τα παιδικά μου χρόνια…  τα περιβόλια , τα πρωτοβρόχια, οι λίμνες… και πάντα, όποτε το ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα, σαν πάντοτε να χε πανσέληνο! «Παναγίτσα... βοήθησε με... είναι η ώρα του κακού σατανά!
Κρέμεται σα τη μαϊμού στους δείχτες.»
(Μα τι βόδι  που ήμουν!)
Όχι, εκεί κάτω, δεν υπάρχει κανένας με την ελάχιστη στοργή για εμένα,  εκεί κάτω, δεν υπάρχει ειλικρίνεια. «Μιλώ κουκουλωμένος απ' το μαξιλάρι μου, δεν με ακούνε, έλεγα, τα φαντάσματα»
   Άρα,  είμαι. 
( -Ναι, τώρα ή τότε;)
Από τότε στη κόλαση λοιπόν! Την θυμάμαι αυτή την κάψα!
Κι ό,τι με φόβιζε , η μόνη λύτρωση μου. 
Πάει, κανένας άλλος παρά   μόνο το πεπρωμένο ανησυχεί για εμάς.


   Οι παραισθήσεις, είναι αναρίθμητες. Το μόνο που ανέκαθεν κατέχω, είναι η απιστία.
Ιστορία!
Που άλλο δεν κάνει τίποτα απ' το να ζωγραφίζει
  βασίλεια στις σελίδες της κ' ύστερα με φιλήδονα
                                                                                 τερτίπια να τις σκίζει
   Θα το βουλώσω:
                            ιδεαλιστές και ποιητές, θα με ζηλέψουν.
Είμαι χίλιες φορές πιο πλούσιος. Δεν ξέρω από τι.
Ας είμαστε φειδωλοί σα την αντάρα!
Τα ρολόγια σταματούν. Συνεπώς, τέλος. θάνατος. 
Η θεολογία δεν αστειεύεται: η κόλαση είναι κάτω από τη γη.
Και βέβαια, τη τοποθεσία της την μάθαμε εξ ουρανού. - Έκσταση και εφιάλτης  σε φλεγόμενες κούνιες.
  Η κακεντρέχεια μου επιμένει ακόμη και στη ρέμβη της εξοχής:  Ο σατανάς, ο Φερντινάδος, τρέχει με την αγέλη του! Ο Ιησούς, έφλεγε  τις βάτους δίχως να τις καίει…περπάταγε πάνω στα νερά...
Τον Ιησού, τον ξέρουμε στητό, με καστανά μαλλιά, ωχρό, δίπλα σε κύματα σμαράγδινα στο χρώμα.
  Θέλω ν' αποκαλύψω όλα τα μυστήρια. Θρησκεία και φύση δεν θα μου ξεφύγουν.
Θα τις κάνω δικές μου…και όσα ήρθανε, και όσα θα ‘ρθουν, θα τα βρω. Θα τα μάθω.
Είμαι άπιαστος στα υπερθεάματα της βαρύγδουπης αναζήτησης.
Ακούστε.

   Εγώ, έχω όλα τα ταλέντα!  (…όπως παντού, κανείς δεν είναι εδώ που γράφω,
                                                                                              μα και κάτι υπάρχει…).
Ας είναι.- Δεν θα ‘πρεπε να δώσω μία από τον θησαυρό μου κι όμως σας μιλώ! Εκμεταλλευτείτε το !
   Χρειάζονται τραγούδια μαύρα και αφρικάνικοι χοροί. Πρέπει να χαθώ. Να βουτήξω μες στις λασπωμένες λίμνες, να βουτήξω στα θολά νερά και να βρω το δαχτυλίδι. Να βουτήξω λοιπόν; Ε; θα φτιάξω καινούρια βοτάνια αν το ζητήσετε. Θα σας φτιάξω χρυσάφι. Λέτε λοιπόν! Μιλήστε!
Ελάτε που να πάρει ο διάολος, πιστέψτε με.
Μάθετε από εμένα ότι…η πίστη θα γλυκάνει τις καρδούλες σας. Πραΰνει η πίστη.
Και καθοδηγεί. ( Προπάντων. )
   Ελάτε σε εμένα άνθρωποι φτωχοί , στην λαμπρή , στην μεγάλη μου καρδιά! Μου αρκεί η πίστη σας, είμαι , ας πούμε ολιγαρκής Θεός! Κρατήστε τις υμνολογίες  και τα  τελετουργικά.  Μου αρκεί και μόνη η πίστη σας.
    Όσο για εμένα τώρα: έχω πια την τύχη να μην υποφέρω. Η ζωή μου, ήταν γεμάτη από γλυκές τρέλες. Αξιοθρήνητη εν ολίγοις. Έτσι, ελάχιστα τον νοσταλγώ τον κόσμο.

Χε! Ας κάνουμε κάθε δυνατή γκριμάτσα!
Είναι ξεκάθαρο! Είμαστε εκτός κόσμου. Άκρα του τάφου…
Αχ, το φρούριο μου, η Σαξονία μου, τα δάση με τις φουντουκιές, τα απογεύματα
τα πρωινά, οι έσπεροι και τ' ακρινά μεσάνυχτα!
Πάει, κουράστηκα.
Θα ‘πρεπε να χα' έναν κοπάδι  από κολάσεις.
Μία για το θυμό και μια για τη λαγνεία μου. Κι ακόμα μία για τον σνομπισμό μου.
  Είμαι πτώμα. Με κάθε σημασία… Να τον! Είναι ο τάφος.
  Γεια και χαρά που λένε, τρέχω, πάω στα σκουλήκια. Φόβος και τρόμος!
   Απατεώνα! Θέλεις να ξεστρατίσω διάβολε! Αν, δε πα' να βάλεις όλα σου τα μαγικά! Το αρνούμαι.
   Κι ας με  πασαλείβεις με λάβες κι ας με λογχίζεις!
   


Ωό!  να ‘μαι  ξανά στον πάνω κόσμο! Τι τερατούργημα!  Κείνο το φαρμάκι και το τρισκατάρατο φιλί!
Η αδυναμία μου...  η σκληρότητα του κόσμου! Έλεος θεέ μου, κρύψε με. Κρύψε με  γιατί ξεφεύγω.

Κρύφτηκα ή όχι;
                     … Όπου  κολασμένος  και η ποινή του.

Artur Rimbaud


ps Οι παρενέργειες του Tim Burton και του Sweeney Todd.... :D

(http://owlpellets.files.wordpress.com/2007/10/sweeny-todd-butchered.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on February 10, 2008, 20:11:01 pm

θέλω τόσο να τη δω..


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 10, 2008, 20:16:02 pm

θέλω τόσο να τη δω..

μιλάμε για πολύ κάψιμο...χιχι ...κατάλληλη για εξεταστική...  :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Nessa NetMonster on February 11, 2008, 01:55:33 am
Anna, thy charms

Anna, thy charms my bosom fire,
And waste my soul with care;
But ah! how bootless to admire,
When fated to despair!

Yet in thy presence, lovely Fair,
To hope may be forgiven;
For sure 'twere impious to despair
So much in sight of heaven.

Robert Burns



Θέλω να κάνω μια σοβαρή ερώτηση. Αν αυτός ο τύπος ξεκαψουρευότανε την Άννα πριν εκδώσει αυτό το ωραιότατο ποιηματάκι, θα έπρεπε να μας το στερήσει ρίχνοντάς το στη φωτιά ή να αυτοκαταπιεστεί για να μην πάει χαμένη η έμπνευση;

Από τη μια, κάτι που δε σε εκφράζει πλέον είναι λογικό να θέλεις να εξαφανιστεί. Από την άλλη, αφού δεν είναι πια κομμάτι σου, γιατί να μην το εκπορνεύσεις;


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 13, 2008, 00:54:54 am
Tears, Idle Tears - Alfred Tennyson

Tears, idle tears, I know not what they mean,
Tears from the depth of some divine despair
Rise in the heart, and gather to the eyes,
In looking on the happy Autumn-fields,
And thinking of the days that are no more.

Fresh as the first beam glittering on a sail,
That brings our friends up from the underworld,
Sad as the last which reddens over one
That sinks with all we love below the verge;
So sad, so fresh, the days that are no more.

Ah, sad and strange as in dark summer dawns
The earliest pipe of half-awakened birds
To dying ears, when unto dying eyes
The casement slowly grows a glimmering square;
So sad, so strange, the days that are no more.

Dear as remembered kisses after death,
And sweet as those by hopeless fancy feigned
On lips that are for others; deep as love,
Deep as first love, and wild with all regret;
O Death in Life, the days that are no more!



Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 13, 2008, 14:07:35 pm
-Ακουω τα κυματα.. Θα μας παρουν! Κατεβαστε τα πανια!
-Καπετανιο, δε σωνομαστε.. Ειναι Μικροκυματα...


Αγνωστου τηλεπικοινωνιακου φοιτητη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 13, 2008, 14:09:41 pm
-Ακουω τα κυματα.. Θα μας παρουν! Κατεβαστε τα πανια!
-Καπετανιο, δε σωνομαστε.. Ειναι Μικροκυματα...


Αγνωστου τηλεπικοινωνιακου φοιτητη

Φλερταρει με τον υπερρεαλισμο...  ;D



Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on February 15, 2008, 21:04:44 pm
Απόσπασμα από άσμα:

Η Κούλα είναι ποίηση
και θέλει κλωνοποίηση
Η Κούλα είναι τέλεια
χωρίς καμιά ατέλεια


ΚΟΥΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ 
ΠΟΛΥ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ


Title: Re: Ποίηση
Post by: aliakmwn on February 19, 2008, 13:16:49 pm
Nazim Hikmet

(http://www.ucl.ac.uk/prospective-students/international-students/country-information/europe/turkey/flag-turkey)

YAŞAMAYA DAİR

1

Yaşamak şakaya gelmez,
büyük bir ciddiyetle yaşayacaksın
                           bir sincap gibi meselâ,
yani, yaşamanın dışında ve ötesinde hiçbir şey beklemeden,
                           yani, bütün işin gücün yaşamak olacak.

Yaşamayı ciddiye alacaksın,
yani, o derecede, öylesine ki,
meselâ, kolların bağlı arkadan, sırtın duvarda,
yahut, kocaman gözlüklerin,
                     beyaz gömleğinle bir laboratuvarda
                                       insanlar için ölebileceksin,
                     hem de yüzünü bile görmediğin insanlar için,
                     hem de hiç kimse seni buna zorlamamışken,
                     hem de en güzel, en gerçek şeyin
                                            yaşamak olduğunu bildiğin halde.

Yani, öylesine ciddiye alacaksın ki yaşamayı,
yetmişinde bile, meselâ, zeytin dikeceksin,
           hem de öyle çocuklara falan kalır diye değil,
           ölmekten korktuğun halde ölüme inanmadığın için,
                                               yaşamak, yani ağır bastığından.

                                                             1947

YAŞAMAYA DAİR

2

Diyelim ki, ağır ameliyatlık hastayız,
yani, beyaz masadan
                   bir daha kalkmamak ihtimali de var.
Duymamak mümkün değilse de biraz erken gitmenin kederini
biz yine de güleceğiz anlatılan Bektaşi fıkrasına,
hava yağmurlu mu, diye bakacağız pencereden,
yahut da yine sabırsızlıkla bekleyeceğiz
                                       en son ajans haberlerini.

Diyelim ki, dövüşülmeye değer bir şeyler için,
                                    diyelim ki, cephedeyiz.
Daha orda ilk hücumda, daha o gün
                            yüzükoyun kapaklanıp ölmek de mümkün.
Tuhaf bir hınçla bileceğiz bunu,
                        fakat yine de çıldırasıya merak edeceğiz
                        belki yıllarca sürecek olan savaşın sonunu.

Diyelim ki, hapisteyiz,
yaşımız da elliye yakın,
daha da on sekiz sene olsun açılmasına demir kapının.
Yine de dışarıyla beraber yaşayacağız,
insanları, hayvanları, kavgası ve rüzgârıyla
                                       yani, duvarın arkasındaki dışarıyla.

Yani, nasıl ve nerde olursak olalım
             hiç ölünmeyecekmiş gibi yaşanacak...

                                                             1948

YAŞAMAYA DAİR

3

Bu dünya soğuyacak,
yıldızların arasında bir yıldız,
                        hem de en ufacıklarından,
mavi kadifede bir yaldız zerresi yani,
                        yani, bu koskocaman dünyamız.

Bu dünya soğuyacak günün birinde,
hattâ bir buz yığını
yahut ölü bir bulut gibi de değil,
boş bir ceviz gibi yuvarlanacak
                            zifiri karanlıkta uçsuz bucaksız.

Şimdiden çekilecek acısı bunun,
duyulacak mahzunluğu şimdiden.
Böylesine sevilecek bu dünya
                            "Yaşadım" diyebilmen için...

                                                            Şubat 1948

(http://www.bensherman.com.au/client/assets/images/store/uk-flag.gif)

ON LIVING

1

Living is no laughing matter :
you must live with great seriousness
                           like a squirrel, for example -
I mean without looking for something beyond and above living,
                           I mean living must be your whole occupation.

Living is no laughing matter :
you must take it seriously,
so much so and to such a degree
that, for example, your hands tied behind your back,
                     your back to the wall,
or else in a laboratory ölebileceksin,
    in your white coat and safety glasses,
    you can die for people -
     even for people whose faces you have never seen,
     even though you know living
     is the most real, the most beautiful thing.

I mean, you must take living so seriously
that even at seventy, for example, you'll plant olive trees -
and not for your children, either
but because although you fear death you don't believe it,
                     because living, I mean, weighs heavier.

                                                                                     1947

2
Let's say we are seriously ill, need surgery -
which is to say we might not get up
s no laughing matter :
you must live with great seriousness
                   like a squirrel, for example -
I mean without looking for something beyond and above living,
                  I mean living must be your whole occupation.

Living is no laughing matter :
you must take it seriously,
so much so and to such a degree
that, for example, your hands tied behind your back,
                                               your back to the wall,

or else in a laboratory
    in your white coat and safety glasses,
     you can die for people -
     even for people whose faces you have never seen,
     even though you know living
     is the most real, the most beautiful thing.

I mean, you must take living so seriously
that even at seventy, for example, you'll plant olive trees -
    and not for your children, either
    but because although you fear death you don't believe it,
                           because living, I mean, weighs heavier.

                                                                                        1947

2
Let's say we are seriously ill, need surgery -
which is to say we might not get up
                                               from the white table.
Even though it's impossible not to feel sad
                                                about going a little too soon,
we'll still laugh at the jokes being told,
we'll look out the window to see if it's raining,
or still wait anxiously                           

Let's say we are at the front -
for something worth fighting for, say.
There, in the first offensive, on that very day,
                           
We'll know this with a curious anger,
    but we'll still worry ourselves to death
     about the outcome of the war, which could last years.

Let's say we're in prison
and close to fifty,
and we have eighteen more years, say,
                            before the iron doors will open.
we might fall on our face, dead.
for the latest newscast.
                            I mean with the outside beyond the walls.

I mean, however and whereever we are,
                           we must live as if we will never die...

                                                                                  1948

3
This earth will grow cold, a star among stars
                        and one of the smallest,
a gilded mote on blue velvet -
                        I mean this, our great earth.

This earth will grow cold one day.
not like a block of ice
or a dead cloud even
but like an empty walnut it will roll along
                            in pitch-black space.

You must grieve for this right now
- you have to feel this sorrow now -
for the world must be loved this much
                            if you're going to say "I lived"...

                                                            February 1848

                            tr. by Randy Blasing and Mutlu Konuk

Και κατιτις στα ελληνικα απ' τον Γιαννη Ριτσο:
(http://www.explorecrete.com/images/greek_flag_1.gif)

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
Δίχως απ' όξω ή από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δε θα 'χεις άλλο πάρεξ μονάχα να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ' έναν τοίχο
με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα 'χεις δει το πρόσωπό τους
και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό απ' τη ζωή δεν είναι.

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτέυεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν τον φοβάσαι
Μα έτσι γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά.




Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 20, 2008, 19:22:33 pm
Αν και αξίζει να το ακούσετε απ' ευθείας από δω (http://www.youtube.com/watch?v=U-mrX_cvr70&feature=related)....


Χαρταετός

του Οδυσσέα Ελύτη


Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.

Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος”

όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελονσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς”
φοβόμουνα και μον άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω”·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια”
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”
”Ό Γκρέυζερ της Πισβέργης”
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα”.
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του σε άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα

φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.

Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 20, 2008, 19:34:37 pm
τί έχει γράψει ο άνθρωπος....

μου θύμισε τον "φλεγόμενο ποδηλάτη"......


Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on February 20, 2008, 19:37:07 pm
omg τελικά είστε πολύ κουλτουριάρες!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 20, 2008, 19:38:15 pm
τί έχει γράψει ο άνθρωπος....

μου θύμισε τον "φλεγόμενο ποδηλάτη"......

γαμώτο, εισαι ΠΑΝΤΑ μες το μυαλό μουυυυυυυυυυ
αν ειναι δυνατοοοοοννννννν


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 20, 2008, 19:41:35 pm
τί έχει γράψει ο άνθρωπος....

μου θύμισε τον "φλεγόμενο ποδηλάτη"......

γαμώτο, εισαι ΠΑΝΤΑ μες το μυαλό μουυυυυυυυυυ
αν ειναι δυνατοοοοοννννννν


 ;) ^peace^ ^kissy^

omg τελικά είστε πολύ κουλτουριάρες!

εγώ το παίζω  :P
η Χριστίνα είναι  ;) :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: MoYrMoYr on February 20, 2008, 20:12:10 pm
Καρυωτάκης..
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα•
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω•
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on February 20, 2008, 20:25:23 pm

omg τελικά είστε πολύ κουλτουριάρες!

εγώ το παίζω  :P
η Χριστίνα είναι  ;) :D

H Χριστίνα απλά το παίζει καλύτερα ;D ;D ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 20, 2008, 20:49:57 pm

omg τελικά είστε πολύ κουλτουριάρες!

εγώ το παίζω  :P
η Χριστίνα είναι  ;) :D

H Χριστίνα απλά το παίζει καλύτερα ;D ;D ;D
ευχαριστωωωωωωωωωωω

 :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on February 20, 2008, 20:55:48 pm
Ηθοποιός σημαίνει φως ρε γυναίκα!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 20, 2008, 21:03:07 pm
Σε στίχους και μουσική Μάνου Χατζιδάκι


http://www.youtube.com/watch?v=H3hBwAf_vfo (http://www.youtube.com/watch?v=H3hBwAf_vfo)

απ το Δημήτρη Χόρν και το θεατρικό "Οδός Ονείρων" (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%B4%CF%8C%CF%82_%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%81%CF%89%CE%BD)

Ηθοποιός σημαίνει φως.
Είναι καημός πολύ πικρός  και στεναγμός πολύ μικρός.
Μίλησε,κλαίς; Όχι δε λες.
Μήπως πεινάς; Και τι να φάς!
Όλο γυρνάς,πες μου πού πας;
Σ' αναζητώ στο χώρο αυτό, γιατί είμ' εγώ πολύ μικρός και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο. Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.
Σαν καλαμιά θα σ'αρνηθώ, θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ  μ' άσπρο πανί κι ένα πουλί,
άσπρο πουλί που θα καλεί τ' άλλο πουλί, το μαύρο πουλί.
Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή! Αχ πώς πονεί!
Κι ύστερα λες για δυο τρελλές που μ' αγαπούν γιατί σιωπούν, γιατί σιωπούν......
Έλα στο φως, παίζω θα δεις. Είμαι σοφός μην απορείς, έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Ηθοποιός, ό,τι κι αν πείς είναι καημός πολύ πικρός και στεναγμός πολύ βαθύς.
Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός είμαι κι εγώ,
καθώς κι εσύ είσαι παιδί, που καρτερεί κάτι να δεί.
Πιες το κρασί, στάλα χρυσή απ' τη ψυχή, ως την ψυχή.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 21, 2008, 00:34:30 am
ΚΑΙΝΟΣ ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ
του Γιάννη Ευθυμιάδη
 
καθεμεραλεπτησυρτηγραμμ
ησωροςανεβαινεισωροςαδεια
ζειεπαναληψηστηνκινησηκαν
ονικοτηταστηζωηβγεςαπτοπ
οιημακαιδεςτηνατερμονηπαν
ομοιοτητατοποιημαανατρεπ
ειτηδιαιρεσηκαινοςδιαιρετης
ηποιηση


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on February 21, 2008, 00:37:51 am

ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ;.. - Μυρτιώτισσα

Έρωτας τάχα ναν΄αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου;
Που σα βραδιάζει τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου;

Έρωτας νάν΄η σιωπή
που όταν σε βλέπω μου το κλει
σφιχτά το στόμα;
Που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κ΄εκστατική
ώρες ακόμα;..

Έρωτας νάναι ή σοφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κ΄έρχετ΄ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;..

Μα ό,τι και νάναι,το ποθώ,
και καλώς νάρθει το κακό
που είν΄από σένα!
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ΄αγαπημένα!..


ps Christine  :-* :-*


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 21, 2008, 00:40:28 am

ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ;.. - Μυρτιώτισσα

http://www.youtube.com/watch?v=bvyGlqXE0uA (http://www.youtube.com/watch?v=bvyGlqXE0uA)

^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 21, 2008, 00:57:42 am
Τραγούδι του Καβαλάρη
του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
μετάφραση: Μόσχος Λαγκουβάρδος

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Άλογο μαύρο, φεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου.

Αν και ξέρω τους δρόμους,
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Μέσ’ απ’ τον κάμπο, μέσ’ απ’ τον αέρα
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.

Ο θάνατος με κοιτάζει
απ’ τους πύργους της Κόρδοβα.

Αχ, τι δρόμος μακρύς!
Αχ, γενναίο άλογό μου!
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.




Title: Re: Ποίηση
Post by: Nessa NetMonster on February 21, 2008, 01:07:12 am
Ή τα περισσότερα γνωστά ερωτικά ποιήματα είναι παιδιάστικα ή απλά εγώ δεν έχω δει ακόμα αρκετά... ::)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 21, 2008, 01:14:39 am
Η Θάλασσα
του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(1962)

και φτάνει για σήμερα  :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 22, 2008, 17:45:59 pm
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Το παράπονο
του Οδυσσέα Ελύτη

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σα να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 01, 2008, 14:44:25 pm
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Οι τρυφερές γυναίκες των τριάντα με τριανταπέντε

Ποίημα δωδέκατο, το μώβ

Άναξ
δεν υπολόγιζα πως ήσουνα πιό μαλακός
κι απ' το μετάξι του μανδύα

που μ' άπλωσες στους ώμους να μη με χτυπά
ο αγέρας της νυχτερινής μας κούρσας

Μάτια υγρά, τρέμοντα χείλια των απλων.
Αν φιληθούμε, θα πεθάνουμε μαζί.

Φαρμάκι το ιώδες του μανδύα
αυτό που εσύ θα πείς κανόνα κι εγώ δίκιο

Το μώβ θα σβήσει προτού σ' ανατρέψει
Αλλά
να μ'αγαπάς τη συντριβή του

Ένα σπαθί κρυμμένο σε μυρσίνες
παιδάκι είχα ονειρευτεί.

http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/simeio/1/16.html



 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 01, 2008, 20:54:11 pm
Ωχρά Σπειροχαίτη*

Kώστας Καρυωτάκης

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...

Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά 'μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Tο λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.

Mια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέα,
Eκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
―ω, κωμωδία!― το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.

...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.





* Η "ωχρα σπειροχαίτη" ειναι το βακτήριο της σύφιλης...


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 01, 2008, 21:13:44 pm
τέλειο....


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 02, 2008, 12:01:15 pm
Ὀρυχεῖο

Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα

Νὰ μὲ θυμᾶσαι


Μίλτος Σαχτούρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on March 10, 2008, 19:41:59 pm

The Hollow Men
T. S. Eliot

Mistah Kurtz—he dead.

      A penny for the Old Guy

      I

We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats’ feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death’s other Kingdom
Remember us—if at all—not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

      II

Eyes I dare not meet in dreams
In death’s dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind’s singing
More distant and more solemn
Than a fading star.

Let me be no nearer
In death’s dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat’s coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer—

Not that final meeting
In the twilight kingdom

      III

This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man’s hand
Under the twinkle of a fading star.

Is it like this
In death’s other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.

      IV

The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdoms

In this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid river

Sightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death’s twilight kingdom
The hope only
Of empty men.

      V

Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o’clock in the morning.


Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow
                                For Thine is the Kingdom

Between the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow
                                Life is very long

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
                                For Thine is the Kingdom

For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.








 :( miss the people that we left behind


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 15, 2008, 13:18:43 pm
Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναποστάρει... ^redface^

(είπα να το ποστάρω στα τραγούδια, αλλά επειδή το δημοτικό τραγούδι είναι ποίηση....voila)

Ανάθεμα τον αίτιο
κι ας το χει αμαρτία
να χωριστουμε αγαπή μου
χωρίς καμιάν αιτία

Συ μπαξές κι εγώ φυντάνι
να σ' απαρνηθώ δεν κάνει
κλαίει η καρδιά μ' και δε μερώνει
σαν της ερημιάς τ' αηδόνι.....

Αγάπα με, πουλάκι μου
όπως μ' αγάπαες πρώτα...
Τα ξένα λόγια μην ακούς
μον' την καρδιά σου ρώτα

Σύ μπαξές κι εγώ φυντάνι
να σ' απαρνηθώ δεν κάνει
κλαίει η καρδιά μ' και δεν μερώνει
σαν της ερημιάς τ' αηδόνι

Θα το χω εγώ παράπονο
σε όλη τη ζωή μου
κι άμα σε συλλογίζουμαι
να λιώνει το κορμί μου...

Σάλτα κι άρπα με απ' το κύμα
μην πνιγώ κι έχεις το κρίμα
κλαίει η καρδιά μ' και δεν μερώνει
σαν της ερημιάς τ' αηδόνι...


Δημοτικό



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 15, 2008, 13:40:06 pm
ΤΑ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ

       ΑΓΟΡΙ
Απ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει

       ΚΟΡΙΤΣΙ
Κυπαρρισάκι μου ψηλό ποιά βρύση σε ποτίζει
που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις

       ΜΑΖΙ
Να ΄χα το σύννεφο άλογο, και τ'αστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχόμουν κάθε βράδυ
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω...

      ΑΓΟΡΙ
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογιζομαι, τρέμω κι αναστενάζω

      ΚΟΡΙΤΣΙ
Τί να σου πώ, τι να μου πείς; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις

      ΜΑΖΙ
Να ΄χα το σύννεφο άλογο, και τ'αστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχόμουν κάθε βράδυ
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω...

      ΑΓΟΡΙ
Εγώ είμ' εκείνο το πουλί που στην φωτιά σιμώνω
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω

     ΚΟΡΙΤΣΙ
Σαν είν' η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργιώνει

     ΜΑΖΙ
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω...

(από τα Δημοτικά τραγούδια....)


Title: Re: Ποίηση
Post by: mendelita on March 16, 2008, 12:05:40 pm

Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές μπορείς να ιδείς το φως
του ήλιου να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα σε μιαν ελιά
και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα μην το καταποντίζεις
στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα
και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα – σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις


(Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι Ζ΄)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 19, 2008, 12:52:39 pm
Ο Παλιός Σκοπός

Πέφτουν απ' τα μαύρα νέφη στάλες τση βροχής
και πληγώνουνε το σκούρο τζάμι τση ψυχής
πάνω τση καρδιάς τον τοίχο τρέχει το νερό
και ξεθάβει απ' τον ασβέστη τον παλιό καιρό...

Ήταν κείνο σαν και τούτο μαύρο δειλινό
που 'φυγε να πάει σ'άλλον τόπο μακρινό
κι έρχεται στη θύμησή μου που δακρύζαμε
τον παλιό σκοπό να πούμε σαν αρχίζαμε

Πάν οι μήνες, πάν τα χρόνια και γεράσαμε
δίχως όνειρα τη νιότη, πώς περάσαμε
δεν με νοιάζει στο σκοτίδι πως εμπήκαμε
όσο το στο φώς τση μέρας δεν χαρήκαμε

Στα κλειστά τα παραθύρια τον παλιό σκοπό
ήρθα απόψε όπως πρώτα για να ξαναπώ
φύσα αγέρι, πήγαινέ τση το γλυκό σκοπό
και ψιθύρισέ τση ακόμη πως την αγαπώ...

Χαϊνηδες

   


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 19, 2008, 13:44:03 pm
Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φώς και είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια, έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μυριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ 'αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόϊσμα.
Βγάζω απ΄την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γή - νο νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού - κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τί θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσσαλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν - ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε από τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του, και μου είπε : << Ακόμα λίγο, και η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γή >>.

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς


(http://www.ci.madison.wi.us/olbrich/special%20events/Spring%20Show/spring1.jpg)


ps http://www.youtube.com/watch?v=wPn5Y0f8agw  ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 20, 2008, 17:40:18 pm
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα

Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκόταν μπροστά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά "ποτέ πια"
 
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά
 
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε το θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά "ποτέ πια"
 
Για όλα αυτά που ζήσαμε μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους
Τις ώρες που δακρύσαμε μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους


Παντελής Ροδοστόγλου
(Διαφανα Κρινα)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 21, 2008, 23:08:57 pm
τί ωραίο το αποπάνω.... :-[


Μια που σήμερα είναι και παγκόσμια (?) μέρα ποιησης  :)




Των Ασωμάτων

Μυστηριώδης η ατμόσφαιρα. Σαν καπνός προσκυνητής
μιας φλόγα που δεν άναψε και όμως έχει σβήσει.

Πολλά στεφάνια στις οδούς και τα στενά των ήλων.
Πλαστικά τα περισσότερα ώστε
να μην μαραίνεται η προτίμηση Βαρραβάν Βαρραβάν απολύσαι
και να στρογγυλοποιούνται ευθυνότεροι οι πόνοι.

Γεμάτα λεμονανθούς τα ασθενοφόρα πεζοδρόμια.
Κι όπως αφουγκραζόμουν πικραμένες τις καμπάνες
να σκαμπιλίζουν τ' ασεβή ευώδη μάγουλα του ανέμου
να λιθοβολούν τις Μαγδαληνές ακακίες που
μυροβόλα έπεφταν απ' τον ερωτικό όροφο της άνθισης
στα πόδια της εσταυρωμένης Του ανταπόκρισης
αφηρημένη σκόνταψα σε κορμό σφοδρής επιθυμίας
μετά από τόσα κι από τόσα μεσολαβήσαντα αργύρια
να μεταλάβω το άχραντο σώμα της ανάμνησης
από το δισκοπότηρο στην ιερή ποσότητα έστω ενός
μικρού κοχλιαρίου
 - πάλι τσιγκουνεύεσαι; Άντε, κερνάω εγώ το αίμα

Θυμάμαι, δεν ξεχνώ ποτέ
όσα δε μου ζητούν να τους το αποδείξω.


Κική Δημουλά ("Ενός λεπτού μαζί" - 1998)

 -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η εφηβεία της λήθης

Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ' αδιάφορα
και ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μη σκεβρώνει η κίνηση
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειάς μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τ' αστέρια.
Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ' ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σα βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ΄τα χαράματά μου
εγγόνια μου κι έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ' άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.

Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία

Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ' αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.

Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα 'τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα 'ρχόταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυό βήματα θ' απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τί η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίναμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με το μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.

Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιό γρήγορα εν μία νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.


Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστη ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω απ' αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη. Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.

Κική Δημουλά (" Η εφηβεία της λήθης" - 1994)




















Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 24, 2008, 13:44:20 pm
Ο Φλεγόμενος Ποδηλάτης

Ο φλεγόμενος ποδηλάτης περνά κάθε απόγευμα
Περιστρέφει έναν ήλιο στον ένα τροχό
στον άλλο ένα μήλο

Χαμογελά στα παιδιά, στις κυρίες χαρίζει
ένα μαύρο λουλούδι
ένα φιλί στην παλάμη να μην τον ξεχνούν
κι ύστερα φεύγει

Τα παιδιά δεν τον βλέπουν μα οι κυρίες παλεύουν
ποια θα τον σβήσει
Η αγκαλιά τους ο δρόμος νερό
και φωτιά που κυλά στα χωράφια

Φυτρώνουν στον ήλιο πλατάνια ζεστά
κυπαρίσσια οριζόντια, κοιμητήρια μικρά
να κοιμούνται οι πόθοι
τα μεγάλα ταξίδια
κι ο φλεγόμενος ποδηλάτης
που περνά κάθε απόγευμα

Ποίηση, μουσική : Αλκίνοος Ιωαννίδης

   

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Edgar Allan Poe

Φωτογραφία στον τοίχο, κραυγή με δίχως ήχο
Κοράκι πεθαμένο, σοκάκι στοιχειωμένο

Τα μάτια του δυο δρόμοι, που όσο κοιτάει νυχτώνει
Κατάμαυρη θητεία, κλεμμένη αμαρτία
Φωνή που δυναμώνει, ο χρόνος που τελειώνει
Γιορτή που αγριεύει, δωμάτιο που στενεύει

Την σκοτεινή τη μαύρη μου την όψη χάρισέ μου
Κι αν δεν την αγαπήσω, πως θες να τη νικήσω
Με τις φωνές που άκουγες στον ύπνο μίλησέ μου
Καταραμένε φίλε μου, κι άγιε   αδελφέ μου

Σ' ένα  σκυλί πνιγμένο, το μυστικό κρυμμένο
Δυο λίρες η αλήθεια, και τρεις τα παραμύθια
Εφιάλτες τα όνειρά του, μηνύματα θανάτου
Δυο μαύρα περιστέρια, του μάτωσαν τα χέρια
Αίμα και τα γραπτά του, μα πότισαν κρυφά του
Της ομορφιάς τη γλάστρα, για να φυτρώσουν τ' άστρα

Ποίηση, μουσική : Αλκίνοος Ιωαννίδης




ps Αφιερωμένα στην Christine  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 30, 2008, 14:46:47 pm
Το μοναχικό φύλλο

Επέζησα μες απ’ τους άσβηστους καημούς
Και έπαψα ν’ αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα έμειναν τα βάσανά μου.

Κατ’ απ’ τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα ‘ρθει ο λυτρωμός;

Έτσι από το ψύχος χτυπημένο,
Όταν η χειμωνιάτικη η θύελλα οργιάζει,
Σ’ ένα λιανό, μικρό κλαδί,
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.

Αλεξάντρ Πούσκιν


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 30, 2008, 14:50:36 pm
(http://www.topofart.com/images/artists/Ivan_Konstantinovich_Aivazovsky/paintings/aivazovsky045.jpg)

Ivan Aivazovsky
Pushkin's Farewell to the Sea


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 09, 2008, 09:21:30 am
Όταν
του Μιχάλη Κατσαρού


Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις τακτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψιθύρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατελείωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουν σίγουρα τη φωνή
8'ανοίξω το στόμα μου

8α γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι 8'ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.


Πάλι σας δίνω όραμα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 09, 2008, 22:05:07 pm
ΠΟΛΥΜΝΙΑ

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκοτεινού
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της
απ' την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ' άσαρκα μάγουλα
πως έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,
να 'βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.

Κώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 07, 2008, 23:12:00 pm
"Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε"

Κώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: supernova2.0 on May 10, 2008, 14:01:10 pm
ΚΑΤΗΦΟΡΙΚΗ ΟΔΟΣ

Οσάκις βρίσκομαι στην ανηφόρα,
της γυρνώ την πλάτη και προχωρώ ανάποδα.
Δεν ξέρω...

Ίσως θέλω να νιώσω
σαν ένα φύλλο που πέφτει απ' το κλαδί αμέριμνο,
ή σαν μια τρίχα
που έχει απελευθερωθεί απ' τα δεσμά του κεφαλιού
χάνοντας, όμως, έτσι την ίδια της την ύπαρξη,
ή, ακόμα,σα μια στάλα βροχής,
που πέφτει,πέφτει...
ώσπου χάνεται.

(Αγνωστου)

Αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους αυτοκαταστροφικούς που χουν αποδείξει όμως ,πως όταν καούν ολότελα, ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους...

 :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 10, 2008, 14:12:16 pm

Αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους αυτοκαταστροφικούς που χουν αποδείξει όμως ,πως όταν καούν ολότελα, ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους...

 :)

 :)

Μας χρωστάς ανάγνωση για την επόμενη φοράααα... δεν το ξεχνάω  ;)   ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: supernova2.0 on May 10, 2008, 14:15:28 pm
Ok, we have a deal! :)

Ελπίζω να γίνει σύντομα!


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 17, 2008, 01:29:40 am
<<Σ' αυτή την εποχή της ζωής έχει κανείς κιόλας ερωτευθεί πολλές φορές, ο έρωτας δεν κινείται πια μόνος, σύμφωνα με τούς άγνωστους και μοιραίους νόμους του, μπροστά στην ξαφνιασμένη κι αμέτοχη καρδιά μας. Τον βοηθούμε, τον αλλοιώνουμε με τη μνήμη, με την υποβολή. Αναγνωρίζοντας εν' από τα συμπτώματά του, αναλογιζόμαστε και κάνουμε να γεννηθούν τα άλλα. Καθώς κατέχουμε το τραγούδι του, χαραγμένο ολάκερο μέσα μας, δεν χρειαζόμαστε τη γυναίκα πού θα μας την αρχή του -- αρχή γεμάτη απ' τό θαυμασμό που εμπνέει η ομορφιά -- για να βρούμε τη συνέχεια. Κι άν το τραγούδι αρχίζει απ' τη μέση -- εκεί που συναντιούνται οι καρδιές και λεν πως η μιά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την άλλη ---, η μουσική μας είναι τόσο γνωστή, ώστε μπορούμε να συναντήσουμε τη συντροφιά μας στο σημείο που μας περιμένει (...)>>

"Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο" - Μαρσέλ Προυστ.,


Title: Re: Ποίηση
Post by: sakaflias7 on May 17, 2008, 02:11:01 am
ξερει κανεις το ποιημα της αννουλας σαν πας στον πηγαιμο...???το ψαχνο αλλα βρισκω μονο για τον ερχομο!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Kargas on May 17, 2008, 02:13:21 am
Μια πάπια μπαίνει σε ένα μπαρ και πλησιάζει τον μπάρμαν...

Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε γαμημένο ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Κουφή είσαι, δεν έχουμε καθόλου γαμημένο ψωμάκι! Ρώτα με άλλη μια φορά και θα καρφώσω το γαμημένο ράμφος σου στο μπαρ ενοχλητικό μπάσταρδο πουλί!»
Πάπια: «Έχεις καρφιά;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»

Οδυσσέας Ελύτης - "το παπακι"


Title: Re: Ποίηση
Post by: sakaflias7 on May 17, 2008, 02:14:33 am
απο δω βγηκε το ποταμακι παει στην ποταμια που μετα μελωποιηθηκε??


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 17, 2008, 12:09:41 pm
Μια πάπια μπαίνει σε ένα μπαρ και πλησιάζει τον μπάρμαν...

Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Όχι, δεν έχουμε γαμημένο ψωμάκι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»
Μπάρμαν: «Κουφή είσαι, δεν έχουμε καθόλου γαμημένο ψωμάκι! Ρώτα με άλλη μια φορά και θα καρφώσω το γαμημένο ράμφος σου στο μπαρ ενοχλητικό μπάσταρδο πουλί!»
Πάπια: «Έχεις καρφιά;»
Μπάρμαν: «Όχι.»
Πάπια: «Έχεις ψωμάκι;»

Οδυσσέας Ελύτης - "το παπακι"

 :D ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 17, 2008, 14:02:10 pm
No Second Troy
του W.B. Yeats (http://en.wikipedia.org/wiki/William_Butler_Yeats) (1865–1939)

WHY should I blame her that she filled my days   
With misery, or that she would of late   
Have taught to ignorant men most violent ways,   
Or hurled the little streets upon the great,   
Had they but courage equal to desire?            
What could have made her peaceful with a mind   
That nobleness made simple as a fire,   
With beauty like a tightened bow, a kind   
That is not natural in an age like this,   
Being high and solitary and most stern?    
Why, what could she have done being what she is?   
Was there another Troy for her to burn?

Yeat's grave.... (http://www.thmmy.gr/smf/index.php?topic=320.msg464766#msg464766)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on May 19, 2008, 19:34:52 pm
ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Σου το 'πα για τα σύννεφα
    σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
    για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
    πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
    σου το 'πα για τα σύννεφα
    Για σένα και για μένα
 
Σου το 'πα με τα κύματα
    σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
    με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
    με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
    σου το 'πα με τα κύματα
    Σου το 'πα μες στη νύχτα
 
Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
    που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
    κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
    σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    Με τ' άστρα που κοιτούσες.
 

Οδυσσέας Ελύτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on May 24, 2008, 18:00:47 pm
Ο τόπος μας είναι κλειστός
Γ.Σεφέρη

Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.

Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.

Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
απο ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.




μελοποιημένο από τον Γιάννη Μαρκόπουλο : http://www.youtube.com/watch?v=0YdrHgmbFzY


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on May 25, 2008, 03:32:17 am
Νιόβγαλτο Ψέμα

Σε ποιον να μιλήσω, που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να  σκαρφαλώσω, να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.
Βαρυγκομιά μου, τράβα και χάσου μακριά μου·
κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε και τι είναι νεκρό
Μικρή θωριά μου, έτρεχες πάντα και στεκόσουν μπροστά μου,
μου έκανες νόημα να 'ρθω στα σκοτεινά να σε βρω.
Κι ήμουνα εκεί κάθε στιγμή - μίλα κελί μου· με τη πνοή μου
στα ψηλά ντουβάρια μέρες σου χάραζα.
Η γη μου κι η θάλασσα γίναν φωνή μου,
σημάδια στα περάσματα ποτέ δεν άλλαζα.
Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα,
και γελούσα, χιλιοκάλεστη μούσα απ' όλα απούσα.
Περίμενα, σκεφτόμουν, δε μιλούσα,
μα σε μικρούς έταξες πανάκριβα λούσα
και μασήσαν, με τους πολλούς δυστηχήσαν·
είναι μ' αυτές τις δυνατές φωνές εκεί έξω,
που σιγήσαν απ' τη λάβα του φόβου λιγήσαν.
Μα εγώ μου έταξα πως θα 'μαι εδώ και θ' αντέξω.
Κάλλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω,
απ' το κελί μου να ζηλεύω ελεύθερα πουλιά·
δε προβλέπεται, αδερφέ μου, εγώ ν' απέχω,
θα ξεδιψάσω μ' όποιον μείνει για τη στερνή γουλιά.
Μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν.
Μ' έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δύο,
ένα κομμάτι μου πήγε κι εκείνο στα χαμένα,
κοιτούσα αλλού, ντρεπόμουνα να ακούσω αντίο.

Τη μοναξιά μού τη θυμίσαν οι πολλοί
κι ότι είμαι μικρός, εκείνοι που δε ξέρω.
Τη τρέλα μου τη σιγοντάραν οι τρελοί
κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρω.
Και τώρα σε ποιον να μιλήσω, σε ποιον να τα πω
Ποιος αντέχει να πεθάνει γι' αυτά που πιστεύει
Ποιος είδε τα χνάρια μου σ' αυτή την ατραπό
Ποιος είδε τ' όνειρό μας το παλιό να κυριεύει
Ποιος ήρθε να με δει στη φυλακή μου,
να με τραβήξει απ' τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα
Ποιος ήταν εκεί στη μια κι ανέγγιχτη στιγμή μου
Μεγάλο θέμα, μεγάλο θέμα...


Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on May 25, 2008, 09:16:32 am
Νιόβγαλτο Ψέμα
Τινός είναι αυτό;

Καταπληκτικό...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 25, 2008, 17:38:20 pm
Νιόβγαλτο Ψέμα
Τινός είναι αυτό;

Καταπληκτικό...

active member...


Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on May 25, 2008, 17:41:04 pm
Χμναι ο κύβος ξέχασε το σερτς, σόρι  :-[
αλλά είδα τα ορθογραφικά λάθη και είπα μην είναι homemade


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on May 25, 2008, 22:01:08 pm
ναι τραγούδι είναι, "απλά άτυχο για ποίημα"..


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 03, 2008, 00:12:17 am
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

Κωστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on June 03, 2008, 01:35:22 am
"Yπάρχουν ποιητές που καταλαβαίνω πως είναι σπουδαίοι (Ελύτης, Σικελιανός), αλλά δεν μ`αρεσουν. Προτιμώ τους κακούς ποιητές."

Μανόλης Αναγνωστάκης

food for thought.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on June 08, 2008, 13:19:42 pm
Ωδη στη Σαντορινη

Βγηκες απο τα σωθικα βροντης
Ανατριχιαζοντας μεσ'στα μετανιωμενα συννεφα
Πετρα πικρη, δοκιμασμενη, αγερωχη
ζητησες πρωτομαρτυρα τον ηλιο
Για ν'αντικρυσετε μαζι τη ριψοκινδυνη αιγλη
Ν'ανοιχτειτε με μια σταυροφορο ηχω στο πελαγος

Θαλασσοξυπνημενη, αγερωχη
Ορθωσες ενα στηθος βραχου
Καταστιχτου απ'την εμπνευση της οστριας,
Για να χαραξει εκει τα σπλαχνα της η οδυνη
Για να χαραξει εκει τα σπλαχνα της η ελπιδα
Με φωτια με λαβα με καπνους
Με λογια που προσηλυτιζουν το απειρο
Γεννησες τη φωνη της μερας
Εστησες ψηλα
Στην πρασινη και ροδινη αιθεροβασια
Τις καμπανες που χτυπαει ο ψηλορειτης νους
Δοξολογωντας τα πουλια στο φως του μεσαυγουστου

Πλαϊ απο ροχθους, πλαϊ απο καημους αφρων
Μεσ'απο τις ευχαριστιες του υπνου
Οταν η νυχτα γυριζε τις ερημιες των αστρων
Ψαχνοντας για το μαρτυρικι της αυγης,
Ενιωσες τη χαρα της γεννησης
Πηδησες μεσ'στον κοσμο πρωτη
Πορφυρογεννητη, αναδυομενη
Εστειλες ως τους μακρινους οριζοντες
Την ευχη που μεγαλωσε στις αγρυπνιες του ποντου
Για να χαϊδεψει τα μαλλια της πεμπτης πρωινης.

Ρηγισσα των παλμων και των φτερων του Αιγαιου
Βρηκες με λογια που προσηλυτιζουν το απειρο
Με φωτια με λαβα με καπνους
Τις μεγαλες γραμμες του πεπρωμενου σου

Τωρα μπροστα σου ανοιγεται η δικαιοσυνη
Τα μελανα βουνα πλεουν στη λαμψη
Ποθοι ετοιμαζουν τον κρατηρα τους
Στην παιδεμενη χωρα της καρδιας,
Κι απο το μοχθο της ελπιδας νεα γη ετοιμαζεται
Για να βαδισει εκει με αετους και λαβαρα
Ενα πρωι γεματο ιριδισμους,
Η φυλη που ζωντανευει τα ονειρα
Η φυλη που τραγουδαει στην αγκαλια του ηλιου.

Ω κορη κορυφαιου θυμου
Γυμνη αναδυομενη
Ανοιξε τις λαμπρες πυλες του ανθρωπου
Να ευωδιασει ο τοπος απο την υγεια
Σε χιλιαδες χρωματα ν'αναβλαστησει το αισθημα
Φτεροκοπωντας ανοιχτα
Και να φυσηξει απο παντου η ελευθερια

Αστραψε μεσ'στο κηρυγμα του ανεμου
Την καινουρια και παντοτινη ομορφια
Οταν ο ηλιος των τριων ωρων υψωνεται
Πανγλαυκος παιζοντας το αρμονιο της Δημιουργιας.



Οδυσσέας Ελύτης ("Η θητεία του καλοκαιριού")


Σηκώθηκε αγέρας τα φώτα ανάψανε
εσφύριξε το πλοίο η νύχτα έρχεται
Σε δάση από αιώνες μοναχή ταξιδεύεις
το άγιο φως λατρεύεις σε δωμάτια λευκά
 

Σαξόφωνα της άνοιξης  στη λαβα της καρδιάς σου
λύθηκαν τα μαλλιά σου και καλοκαίριασε
 
Το θαύμα έγινε....


Γλιστράς μες στην ομίχλη παράξενων καιρώ
Φωσφορικό καράβι των απάνω θαλασσών
Σάντα Ειρήνη, Σάντα Ειρήνη,  Σάντα Ειρήνη   
Τα μάτια του Σεβάχ σε κοίταξαν για πάντα
καθώς τραβούσε σκεφτικός να πάει στο πουθενά


Το θαύμα έγινε.... 


Χαρης - Πάνος Κατσιμίχας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Daphnekasgr on June 15, 2008, 14:55:27 pm
13.12.43

Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ ῾λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.

Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
            καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
            καὶ τῆς θλίψης μου.


Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά..

Μανώλης Αναγνωστάκης...

απλα φοβερό μου έχει χαραχθει..


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 17, 2008, 00:10:35 am
Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!


Κωστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Finrond on June 17, 2008, 00:19:33 am
FUCK OFF AND DIE (ΦΑΚ ΟΦ ΕΝΤ ΝΤΑΗ)

You used to be the one,
You piece of shit, it's not a lie,
There's nothing else I could 've done,
Than shout at you, "Fuck off and die"

You swore to love me on a boat,
we were united by fate,
Now i want to slit your throat,
And get myself a hoe to date.

Your skin pure white,
Pat pat black eye,
Like flowers under too bright light,
I hope you wither, fuck off and die...



by finrond & vag


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on June 17, 2008, 00:35:41 am
FUCK OFF AND DIE (ΦΑΚ ΟΦ ΕΝΤ ΝΤΑΗ)

You used to be the one,
You piece of shit, it's not a lie,
There's nothing else I could 've done,
Than shout at you, "Fuck off and die"

You swore to love me on a boat,
we were united by fate,
Now i want to slit your throat,
And get myself a hoe to date.

Your skin pure white,
Pat pat black eye,
Like flowers under too bright light,
I hope you wither, fuck off and die...

στη βιβλιοθηκη καποιοι διαβαζουν και καποιοι αλλοι δημιουργουν.
ευγε!
fyck off and die λοιπον. (σαφης αναφορα στα βιωματα του δημιουργου)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Finrond on June 17, 2008, 00:40:14 am
ναι, ξεχασα να πω οτι γραφτηκε σε 15' συνολικα, στη βιβλιοθηκη, καπου αναμεσα στην 56η και 57η σελιδα, εν βρασμω ψυχης

fuck off and die στην εξεταστικη
fuck off and die στις γκομενες που μας φτυνουν
fuck off and die στις πολυεθνικες
fuck off and die στον Ex_Mechanus


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 17, 2008, 00:42:32 am
ο τίτλος εμπεριέχει κάποιον υποβόσκoντα λυρισμό


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on June 17, 2008, 01:01:15 am
ναι, ξεχασα να πω οτι γραφτηκε σε 15' συνολικα, στη βιβλιοθηκη, καπου αναμεσα στην 56η και 57η σελιδα, εν βρασμω ψυχης



αυτά είναι

συμπάσχω

την εξεταστικη μου μεσα  :D



Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on June 17, 2008, 01:04:28 am

fuck off and die στον Ex_Mechanus

ο σουρεαλισμος ειναι η μεγαλη σου δυναμη.
δουλεψε το, δεν τολμω να φανταστω που μπορεις να φτασεις..


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on June 17, 2008, 21:56:25 pm
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια "ελλιπή" μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Κώστας Καρυωτάκης.

(καλός ο συνάδελφος, αν και υπερ του δεοντος αναλαφρος.λολ)


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on June 23, 2008, 00:19:57 am
ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνι,
Κι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸ
Κουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνι
Μὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό.

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνι
Ποὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸ
Σινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνι
Σ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό!

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκια
Μέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖ
Βαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια.

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴ
Καράμπωσα τὸ βούλινο διράνι
Σὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει.




-αφιερωμένο στο μάθημα της αρχιτεκτονικής-


Title: Re: Ποίηση
Post by: Finrond on June 23, 2008, 01:10:11 am

Καράμπωσα τὸ βούλινο διράνι


θα φαμε βουρδουλα αυριο


Title: Re: Ποίηση
Post by: Kargas on June 23, 2008, 01:14:24 am
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς νa καθαρίζουνε κρεμμύδια.

 :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on June 23, 2008, 02:08:06 am
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς νa καθαρίζουνε κρεμμύδια.

 ;D  ωραίο  :D

λολ ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on June 23, 2008, 02:09:22 am
Η Zωγραφιά μου    

Σουρής Γεώργιος


Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.

Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.

Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on June 23, 2008, 02:10:50 am
Η Πορτοκαλένια (Οδ. Ελύτης)

[Στον Aντρέα Kαμπά]


Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !

Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !


Title: Re: Ποίηση
Post by: Papatanasis on June 23, 2008, 02:20:59 am
To follow the path:
look to the master,
follow the master,
walk with the master,
see through the master,
become the master.


Title: Re: Ποίηση
Post by: λήθη on June 24, 2008, 19:08:42 pm
Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: smo on June 24, 2008, 20:31:42 pm
Θα πεθάνω ένα πένθιμο
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ'επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεββάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".
Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.



Της αγάπης

Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'
Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...


Το πρωτο ταιριαζε και στους στιχους αλλα πηγαιναω πακετο απο τον φιλο μας τον Κωστα. . . :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on July 04, 2008, 02:45:15 am
Το Εμβατήριο του Ωκεανού
(Ρίτσος)
(Αποσπάσματα)

...
Νυχτερινό λιμάνι
Φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια
φωτισμένα από τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων
κι ύστερα φωτισμένα στην σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στην νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν την συγνώμη που έφτασεν αργά.

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

...
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Άπ΄ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια


Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.
Κοιτούσα την δύση και σε έβλεπα
-μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
-ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη Θάλασσα.

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω από τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ΄ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός την θάλασσα.


Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.
...
Γυμνοί παλέψαμε στην αμμουδιά το μεσημέρι
με τα υγρά κορμιά των δωδεκάχρονων παιδιών
πιο πολύ για το αγκάλιασμα παρά για την πάλη
πιο πολύ για την πάλη παρά για την νίκη
μονάχα για την νίκη.

Αλμυρά μαλλιά
ηλιοψημένοι μηροί
ο φλοίσβος ανάμεσα στο φιλί
η θάλασσα πιο πέρα απ΄ το σπασμό.

Τα μεσημέρια βουίζοντας κατέβαιναν σε στροβίλους φωτιάς
να τυλίξουν μ΄ άσπρες φλόγες τα ψαράδικα σπίτια
να κάψουν τις καρδιές που δεν αντιστέκονται.

Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη
το φωτεινό πρόσωπο της ευωδίας
στην άσπρη μνήμη του καλοκαιριού
με μια μαβιά δέσμη σκιάς
λοξά στο βελουδένιο μάγουλο.

Χρυσή αναπνοή του ατέλειωτου νερού
δίχτυα που λιάζονται στα βράχια
βάρκες γεμάτες καρπούς και λουλούδια
τα σπίτια μας γραμμένα μες στη θάλασσα
να τα σπίτια μας.
...


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on July 04, 2008, 02:47:19 am
(συνέχεια)...


...
Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.

Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τα αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες
κάτω απ΄ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα
κάτω απ΄ τα σπίτια με τούς κόκκινους γλόμπους
κάτω απ΄ τα μέγαρα
που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.

Μητέρα μητέρα
που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που ΄ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που ΄ναι το χέρι σου
ν΄ ακούσουμε την αυγή και την θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρια των αθώων.

Εμείς που περπατήσαμε τις νύχτες
σε λευκά δάση μαργαριταριών
εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα
τη γαληνή μορφή του ονείρου
δεν ξέρουμε να περπατάμε
πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται
με το αίμα του ξανθού Ιησού.

Πίσω απ΄ τους τοίχους μας παραμονεύουν
Απ΄ τις γωνιές φεύγουν περίτρομα
πλήθη αγριοπερίστερων.

Πόρτες χάσκουν την νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκαλα
για να ανέβουν.

Κύριε Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα που δεν επαιτούν.

Μητέρα δεν μας μένει τίποτα.
Που θ΄ απαγκιάσουμε;
Που θα κοιμηθούμε;
...
Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε την γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία με τα τετράδια της αριθμητικής
θυμάσαι τον γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τα αστέρια
για να κερδίσει την νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;

Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ΄ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο στ΄ ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια και οι φώκιες.

Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες
που πεινούν ακόμη το νερό
παρελάσεις άστρων στη μνήμη κοιμισμένων γλάρων
έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδρόβιων
και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού
η κυκλική απόδραση του γαλαξία.

Η σιγή φεύγει πάλι τρομαγμένη
μακριά στην κοιμισμένη παραλία
- λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων
που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου
και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι
την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.

Κύριε τ' ουρανού της γης και της θάλασσας
ως πότε θ΄ αγρυπνούμε
ως πότε θα διψάμε
ως πότε δεν θα πεθαίνουμε;
...
1939-1940


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 09, 2008, 14:12:51 pm
ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Σου το 'πα για τα σύννεφα
    σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
    για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
    πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
    σου το 'πα για τα σύννεφα
    Για σένα και για μένα
 
Σου το 'πα με τα κύματα
    σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
    με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
    με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
    σου το 'πα με τα κύματα
    Σου το 'πα μες στη νύχτα
 
Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
    που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
    κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
    σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    Με τ' άστρα που κοιτούσες.
 

Οδυσσέας Ελύτης


Σου το πα για τα συννεφα - Ελευθερία Αρβανιτάκη (http://rapidshare.com/files/128136461/05_-_Sou_To_Pa_Gia_Ta_Synnefa.mp3.html)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 09, 2008, 14:18:09 pm
Μόνο γιατί μ' αγαπησες - Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.


(Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928)

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες (http://rapidshare.com/files/128360755/06_-_Den_tragoudw_para_giati_m__agapises.mp3.html)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 09, 2008, 14:27:35 pm
ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

Σε παλαιο συμφοιτητη - Ελευθερία Αρβανιτάκη (http://rapidshare.com/files/128362710/12_-_Se_Palaio_Symfoithth.mp3.html)


Title: Re: Ποίηση
Post by: emmanuel on July 09, 2008, 16:04:28 pm
Το ταξίδι της φάλαινας-Κωνσταντίνος Βήτα
 (http://www.youtube.com/watch?v=kUiZcMuJhI0)

Ζεστό καλοκαίρι, κρατάς ακόμα
κίτρινο αέρα φυσάει ένα μεγάλο στόμα
απ' το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή
ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή
ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας
έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας
οι φτωχοί ξέρω πως είναι περισσότερο φτωχοί
κι οι πλούσιοι βαριούνται την τρελή τους ζωή
μέσα από έντυπα μας καλούν να ζήσουμε μια άλλη ζωή
μα είναι ζωή αυτή;
όταν μια οικογένεια ζει μ' ένα μισθό εκατό χιλιάδες
οι τύραννοι χαϊδεύουν κοιλιές μεγάλες
και δεν είναι μόνο αυτό, μας κυνηγούν χιλιάδες μάρκες
έξτρα φόροι, έξτρα Φ.Π.Α., έξτρα σκατά
κι ένας πόλεμος δίπλα μας που κανείς δεν τον σταματά
και κανείς δε διακινδυνεύει
η αγάπη μάς διαφεύγει
κι αντί γι' αυτό ψιθυρίζουμε διαφημίσεις
χρησιμοποιούμε το σεξ για ν' αποφύγουμε τις σχέσεις
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Σαν κατεψυγμένα κρέατα πουλιούνται τα πρότυπα
ταυτιζόμαστε με ήρωες κι αλλάζουμε πρόσωπα
πολύ αργά καταλαβαίνουμε πως ήταν σα μια στύση που πέφτει
ένα εκατομμύριο στερεότυπα που δεν έχουν πια καμιά γεύση
με κάνουν ν' απορώ πώς στεκόμαστε αδιάφοροι στο ψέμα
γιατί χάνουμε χρόνο όταν μέσα μας τρέχει το αίμα
σαν οδοντόπαστες λιώνουμε μπροστά απ' την τηλεόραση
κοιτάμε εικόνες έχοντας χάσει την αρχική όραση
κοιτάζοντας τα ιδρωμένα πρόσωπα κάθε γλείφτη
καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη
καθαροί στρέιτ γιάπις διασχίζουν λεωφόρους
περήφανα στήνουν το μέλλον με δικούς τους όρους
σαν έξυπνοι βλάκες φέρνουν τη ντροπή της εκπαίδευσης
κι από μια περιστρεφόμενη θέση καμαρώνουν γι' αυτή τη δικαίωση
το 2000 η μόδα θα τους θέλει ντυμένους με δερμάτινα
πιο γυμνασμένους
να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει
ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει
ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα
κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει
όταν τ' αεροπλάνα πετάνε
η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε
είναι τρομέρο το θέαμα
η αίσθηση αυτή ότι πετάς
δεν έχω άλλη εκλογή
ένα κίτρινο ταξί περιμένει
φυσάει, θα χειμωνιάσει
δύο ώρες και ξημερώνει
συννεφιασμένη Κυριακή
πρώτη μέρα του χειμώνα
σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα
απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω
ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο
να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο
κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε
μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 11, 2008, 16:19:43 pm
Αρμίδα    
του Νίκου Καββαδία

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

(http://www.beachhousefl.com/images/Pirate_ship6.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 18, 2008, 12:48:15 pm
Je ne suis pas seul
του Paul Eluard

Chargée
De fruits légers aux lèvres
Parée
De mille fleurs variées
Glorieuse
Dans les bras du soleil
Heureuse
D'un oiseau familier
Ravie
D'une goutte de pluie
Plus belle
Que le ciel du matin
Fidèle


Je parle d'un jardin
Je rêve


Mais j'aime justement

[Paul Éluard (1895-1952), in Médieuses, 1939. Pléiade I, p. 881]


Να κοιμάσαι με τη σελήνη στο ένα μάτι
και τον ήλιο στο άλλο
Μιά αγάπη στο στόμα
ένα ωραίο πουλί στα μαλλιά
στολισμένη όπως οι κάμποι, τα δάση,
οι δρόμοι και η θάλασσα
Ωραία και στολισμένη όπως ο γύρος του κόσμου...

Πωλ Ελυάρ


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on July 18, 2008, 23:28:35 pm

respect
 ^notworthy^
 ^love^


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 29, 2008, 12:27:40 pm
Λυκόφως

Προς το βράδυ, εκεί που στρίβει ο δρόμος, στο έβγα του χωριού,
εκεί που ανοίγονται οι απέραντοι ελαιώνες, την ώρα
που γαλανίζουνε τα μακρινά βουνά κι οι σκιές των δέντρων,
έρχονται οι πέντε μεγαλόσωμοι άντρες, τριχωτοί, με φαρδιά στόματα,
αφήνουν καταγής μια πανήψυλη σκάλα και φεύγουν

Ύστερα φτάνει η σιωπηλή γυναίκα με το πρόσωπο κρυμμένο στα μαλλιά της
στεριωνει τη μεγάλη σκάλα σ' ένα κυπαρίσσι κι ανεβαίνει

Γιάννης Ρίτσος, Επαναλήψεις, Α'



Ζύγισμα

Η σκιά κατηφορίζει αργά στους περιμαντρωμένους κήπους.
Τα δέντρα εισπνέουν τη ζεστή υγρασια απ' το γυαλό των Φαιάκων.
Ένα τυφλό κορίτσι κάθεται στον τοίχο. Παρακολουθεί το λιόγερμα
σύμφωνα με το θόρυβο που αφήνουν οι τροχοί των ποδηλάτων.
Η αξίνα και το φτυάρι κείτονται στη γής. Ένα παράθυρο κλειστό, χρόνια και χρόνια,
κρέμεται απ' το δείχτη του απολύτου, σαν ήσυχη, λησμονημένη ζυγαριά - ο δεύτερος δίσκος της
δε φαίνεται διόλου - έχει γείρει απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου.


Γιάννης Ρίτσος, Επαναλήψεις, Α'




ps to alejandro  ;)





Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 02, 2008, 02:01:55 am
Sonet 116
William Shakespeare

let me not to the marriage of true minds
Admit impediments; love is not love
Which alters when it alteration finds,
Or bends with the remover to remove:
O, no, it is an ever-fixed mark
That looks on tempests and is never shaken;
It is the star to every wand'ring bark,
Whose worth's unknown, although his height be taken.
Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks
Within his bending sickle's compass come;
Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.
If this be error and upon me proved,
I never writ, nor no man ever loved.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 08, 2008, 11:28:31 am
Poema 20
de Pablo Neruda

Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.


Escribir, por ejemplo: "La noche esta estrellada, y
tiritan, azules, los astros, a lo lejos".


El viento de la noche gira en el cielo y canta.


Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella también me quiso.


En las noches como esta la tuve entre mis brazos.
La bese tantas veces bajo el cielo infinito.


Ella me quiso, a veces yo también la quería.
Como no haber amado sus grandes ojos fijos.


Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.


Oír la noche inmensa, mas inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocío.


Que importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche esta estrellada y ella no esta conmigo.


Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.


Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazón la busca, y ella no esta conmigo.


La misma noche que hace blanquear los mismos arboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.


Ya no la quiero, es cierto, pero cuanto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oído.


De otro. Será de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.


Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto el amor, y es tan largo el olvido.


Porque en noches como esta la tuve entre mis brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.


Aunque este sea el ultimo dolor que ella me causa,
y estos sean los últimos versos que yo le escribo.




    "Tonight I Can Write"
    By Pablo Neruda

    Tonight I can write the saddest lines.

    Write, for example, "The night is starry
    and the stars are blue and shiver in the distance."

    The night wind revolves in the sky and sings.

    Tonight I can write the saddest lines.
    I loved her, and sometimes she loved me too.

    Through nights like this one I held her in my arms.
    I kissed her again and again under the endless sky.

    She loved me, sometimes I loved her too.
    How could one not have loved her great still eyes.

    Tonight I can write the saddest lines.
    To think that I do not have her. To feel that I have lost her.

    To hear the immense night, still more immense without her.
    And the verse falls to the soul like dew to the pasture.

    What does it matter that my love could not keep her.
    The night is starry and she is not with me.

    This is all. In the distance someone is singing. In the distance.
    My soul is not satisfied that it has lost her.

    My sight tries to find her as though to bring her closer.
    My heart looks for her, and she is not with me.

    The same night whitening the same trees.
    We, of that time, are no longer the same.

    I no longer love her, that's certain, but how I loved her.
    My voice tried to find the wind to touch her hearing.

    Another's. She will be another's. As she was before my kisses.
    Her voice, her bright body. Her infinite eyes.

    I no longer love her, that's certain, but maybe I love her.
    Love is so short, forgetting is so long.

    Because through nights like this one I held her in my arms
    my soul is not satisfied that it has lost her.

    Though this be the last pain that she makes me suffer
    and these the last verses that I write for her.




Title: Re: Ποίηση
Post by: smo on August 08, 2008, 12:06:21 pm
Kαι επειδη αυτα καποιους ενδιαφερουν στη δρεσδη (κοντα στη δρεσδη) εχει ενα δρομο με το ονομα του Pablo Nerouda με μια ιδιαιτεροτητα ομως δεν πηρε το ονομα του γνωστου ποιητη αλλα ο ποιητης πηρε το ονομα του απο το δρομο οταν καποτε επισκεφτηκε την περιοχη, τωρα το γιατι το εκανε και γιατι ονομαζοταν ετσι ο δρομος ας το αφησουμε σε περιεργους επισκεπτες  ;) :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 08, 2008, 12:42:50 pm
σίγουρα??

γιατι γενικα στο δικτυο λέει αυτό :

" [...]
In 1920, he took his pen name Pablo Neruda (because of the Czech poet Jan Neruda).
[...]
 "


Title: Re: Ποίηση
Post by: smo on August 08, 2008, 22:02:53 pm
_ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ:

 

Τα ‘μαθες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;

        ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν'  ανιμένω,
         κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.       
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,       
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.       
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,     
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλιδι μόνον.     



Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.     

Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.



Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,     
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,       
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου' πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."

 
 
_ΑΡΕΤΟΥΣΑ:



"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.       
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
        Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
        στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,       
        ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
        και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
        μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;         

"Σγουραφιστή (ζωγραφιστή) σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
        και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι (ζωγράφοι) να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
        να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,       
        γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
        αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
        κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.       
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
        και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,
        κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει       
        τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
        η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
        δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.       
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
        και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
        άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,       
        κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
        πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."



_  ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
        και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι.

 

_ APETOYΣA
Λέγει τση·Νένας

"Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
        κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ¶ντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
        γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,       
        άλλος για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει……..
 

 
/ενα αποσπασμα :'(



Title: Re: Ποίηση
Post by: Γιώργος on August 08, 2008, 22:59:48 pm
A classic one, που το βλέπω αρκετά συχνά στην έξω ζωή...


Περιμένοντας τους Βαρβάρους

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.


Κ. Π. Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 24, 2008, 18:21:01 pm
Paris at night
του Jacques Prevert (http://en.wikipedia.org/wiki/Jacques_Pr%C3%A9vert)

Trois allumettes une à une allumées dans la nuit
La premiére pour voir ton visage tout entier
La seconde pour voir tes yeux
La dernière pour voir ta bouche
Et l'obscuritè tout entière pour me rappeler tout cela
En te serrant dans mes bras.

και η μετάφραση:

Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε στην αγκαλιά μου.


edit:

Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
Eίμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Ναζίμ Χικμέτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on August 28, 2008, 13:21:13 pm
classic, too


Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν


Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη,
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι,
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι και από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία,
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ΄λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους,
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο,
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε ν ατην αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν,
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες,
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α' σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. "Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε..."
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.

Γιώργος Σεφέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on September 11, 2008, 01:44:59 am
μιας και μπηκαμε στο φθινόπωρο...


ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
(Χρήστος Κουλούρης)

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Μιλώντας παντού,
πως χτες ήταν που κράτησες στα χέρια σου
το χτυποκάρδι ενός φθινοπώρου,
κ' είδες το λιποψύχισμα μιας πολιτείας στη βροχή.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Σφυρίζοντας παντού,
τι δρόμους μέσα στη νύχτα περπατήσαμε,
σε ποια παράθυρα μας έφεγγαν τα όνειρα των ανθρώπων,
ποιοι κήποι άνθισαν απ' την ανάσα μας.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Ολομόναχος ακολουθούσε,
συναθροίζοντας από κάθε βήμα μας τον έρωτα,
την κάθε στιγμή,
που γίνεται κύμα γαλάζιο και μας χτυπά με πάθος.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Το ρίγος πήρε απ' το κορμί μας,
κι όλο το σθένος, που κλείνει μέσα μας η επιθυμία,
το ύψος απ' τ' άστρο, το λυγμό της θάλασσας, την αλλόκοτη πικρία,
που φέρνει το δάκρυ μιας βροχής, όταν κυλά στο πρόσωπο.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Δεν υπάρχει άλλη ώρα να μας καλύψει,
τώρα είναι που ζει μέσα μας ολοζώντανο το γεγονός,
η αίστηση του νέου χυμού στο αίμα, η χαρά της συγκατάθεσης,
το ταξίδι στη σιωπή του χρέους και το τέλος.

 


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on September 11, 2008, 01:50:27 am
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ - ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ 1957


Τ'όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ'όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ'όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ'όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.

Τ'όνομά σου : ρινίσματα ήλιου
Τ'όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ'όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ'όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την 'Aνοιξη πίσω τους

Τ'όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ'όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ'όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ'όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.

Τ'όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου : ομιλία δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ'όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το το μάγουλο
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων
Τ'όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια στα μεσούρανα

Τ'όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε

Τ'όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ'όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ

Νικηφόρος Βρεττάκος
Από το έργο του «Ο χρόνος και το Ποτάμι» και γράφτηκε το 1957.

 :-X

 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Sand on September 15, 2008, 14:46:21 pm
Απόσπασμα από το Μια Εποχή στην Κόλαση

Η ποιητική παλιατσαρία είχε μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου.
Εξοικειώθηκα με την απλή παραίσθηση: έβλεπα στ' αλήθεια ένα τζαμί εκεί που βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στον βυθό μιας λίμνης, τέρατα, μυστήρια. Ο τίτλος ενός κωμειδυλλίου μου προξενούσε τρόμο.
Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις.
Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος σε μια νάρκωση: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων, -τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νεκρών πιστών που περιμένουν την ανάσταση, τους τυφλοπόντικες, της παρθενιάς τον ύπνο!
Γινόμουν εριστικός. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με ρομάντζα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 15, 2008, 15:01:49 pm
Γεννήθηκα την Εποχή του Χαλκού

Μοσκώφ Κωστής

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Aλιάκμονα, τον σφοδρό Bαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ' αγαπώ


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 30, 2008, 23:21:22 pm
Το Φεγγάρι βγαίνει για τους ερωτευμένους, πράγμα που
εκμεταλλεύονται οι επιστήμονες για να το παρατηρούν
και να το φωτογραφίζουν. Μα επειδή ερωτευμένοι πάντα
θα υπάρχουν, είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχτούμε χιλιάδες
άχρηστες φωτογραφίες και αστρονομικές φιλοσοφίες του
κώλου.

Τζιμης Πανούσης

 :D ;D ;D ;D ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 30, 2008, 23:22:20 pm
Το Φεγγάρι βγαίνει για τους ερωτευμένους, πράγμα που
εκμεταλλεύονται οι επιστήμονες για να το παρατηρούν
και να το φωτογραφίζουν. Μα επειδή ερωτευμένοι πάντα
θα υπάρχουν, είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχτούμε χιλιάδες
άχρηστες φωτογραφίες και αστρονομικές φιλοσοφίες του
κώλου.

Τζιμης Πανούσης

 :D ;D ;D ;D ;D


 ^notworthy^ ^notworthy^ ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 30, 2008, 23:27:08 pm
κι ενα επικαιρο(?)


Ο Διάλος έχει πολλά παγκάρια


Για δες καιρό που διάλεξε να φύγει ο Κουλουσούσας
Τώρα που σκάει ο Αττικής στο πάτο της χαβούζας
Το έκφυλο βαφτιστήρι του θέλησε να βοηθήσει
Τον έμπορα ναρκωτικών που είχε αγαπήσει
Η παχουλή Βολιώτισσα με τη φαρδιά τουαλέτα
Που τον Άγιο Νικόλαο τον εφωνάζει Λέτα

Κάτω τα χέρια άπιστοι από τη μαύρη μπίζνα
του Παττακού τη λεβεντιά την άβουλη Κατίνα
Εδώ δεν είναι σοβιέτ ανίερα κουμμούνια
Και με τη χάρη του Θεού θα γίνω Νόνη Δούνια

(Το έχετε δει το Hitachi του Παντελεήμονος;)


τζιμης πανουσης



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 30, 2008, 23:31:37 pm
Τα σύκα και η σκάφη
Γύφτοι δημοκράτες, αν δεν υπήρχαν οι βασιλείς
ο Βασιλικός Κήπος θα είχε γίνει πολυκατοικίες.


τζιμάκος

τι να πεις....  ;D

(πολυ καφριλα ομως ε?)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 30, 2008, 23:35:04 pm
Τα σύκα και η σκάφη
Γύφτοι δημοκράτες, αν δεν υπήρχαν οι βασιλείς
ο Βασιλικός Κήπος θα είχε γίνει πολυκατοικίες.


τζιμάκος


δυνατό επιχείρημα...τι να του πείς τωρα??!!  ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 01, 2008, 13:57:17 pm
αφιερωμένο στο τέλος της εξεταστικής:


The night I fucked my alarm clock
του Charles Bukowski

once
starving in Philadelphia
I had a small room

it was evening going into night
and I stood at my window on the 3rd floor
in the dark and looked down into a
kitchen across the way on the 2nd floor
and I saw a beautiful blonde girl
embrace a young man there and kiss him
with what seemed hunger
and I stood and watched until the broke
away.

then I turned and switched on the room light.
I saw my dresser and my dresser drawers
and my alarm clock on the dresser.

I took my alarm clock
to bed with me and
fucked it until the hands dropped off.

then I went out and walked the streets
until my feet blistered.
when I got back I walked to the window
and looked down and across the way
and the light in their kitchen was
out.
Η νύχτα που γάμησα το ξυπνητήρι μου


Φυτοζωούσα κάποτε
σ' ένα δωματιάκι, στη Φιλαδέλφεια.


Θα’ ταν σούρουπο προς βράδυ και καθώς
στεκόμουν στο σκοτάδι,
κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο του 3ου
μια κουζίνα του 2ου – απέναντι-
είδα μιαν όμορφη ξανθιά
να’ χει γραπώσει κάποιον και να τον φιλά σαν λυσσασμένη.
Κάθισα και τους κοίταζα μέχρι που ξεκόλλησαν.
γύρισα και άναψα το φως.


Είδα το κομοδίνο μου και τα συρτάρια του,
κι απάνω του το ξυπνητήρι.


Το πήρα στο κρεβάτι
και το γάμησα
μέχρι που του πετάχτηκαν οι δείκτες.


Ύστερα βγήκα και γύριζα στους δρόμους
όσο που έβγαλα στα πόδια φουσκάλες.
όταν γύρισα, πήγα στο παράθυρο
και κοίταξα ίσια- κάτω:
τα φώτα στην κουζίνα τους ήταν σβηστά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on October 01, 2008, 14:22:37 pm
αυτη η σουρεοκαφριλα ήρθε σε απόλυτη συνέχεια με τον τζιμάκο  :D

απλά respect

 :D

ps the insane always loved me  ;)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 02, 2008, 20:31:43 pm
      A Song for Simeon
      του T.S. Eliot   

      Lord, the Roman hyacinths are blooming in bowls and
      The winter sun creeps by the snow hills;
      The stubborn season has made stand.
      My life is light, waiting for the death wind,
      Like a feather on the back of my hand.
      Dust in sunlight and memory in corners
      Wait for the wind that chills towards the dead land.
         Grant us thy peace.
      I have walked many years in this city,
      Kept faith and fast, provided for the poor,
      Have given and taken honour and ease.
      There never went any rejected from my door.
      Who shall remember my house, where shall live my children's children
      When the time of sorrow is come?
      They will take to the goat's path, and the fox's home,
      Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
         Before the time of cords and scourges and lamentation
      Grant us thy peace.
      Before the stations of the mountain of desolation,
      Before the certain hour of maternal sorrow,
      Now at this birth season of decease,
      Let the Infant, the still unspeaking and unspoken Word,
      Grant Israel's consolation
        To one who has eighty years and no tomorrow.
         According to thy word.
      They shall praise Thee and suffer in every generation
      With glory and derision,
      Light upon light, mounting the saints' stair.
      Not for me the martyrdom, the ecstasy of thought and prayer,
      Not for me the ultimate vision.
      Grant me thy peace.
      (And a sword shall pierce thy heart,
      Thine also).
      I am tired with my own life and the lives of those after me,
      I am dying in my own death and the deaths of those after me.
      Let thy servant depart,
      Having seen thy salvation.

όποιος θέλει τη μετάφραση, επειδή δε βρήκα κάτι καλό παρά μόνο σε ένα μεγαλούτσικο .pdf ας μου στείλει πμ :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Finrond on October 02, 2008, 20:41:19 pm
αφιερωμένο στο τέλος της εξεταστικής:


The night I fucked my alarm clock
του Charles Bukowski

once
starving in Philadelphia
I had a small room

it was evening going into night
and I stood at my window on the 3rd floor
in the dark and looked down into a
kitchen across the way on the 2nd floor
and I saw a beautiful blonde girl
embrace a young man there and kiss him
with what seemed hunger
and I stood and watched until the broke
away.

then I turned and switched on the room light.
I saw my dresser and my dresser drawers
and my alarm clock on the dresser.

I took my alarm clock
to bed with me and
fucked it until the hands dropped off.

then I went out and walked the streets
until my feet blistered.
when I got back I walked to the window
and looked down and across the way
and the light in their kitchen was
out.
Η νύχτα που γάμησα το ξυπνητήρι μου


Φυτοζωούσα κάποτε
σ' ένα δωματιάκι, στη Φιλαδέλφεια.


Θα’ ταν σούρουπο προς βράδυ και καθώς
στεκόμουν στο σκοτάδι,
κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο του 3ου
μια κουζίνα του 2ου – απέναντι-
είδα μιαν όμορφη ξανθιά
να’ χει γραπώσει κάποιον και να τον φιλά σαν λυσσασμένη.
Κάθισα και τους κοίταζα μέχρι που ξεκόλλησαν.
γύρισα και άναψα το φως.


Είδα το κομοδίνο μου και τα συρτάρια του,
κι απάνω του το ξυπνητήρι.


Το πήρα στο κρεβάτι
και το γάμησα
μέχρι που του πετάχτηκαν οι δείκτες.


Ύστερα βγήκα και γύριζα στους δρόμους
όσο που έβγαλα στα πόδια φουσκάλες.
όταν γύρισα, πήγα στο παράθυρο
και κοίταξα ίσια- κάτω:
τα φώτα στην κουζίνα τους ήταν σβηστά.


word.  :-X


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on October 06, 2008, 00:48:57 am

"η ζωη μας ειναι σουγιαδες
σε βρωμικα αδιεξοδα
σαπια δοντια ξεθωριασμενα συνθηματα
μπασσο βεστιαριο
μυρουδιες απο κατουρα αντισηπτικα
και χαλασμενα σπερματα.ξεσκισμενες αφισσες.
πανω-κατω,πανω-κατω,η πατησιων.
το ROL που δε ρυπαινει τη θαλασσα
και ο μητροπανος που μπηκε στη ζωη μας
μας τον εφαγε η Δεξαμενη κι αυτον
σαν τις ψηλοκωλες.
εμεις εκει.
μια ζωη λιγουρια ταξιδευουμε
την ιδια διαδρομη.
ξευτιλα-μοναξια-απελπισια.κι αναποδα.
ενταξει,δεν κλαιμε,μεγαλωσαμε.
μοναχα οταν βρεχει
βυζαινουμε κρυφα το δαχτυλο μας.και καπνιζουμε.
η ζωη μας ειναι
ασκοπα λαχανητα
σε κανονισμενες απεργιες
ρουφιανους και περιπολικα.
γι αφτο σου λεω.
την αλλη φορα που θα μας ριξουνε
να μην την κοπανησουμε.να ζυγιαστουμε.
μην ξεπουλησουμε φτηνα το τομαρι μας ρε.
μη.βρεχει.δοσμου τσιγαρο."


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on October 06, 2008, 07:54:37 am
Κατερίνα Γώγου ?


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 06, 2008, 21:42:29 pm
Κατερίνα Γώγου ?

νιιιιιιιιι


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on October 20, 2008, 00:08:53 am
Λες: Πολύν καιρό ήλπιζες. Δεν μπορείς άλλο πια
να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θα ’ναι εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.
(μ.μπρεχτ)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 22, 2008, 18:21:53 pm
I'm In Love
του Charles Bukowski    

she's young, she said,
but look at me,
I have pretty ankles,
and look at my wrists, I have pretty
wrists
oh my god,
I thought it was all working,
and now it's her again,
every time she phones you go crazy,
you told me it was over
you told me it was finished,
listen, I've lived long enough to become a
good woman,
why do you need a bad woman?
you need to be tortured, don't you?
you think life is rotten if somebody treats you
rotten it all fits,
doesn't it?
tell me, is that it? do you want to be treated like a
piece of shit?
and my son, my son was going to meet you.
I told my son
and I dropped all my lovers.
I stood up in a cafe and screamed
I'M IN LOVE,
and now you've made a fool of me. . .
I'm sorry, I said, I'm really sorry.
hold me, she said, will you please hold me?
I've never been in one of these things before, I said,
these triangles. . .
she got up and lit a cigarette, she was trembling all
over.she paced up and down,wild and crazy.she had
a small body.her arms were thin,very thin and when
she screamed and started beating me I held her
wrists and then I got it through the eyes:hatred,
centuries deep and true.I was wrong and graceless and
sick.all the things I had learned had been wasted.
there was no creature living as foul as I
and all my poems were
false.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on October 22, 2008, 18:24:47 pm
το προηγουμενο σουρεαλ αριστουργημα του δεν συγκρινεται μουχαχαχα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 22, 2008, 18:29:26 pm
το προηγουμενο σουρεαλ αριστουργημα του δεν συγκρινεται μουχαχαχα

τω οντι.

"η νυχτα που γαμησα το ξυπνητηρι" ηταν ....
δε χωρανε λογια.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 29, 2008, 22:42:46 pm
Sonnet 17
William Shakespeare


Who will believe my verse in time to come,
If it were fill'd with your most high deserts?
Though yet, heaven knows, it is but as a tomb
Which hides your life and shows not half your parts.
If I could write the beauty of your eyes
And in fresh numbers number all your graces,
The age to come would say 'This poet lies:
Such heavenly touches ne'er touch'd earthly faces.'
So should my papers yellow'd with their age
Be scorn'd like old men of less truth than tongue,
And your true rights be term'd a poet's rage
And stretched metre of an antique song:
But were some child of yours alive that time,
You should live twice; in it and in my rhyme.

(http://www.hotels-amsterdam-netherlands-hotels.com/rijksmuseum/rijksmuseum-amsterdam.jpg)

 :) :) :) :) :)

Special thanks to the Angel outside the Rijksmuseum




Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 11, 2008, 21:19:54 pm
θυμαμαι αυτο το ποίημα σε μιά σελίδα του βιβλίου εκθεσης της 3ης λυκείου

Jaques Prevert

και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
"Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!"
Μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.


Title: Re: Ποίηση
Post by: meltemi on November 11, 2008, 21:37:38 pm

 ^miss^ christine....


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on November 12, 2008, 01:45:35 am
Από το "Εμβατήριο του Ωκεανού"   (Γιάννης Ρίτσος)


Οι γέροι ναυτικοί
που δεν έχουν καϊκι, που δεν έχουν πια δίχτυα
κάθονται στο βράχο
και καπνίζουν στην πίπα τους
ταξίδια, σκιά και μετάνοια.
Όμως εμείς
δεν ξέρουμε τίποτα
απ' τη στάχτη στη γεύση του ταξιδιού.
Ξέρουμε το ταξίδι
και το γλαυκό ημικύκλιο του ορίζοντα
που 'ναι σαν τ' άγριο φρύδι
θαλασσινού Θεού.
Πηδάμε στις βάρκες
λύνουμε τα σκοινιά και τραγουδάμε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο στο ανοιξιάτικο φεγγάρι.
Ποιά διαμαντένια πολιτεία
κοιμάται πίσω απ' τα βουνά;
Ποιά φώτα τρέμουν πέρα στη νύχτα
και μας φωνάζουν;
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
Μητέρα,
μη μου κρατάς το χέρι.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

(...)

Θάλασσα, θάλασσα
τα βιβλία δεν φράζουν το ερώτημα,
το ερώτημα δεν φράζει την πληγή.
Απ΄την πληγή ξεκινάει το πέλαγος.

Το ταξίδι ονειρεύεται στην τελευταία καμπύλη των δακρύων.

Ποιός εξορίζει τον ήλιο απ΄τα μαλλιά των παιδιών
κι απ΄την μεγάλη καρδιά μας;

Άνοιξε τα πανιά
σήκωσε την άγκυρα.

Εμπρός και τα παλιά λιμάνια φεύγουν
εμπρός κ΄ή αυγή αστράφτει
                   μ' όλα τα δάκρυα των προγόνων μας.

Χαλκάς δεν στέκει στους αστραγάλους της θάλασσας
χαλκάς δε στέκει στη θαλασσινή καρδιά μας.

Αντίο αγάπες και πατρίδες.

Πελαγίσια πουλιά στο φώς
και στην αλμύρα όνειρα ταξιδιών,
μεγάλα ιστία τ΄αυτιά μας ασφράγιστα
στις φωνές των Σειρήνων τα μάτια μας άγρυπνα.
Δεν υπάρχει καπνός μήτε Ιθάκη.
Άλλον ορίζοντα δεν έχουν πιά οι ορίζοντες...

Το αιώνιο τραγούδι του πόντου απαντά στο κενό
και γεμίζει το μηδέν με καρδιά και με ήλιο.

Ω νύχτες καταιγίδων,
μαστίγωμα λαμπρών ανέμων
οι αφροί των κυμάτων στα τζάμια
οι καπνισμένες λάμπες των ψαράδικων σπιτιών
οι τρόμοι των θλιμένων κοριτσιών που μπαλώνουν τις κάλτσες των ξενητεμένων
οι άγρυπνοι φάροι με τα μάτια των μανάδων
κ' η θάλασσα ανοικτίρμονη κι απέραντη σαν την σκέψη του Θεού,
έξαλη τρυφερή κι αδάμαστη σαν την καρδιά των ποιητών.

Φαντάσματα των ναυαγισμένων καπετάνιων
με τις πίπες ακόμα στα χείλη,
πάνω στους φωτισμένους ίππους των αστραπών...
Βυθισμένα καράβια,
που επιστρέφουν στα λιμάνια της νύχτας τα χαμένα πληρώματα
που στέκονται έξω από τις κλεισμένες πόρτες
κρατώντας εικόνες τροπικές γαλάζιες πεδιάδες
με πελώριους κρίνους και με γυμνές εβένινες γυναίκες...


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on November 12, 2008, 02:07:24 am
(...)

απόψε η νύχτα είναι γλυκιά
σαν φάρμακο, σαν χάδι
και σέρνει ο αέρας ως εδώ
μια μυρωδιά από στάχτη

Ποιος καίγεται απόψε
και μύρισε η πόλη αγάπη;


(Γιάννης Αγγελάκας)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 15, 2008, 13:44:50 pm
Αυτός ο άνθρωπος  πηγαίνει κλαίγοντας
Κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
Κάποτε νομίζουν πως είναι  οι χαμένες αγάπες
Σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο

Στην ακροθαλασσιά  το καλοκαίρι  με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
Ατέλειωτα χαρτιά, παιδιά που μεγαλώνουν
Γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
Κι αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
Σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
Και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών


Πηγαίνει μέσα στους δρόμους, ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
Για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
Για σπασμένες μορφές  μέσα στους καθρέφτες
Που δε μπορεί  να συναρμολογήσει πια κανείς
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
Εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
Πρόσωπα ανυπόφορα απ' τη στοργή


Τον συνηθίσαμε,  είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
Μονάχα που πηγαίνει, κλαίγοντας ολοένα
Σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο
Ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή

Τον συνηθίσαμε,  δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σας μιλώ γι' αυτόν,  γιατί δε βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε


ποίηση : Γιώργος Σεφέρης

Αφήγηση (http://www.youtube.com/watch?v=xneB2UK-_gE)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on November 15, 2008, 15:01:53 pm
Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ

Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό

καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος
μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες
καθὼς κυλοῦσε παίζοντας
πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες
γλίστρησε
μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα

ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε
πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ
πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ
θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ
μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος

κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς
ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα
γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια
καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν
τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια

Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 15, 2008, 15:03:49 pm
τι υπέροχο...

Σαχτούρης? σωστά νομίζω?


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on November 16, 2008, 00:45:25 am
oui.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on November 19, 2008, 00:57:05 am
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
 
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.

(από την Ενδοχώρα)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 21, 2008, 01:57:52 am
Είμαστε κάτι...
του Κώστα Καρυωτάκη

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 21, 2008, 02:14:07 am
Απόσπασμα απ' το Psychosis 4:48
της Sarah Kane

[...]
At 4.48 when depression visits
I shall hang myself
to the sound of my lover's breathing
[...]
I am jealous of my sleeping lover and cover his induced unconsciousness
When he wakes he will envy my sleepless night of thought and speech unslurred by medication
[...]
It is myself I have never met, whose face is pasted on the underside of my mind


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 21, 2008, 12:06:24 pm

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Παίζει να ναι ο αγαπημένος μου στίχος...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 21, 2008, 12:16:00 pm
εγώ πάλι έχω μια αδυναμία στο στίχο με τις αντέννες
a tribute to my beloved Pedio IV :D

ειδικά όταν έξω απ' το παράθυρο υπάρχει ολόκληρο δάσος κεραιών...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 22, 2008, 00:30:55 am
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού, γι' αλλού ξεκίνησα.

Στ' αληθινά, στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ...
Σα να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 22, 2008, 00:32:30 am
πληθυντικός αριθμός
της Κικής Δημουλά

Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
Για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό,
γένους θυληκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 22, 2008, 00:58:52 am
 ^notworthy^

γενους ανυπεράσπιστου.....

η νύχτα, γένους θηλυκού.....  :)

ps δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με εκφράζει αυτή τη στιγμή....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on November 22, 2008, 01:01:10 am
πληθυντικός αριθμός
της Κικής Δημουλά

Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
Για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό,
γένους θυληκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.


καποια εβλεπε "ευτυχισμενοι μαζι"


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 22, 2008, 01:05:41 am
κάπως έτσι... :D

:)

συν του οτι η αδερφη μου το ειχε κανει στην κατευθυνση και ειχε λυσσαξει :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 22, 2008, 13:11:21 pm
Poema 20
Pablo Neruda


Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να γράψω, για παράδειγμα:" Η νύχτα ειν' αστρόφεγγη,
και τρέμουνε, γαλάζια, τ' αστέρια μακριά".
Ο άνεμος της νύχτας γυρνάει στον ουρανό και τραγουδά.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, και φορές μ' αγάπησε κι εκείνη.
Νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω από τον απέραντο ουρανό.
Μ' αγάπησε, κάποιες φορές κι εγώ την αγαπούσα.
Πώς να μην αγαπήσω τα μεγάλα μάτια της τα έντονα.
Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να νιώσω πως την έχω χάσει.
Ν' ακούσω την τεράστια νύχτα, πιο τεράστια χωρίς αυτήν.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή όπως στη χλόη η δροσιά.
Τί πειράζει που η αγάπη μου δεν γίνονταν να την κρατήσει.
Η νύχτα είν' αστρόφεγγη κι αυτή δεν είναι πια μαζί μου.
Αυτό ειν' όλο. Στο βάθος κάποιος τραγουδά. Στο βάθος.
Δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Σαν για να την πλησιάσει η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, και δεν είναι πια μαζί μου.
Ίδια η νύχτα που λευκαίνει τα ίδια δέντρα.
Εμείς άνθρωποι από το παρελθόν, δεν είμαστε πια ίδιοι.
Τώρα πια δεν τη θέλω, είναι σίγουρο, όμως την αγάπησα.
Γύρευε άνεμο η φωνή μου για ν' αγγίξει το άκουσμά της.
Άλλου. Θα 'ναι ενός άλλου. Όπως πριν ήταν των φιλιών μου.
Η φωνή, το φωτεινό κορμί της. Τ' απέραντα μάτια της.
Τώρα πια δεν την αγαπώ, είναι σίγουρο, μα ίσως να την αγαπώ.
Είναι τόσο σύντομος ο έρωτας, κι είναι τόσο παντοτεινή η λησμονιά.
Γιατί νύχτες όπως αυτή την είχα μες στα χέρια μου,
και δεν το δέχεται η ψυχή μου ότι πια την έχει χάσει.
Αν και αυτός θα 'ναι ο τελευταίος πόνος που μου προκαλεί,
κι αυτοί θα ' ναι οι τελευταίοι στίχοι που της γράφω.


Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Escribir, por ejemplo: "La noche esta estrellada, y
tiritan, azules, los astros, a lo lejos".
El viento de la noche gira en el cielo y canta.
Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella también me quiso.
En las noches como esta la tuve entre mis brazos.
La bese tantas veces bajo el cielo infinito.
Ella me quiso, a veces yo también la quería.
Como no haber amado sus grandes ojos fijos.
Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.
Oír la noche inmensa, mas inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocío.
Que importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche esta estrellada y ella no esta conmigo.
Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.
Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazón la busca, y ella no esta conmigo.
La misma noche que hace blanquear los mismos arboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.
Ya no la quiero, es cierto, pero cuanto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oído.
De otro. Será de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.
Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto el amor, y es tan largo el olvido.
Porque en noches como esta la tuve entre mis brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.
Aunque este sea el ultimo dolor que ella me causa,
y estos sean los últimos versos que yo le escribo.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 27, 2008, 21:49:49 pm
Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος    
Βάρναλης Kώστας


Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
-Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;


Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.


Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 01, 2008, 01:03:01 am
Να περιφέρεσαι στην τρέλα
Charles Bukowsi

καίγομαι στην κόλαση
αυτό το κομμάτι μου δεν ταιριάζει πουθενά
καθώς οι άλλοι βρίσκουν άλλα
μέρη να επισκεφτούν
άλλα να πουν
ο ένας στον άλλο,
για ν' αξιοποιήσουν
τον χρόνο τους

εγώ
καίγομαι στην κόλαση
κάπου βορείως του Μεξικού.
λουλούδια δεν φυτρώνουν εδώ.

δεν είμαι σαν τους άλλους'
οι άλλοι είναι σαν τους άλλους.

μοιάζουν όλοι: πλησιάζουν
ο ένας τον άλλο
συναθροίζονται
στριμώχνονται
είναι εύθυμοι
κι είναι συνάμα ευχαριστημένοι
ενώ εγώ
καίγομαι στην κόλαση.

η καρδιά μου είναι χιλίων ετών.

δεν είμαι σαν τους άλλους.

εγώ θα πέθαινα εκεί που κάνουν τα πικνίκ τους
θα πήγαινα από ασφυξία κάτω από τις σημαίες τους
τα τραγούδια τους με πλήττουν άγρια
οι στρατιώτες τους δεν με συμπαθούν
το χιούμορ τους με πληγώνει
το ενδιαφέρον τους είναι δολοφονικό.
δεν είμαι σαν τους άλλους
καίγομαι
στην κόλαση.

στην κόλαση
του εαυτού μου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 01, 2008, 01:17:32 am
The blackbirds are rough today
Charles Bukowski

lonely as a dry and used orchard
spread over the earth
for use and surrender.

shot down like an ex-pug selling
dailies on the corner.


taken by tears like
an aging chorus girl
who has gotten her last check.


a hanky is in order your lord your
worship.


the blackbirds are rough today
like
ingrown toenails
in an overnight
jail---
wine wine whine,
the blackbirds run around and
fly around
harping about
Spanish melodies and bones.


and everywhere is
nowhere---
the dream is as bad as
flapjacks and flat tires:


why do we go on
with our minds and
pockets full of
dust
like a bad boy just out of
school---
you tell
me,
you who were a hero in some
revolution
you who teach children
you who drink with calmness
you who own large homes
and walk in gardens
you who have killed a man and own a
beautiful wife
you tell me
why I am on fire like old dry
garbage.


we might surely have some interesting
correspondence.
it will keep the mailman busy.
and the butterflies and ants and bridges and
cemeteries
the rocket-makers and dogs and garage mechanics
will still go on a
while
until we run out of stamps
and/or
ideas.


don't be ashamed of
anything; I guess God meant it all
like
locks on
doors.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 01, 2008, 20:03:53 pm
Kuro Siwo        
 
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Άλλες ερμηνείες: Θάνος Μικρούτσικος

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.  


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 04, 2008, 18:32:06 pm
Απόσπασμα απ το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"
του Τάσου Λειβαδίτη

Το έθνος μας απειλείται!
Υπέρ βωμών και εστιών.
Μα πρέπει να συντομεύουμε Εξοχότατε,
μας περιμένουν για το τσάι!
Ενθα ουκ εστί πόνος ου λύπη.

Ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο.
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων.

Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.

Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός!!! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!

Πρέπει να εξοπλισθώμεν δια να διασφαλίσουμε
την ασφάλεια του έθνους...
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες.
Ω! sorry! Ε, με συγχωρείτε!
Η ελευθερία της πατρίδας ήθελα να πω.

S. O. S.

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει...

S.O.S.

Δως μου το χέρι σου φυσάει.
Δως μου το χέρι σου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 06, 2008, 17:01:41 pm
Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει
Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα
Έβλεπα τώρα
πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής : Θα πέσει η πόλις.



Εκεί προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη.
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια τους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου, και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω



Μανόλης Αναγνωστάκης



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 06, 2008, 17:21:07 pm
Πρωτομαγιά

Ήταν αυτός που 'ρθε μέσα απ΄τις κόκκινες παπαρούνες
Που τον προσμέναμε τόσον καιρό
Τόσα χρόνια.
Όπως τον νειρευτήκαμε.
Ως τον ποθήσαμε :
Ψηλός, στητός
με μούσκουλα που γυάλιζαν στον ήλιο
Με στήθος σαν πελώρια φυσαρμόνικα
Με τις σφιγμένες του γροθιές
Τις σκαλισμένες φλέβες.
Ήταν αυτός που ρθε και στάθηκε ανάμεσά μας
σαν την Άνοιξη,
ωραίος κι αντρειωμένος.
Πόσα χρόνια
πόσον καιρό
τον προσμέναμε να ρθει
Εκεί, καθισμένοι κάτω
απ΄τον μελλοθάνατο  ήλιο
Να μας ράνει με τις κόκκινες παπαρούνες
Να σφίξει τα δάχτυλά μας στην παλάμη.
Ήταν αυτός που 'ρθεν ατέλειωτος
σαν την φουσκοθαλασσιά
Ως το βράδυ π' ανάβουνε τ' άστρα
να μας διηγάται ιστορίες για τον ήλιο
Για χώρες μεγάλες, για μεγάλες πολιτείες
Πάνω στο καταπράσινο χορτάρι.
... Κι εκεί, μακρυά, γυρίζουν τα κορίτσια
Με τα λουλούδια τους στην αγκαλιά
Φούχτες - φούχτες,
ανοίγοντας για πρώτη φορά τα χείλια
Τραγουδώντας για πρώτη νύχτα
Ολόρθες και περήφανες
Για Κείνον που 'ρθε ανάμεσά μας
Με τ' ατσαλένια μούσκουλα.


Μανόλης Αναγνωστάκης













Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 06, 2008, 17:22:49 pm
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ

Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;



Ρούσσου Μαρία


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 06, 2008, 18:48:05 pm
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας.
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων.
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

Ανδρέας Εμπειρίκος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on December 07, 2008, 05:00:04 am
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος

μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on December 09, 2008, 04:28:20 am
"Σαν οι αγωνιστές ενάντια στην αδικία δείχνουν τα πληγωμένα πρόσωπά τους
Είναι η ανυπομονησία αυτών που ζούσανε στη σιγουριά μεγάλη.
Γιατί γίνεστε ενοχλητικοί; ρωτάνε. Ενάντια στην αδικία αγωνιστήκατε!
Τώρα σας νίκησε. Λοιπόν, σιωπή!
Όποιος αγωνίζεται, λένε, πρέπει να ξέρει και να χάνει
Όποιος τη σύγκρουση γυρεύει βάζει σε κίνδυνο τον εαυτό του
Όποιος με τη βία πορεύεται δεν επιτρέπεται τη βία να ενοχοποιεί.
Αχ, φίλοι εσείς, σιγουρεμένοι, γιατί είσαστε τόσο εχτρικοί;
Είμαστε εμείς οι εχτροί σας; Εμείς που εχτροί της αδικίας είμαστε;
Κι όταν νικούνται αυτοί που ενάντια στην αδικία παλεύουν
Πάλι δεν έχει η αδικία δίκιο!!
Η ήττα μας δεν αποδείχνει τίποτ' άλλο, πέρα απ' το ό,τι
παραείμαστε λίγοι όσοι αγωνιζόμαστε ενάντια στην προστυχιά.
Και περιμένουμε απ' τους θεατές, τουλάχιστον να ντρέπονται!".


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 09, 2008, 17:12:55 pm
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος

μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...


that's it!..


Title: Re: Ποίηση
Post by: ROSTY on December 09, 2008, 17:56:58 pm
Κάποτε θα 'ρθουν
 (Λευτέρης Παπαδόπουλος)


Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν
                   
πως σε πιστεύουν σ' αγαπούν
               
και πως σε θένε 
                             
Εχε το νου σου στο παιδί
                 
κλείσε την πόρτα με κλειδί   
           
ψέματα λένε

Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί                 
λογάδες και γραμματικοί                     
για να σε πείσουν                           
Εχε το νου σου στο παιδί                   
κλείσε την πόρτα με κλειδί                 
θα σε πουλήσουν                           

Και όταν θα 'ρθουν οι καιροί               
που θα 'χει σβύσει το κερί                 
στην καταιγίδα                             
Υπερασπίσου το παιδί                       
γιατί αν γλιτώσει το παιδί                 
υπάρχει ελπίδα


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 12, 2008, 22:58:44 pm
The Chimney Sweeper - William Blake

A little black thing among the snow,
Crying "'weep! 'weep!" in notes of woe!
"Where are thy father and mother, say?"
"They are both gone up to the church to pray.

"Because I was happy upon the heath,
And smiled among the winter's snow,
They clothed me in the clothes of death,
And taught me to sing the notes of woe.

"And because I am happy and dance and sing,
They think they have done me no injury,
And are gone to praise God and his Priest and King,
Who make up a heaven of our misery."


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 13, 2008, 00:38:27 am
The Valley of Unrest
by Edgar Allan Poe

Once it smiled a silent dell
Where the people did not dwell;
They had gone unto the wars,
Trusting to the mild-eyed stars,
Nightly, from their azure towers,
To keep watch above the flowers,
In the midst of which all day
The red sunlight lazily lay.
Now each visitor shall confess
The sad valley's restlessness.
Nothing there is motionless-
Nothing save the airs that brood
Over the magic solitude.
Ah, by no wind are stirred those trees
That palpitate like the chill seas
Around the misty Hebrides!
Ah, by no wind those clouds are driven
That rustle through the unquiet Heaven
Uneasily, from morn till even,
Over the violets there that lie
In myriad types of the human eye-
Over the lilies there that wave
And weep above a nameless grave!
They wave: — from out their fragrant tops
Eternal dews come down in drops.
They weep: — from off their delicate stems
Perennial tears descend in gems.


Title: Re: Ποίηση
Post by: madmetal on December 13, 2008, 00:44:23 am
Στίχοι: Δημήτρης Βάρος

Με κάτασπρο πανί ένα καράβι απ' το πενήντα έχει να φανεί
και συ βιδώθηκες μες στο λιμάνι με ανθοδέσμη που 'χει μαραθεί.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί
ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Σε εδίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική.
Χάνεσαι σαν το γλάρο στην Ομόνοια και όταν ψάχνεις λύση στην φυγή.
Πληρώνεις όσο-όσο τα διόδια και κομματιάζεσαι στην εθνική.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Ποιος είναι ισοβίτης στο σκοτάδι ποιος αλαφιάζει δίχως πληρωμή;
Ποιος σκύβει στους αφέντες το κεφάλι και ποιος τα βράδια κλαίει σαν παιδί;
Ποιος ονειρεύεται πως κάποιοι άλλοι βγαίνουν και κάνουν πρώτοι την αρχή;
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Ναυάγια ονείρων αρμενίζουν και τα κεφάλια βγαίνουν σαν σκουριά.
Στα σούπερ μάρκετ τέλειωσε η ελπίδα και συ σκαρφάλωσες στη σκαλωσιά.
Πού πήγαν οι τρακόσοι του Λεωνίδα και τι θα πούμε τώρα στα παιδιά;
Ηλεκτρικός Θησέας; Και τα λοιπά.

Φοβάσαι ότι θα 'ρθει καταιγίδα και θα μας πνίξει όξινη βροχή,
βάλε σε γυάλα μέσα την πατρίδα και κρύψε την καλά μέσα στη γη.
Μήπως την ψάχνουν σαν την Ατλαντίδα αφού η Πανδώρα ανοίγει το κουτί;
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μπερδευτεί.

Ψηφοθηρία, λόγοι κι εμβατήρια ποτέ δεν έφεραν την αλλαγή
για αυτό και χάθηκες στα σφαιριστήρια και μες στα γήπεδα την Κυριακή.
Τώρα καθώς κοιτάς τα διυλιστήρια ρωτάς ποιοι σ' έχουν βάλει στο κλουβί.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει τρελαθεί.

Να κλείσεις θες πληγή θανατηφόρα και μες στα νέα ψάχνεις για δουλειά.
Τα δάκρυα σου γίνονται μαστίγια και τον λαιμό σου σφίγγουν σα θηλιά.
Όσα τα κέρδισες με τα μαρτύρια τα παζαρεύουν πάλι στα χαρτιά,
τρέχεις να ψάξεις μες στα καταφύγια και βρίσκεις μιαν αιχμάλωτη γενιά.

Μια πλαστική ανέμισες σημαία, πίστεψες σ' έναν άγνωστο θεό
κρέμασες το μυαλό σε μια κεραία ειδήσεις σίριαλ και τσίμπλα ροκ.
Και πώς θα ξημερώσει άλλη μέρα όταν τα λάθη κλέβουν τον καιρό;
Και πώς θα ξημερώσει άλλη μέρα όταν το ψέμα σέρνει τον χορό;

Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι, μίλησε με τ' αγέρι της νυχτιάς
και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς
πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 13, 2008, 00:51:00 am

Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς[/center]

κορυφαίο...  :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: madmetal on December 13, 2008, 00:51:43 am

Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς

κορυφαίο...  :)
http://www.youtube.com/watch?v=m9rOkmTKFHI


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 15, 2008, 00:28:13 am
Σε ηλικία 23 ετών, τον Ιούνιο του 1933, ο Καββαδίας με δικά του έξοδα εκδίδει την πρώτη του συλλογή με 19 ποιήματα και τον τίτλο "ΜΑΡΑΜΠΟΥ". Ο τίτλος που επέλεξε ο Καββαδίας σε αυτό το πρώτο του εγχείρημα δεν είναι τυχαίος. O ποιητής διατήρησε σε όλη του τη ζωή το παρωνύμιο ΜΑΡΑΜΠΟΥ, το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού των τροπικών χωρών, που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του...


ΜΑΡΑΜΠΟΥ


Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...



 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 15, 2008, 12:15:33 pm
ο Καββαδίας είναι λατρεία..... ^love^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 15, 2008, 13:26:17 pm
ο Καββαδίας είναι λατρεία..... ^love^

εχω ολη την ποιητικη συλλογη του, αν θες!  :) αλλα φανταζομαι θα την εχεις και συ! :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 15, 2008, 13:41:26 pm
Από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο "Πούσι", δημοσιευμένη το 1947 -ο ποιητής σε ηλικία 37 ετών πλέον


ΜΑΡΕΑ

Στο Γιακουμή Βαλάση



Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat.

Πυξίδα γέρικη ataxie locomotrice
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ' οι τρεις
να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.

Της τραμουντάνας τ'άστρο, τ'άστρο του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη τη κόρη στα χαρτιά.

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.

Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 17, 2008, 02:28:34 am
Αυτός εκεί

Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι' αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ' έναν αόριστο θάνατο.


Κατερίνα Γώγου


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 17, 2008, 02:30:07 am
Σε όσους σπάσανε, σε όσους κρατάνε


Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα απο δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων

οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωπο δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...



Κατερίνα Γώγου


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 21, 2008, 14:24:33 pm

Φυγή
του Κ.Γ.Καρυωτάκη

            Ι
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο.Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα,αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι απ'τις αισθήσεις μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ'όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.

            ΙΙ

Είμαι ο Φαίδων ριγμένος μες τη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιες του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.


            ΙΙΙ
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα από τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω μου δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακούγοντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη Αποσταμένος, ματωμένος στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν
τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.


            ΙV
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Που ν'αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δε μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο δημόσιο δρόμο. Δυο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Που πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ'αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.




Title: Re: Ποίηση
Post by: 4Dcube on December 21, 2008, 18:04:22 pm
Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ'όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.
Ελπίζω να τα πήγαινε καλά με την άλγεβρα :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on December 23, 2008, 15:01:10 pm
me tis vlitikes troxies ta pigene pantws


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on January 08, 2009, 02:46:12 am
Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μέσ' στους ανθρώπους ....
τα περίπτερα πώς κρυώνουνε
απ' τις βρεμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πώς τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δυό χρόνια πού βρήκες λεφτά
πώς να τα ζητήσεις
πώς τσούκου τσούκου
αργά, μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας....


Κατερίνα Γώγου
(από το Ιδιώνυμο)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on January 20, 2009, 04:48:12 am
A κύριε, κύριε Μαλακάση.
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ και σας μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το μονόκλ που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο από το πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα θανάτου
άθυρμα συντριμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 23, 2009, 16:08:41 pm
Προσεχε
της Κικης Δημουλα


Οταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα

αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι

γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς


Title: Re: Ποίηση
Post by: abdel razek mahmut favala on January 23, 2009, 16:17:38 pm
me tis vlitikes troxies ta pigene pantws
;D ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 28, 2009, 01:02:40 am
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατί στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ'όσα μ'είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ'το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι'αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ'ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώνουν στο μεθύσι μου πάνω
σαν τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.

Βρήκα νερό στο κρασί μου γι'αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι'αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι'αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα'χω φύγει μακριά.

Και πάω στοίχημα από κει δεν θ'ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν'ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ'ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ'αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
τα τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on February 05, 2009, 21:59:03 pm
Wer reitet so spät durch Nacht und Wind?
Es ist der Vater mit seinem Kind;
Er hat den Knaben wohl in dem Arm,
Er faßt ihn sicher, er hält ihn warm.

"Mein Sohn, was birgst du so bang dein Gesicht?"
"Siehst, Vater, du den Erlkönig nicht?
Den Erlenkönig mit Kron und Schweif?"
"Mein Sohn, es ist ein Nebelstreif."

"Du liebes Kind, komm, geh mit mir!
Gar schöne Spiele spiel' ich mit dir;
Manch' bunte Blumen sind an dem Strand,
Meine Mutter hat manch gülden Gewand."

"Mein Vater, mein Vater, und hörest du nicht,
Was Erlenkönig mir leise verspricht?"
"Sei ruhig, bleib ruhig, mein Kind;
In dürren Blättern säuselt der Wind."

"Willst, feiner Knabe, du mit mir gehen?
Meine Töchter sollen dich warten schön;
Meine Töchter führen den nächtlichen Reihn,
Und wiegen und tanzen und singen dich ein."

"Mein Vater, mein Vater, und siehst du nicht dort
Erlkönigs Töchter am düstern Ort?"
"Mein Sohn, mein Sohn, ich seh es genau:
Es scheinen die alten Weiden so grau."

"Ich liebe dich, mich reizt deine schöne Gestalt;
Und bist du nicht willig, so brauch ich Gewalt."
"Mein Vater, mein Vater, jetzt faßt er mich an!
Erlkönig hat mir ein Leids getan!"

Dem Vater grauset's, er reitet geschwind,
Er hält in Armen das ächzende Kind,
Erreicht den Hof mit Müh' und Not;
In seinen Armen das Kind war tot.
              Who rides there so late through the night dark and drear?
The father it is, with his infant so dear;
He holdeth the boy tightly clasp'd in his arm,
He holdeth him safely, he keepeth him warm.

"My son, wherefore seek'st thou thy face thus to hide?"
"Look, father, the Erl-King is close by our side!
Dost see not the Erl-King, with crown and with train?"
"My son, 'tis the mist rising over the plain."

"Oh, come, thou dear infant! oh come thou with me!
Full many a game I will play there with thee;
On my strand, lovely flowers their blossoms unfold,
My mother shall grace thee with garments of gold."

"My father, my father, and dost thou not hear
The words that the Erl-King now breathes in mine ear?"
"Be calm, dearest child, 'tis thy fancy deceives;
'Tis the sad wind that sighs through the withering leaves."

"Wilt go, then, dear infant, wilt go with me there?
My daughters shall tend thee with sisterly care
My daughters by night their glad festival keep,
They'll dance thee, and rock thee, and sing thee to sleep."

"My father, my father, and dost thou not see,
How the Erl-King his daughters has brought here for me?"
"My darling, my darling, I see it aright,
'Tis the aged grey willows deceiving thy sight."

"I love thee, I'm charm'd by thy beauty, dear boy!
And if thou'rt unwilling, then force I'll employ."
"My father, my father, he seizes me fast,
Full sorely the Erl-King has hurt me at last."

The father now gallops, with terror half wild,
He grasps in his arms the poor shuddering child;
He reaches his courtyard with toil and with dread,--
The child in his arms finds he motionless, dead.



http://en.wikipedia.org/wiki/Der_Erlk%C3%B6nig


Title: Re: Ποίηση
Post by: jimmakos on February 05, 2009, 22:19:38 pm
Στέκομαι εδώ
Στην ταράτσα του πατρικού μου.
Γύρω μου σκοτάδι
Παρέα με τον ουρανό
Αγκαλιά με τα αστέρια
Μόνο μου φως η καύτρα του τσιγάρου
Στέκομαι εδώ.
Πάνε δυο χρόνια που έχω να δω τον ουρανό με τα αστέρια.
Πάνε δυο χρόνια που ζω σαν ποντίκι.
Στις βρωμερές υπόγειες γκαρσονιέρες των ιδιοκτητών
Προσπαθώντας να γίνω άνθρωπος
Προσπαθώντας να σπουδάσω
Αυτό το βράδυ όλη η πόλη είναι αραδιασμένη στα πόδια μου.
Στέκομαι σαν φύλακας και προσέχω τον ύπνο τους.
Είθε να έχετε όμορφα όνειρα.
Στέκομαι μόνος και κοιτάω τ’ άστρα.
Σήμερα έχει βροχή κομητών.
Φλεγόμενες μπάλες διανύουν μια περίοπτη απόσταση.
Αφήνουν πίσω τους μια φωτεινή τροχιά
Και εξαφανίζονται μέσα στο σκοτάδι
Στέκομαι και σκέφτομαι.
Διστάζω να τα μιμηθώ
Όσο κι αν θέλω να νιώσω ελεύθερος
Όσο κι αν θέλω να πετάξω
Φοβάμαι πως απλά θα πέσω και θα εξαφανιστώ.
…Τραβάω την τελευταία τζούρα.
Καληνύχτα.



Title: Re: Ποίηση
Post by: Ariel on February 05, 2009, 22:58:50 pm
Στέκομαι εδώ
Στην ταράτσα του πατρικού μου.
Γύρω μου σκοτάδι
Παρέα με τον ουρανό
Αγκαλιά με τα αστέρια
Μόνο μου φως η καύτρα του τσιγάρου
Στέκομαι εδώ.
Πάνε δυο χρόνια που έχω να δω τον ουρανό με τα αστέρια.
Πάνε δυο χρόνια που ζω σαν ποντίκι.
Στις βρωμερές υπόγειες γκαρσονιέρες των ιδιοκτητών
Προσπαθώντας να γίνω άνθρωπος
Προσπαθώντας να σπουδάσω
Αυτό το βράδυ όλη η πόλη είναι αραδιασμένη στα πόδια μου.
Στέκομαι σαν φύλακας και προσέχω τον ύπνο τους.
Είθε να έχετε όμορφα όνειρα.
Στέκομαι μόνος και κοιτάω τ’ άστρα.
Σήμερα έχει βροχή κομητών.
Φλεγόμενες μπάλες διανύουν μια περίοπτη απόσταση.
Αφήνουν πίσω τους μια φωτεινή τροχιά
Και εξαφανίζονται μέσα στο σκοτάδι
Στέκομαι και σκέφτομαι.
Διστάζω να τα μιμηθώ
Όσο κι αν θέλω να νιώσω ελεύθερος
Όσο κι αν θέλω να πετάξω
Φοβάμαι πως απλά θα πέσω και θα εξαφανιστώ.
…Τραβάω την τελευταία τζούρα.
Καληνύχτα.
υποβάλλω τα σέβη μου!!! Αριστούργημα!!!  ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 07, 2009, 21:22:21 pm
θυμαμαι αυτο το ποίημα σε μιά σελίδα του βιβλίου εκθεσης της 3ης λυκείου

Jaques Prevert

και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
"Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!"
Μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.

Jaques Prevert - Σελίδα τετραδίου

Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι…
Επανέλαβε! Λέει ο κύριος
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι.
Μα να ένα πουλί σαν λύρα
που περνά στον ουρανό
το παιδί το βλέπει
το παιδί τ` ακούει
το παιδί του φωνάζει:
Σώσε με
πουλί
παίξε μαζί μου!
Το πουλί λοιπόν κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα…
Επανέλαβε! Λέει ο κύριος
και το παιδί παίζει
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ δεκάξι
και δεκάξι και δεκάξι τι κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπαντός όχι τριανταδύο
όπως και να ναι
και χάνονται από δω.
Και το παιδί έκρυψε το πουλί
κάτω από το θρανίο
κι όλα τα παιδιά
ακούνε το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ με τη σειρά τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο με τη σειρά τους παίρνουν πόδι
κι ένα κι ένα μια και δυο
φεύγουν το ίδιο ένα ένα.
Και το πουλί λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδά
κι ο δάσκαλος φωνάζει:
"Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!"

κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 10, 2009, 12:13:36 pm
Τίποτα άλλο από θάλασσα
του Γ. Σταυριανού


Ηφαιστειακά πετρώματα στο καθαρότερο γεωμετρικό σχήμα καθρεφτίζονται στ’ ακίνητα νερά.
Ο ήλιος καρφωμένος στην άκρη τ' ουρανού, σημαδεύει το τέλος μιας ακόμη ζεστής, καλοκαιριάτικης μέρας.

Τίποτ' άλλο από θάλασσα... Τίποτα...

Ώρα πολύ προσπαθώ να σου γράψω, μα δε βρίσκω τις λέξεις...
Κι όμως, θαρρώ πως, όλα όσα έπρεπε να σου πω, στα είπα...

Ριπές φωτονίων χύνονται στη θάλασσα που αναρριγά...
Ανάλαφρος αναστεναγμός του απόβραδου, αφρός που σβήνει στην παραλία...

Λένε πως τίποτα δε χάνεται...
Κι η αγάπη μου για σένα πού να πήγε;

Ιλιγγιώδεις συγκρούσεις πρωτονίων σε γιγάντιους επιταχυντές θα υποχρεωθούν να κάνουν το ταξίδι της ασύλληπτης επιστροφής...

Θα τρέξουν να καούν και πάλι στην πρώτη, την άσβεστη εκείνη φλόγα, που ακόμη καίει στην καρδιά μας...

Σε μακρινό τραγούδι.. τώρα που η μέρα πια λιποθυμά...

Όλα μοιάζουν να τραγουδούν τη φοβισμένη κι αφέγγαρη αλήθεια... που κανείς δε θέλει ν’ ακούσει...
που στο βάθος όλοι ξέρουν...

Ώρα πολύ, είναι αλήθεια, προσπαθώ να σου γράψω ...
Μα δε βρίσκω σύμμαχο τις λέξεις...
Ανεπαίσθητοι θόρυβοι στραγγίζουν τη σιωπή...
Μέχρι που όλα γίνονται θάλασσα...

Τίποτ' άλλο από θάλασσα...

https://www.youtube.com/watch?v=7uy29DTE2vA



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 10, 2009, 16:27:55 pm
Το λίγο του κόσμου
της Κικής Δημουλά

Άρχισε ψύχρα.
Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.

Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορρόη.
Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν.
Ζέστες, η διάθεση για φως,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωής.
Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,
πολλοί διάττοντες έρωτες
ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.

Τώρα η γνωστή ψύχρα
κι όλα να φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.

Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια,
η μια ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη
με λύπη αυτοδίδακτη.
Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση
κι από τις καλημέρες σου.
Τα παράθυρα ενδίδουν.
Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,
άλλοι λεν ως την άνοιξη,
άλλοι φοβούνται δια βίου.

Κι εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό, τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
"ποιός ξέρει τ' άλλο μου φθινόπωρο;".
Καιρός να γίνεις "τ' άλλο μου φθινόπωρο".
Άρχισε ψύχρα.
Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας.



Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on February 23, 2009, 18:34:05 pm

Στον λεωφόρο το αυτοκίνητο
έτρεχαν αύριο σαν τρελές,
κυνηγώντας την αυτοκτόνησή τους.
Οι φιλόλογοι απαγορεύουν τα λάθη,
επειδής μισούν την παλλόμενη έκφραση.
Στεκω μπρος στο πράσινος σπίτι.
Ψιλοβρέχει.
Πλησιάζεις κρατάς την κόκκινο ομπρέλα.
Γαμώ την γραμματική σας.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 23, 2009, 18:42:46 pm
αυτο κατι μου θυμιζει...  ::) ::)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on February 24, 2009, 02:15:21 am
"O where ha you been, Lord Randal, my son?
And where ha you been, my handsome young man?"
"I ha been at the greenwood; mother, mak my bed soon,
For I'm wearied wi hunting, and fain wad lie down."

"An wha met ye there, Lord Randal, my son?
And wha met ye there, my handsome young man?"
"O I met wi my true-love; mother, mak my bed soon,
For I'm wearied wi huntin, and fain wad lie down."

"And what did she give you, Lord Randal, My son?
And wha did she give you, my handsome young man?"
"Eels fried in a pan; mother, mak my bed soon,
For I'm wearied wi huntin, and fein wad lie down."

"And what gat your leavins, Lord Randal my son?
And wha gat your leavins, my handsome young man?"
"My hawks and my hounds; mother, mak my bed soon,
For I'm wearied wi huntin, and fein wad lie down."

"And what becam of them, Lord Randal, my son?
And what becam of them, my handsome young man?
"They stretched their legs out and died; mother mak my bed soon,
For I'm wearied wi huntin, and fain wad lie down."

"O I fear you are poisoned, Lord Randal, my son!
I fear you are poisoned, my handsome young man!"
"O yes, I am poisoned; mother, mak my bed soon,
For I'm sick at the heart, and fain wad lie down."

"What d'ye leave to your mother, Lord Randal, my son?
What d'ye leave to your mother, my handsome young man?"
"Four and twenty milk kye; mother, mak my bed soon,
For I'm sick at the heart, and I fain wad lie down."

"What d'ye leave to your sister, Lord Randal, my son?
What d'ye leave to your sister, my handsome young man?"
"My gold and my silver; mother mak my bed soon,
For I'm sick at the heart, an I fain wad lie down."

"What d'ye leave to your brother, Lord Randal, my son?
What d'ye leave to your brother, my handsome young man?"
"My houses and my lands; mother, mak my bed soon,
For I'm sick at the heart, and I fain wad lie down."

"What d'ye leave to your true-love, Lord Randal, my son?
What d'ye leave to your true-love, my handsome young man?"
"I leave her hell and fire; mother mak my bed soon,
For I'm sick at the heart, and I fain wad lie down."



Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on February 27, 2009, 03:38:37 am
The fountains mingle with the river
And the rivers with the Ocean,
The winds of Heaven mix for ever
With a sweet emotion;
Nothing in the world is single;
All things by a law divine
in one spirit meet and mingle.
Why not I with thine?

See the mountains kiss high Heaven
And the waves clasp one another;
No sister-flower would be forgiven
If it disdained its brother;
And the sunlight clasps the earth
And the moonbeams kiss the sea:
What are all these kissings worth
If thou kiss not me?


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 07, 2009, 14:49:16 pm
Ariel

Stasis in darkness.
Then the substanceless blue
Pour of tor and distances.

God's lioness,
How one we grow,
Pivot of heels and knees!--The furrow

Splits and passes, sister to
The brown arc
Of the neck I cannot catch,

Nigger-eye
Berries cast dark
Hooks----

Black sweet blood mouthfuls,
Shadows.
Something else

Hauls me through air----
Thighs, hair;
Flakes from my heels.

White
Godiva, I unpeel----
Dead hands, dead stringencies.

And now I
Foam to wheat, a glitter of seas.
The child's cry

Melts in the wall.
And I
Am the arrow,

The dew that flies,
Suicidal, at one with the drive
Into the red

Eye, the cauldron of morning

Sylvia Plath


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on March 07, 2009, 15:34:09 pm

But I would rather be horizontal.
I am not a tree with my root in the soil
Sucking up minerals and motherly love
So that each March I may gleam into leaf,
Nor am I the beauty of a garden bed
Attracting my share of Ahs and spectacularly painted,
Unknowing I must soon unpetal.
Compared with me, a tree is immortal
And a flower-head not tall, but more startling,
And I want the one's longevity and the other's daring.

Tonight, in the infinitesimal light of the stars,
The trees and the flowers have been strewing their cool odors.
I walk among them, but none of them are noticing.
Sometimes I think that when I am sleeping
I must most perfectly resemble them--
Thoughts gone dim.
It is more natural to me, lying down.
Then the sky and I are in open conversation,
And I shall be useful when I lie down finally:
Then the trees may touch me for once, and the flowers have time for me.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on March 08, 2009, 04:42:06 am
Ο,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφάντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γαλέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον Πόντο, τα Κανάρια.


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on March 18, 2009, 20:29:40 pm
Ρίτσος:
Αυγή
(μουσική:Θεοδωράκης)

Λιόχαρη μεγαλόχαρη
της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί
να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ' ανώφλι της πατρίδας



Εδώ είναι ένα φως αδελφικό   
(πρωτοτραγουδήθηκε από τον Ξυλούρη)


Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του.

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε, το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on March 18, 2009, 20:42:40 pm
ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Ελυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών 
Ε χ ε ι   ο  Θ ε ό ς

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μέσ' στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο  κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μέσ' στα ευρύχωρα όνειρα
Οπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Αγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια   μου  το   πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ητανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα  πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου  πηλό κι αμαρτία

Οπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες
Ητανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που  χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος


Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίασμα.


Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο  Ερωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 19, 2009, 12:22:51 pm
Μέρες Αργίας
του Διονύση Καψάλη

(ολόκληρο το ποίημα, και μέσα σ αυτό και το απόσπασμα που έχουν μελοποιήσει τα Κρίνα ^notworthy^ )
Ι.

Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου
αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω
μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο,
με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου.

Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου,
χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο,
κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,

κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
άλλον δεν είδα να με θέλει πιο κοντά του
απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·

κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,
όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,
καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου.

ΙΙ.


Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
κλεισμένες πόρτες - περιμένουν επισκέψεις.

Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου,
και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·
κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.

ΙΙΙ.


Κάποτε θα 'φτασα ψηλα στην ομορφιά
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.

Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα 'πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,
μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ' ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.
ΙV.

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα
ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ' ένα παράπονο από φώτα.
V.

- Αλλοτε θα 'παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
  όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι
  θαμποί παράδεισοι θα 'φεγγαν απ' το τζάμι,
  όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.

  Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
  ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
  του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
  μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.

- Αλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
  ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
  τις εμφανίζει ο ουρανός - και ποιόν θα πείσω·
  όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
  πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
  μαντεύω λίγο ουρανό για ν' αγαπήσω.
VΙ.

Φτάνοντας, στάθηκε πριν μπει· από τις γρίλιες
το ξεχασμένο φως σκορπούσε θαλπωρή
έξω στο δρόμο που ξημέρωνε· μπορεί
σαν από πλήκτρα τ' ουρανού ν' άκουσε τρίλιες,
και σαν το θρόισμα ομήγυρης που χίλιες
και μία νύχτες γιόρτασε κι αποχωρεί·
κι ίσως φαντάστηκε να σβήνουν οι χοροί,
οι τελευταίες - σ' ένα βύθισμα - καντρίλιες.

Κάποιο σκοτάδι του σπιτιού τους είχε πάρει,
σε κάποιο γύρισμα καιρού είχαν χαθεί·
γιατί ανοίγοντας την πόρτα, στο βαθύ
που πήρε η ημέρα να χαράζει κεχριμπάρι,
είδε μεμιάς όπως αστράφτει ένα σπαθί
τη δόξα όλη να 'χει φύγει και τη χάρη.
VΙΙ.

Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
κάτι που άρχισε - δεν ξέρω πόσα χρόνια·
κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
θα 'ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ' αλλοιώνει.

Είναι πολύ νωρίς, κι η μνήμη που αραδιάζει
θαμπές μορφές απ' το βιβλίο των νεκρών,
αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
μ' ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

Να 'ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
να 'ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.
VΙΙΙ.

Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι' αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
μ' ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,
είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.
ΙΧ.

Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, που το κεντρί σου;
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.
Χ.

Πολλά τα θραύσματα κι ανεύρετα· οι πόνοι
δεν έχουν τίποτε να πουν για την πληγή·
κάποιο σκοτάδι σου θα είχε διαρραγεί,
για να θυμάσαι τέτοιο φως να σε σηκώνει.

Και πριν τα λόγια της αγάπης γίνουν σκόνη,
πως μεσιτεύουν οι σιωπές κι αυτομολείς
στον ουρανό, που καθρεφτίζεται πολύς,
και στον αιθέρα που παρήγορα νυχτώνει.

Κοιτάς, κι αμίλητος ο έναστρος καθρέφτης,
πέρα στη νύχτα, τόσο απέραντα παρών,
σε υποδέχεται βαθαίνοντας, και πέφτεις,
ο αφανής των κοσμημένων ημερών,
με τη βαρύτητα της πρώτης απορίας,
εδώ παράμερος, εκεί ψηλά παριάς.
ΧΙ.

Σου γράφω μέσ' από παράθυρα κλειστά,
εγώ που γιόρτασα πολύ με τους απέξω·
κι ένα που έστειλες απόψε για να παίξω
αγάπης φάντασμα, τι κόσμο συνιστά;

Σου γράφω ξέροντας, τα λόγια λιγοστά,
κλεισμένα βλέφαρα, σβησμένα μάτια - έξω
βραδιάζει δίχως αυτουργούς· σε τι να φταίξω,
ένας σωρός θλιμμένη σάρκα και οστά;

Μαντεύω πάνω μου το σχήμα τ' ουρανού,
και στο δωμάτιο πλανάται κάποιος πόνος:
είναι δικός μου, είναι μήπως αλλουνού;

Πριν κοιμηθώ σε συλλαβίζω επιμόνως,
Αγνή, Νάστια, Καρένινα, μαντάμ Αρνού.
Ποτέ δεν έμαθα να ζω τελείως μόνος.
ΧΙΙ.

Επικρατούσε μια θλιμμένη ποικιλία,
εκεί που έδυε το φως των ουρανών,
κι όπως στα νύχια σου περνούσες το μανόν,
ακολουθούσα μια κρυφή συνομιλία.

Θα μας αρκούσε μια γιορτή στη Σικελία,
ή μια παρέλαση εφίππων Ουκρανών·
μ' όλο το άφωνο βάρος των αδρανών
μελών μας πέφταμε νωρίς στην υπνηλία.

Αχαρος πίνακας ασήμαντου ζωγράφου·
να μας τιμούσε ο Μπονάρ ή ο Βερμέρ,
να μη μας έπνιγε η πρόνοια του τάφου.

Να 'ταν κι η θάλασσα η πικροκυματούσα,
να λικνιζόμαστε στους τόνους του La Mer,
κι από τα νύχια ως την κορφή να σε φιλούσα.
ΧΙΙΙ.

Οι αφανείς ημέρες, πρόθυμα ωραίες,
πόσο πιο δύσκολες στη μνήμη από τις άλλες,
που τις ακούει το μυαλό να σκάβουν σκάλες,
κι επαγρυπνούν μέσα στον ύπνο σαν κεραίες.

Κι όμως αυτές αφήνουν φως, στις πιο ακραίες
σιωπές του σώματος αργές όπως οι στάλες·
μέρες που πέρασαν αθόρυβα μεγάλες,
τόσο κοινές που δεν θα γίνουν αγοραίες.

Κι όταν ο νους κρυφά τις παίρνει και τις πλάθει,
όπως την ψίχα με τις άκρες των δαχτύλων,
σκέφτεται κάποτε πως ίσως με τα πάθη
που περισσεύουν, όταν θα 'χουν φύγει όλοι,
πάνω στην τράπεζα των ξένων και των φίλων,
βρεθούν μιας τέχνης του εφήμερης οι βόλοι.
ΧΙV.

Κι ο ουρανός προς τι τον άρρωστο καιρό,
στην τόση ένδεια του τώρα και του πέραν;
Πήγαν στον άνεμο προσκυνητές και φέραν
εικόνες κόσμου, κι ούτε μια σταλιά νερό.

Κι αυτός ο κόπος της ζωής που καρτερώ,
κι η τόση πρόγνωση εκείνων που δεν ξέραν;
Όσα ποιούμε κατ' εικόνα ημετέραν
και θα μιλούσαν, μια φορά κι έναν καιρό;

Ο μέγας θόλος ένα βύθισμα θανάτου,
ήλιοι, πλανήτες, νεφελώματα που σβήσαν,
και γαλαξίες μακρινοί τα όνειρά του.

Δεν λέω πέθανε, λέω αποκοιμήθη,
μέσα στο έναστρο στερνό του παραμύθι,
κι όλα τα πράγματα θα μείνουν όπως ήσαν.

ΧΙV.


Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μύνημα φυγής ή κάποιου νόστου.

Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.

Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·
πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.


εδιτ: ειναι μεγαααλο τελικα, αλλα προσπαθησα να το συμμαζεψω...


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 22, 2009, 19:13:11 pm
Άκουσες την ανάσα μου•
άπειρα βαγόνια με τριγμούς
στο τρένο
προς το θόλο τ’ ουρανού
Πήρα να λιώνω
στην Ίριδα.
Δίχως ντροπή
να πεταρίζω με μαεστρία
στο μισοσκόταδο του σούρουπου
Η έκφρασή σου•
νύκτια κραυγή
Η έκφρασή μου•
στακάτο στη σονάτα του δειλινού
Και τώρα,
που σκίστηκε ο ουρανός,
πες πως ήμουν μια ήχου σκιά
και μάζευα τα δόντια μου
από μαθητικό πεντάγραμμο
Να θωρακίσω τ’ άστρα μας
και να τραπούμε
σε φυγή.Όχι δειλοί .
Να αποδράσουμε από πρόστυχα
προστάγματα.


http://poemdrapetis.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 22, 2009, 19:23:01 pm
Καχύποπτη νύχτα
ιδρώνει σ' έναν ήχο,
σε τοίχο
που σέρνονται φαντάσματα

Διαδρομές σε διαλόγους
αποδημούντων πυροβατών
που στοίχειωσαν
στο χρώμα του απείρου

Και μεταλλάσσεται η νύχτα
σε κραυγή φιλήδονη
εδώ που οι μέλισες
χτίζουν με κερί
απόρθητα κάστρα

Τους ήχους ποιητών
να προστατέψουν
από φτηνά στιχάκια
κράχτη της προστυχιάς

Διασπάται και το άπειρο
καθώς
η ψυχή αντιστέκεται
στη διαστροφή των στιχοπλόκων

Κι η νύχτα
φιλήδονα σταλάζει
στην υπέρτατη αίσθηση


http://poemdrapetis.blogspot.com/

ps zitw oi bloggers - poihtes


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 23, 2009, 15:10:52 pm
λατρεμένος Έλιοτ, για το χρόνο...

Time present and time past
Are both perhaps present in time future,
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.

T.S. Eliot, Four Quartets


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 25, 2009, 01:06:04 am
Περί φιλίας

Όταν τέλειωσαν όλα
δεν είχε τη λεβεντιά
να καταλάβει πως
έρωτας ήταν και πάει
αλλά άρχισε τις διδαχές
περί φιλίας
Καθώς τον έβλεπα
μου ήρθε στο μυαλό
γαρδένια σε κρεοπωλείο
κι ακόμα
τριανταφυλλιά σε βαρέλι
δίπλα σε βενζίνες

Μαρία Καρδάτου
από τη συλλογή Αερολέσχη, 1997


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 29, 2009, 14:01:34 pm
Θὰ σᾶς περιμένω
του Μιχάλη Κατσαρού

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on March 29, 2009, 14:21:18 pm
Τις νυχτες, οταν στους βαθεις τους ουρανους
τ'αστερια μας γνεφουν τρεμοσβηνοντας και με τα φωτα
μοιάζουν μιας πολιτειας αγνωστης που πλέοντας τα πλοία
τη βλέπουνε στο δρόμο τους μα δεν την πλησιάζουν.

Πόσο μικρή είναι η μοναξιά του ανθρώπου μες στον κόσμο
η γη στενευει σαν κελι μιας φυλακης
και μπρος μου το αγνωστο ορθωνεται ως φρουρος βουβος μυστηριωδης
κι ειναι οι στιγμες οπου κι αυτος μακραινε - ο εαυτος μου

Τι σπαραγμός για τις ψυχές
που θέλουν ν' αγκαλιασουν όλα μαζί ερωτικά,
να μην μπορούν να πιάσουν τίποτα κι αναπόκριτη η λαχτάρα τους να μένει
να μην βρισκεται κανείς να τις καταλαβαίνει
και πάντοτες να νιώθουνε σ' όποιους κι αν πάνε
τόπους τη μοναξιά την πιο φρικτή..
κοντά εις τους ανθρώπους..

Κώστας Ουράνης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on April 04, 2009, 20:56:09 pm
Ο πιλότος Νάγκελ
του Νίκου Καββαδία

                                  Στον ποιητή Ν. Ράντο

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
με τα βαριά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογιζόταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
Ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank «Fjord Folden»
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on April 09, 2009, 19:15:16 pm
Νίκος Καββαδίας αφιέρωμα-μηχανή του χρόνου (alpha)  :)


http://www.youtube.com/watch?v=xSef7PKh1Ng&feature=PlayList&p=4C667C01CD978B38&index=0&playnext=1
http://www.youtube.com/watch?v=uqQE8TW-j1c&feature=PlayList&p=4C667C01CD978B38&index=1
http://www.youtube.com/watch?v=UMCSRUxlikQ&feature=PlayList&p=4C667C01CD978B38&index=2
http://www.youtube.com/watch?v=4Dqq6SU1rYA&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=l1qXLRs5FPY&feature=related


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 10, 2009, 20:22:59 pm
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
 
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
 
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
 
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
 
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
 
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
 
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βούλιαζαν
 
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
 
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
 
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
 
από τα πέρατα
 
μιας νιότης βασιλεμένης.
 
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
 
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
 
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
 
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
 
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
 
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
 
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
 
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
 
Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
 
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαριστημένος
 
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
 
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
 
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε


ξέμπαρκοι όλοι εμείς
 
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
 
περιγελάμε εκείνους που τη
 
νιώθουν.
 
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά· αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
 
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
 
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
 
δέχουνταν το
 
χέρι του γερο
-
φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
 
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
 
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
 
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
 
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
 
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
 
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
 
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
 
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
 
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
 
καμιά αλυσίδα
 
δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
 
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.
 
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
 
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
 
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
 
Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
 
Καλοκαίρι 1936


Γιωργος Σεφέρης
 


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2009, 12:17:25 pm
Κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου

Λάμψεις πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου

δεν βλέπω
δεν σημαίνει δεν υπάρχω
πίσω απ' την όρασή μου
ρέουν ηφαίστειοι ποταμοί
φτεροκοπούν χίλια πουλιά
υφαίνεται με θαύματα
το μαγικό χαλί του κόσμου

Στρώματα αλλεπάλληλα καλύπτουν
τα μυστικά που γεννηθήκαμε γνωρίζοντας
το άπειρο που εμπεριέχεται στο κύτταρο
το αιώνιο στο προσωρινό
η μουσική στη νότα

φως που υπερβαίνει την ταχύτητά του
ήχος που υπερβαίνει
τη μέγιστη και την ελάχιστη έντασή του
θνητός που υπερβαίνει τη φθορά του

Λάμψεις πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου


Τόλης Νικηφόρου

http://ploigos-tou-apeirou.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2009, 12:24:00 pm
Μια φράση καθημερινή με τ' όνομά σου

τα φύλλα από το τίποτα όταν πρασινίζουν
ένα γέλιο που αστράφτει ξαφνικά σαν παρουσία
εκείνη η παλιά φωτογραφία που ξεθώριασε
να μας θυμάσαι
κάποιο αποτύπωμα αχνό στη δεξιά σελίδα
μια φράση καθημερινή με τ' όνομά σου
ένα κόκκινο μπαλόνι που ξεφεύγει και υψώνεται
να μας θυμάσαι
στους τοίχους μάταιες οι επικλήσεις
κι οι δρόμοι που οδηγούν, που τέμνονται
με τις σκιές, τα δέντρα τους, τα τραπεζάκια στη γωνία
στο χώμα οι δρόμοι, στη φωτιά, στον ουρανό
να μας θυμάσαι

Τόλης Νικηφόρου

http://ploigos-tou-apeirou.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2009, 12:46:14 pm
Λαθρομετανάστης εγώ


Στο εδώλιο
εγώ
Μια κλεψύδρα στο κέντρο των ορίων
κάνει να σφαδάζουν
τα όνειρα λεπρών
κι αισθήσεων

Στο κέντρο
της Αθήνας όραμα
και μεσημέρι

"Πού περπάτησε ο διάβολος την Αυγή;"
"Στο λυκαυγές του νου
στις έρημες στέγες"

Κι ο ήλιος έγειρε αλλόφρων
και μονάχος
Κι ανησύχησαν οι κολασμένοι
που χρόνισα
στον κόλπο της Ιστορίας
ιστορία να γράφω
για μας τους δυο που
κρύβουμε στη σάρκα
μαργαρίτες

Ένα δόρυ
ζωγράφισα στον κόλπο σου
αγρίμι
για ν' αποκρούσεις το
θάνατο αν χρειαστεί

Κι εγώ
θα σκίσω τον Έρωτα
να τον μοιράσω στους ανθρώπους
που έστρωσαν πάχνη στις πεθυμιές τους
γιαν' αναστήσουν
τη Γέννηση
και φώλιασαν
έντομα θανατηφόρα
κι οργισμένες ματιές που
διαστρέβλωσαν την αλήθεια

Έτσι
με συνέλαβαν ως ταραξία και
μ' εγκατέστησαν
εδώ
στο εδώλιο

Κρίμα που
δεν κατάλαβαν ότι
ήμουν εγώ από πάντα
ένας από τους λαθρομετανάστες
που ταράζουν τον ύπνο τους
στα έδρανά των
που στάζουν λάδια
όταν αυτοί απονέμουν
κόλαση

Λίτσα Πατεράκη

http://poemdrapetis.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2009, 13:09:38 pm
Πατρίδα

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.

Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να 'χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.

Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
"Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν,
τι ωραία που πέφτουν....".

Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ'τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ'άδειο ξενοδοχείο

αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη.
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.

Εδώ στην άσχημη πόλη που απ'την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απ'την Ομόνοια να πετάν' δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.

Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας,η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.

Δεν θέλω ο εαυτός μου να 'ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα 'ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις,ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.
Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.

Αλκίνοος Ιωαννίδης

https://www.youtube.com/watch?v=R13y0CfluTw


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 27, 2009, 13:15:33 pm
Έχω μια λέξη για να πω μα είναι το στόμα μου κλειστό
Και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει
Γύρω μου απλώνει
Το φιλοθεάμων μου κενό σ’ ένα μονόλογο παλιό
Ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα
Ψυχή μου κλώσσα

Μου είχες πει κάποια φορά, μέσα στα λόγια τα πολλά,
Πώς πριν κατέβουμε στη γη είμαστε στ’ αστέρια
Σπασμένα χέρια

Τώρα μου δίνεις να πιαστώ και τον μικρό μου εαυτό
Μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω
Σε ποιόν χρωστάω;
Σε ποιόν τη λέξη μου να πω και ποιού το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Πού έχω ζήσει;
Σε τίνος τ’ όνειρο να μπω, μια λέξη μόνο να του πω
Και να το σκάσω
Αχ, να ξεχάσω!

Λέγαν σαν ήμουνα μικρός πώς είναι ο κόσμος σκοτεινός
Μα από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;;;
Έχω πληρώσει
Έδωσα χώμα και νερό, μήπως οφείλω ό,τι ακριβό
έχω γνωρίσει κι ό,τι γνήσιο έχω ζήσει
Έχω ξοφλήσει

Έχω μια λέξη για να πω, μα είναι το στόμα μου κλειστό
Και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει
Και με σκοτώνει
Σε ένα ισόβιο τοκετό, το ένα μου μέρος το κρυφό
Και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
Αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη
Ευγνωμοσύνη


Αλκίνοος Ιωαννίδης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 19, 2009, 20:57:39 pm
αφιερωμένο στο γνωστό μελισσοκόμο.

Ένα άλογο με βαθυπράσινα μάτια
του Charles Bukowski

Βλέπετε ό,τι βλέπετε. αυτό είναι όλο.
Σπάνια τα τρελάδικα
βγαίνουν στη φόρα.

Αν υπάρχει κάποιο θαύμα

είναι, απλώς, πως ξυνόμαστε
κι ανάβουμε
τσιγάρο.

όχι οι λουόμενες καλλονές,
τα τριαντάφυλλα κι ο σκώρος.

Να κάθεσαι σ' ένα καμαράκι,
να πίνεις μπύρα
και να στρίβεις τσιγάρο
ακούγοντας Μπραμς
απ' ένα κόκκινο τρανζιστοράκι,

είναι σαν να έχεις βγει
ζωντανός
από μια χούφτα πολέμους,

καθώς οι λουόμενες καλλονές σαπίζουν
και τα μήλα, τα πορτοκάλια
κατρακυλούν και πάνε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 02, 2009, 12:34:09 pm
Ό,τι ζήσαμε βυθίζεται στην άκρη του χρόνου.
Μάτια παραδομένα στα δάκρυα, κινήσεις παγωμένες δίχως πνοή καμία.
«Κάποτε θα ζήσουμε με το χαμόγελο στα μάτια και την ελπίδα ποτισμένη στην ψυχή» είπες κι έκανες την ελπίδα ένα τρένο που ταξιδεύει δίχως επιβάτες και το χαμόγελο να μοιάζει ανάμνηση παιδική, ξεθωριασμένη από την βροχή και την πολυκαιρία.
Οι δρόμοι μοιάζουν ν' αποχαιρετούν την ύπαρξη μας.
Κλείνω σ' ένα τρένο μικρό κι εγώ τις αναμνήσεις, τις σπρώχνω για το μεγάλο τους ταξίδι.
Επιστρέφοντας θ' αντικρίσω τη σιωπή σου αγκιστρωμένη πάνω σε λέξεις, φωτογραφίες, στις ζάρες των τσακισμένων σεντονιών.
Δε θυμούμαι πότε πήρα να γράφω.
Ένα πρωί μονάχα, μετά την λειτουργία, αντίκρισα ένα άγγελο, έπεφτε κατακόρυφα από τον ουρανό.
Από τότε, πιστεύω στα θαύματα.
Και Τη μοναξιά..


Ιωάννης Τσιουράκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on June 02, 2009, 12:37:07 pm
(http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Exopolis/12-13/ex30.gif)

(http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Exopolis/12-13/ex31.gif)

Ιωάννης Τσιουράκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Turambar on June 03, 2009, 22:23:23 pm
βίαιο


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on June 07, 2009, 10:50:18 am
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια, Πατήσια, Μεταξουργείο, Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.

Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο, το τηλέφωνο, το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά, το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.


Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο

γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου...

Κατερίνα Γώγου

https://www.youtube.com/watch?v=s-1twb1bQpQ

αυτό θα ναι άγριο καλοκαίρι....  :-[


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on June 07, 2009, 11:09:48 am
Νίπτει τας χείρας του ο Θεός και μια βροχή ξεπλένει
τη σκόνη απ' τα αγάλματα
και των παιδιών τα κλάματα
μα εμένα μ' αρρωσταίνει

Πίσω απ' τα μαύρα μου γυαλιά όλα τα είδα
όμως δεν έβγαλα μιλιά
μόνο ζητούσα μια γωνιά
στην καταιγίδα


Άχρηστα τα τραγούδια μου
άχρηστα σαν πτυχία
κ ι ας καμαρώνουν οι γονείς
για την επιτυχία


Άχρηστα τα τραγούδια μου
άχρηστα σαν και μένα
βουβοί στο φόνο θεατές
με μάτια τρομαγμένα


Η μια ζωή αναβολή, ατέλειωτη θητεία
α π' το πεδίο της βολής
έρμαιο της υπερβολής
του δρόμου η μαθητεία

Ξέρω, η φλόγα καίει αλλού
αλλού είναι το θαύμα
εκεί που γλύφει ένα σκυλί
το πιο νωπό του τραύμα

Μίλτος Πασχαλίδης - Πιλάτος


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on June 13, 2009, 19:11:24 pm
Εκ του πλησίον (5)

*
Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον Αύγουστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερες απ’ τις άλλες που συντρέχουν για να συντελεσθεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου.

*
Άπαξ και φτάσει να θεωρείται αλάνθαστο ένα χρώμα, δεν υπόκειται πλέον στη εξέλιξη, ακριβώς όπως ένας τέλειος στίχος. Μάθε ν’ αγοράζεις πάντοτε από την ίδια – όσο μεγάλη κι αν είναι – ποσότητα του ελάχιστου.

*
Η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη απ’ ό, τι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.


Οδυσσέας Ελύτης
Εκ του πλησίον, 1998


http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/




Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on June 15, 2009, 17:00:22 pm
Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...

Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά 'μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Tο λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.

Mια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέα,
Eκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
―ω, κωμωδία!― το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.

...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on June 22, 2009, 16:13:59 pm
Prospero's Speech

Now my charms are all o'erthrown,
And what strength I have's mine own
,
Which is most faint. Now 'tis true
I must be here confined by you
Or sent to Naples. Let me not,
Since I have my dukedom got,
And pardoned the deceiver, dwell
In this bare island by your spell;
But release me from my bands
With the help of your good hands.
Gentle breath of yours my sails
Must fill, or else my project fails
,
Which was to please. Now I want
Spirits to enforce, art to enchant;
And my ending is despair
Unless I be relieved by prayer,
Which pierces so, that it assaults
Mercy itself, and frees all faults.
As you from crimes would pardoned be,
Let your indulgence set me free


(Epilogue 1-20).

http://en.wikipedia.org/wiki/Prospero


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 04, 2009, 21:02:47 pm
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

https://www.youtube.com/watch?v=ARxNbklxGmc


Title: Re: Ποίηση
Post by: ΡΕΣΑΛΤΟ on July 04, 2009, 22:56:03 pm
θα φύγουμε ρε, θα πάμε αλλού

http://www.youtube.com/watch?v=y410SQD2mz8

χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα


ενα μικρο:
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει
κι η πλάκα τον ανατριχιά που θα τονε σκεπάσει
γιατί-ν-εκεί που κείτεται λόγια αντρειωμένα λέγει:
--- Να 'χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια,
να πάτουν τα πατήματα, να 'πιανα τα κερκέλια,
ν' ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ' ουρανού!


Title: Re: Ποίηση
Post by: pmousoul on July 08, 2009, 02:34:57 am
Ξημερώματα

Και όπως παλιά, τα ξημερώματα
να ψάχνεις να βρεις απαντήσεις,
να σε σπρώξουν, να κάνεις το σωστό.

Τελικά ποιο είναι το σωστό,
αφού τα ποιήματα που 'χες γράψει,
τα έσκισες γιατί μεγάλωσες.

Με λίγο φως, με μουσική,
ξανά αρχινάς να γράφεις,
την ψυχή σου μπας και συναντήσεις.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Nessa NetMonster on July 20, 2009, 21:23:45 pm
Epitaph to a Dog

    Near this Spot
    are deposited the Remains of one
    who possessed Beauty without Vanity,
    Strength without Insolence,
    Courage without Ferosity,
    and all the virtues of Man without his Vices.

    This praise, which would be unmeaning Flattery
    if inscribed over human Ashes,
    is but a just tribute to the Memory of
    BOATSWAIN, a DOG,
    who was born in Newfoundland May 1803
    and died at Newstead Nov. 18, 1808.

    When some proud Son of Man returns to Earth,
    Unknown by Glory, but upheld by Birth,
    The sculptor’s art exhausts the pomp of woe,
    And storied urns record who rests below.
    When all is done, upon the Tomb is seen,
    Not what he was, but what he should have been.
    But the poor Dog, in life the firmest friend,
    The first to welcome, foremost to defend,
    Whose honest heart is still his Master’s own,
    Who labours, fights, lives, breathes for him alone,
    Unhonoured falls, unnoticed all his worth,
    Denied in heaven the Soul he held on earth –
    While man, vain insect! hopes to be forgiven,
    And claims himself a sole exclusive heaven.

    Oh man! thou feeble tenant of an hour,
    Debased by slavery, or corrupt by power –
    Who knows thee well must quit thee with disgust,
    Degraded mass of animated dust!
    Thy love is lust, thy friendship all a cheat,
    Thy tongue hypocrisy, thy words deceit!
    By nature vile, ennoble but by name,
    Each kindred brute might bid thee blush for shame.
    Ye, who perchance behold this simple urn,
    Pass on – it honors none you wish to mourn.
    To mark a friend’s remains these stones arise;
    I never knew but one – and here he lies.

Lord Byron

http://en.wikipedia.org/wiki/Epitaph_to_a_Dog


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 23, 2009, 12:30:30 pm
 :-[

κριμα για το σκυλάκι σου  :(


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on July 26, 2009, 13:41:15 pm
Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου


Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Καλλισθένης on July 26, 2009, 18:10:38 pm
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ


Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος,
με μια εφημερίδα εμπρός ρου χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γερατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη, και λόγο, κ'ομορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ'εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα
και πως την εμπιστεύοταν πάντα -τι τρέλλα!-
την ψεύτρα που έλεγε, "Αύριο. Εχεις πολύ καιρό"

Θυμάται ορμές που βάσταγε, και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλη του γνώσι
καθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

....Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίστηκε. Κ' αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.


Κ.Π.Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 26, 2009, 18:14:24 pm
έλα δε θέλω τέτοια... κι έχω και γενέθλια οσονούπω :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Tempus Fugit on July 31, 2009, 16:28:58 pm
Η Επιστροφή του Γιώργη

Στον στοχασμό το έριξα, και πιάνω ένα ποτήρι,
ζητάω λίγο μουσακά δεν κάνω χαρακίρι.
 
Ο καπετάνιος σκέφτεται, να ρίξει παραγάδι,
μα ο βάτραχος δεν πήδηξε έξω απ΄το πηγάδι.
 
Βάζει λοιπόν λίγο ψηλά, το γείσο στο κεφάλι,
και ψήνει λίγο τον κιμά τον έφαγε η κραιπάλη.
 
Που πας ρε καπετάνιο μου, ξεβράκωτος στο κύμα,
ξέρω πως δεν σου άρεσε, η φρέσκια μου η ρίμα.
 
Δεν ήθελες για σένα εγώ, να γράψω δυο αράδες,
και τον κιμά τον πέταξες πριν να σε δουν κυράδες.
 
Μπουνάτσα είναι σήμερα, η βάρκα σου κουνάει,
κι εκείνης το μακρύ μαλί, την μύτη γαργαλάει.
 
Και μια που πίνω σήμερα, δεν ξέρω πια τι λέω,
των σοφιστών τα άγραφα, κι έναν κυκλο ωραίο.
 
Τον φαύλο τον συνέθεσα, εγώ δεν σας δουλεύω,
Καθώς θα δείτε σύντομα, και το αυγό κουρεύω.
 
Εμένα οι αναλύσεις μου δεν μοιάζουν με ατάκες,
ψευδόσοφων και σοφιστών, οι κλάνες και οι πλάκες.
 
Ελπίζω καταλάβατε, πως χτίζεται ο κύκλος,
εκείνος που σας μπέρδεψε, όμορφος είναι ο κύκνος.
 
Τα όμορφα τα λόγια τους, τα ψέματα μεγάλα,
για βάδισε ξυπόλητος, πάνω σε μια κροκάλα!!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on August 01, 2009, 13:55:34 pm
Η συνέχεια του αριστουργήματος που πόσταρε ο Μάης :


Μην μασουλάς κατσίκα μου, και δυο και τρεις τις τσίχλες,
κούνα λιγάκι το κωλί, γιατί βρωμούν οι μπίχλες.

Λίγο δεξά, λίγο ζερβά, λίγο πιο κει τον κάδο,
το έχυσε το γάλα της, δεν έμειν' ούτε γράδο.

Αν την αρμέξεις νηστικά, αρχίζει να μασάει,
εσύ της πιάνεις το βυζί κι εκείνη κουτουλάει.




Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on August 22, 2009, 19:36:47 pm
Το εκτόπισμα
της Κικής Δημουλά

Οπως γκρεμιστηκε
ακομα εκει ειναι.
Ογκους λασπης κοτρωνες
κονιορτό
εκεί τα παράτησα
στη μεση του στενου διαδρομου
απ οπου υποχρεωτικα περνώ
για να βγω εξω
ή να σπρωχτώ πιο μέσα.
Βουνό τα γκρεμίδια.

Αναρωτιέμαι
τόσο μεγάλη ήταν αυτή η ιστορία;

Αντίθετα
η ελαχιστότητα μιας ιστορίας
ειναι που σωριαζει τόσον όγκο λύπης

Και χαρη σ αυτη τη δυσαναλογία
σωζεται το κύρος του ακατανόητου


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 02, 2009, 22:30:38 pm
Φάτα Μοργκάνα  
του Νίκου Καββαδία

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: fourier on September 02, 2009, 22:36:39 pm
Φάτα Μοργκάνα  
του Νίκου Καββαδία

...


Τς τς τς :-\ :-[  ^tickedOff^



FATA MORGANA

Στη Θεανώ Σουνά

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

*

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από τη Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι
κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι.

Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες.

Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου,
και φυλλομετρά το καζαμία.

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στη κόλαση μπορντέλο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 02, 2009, 22:40:10 pm
ατε να χαθεις :P

λάθος paste εκανααααα  :'(

 :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 02, 2009, 22:56:29 pm
αργά χθες βράδυ ξαφνικά μες στην ομίχλη
είδα στις ράμπλας τ' ουρανού
λουλούδια και μικρά πουλιά
μάτια να λάμπουν.
κι ένα αρχαίο φιλόλογο και πάλι όρθιο
να διδάσκει άγνωστα κείμενα
σαν υποσχέσεις ή αινίγματα.
χαμογελούσε κι έγραφε
στα δάχτυλά του έλιωνε η κιμωλία του χρόνου
κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα οι έφηβοι
είχαν ήδη δραπετεύσει και ταξίδευαν.
αργά χθες βράδυ ξαφνικά
είδα στον μαυροπίνακα του τίποτα
για πάντα αμετάφραστη τη λέξη ελευθερία


εκεί που πήγαινα
βαρύς και μόνος με τα χρόνια μου στην Εγνατία
ανάμεσα σε χωρικούς και μαγαζάτορες
βγήκε και πάλι ξαφνικά
μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
κι έγειρε να σκουπίσει με τα μάτια της
τη μελανιά απ' το παλιό μου μπικ στο μέτωπο.
ένα δειλό πορτοκαλί αχνοχάραζε στα χείλη της
κι ένα βαθύ γαλάζιο ξέφτι τ' ουρανού
είχε σκαλώσει στα μαλλιά της.
σφιχτά κρατώντας τα βιβλία στο λευκό πουκάμισο
η ίδια εκείνη Έφη απ' τα δεκαοχτώ
το ίδιο σκονισμένο απομεσήμερο
τα ίδια εκείνα μάτια
μέσα στη θλίψη που χαμογελούσαν

Τόλης Νικηφόρου


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 13, 2009, 14:39:17 pm
Αυτές οι νότες
που σας στέλνω
με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα
μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ' τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυο
ως κάτω στο βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική.
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει

Γι' αυτό να μην ανησυχείτε.
Το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ' εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

Γιάννης Βαρβέρης
από τη συλλογή Πιάνο βυθού, 1991




(http://my.opera.com/green_head/homes/blog/leg11.jpg)
Από την ταινία ο "Θρύλος του 1900"


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 19, 2009, 13:01:24 pm
Προσποιούμαι μνήμη
Νοσταλγώ
Σχολείο :  νότες και ανοικτές καρδιές

Aπογείωση Μνήμης
Η εφηβεία σαν πρότυπο
Τότε ονειρευόμουν
Τώρα φιλοδοξώ

Εκπόνηση προγράμματος
Αυτοκτονία Υποχρεώσεων
Ενηλικίωση

Περηφάνεια ενός γονέα που γερνά
Στην άκρη του χρόνου
καθιστός, στην αγκαλιά μιας επίπεδης οθόνης

προσποιούμαι άγνοια

πληθαίνουν οι ευτυχίες που πρέπει να παντρευτώ

Στην άκρη του χρόνου
δεν υπάρχει χρόνος
μόνο φθόνος, για το χρόνο που χάθηκε



Και όλες αυτές οι βαθιές και κοπιώδεις σκέψεις να εξαχνώνονται με ένα χαμόγελο   

Ε όχι Κύριε

Αμην λέγω υμίν, Κύριε, δεν μας τα πες καλά

Έχουμε πολλές απορίες, και μάλλον μία ζωή


http://flegomenos.blogspot.com/





Title: Re: Ποίηση
Post by: gate4 on December 09, 2009, 19:51:43 pm
Η παρδαλή καμήλα

με την κυρ' αλεπού

αντάμωσαν μια μέρα

κ' εγώ δεν ξέρω πού.

* * *

Διάφορ' αφού είπαν

τρεις ώρες συντροφιά

ο λόγος ήλθε τέλος

και για την ευμορφιά.

* * *

- Εγώ είμ' από σένα

πιο εύμορφη πολύ

και πιο καλοφτιαγμένη,

ψηλή και παρδαλή.

* * *

- Ομολογώ πως έχεις

το δέρμα παρδαλό,

μα 'γω την ευμορφιά μου

την έχω στο μυαλό.

* * *

Η ευμορφιά στο σώμα

τι τάχα ωφελεί,

όταν την εξυπνάδα

δεν έχ' η κεφαλή!»


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 10, 2009, 22:01:21 pm
Ο ποιητής είναι αθώος

Ο ποιητής υποφέρει ...Ο ποιητής υποφέρει
Γιατί έχει χάσει το δρόμο και πού πηγαίνει δεν ξέρει
Και περπατά δίχως μνήμη σ' αυτή τη χώρα τού νότου
Ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στ' όνειρό του

Ο ποιητής δεν γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει
Σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει

Και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει
Κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη
Και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη
Κι ενώ απ' τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει
Νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι αγάλι βουλιάζει

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία
Κρυμμένη πίσω από ράφια και σκονισμένα βιβλία
Κι όπως η νύχτα ζυγώνει και το σκοτάδι πυκνώνει
Βλέπει -απ' αλλού- το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι

Ορέστης Αλεξάκης

Από τη συλλογή Μου γνέφουν (2000)





Ο σωματικός μέσος όρος


Η εκπλήρωση ενός στόχου απαιτεί ελάχιστη αμφιβολία.

Είναι να μπορείς να πλένεις τα ήδη πλυμμένα πιάτα με το ίδιο πάθος που τα 'πλενες όταν ήσαν βρώμικα.

Κι όταν θα του μιλάς, δεν θα κοιτάζεις αλλού.


http://flegomenos.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: Jaegger on December 10, 2009, 22:22:30 pm
Ποτέ δε θα μάθεις τι ήσουν για μένα κι ας ήσουν ένας ήλιος στο δρόμο μου.
Ποτέ δε θα μάθεις πως ήσουν το τραγούδι μου κι ας τραγουδούσα μόνο για σένα.
Ποτέ δε θα μάθεις ότι πίσω από τα δάκρια μου κρυβόταν η ελπίδα κι ότι εσύ ήσουν το δάκρυ μου, μια άφθαστη ελπίδα, η ηλιαχτίδα στην καταιγίδα της ζωής μου...Δε θα το μάθεις.
Μπορεί να ήσουν ότι πιο όμορφο αγάπησα μα θα κρύψω τα λόγια μου πίσω από τα χείλη μου και δε θα το μάθεις. Κι αν οι λέξεις χωρίς να το θέλω ξεφύγουν, θα τις ψιθυρίσω τόσο σιγά που δεν θα τις ακούσεις.
Θα ξέρεις πως ήσουν για μένα μια απλή γνωριμία κι ας ήσουν για μένα η ζωή μου...


apo ta Mystika tis Edem


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on December 20, 2009, 02:24:05 am
(...)

από την καταχνιά τη μεγαλούπολης
στην επόμενή της καταχνιά.
συν ένα, συν ένα, ξανά πάλι
μια συνήθεια που έγινε
της πόλης ο Νόμος.

και μετά συναντάς τον Φίλο,
αυτόν που σου φέρνει την ημέρα
-έτσι θες να νομίζεις-
και με μια του λέξη
και με ένα χαμόγελό του
σου γνέφει την Ανατολή

Το σύννεφο ακόμη είναι χαμηλά
και ο ήλιος της αυγής το χρυσαφίζει
και η καρδιά ξαφνιάζεται
μα εσύ είσαι έτοιμος να σκιστείς
για πρώτη φορά στα δύο.

όσο ανεβαίνει πιο ψηλά,
και την πόλη φωτίζει
και τον αέρα ζεσταίνει
μα τίποτα πια δεν είναι το ίδιο...
και εσύ ανατριχιάζεις, εσύ καίγεσαι.

όσο είναι πρωινό χαίρεσαι
γιατί ελπίζεις μες το Φως
γιατί ζεσταίνεσαι από το Φως
μα κάτι πάλι σου ξέφυγε
κάτι δεν πάει καλά

ο ήλιος που ανέβηκε ψηλά
απότομα πέφτει πίσω
εκεί από όπου ανέβηκε -αργά και γλυκά-
και ξαναπέφτει η νύχτα
αλλά πια μπορείς να δεις
τα πάντα καθαρά τριγύρω σου

στον τόπο που το πρωτόνιωσες
το σύννεφο δεν θα ξανάρθει
γιατί προτιμά να πέσει κάπου αλλού
γιατί ξέρει πως θα το αναζητήσεις
και η ειρωνία είναι πως το ξέρεις κι εσύ επίσης.

(...)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on January 28, 2010, 03:09:43 am
If I make the lashes dark
And the eyes more bright
And the lips more scarlet,
Or ask if all be right
From mirror after mirror,
No vanity's displayed:
I'm looking for the face I had
Before the world was made.

What if I look upon a man
As though on my beloved,
And my blood be cold the while
And my heart unmoved?
Why should he think me cruel
Or that he is betrayed?
I'd have him love the thing that was
Before the world was made.


Title: Re: Ποίηση
Post by: komninos on March 01, 2010, 01:39:33 am
Αρχαία αιγυπτιακά ποιήματα (3000 ετών):


She is one girl, there is no one like her.
She is more beautiful than any other.

Look, she is like a star goddess arising
at the beginning of a happy new year;

brilliantly white, bright skinned;
with beautiful eyes for looking,
with sweet lips for speaking;
she has not one phrase too many.
With a long neck and white breast,
her hair of genuine lapis lazuli;
her arm more brilliant than gold;
her fingers like lotus flowers,
with heavy buttocks and girt waist.

Her thighs offer her beauty,
with a brisk step she treads on ground.
She has captured my heart in her embrace.
She makes all men turn their necks
to look at her.
One looks at her passing by,
this one, the unique one.

--------------------------------------------------------

I wish I were your mirror
so that you always looked at me.

I wish I were your garment
so that you would always wear me.

I wish I were the water that washes
your body.

I wish I were the unguent, O woman,
that I could annoit you.

And the band around your breasts,
and the beads around your neck.

I wish I were your sandal
that you would step on me!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 22, 2010, 12:58:17 pm
Καρτερεμα- Γιαννης Ριτσος

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σα δέντρο.

Κι αυτοί μες απ’τα σίδερα, μανούλα, κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το “αχ”, μανούλα, και βγαίνει φύλλο λεύκας.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on April 22, 2010, 13:12:49 pm
Κρίση ΙV

Ο σουρεαλισμός πάνω στη γη
βρίσκει εφαρμογή στα τροπικά δάση
γιατί εκεί
πολύχρωμοι παπαγάλοι πετούν
 τριγύρω
καθώς Eσύ μιλάς.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on April 29, 2010, 17:48:32 pm
Κλαμπ Κόλαση, 1942


το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.


κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.

πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.


το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.


προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.


είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.


ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.


* * *
 
τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα
μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.

μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι:
τι γυρεύω εγώ
εδώ;


-Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on April 30, 2010, 11:35:08 am
nice....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 01, 2010, 09:44:52 am
Ανδρέας Κάλβος - Αι Ευχαί (απόσπασμα)

Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
 

Στην στεριάν, στα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
 

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
 

Παρά προστάτας να 'χωμεν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 01, 2010, 10:06:13 am
πω ρε μου θυμισες το σχολειο τωρα....


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on May 01, 2010, 17:08:41 pm
Δεν τον ειχα ξαναδει ποτε ετσι.
Τοσο μεθυσμενο.
Τοσο αλλου.
Για την ακριβεια δεν τον ειχα ξαναδει ποτε γενικα.
Μολις εκεινο το βραδυ ηταν που γνωριστηκαμε.
Ειχαμε αρχισει να πινουμε μονοι,ο ενας πλαι στον αλλον,και ειπαμε να συνεχισουμε παρεα.
Δεν ξερω αν ειναι που εγω αντεχω περισσοτερο ή που εκεινος ειχε ξεκινησει πολυ νωριτερα απο εμενα.
Παντως επεσε πρωτος.
Κατερρευσε.
Αλλα τη θεση του δεν ελεγε να την εγκαταλειψει.
Οχι,δεν ηταν απ'αυτους.
Εκρυψε το προσωπο του μοναχα κατω απο τις παλαμες του κι αρχισε να κλαιει.
Νομισε πως δεν θα τον καταλαβαινα.Αλλα δεν χρειαζοταν να τον δω.
Ηδη τον ακουγα απο ωρα να σπαραζει.
Του τραβηξα τα χερια και το "γιατι" το βλασφημο,το μοχθηρο τον ρωτησα.
"Θελω να πεφτει χιονι",μου απαντησε.
Και ηταν ακομη Αυγουστος.
Μα και τον Γεναρη ακομη σπανια χιονιζει σε τουτα εδω τα μερη.


Title: Re: Ποίηση
Post by: il capitano on May 02, 2010, 01:52:55 am
Το ημερολογιο εδειχνε 19 Μαρτη
βεβαια μπορουσε
να δειχνει και 19 Γεναρη
το προβλημα του ηταν
οτι καμια απο τις δυο μερες
δεν ειχε γινει τιποτα!


Title: Re: Ποίηση
Post by: Jaegger on May 02, 2010, 01:55:07 am
Το ημερολογιο εδειχνε 19 Μαρτη
βεβαια μπορουσε
να δειχνει και 19 Γεναρη
το προβλημα του ηταν
οτι καμια απο τις δυο μερες
δεν ειχε γινει τιποτα!
:o


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on May 02, 2010, 02:48:27 am
        I'm soft.
        I dream too.
        I let myself dream.
        I dream of being famous.
        I dream of walking the streets of London and Paris.
        I dream of sitting in cafes,
        drinking fine wines and
        taking a taxi back to a good hotel.
        I dream of meeting beautiful ladies in the hall
        and turning them away because
        I have a sonnet in mind that
        I want to write before sunrise.
        Αt sunrise I will be asleep and there will be a
        strange cat curled up on the windowsill.

        I think we all feel like this
        now and then.
        I'd even like to visit
        Andernach, Germany, the place where
        I began. then I'd like to
        fly on to Moscow to check out
        their mass transit system so
        I'd have something faintly lewd to
        whisper into the ear of the mayor of
        Los Angeles upon my return to this
        fucking place.

        it could happen.
        I'm ready.
        I've watched snails climb over
        ten foot walls and vanish.

         
        you mustn't confuse this with
        ambition.

        I would be able to laugh at my
        good turn of the cards--

        and I wouldn't forget you.
        I'll send postcards and
        snapshots, and the
        finished sonnet.



Charles Bukowski

on the continent


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 04, 2010, 09:25:31 am
Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια

Γιάννης Ρίτσος


Title: Re: Ποίηση
Post by: fourier on May 04, 2010, 10:00:50 am
Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια

Γιάννης Ρίτσος

Τόπικ ποίησης είναι, αλλά με αφορμή το ποίημα του Καραμαζοφ νομίζω πως ταιριάζει:

(https://www.thmmy.gr/smf/index.php?action=dlattach;topic=2256.0;attach=40768;image)

Κατάληψη του χώρου της Ακρόπολης από μέλη του ΚΚΕ

Συνεχίζεται η κατάληψη στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, που ξεκίνησαν στις 6 το πρωί της Τρίτης, περίπου 200 μέλη του ΚΚΕ, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τα μέτρα λιτότητας που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.

Στον Ιερό Βράχο έχουν αναρτηθεί δύο πανό (στα ελληνικά και τα αγγλικά) που γράφουν: «Λαοί της Ευρώπης ξεσηκωθείτε», ενώ δεν επιτρέπεται η είσοδος των επισκεπτών.



edit: Από μέλη του ΚΚΕ έγινε η κατάληψη και όχι από το ΠΑΜΕ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 17, 2010, 14:06:11 pm
Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.

Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.

Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.


Γιώργος Σεφέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on May 18, 2010, 00:02:19 am
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα -
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ' έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on May 19, 2010, 14:23:07 pm
Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια

Γιάννης Ρίτσος

Τόπικ ποίησης είναι, αλλά με αφορμή το ποίημα του Καραμαζοφ νομίζω πως ταιριάζει:

(https://www.thmmy.gr/smf/index.php?action=dlattach;topic=2256.0;attach=40768;image)

Κατάληψη του χώρου της Ακρόπολης από μέλη του ΚΚΕ

Συνεχίζεται η κατάληψη στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, που ξεκίνησαν στις 6 το πρωί της Τρίτης, περίπου 200 μέλη του ΚΚΕ, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τα μέτρα λιτότητας που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.

Στον Ιερό Βράχο έχουν αναρτηθεί δύο πανό (στα ελληνικά και τα αγγλικά) που γράφουν: «Λαοί της Ευρώπης ξεσηκωθείτε», ενώ δεν επιτρέπεται η είσοδος των επισκεπτών.



edit: Από μέλη του ΚΚΕ έγινε η κατάληψη και όχι από το ΠΑΜΕ.

εισαι αισχρος.
και για πιπεριες να γραφαμε παλι θα το ταιριαζες εσυ.... οφου...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on May 28, 2010, 13:24:02 pm
Aποτυχημένη γενιά του 21ου αιώνα.
Yπερπληροφόρηση, υπερφόρτιση,
απουσία δυνατότητας προσανατολισμού,
αδυναμία εστίασης.
O ρομαντισμός πέθανε,
η σεξουαλική απελευθέρωση
θεωρείται δεδομένη και βαρετή,
παντού ωμότητα και χάος.
Γιατί όλα φαίνονται τόσο μπλεγμένα;
Eπιβάλλοντας στον εαυτό σου
να θέλει αυτό που οι άλλοι
σου υποδεικνύουν ως σωστό,
συνεχίζεις νομίζοντας ότι όλα
βελτιώνονται,
ενώ βουλιάζεις όλο και περισσότερο
στα ίδια συναισθηματικά αδιέξοδα.
Γιατί μέσα σου ξέρεις
πως αυτό δεν το θέλεις.
Δεν θέλεις καν να το θέλεις.
Δεν ξέρεις τι θες, θες όμως να το ψάξεις.

Στο όνομα αυτής της αναζήτησης
δοκιμάζεις και δοκιμάζεις και δοκιμάζεις.
Kαι τίποτα δεν σε ευχαριστεί τελικά,
όλα τα βαριέσαι.
Kάθε φορά ερωτεύεσαι το Aδύνατο.
Kινούμενη από καθαρό ενθουσιασμό,
κάθε βράδυ επιζητείς
και διαφορετικό άνθρωπο.
Ίσως καταλαβαίνεις ότι πληγώνεις
τον εαυτό σου και τους γύρω σου.
Δεν κάνεις, όμως, πίσω,
γιατί απλά δεν θέλεις να συμβιβαστείς.

Aυτή η αναζήτηση,
όμως, που σε τροφοδοτεί
δεν θα σταματήσει ποτέ,
γιατί ψάχνεις το ανύπαρκτο.
Άδοξο τέλος,
όταν θα συνειδητοποιήσεις
ότι είσαι μόνος,
ότι όλοι γύρω σου σε άφησαν,
Nάρκισσε.

Σταμάτα να ερωτεύεσαι το Ωραίο.
Tότε θα δεις την διαφορά.

[Ξυλοπόδαρα]


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on May 29, 2010, 15:27:31 pm
Οριζω το βαθυ drum ηχο που χτυπα στην καρδια σου για να σου δωσω ρυθμο να επαναστατησεις εναντια σε καθε τι που σε καθιστα ουδετερη μηχανη επιβιωσης
αγωνιζομαι να σου δωσω μικρα γλυκα ονειρα και να αναψω τις σπιθες που σε διαφοροποιουν απο τα ζωα
σκεψεις που αφηνεις στη ληθη της εφηβειας

Οριζω μια βαθεια techno μποτα που σε χτυπα με ρυθμο να σε παρει να σε ξεναγησει στα αγρια ενστικτα που ξεχνας
στην ουτοπια που αναζητα και πρεπει να δεις στα βουρκωμενα ματια της
στην ενταση του ενστικτωδους στροβιλου που σε θεοποιει ανακαλυπτοντας την αγαπη

Οριζω μια εκρηξη τρισδιαστατη μετα το τελος της οποιας πετας με smart πορτοκαλι σκαφακι πανω απο τοπια και πολεις των ονειρων σου.

Σε ξαναγυριζω στο beat και ομολογω πως θελω να με αγαπησεις οπως σε αγαπω εγω
να ψιθυρισεις καινουργια ποιηματα
να παιξεις καινουργια μουσικη
να ονειρευτεις νεα ονειρα
και να τα δωσεις με γλυκο χαμογελο στον πολιτισμο των ανθρωπων


Θελω να φυτρωσουν φτερακια στην θεση των χεριων σου
να περπατας σε ηλεκτρονικα δαση
να αγαπας ο,τι υπαρχει γυρω σου
να φτιαχνεις ονειρα στα συννεφα και να τα βλεπουν ολοι
να αγριεψεις
να μην σε κανει κανενα κρατος καλα.




(α.δρανδακης)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 19, 2010, 23:18:12 pm
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ηχώ

Άκου τον ήχο σπάζει πέτρες
Και πέφτουνε πεφτάστερα στους στίβους
Στα γήπεδα πηδούν οι μπάλες
Σαν μπάλες ρούγκμπι σαν πεπόνια
Κομψές κυρίες στις κερκίδες
Και κορασίδες με pull-over
Χειροκροτούν κι όλο φωνάζουνε
«Goal! Goal! στα δίχτυα των εχθρών
Όχι ποτέ στα δίχτυα του θανάτου».

(Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα, Αθήνα 1984)




Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 19, 2010, 23:18:55 pm
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τα γκολπόστ
άκουγε τις καμπάνες που βαρούν
και τ’ ορειχάλκου τις δονήσεις
όπου τρυπάν τον καθαρό
-του κυριακάτικου πρωινού-
αγέρα
άραγες οι καμπάνες τι να μηνούν;
θα τις ακολουθήσουν μήπως
ύμνοι τραγούδια χαρές
ή πολυβόλα θ’ αντηχήσουνε
απαίσια
να σπείρουνε
τον όλεθρο ολούθε;
ένα σας λέω:
όλοι να τρέξουμε αμέσως
στα γκολπόστ
παιδιά!
στα γκολπόστ!
στα γκολποστ
άγρυπνοι
-ακοίμητοι φρουροί-
πανέτοιμοι
το μάτι εδώ εκεί
να γρηγορούμε
μην αρχίσουνε να πέφτουνε
τα τέρματα
βροχή
και
ηττηθούμε.

(Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα 1978)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on June 19, 2010, 23:30:17 pm
Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατία του πόνου·
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρεί με την πίκρα, του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Θολωμένο και γύφτικο το μάτι·
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ’ όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνεν της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ’ απόκαμ’ η ψυχούλα και της δίνει
παρηγορία ψυχρή την κοκαΐνη.
Α, στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρεί λίγη γαλήνη
το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Κυρά της μοναξιάς, μάνα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάνα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on August 20, 2010, 13:40:14 pm
There are many cumbersome ways to kill a man.
You can make him carry a plank of wood
to the top of a hill and nail him to it. To do this
properly you require a crowd of people
wearing sandals, a cock that crows, a cloak
to dissect, a sponge, some vinegar and one
man to hammer the nails home.

Or you can take a length of steel,
shaped and chased in a traditional way,
and attempt to pierce the metal cage he wears.
But for this you need white horses,
English trees, men with bows and arrows,
at least two flags, a prince, and a
castle to hold your banquet in.

Dispensing with nobility, you may, if the wind
allows, blow gas at him. But then you need
a mile of mud sliced through with ditches,
not to mention black boots, bomb craters,
more mud, a plague of rats, a dozen songs
and some round hats made of steel.

In an age of aeroplanes, you may fly
miles above your victim and dispose of him by
pressing one small switch. All you then
require is an ocean to separate you, two
systems of government, a nation's scientists,
several factories, a psychopath and
land that no-one needs for several years.

These are, as I began, cumbersome ways
to kill a man. Simpler, direct, and much more neat
is to see that he is living somewhere in the middle
of the twentieth century, and leave him there
(breton)




Because of you, in gardens of blossoming flowers I ache from the
perfumes of spring.
   I have forgotten your face, I no longer remember your hands;
how did your lips feel on mine?
   Because of you, I love the white statues drowsing in the parks,
the white statues that have neither voice nor sight.
   I have forgotten your voice, your happy voice; I have forgotten
your eyes.
   Like a flower to its perfume, I am bound to my vague memory of
you. I live with pain that is like a wound; if you touch me, you will
do me irreparable harm.
   Your caresses enfold me, like climbing vines on melancholy walls.
   I have forgotten your love, yet I seem to glimpse you in every
window.
   Because of you, the heady perfumes of summer pain me; because
of you, I again seek out the signs that precipitate desires: shooting
stars, falling objects.
(neruda)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on September 18, 2010, 17:51:22 pm
Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1910)


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on September 18, 2010, 18:32:24 pm
Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on September 18, 2010, 20:13:17 pm
OH YES - CH. BUKOWSKI

there are worse things than
being alone
but it often takes decades
to realize this
and most often
when you do
it's too late
and there's nothing worse
than
too late.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 18, 2010, 20:24:54 pm
!


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 18, 2010, 20:34:29 pm
Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει
Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα
Έβλεπα τώρα
πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής : Θα πέσει η πόλις.



Εκεί προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη.
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια τους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου, και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω



Μανόλης Αναγνωστάκης




Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on September 18, 2010, 21:13:02 pm
Ελάφι

Ξυπνώ με τη θέρμη της γλώσσας ενός ελαφιού
ανάμεσα στα πόδια μου,
με το απογευματινό φως να εισβάλλει οριζόντια στο χώρο
μέσα από πόρτες ανοιγμένες.
Αυτό το ελάφι, απαλά μου θωπεύει το στήθος και με γλείφει,
με την ολόθερμη τραχιά του γλώσσα αχόρταγα γλείφει
τον κεντρικό μου χώρο, το στήθος, το πρόσωπο.
Η μυρωδιά του με μεθά – χώμα, βρύα, φόβος, αποσύνθεση –
η ακατέργαστη οσμή του ενστίκτου.
Ξαπλώνει δίπλα μου αγγίζοντας την εύθραυστη κοιλιά μου,
κι ενώ περνώ τα δάχτυλα στ’ ανάκατα μαλλιά του
σηκώνει το κεφάλι του περήφανα και ατενίζει μακριά μου βαθιά μέσα
στο δάσος.
Το γυμνό του πέος κοκκινίζει στις σκιές του σούρουπου.

Ο χρόνος πυκνώνει. Ψαύοντας το σκοτάδι συναντώ ένα σώμα
αντρικό.
Ο πόθος μου κορυφώνεται αστραπιαία και φλέγομαι.
Μου κάνει έρωτα. Ευθέως. Με απλότητα. Με σφίγγει στην αγκαλιά του.
Κρατάει στις παλάμες του τον βόρειο και τον νότιο άνεμο.
Ποτάμια και ωκεανοί διατρέχουν το κορμί του.
Το φιλί του ζεστό και υγρό σαν καλοκαιρινή βροχή.
Το δωμάτιο είναι γεμάτο τραγούδια της γης, μιας γης πέρα από τη δική μας.
Είναι κάτι στιγμές που μια λάμψη σεληνόφωτος αποκαλύπτει το πρόσωπό του.
Δεν με κοιτάζει στα μάτια, με προστατεύει από τον ίδιο του τον
εαυτό.

Κάποιες φορές με κάνει να χάνω το έδαφος από τα πόδια μου.
Ο πόθος λιμνάζει στον αφαλό του σαν κρυστάλλινο νερό πηγής
ενώ άλλοτε ρέει ξερνώντας λάβα.
Ποτέ δεν με πληγώνει.
Με απεριόριστη φροντίδα ξαπλώνεται στην πλάτη μου και όταν
μου δαγκώνει το λαιμό και μυρίζω την παθιασμένη του ανάσα γνωρίζω
πόσο ευάλωτη είμαι.

Με τον ερχομό της αυγής ανιχνεύω μικρές κεράτινες αιχμές
κάτω από τα μαλλιά του.
Αναπτύσσει γούνα από το κεφάλι ως τους γλουτούς,
στην κοιλιά του αναπάντεχους θυσάνους αγριόχορτου,
αποκτά κεφάλι ελαφιού με τα μάτια του επάνω μου μετά βίας
ανθρώπινα.

Αφηρημένος, με βλέμμα από έναν κόσμο πέρα από τα δικά μας σύνορα
με χέρια κοκάλινα με χαϊδεύει κι έτσι παρατηρώ τα κέρατά του
να μπουμπουκιάζουν και να εξαπλώνονται.

Το άρωμα της νέας μέρας κατακλύζει την καλύβα, ορθώνεται να φύγει.
Στέκομαι μπροστά στην πόρτα. Μου ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και
καθώς κόβομαι στα δύο σωριάζομαι φλεγόμενη στο έδαφος.
Τότε ακούω τις αιχμηρές οπλές του στον καλπασμό της φυγής του και
αισθάνομαι το πώς τα καμένα μου κομμάτια οδηγούνται σε άνθιση.

Barbara Korun


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 20, 2010, 10:55:29 am
OZYMANDIAS

I met a traveller from an antique land
Who said: Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. Near them, on the sand,
Half sunk, a shattered visage lies, whose frown
And wrinkled lip, and sneer of cold command
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them and the heart that fed.
And on the pedestal these words appear:
"My name is Ozymandias, king of kings:
Look on my works, ye Mighty, and despair!"
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.


Percy Shelley


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on September 24, 2010, 01:22:18 am
Ο πληθυντικός αριθμός

Κική Δημουλά (συλλογή Ποιήματα, 1998)

Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on October 05, 2010, 09:13:05 am
 Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)




Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν "αναποδογυρίζει το τραπέζι" όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλυστρίσει απ' τις πανσοφές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 06, 2010, 17:12:54 pm
Ασπίδι μεν Σαΐων τις αγάλλεται, ήν παρά θάμνω
έντος αμώμητος κάλλιπον ούκ εθέλων
αυτός δ' εξέφυγον θανάτου τέλος ασπίς εκείνη
ερρέτω εξαύτις κτήσομαι ού κακίω.

Αρχίλοχος


Η ΠΕΤΑΜΕΝΗ ΑΣΠΙΔΑ

Κάποιος απο τους Σάιους χαίρεται την ασπίδα μου, όπλον αψεγάδιαστο,
που τήνε πέταξα στα θάμν' αθέλητά μου. Όμως εγώ
γλίτωσα το θάνατο. Ας πάει στο διάολο η ασπίδα. Θ' αγοράσω
άλλην καλύτερη.

(Μετάφραση: Κ. Βάρναλης)


Title: Re: Ποίηση
Post by: ectoras on December 06, 2010, 17:44:51 pm
 ;D ;D ;D ;D ;D ;D ;D ;D

gamato


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on January 10, 2011, 14:56:14 pm
ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Σε θυμάμαι λίγο. Όταν κάποια καλοκαιρινά
απογεύματα ερχόσουν στο γειτονικό μας σπίτι.
Αγαπημένη θεία θείας μου.

Θυμάμαι να περπατάς αργά κατά το μέρος μου
χαμογελαστή, χαρούμενη· και να μου λες:
«Τι κάνουν τα όμορφα νιάτα!»

Σ’ άρεσε να κάθεσαι στη δροσιά όταν ο ήλιος
έπεφτε και να παίζεις κανένα χαρτάκι...

«Έλα μια μέρα σπίτι να σε κεράσω ωραίο γλυκό
του κουταλιού — σύκο, το φτιάχνω μόνη...»

Μόνη.
Ναι βέβαια...
Το γνώριζα αυτό.

Μόνο που... τα νιάτα κάποιες φορές, δεν αντέχουν
μόνα μ’ ένα μαραμένο τριαντάφυλλο.—

Πάνε χρόνια τώρα που έφυγες.
Κι ίσως τώρα να σε συμπαθώ ακόμη πιο πολύ.
Όμως,
αυτό το γλυκό του κουταλιού νομίζω ότι πάλι δεν
θα το τρωγα...
Είναι βλέπεις που... – δεν φταις εσύ –
δεν είχες τίποτα να πεις.
Μόνη όπως ζούσες
δεν είχες τίποτα περισσότερο να δώσεις
από ένα γλυκό του κουταλιού σύκο...

Συγχώρεσέ με.
Σε συμπαθώ...
Γλυκιά ανάμνηση είσαι.
Μα... τα τριαντάφυλλα για ν’ ανθίσουν
θέλουν, κάτι περισσότερο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: inco on January 10, 2011, 15:35:32 pm
πίσω από τα μάτια μου
ένα καμμένο χωράφι


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 21, 2011, 15:07:26 pm
Γιαννης Ρίτσος

Η πέτρα σταυρωμένη απ' τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά

Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης

Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους

Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι

Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ' τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
μια μικρή πινακίδα "κάτω οι τύραννοι"

Ήταν καλός ο Ντικ


Title: Re: Ποίηση
Post by: ectoras on May 29, 2011, 21:54:21 pm
http://www.youtube.com/watch?v=zwNrbEFPPGc&feature=related


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 06, 2011, 01:46:46 am
Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια

Γιάννης Ρίτσος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on June 08, 2011, 03:31:35 am
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: ectoras on June 15, 2011, 20:56:25 pm
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν'  άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι' όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα να 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on June 15, 2011, 23:46:20 pm
[Τσέζαρε Παβέζε]

θά 'ρθει ο θάνατος και θά 'χει τα μάτια σου -
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
από το πρωί ως το βράδυ, ακάματος
σιωπηλός, σαν μια παλιά τύψη
ή ένα παράλογο ελάττωμα. Τα μάτια σου
θα είναι μια λέξη κενή,
μια σιωπηλή κραυγή, μια σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωί
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Θά 'ρθει ο θάνατος και θά 'χει τα μάτια σου.
Θα είναι σα να σταματάς μια κακή συνήθεια,
σα να βλέπεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ξανά ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλειστό χείλι.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο σιωπηλοί.



Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 30, 2011, 21:56:26 pm
68 [Ed.63]
   
Οὔ τις αἰδοῖος μετ' ἀστῶν οὐδὲ περίφημος θανὼν
γίγνεται· χάριν δὲ μᾶλλον τοῦ ζοοῦ διώκομεν
ζῶντες ἔτι· κάκιστα δ' αἰεὶ τῷ θανόντι γίγνεται.    

Κανεὶς δὲν κέρδισε ἀπὸ τὸ θάνατό του.
Δὲν ἔγινε οὔτε πιὸ γνωστός, οὔτε πιὸ σεβαστὸς στοὺς ἄλλους.
Κατὰ πάσα πιθανότητα, ἡ ἐκτίμηση τῶν ζωντανῶν
σχετίζεται μὲ τὴ ζωή.
Ὅταν πεθάνεις, τὸ κακὸ εἶναι πώς λείπεις· γιὰ πάντα.

Αρχίλοχος


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on June 30, 2011, 22:07:08 pm
Στην ιστορία

Έλληνες ήρθαν πάλι…

Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,

προχτές.

Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,

πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,

μα όσο κι αν τόκρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,

το νόημα βγαίνει.

Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…

Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις

μια χαλασμένη πολιτεία.

Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.

Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,

έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.


Φώτης Αγγουλές (1911-1964).


Title: Re: Ποίηση
Post by: sakaflias7 on July 05, 2011, 00:39:24 am
to troll or not to troll
to spam or not to spam
to sign in or to sign off
to register or to unregister
who knows or google knows


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on July 05, 2011, 12:01:18 pm
στίχοι: Άλκης Αλκαίου

Στον κόσμο που γεννήθηκα τα βρήκα όλα γραμμένα
πάνω σε βλέφαρα κλειστά σε χείλη σφραγισμένα
γυναίκα τρυγεί την ζωή με βυσσινιά πορφύρα
δεν έχει ο μόνος πέρασμα ήλιο δεν έχ' η μοίρα

Πόσες φωτιές στα πέλαγα πόσοι ξενιτεμένοι
ήταν για τα διόδια κι όχι για την Ελένη
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λιώσουμε μαζί πως θες να γίνουμ' ένα;

Στον κόσμο που γεννήθηκα δε χάραξα πορεία
τσιγάρο μ' ανεμόχαρτο στρίβω στα πρακτορεία
να δω τον ήλιο ανάστροφα και τ' άστρα ζαλισμένα
να σταματήσω τη στιγμή με τα φτερά ανοιγμένα

Πόσες φωτιές στα πέλαγα πόσοι ξενιτεμένοι
ήταν για τα διόδια κι όχι για την Ελένη
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λιώσουμε μαζί πως θες να γίνουμ' ένα;
πως θες να γίνουμ' ένα;


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on July 05, 2011, 13:29:18 pm
 ^notworthy^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 01, 2011, 19:57:14 pm
Λέκτωρ

Για δεκαεπτά χρόνους ολόκληρους
καλογέρευα.
Πορτάρης ήμουν, μάγερας, καθαριστής, σταβλίτης.
Κάθε βρομοδουλειά του γέροντά μου έκανα.
Στα μούτρα έφαγα τον άθλιο Πλάτωνα,
τον άνοστο Αριστοτέλη κι όλο τους το σινάφι.
Απ’ έξω τα ’μαθα, τ’ αντέγραψα
πάνω από εκατό φορές.

Τις νύχτες όμως στα κρυφά ο ασεβής
παρηγοριά είχα τον γλυκύ μου Επίκουρο
και τα μυστήρια του σκοτεινού τους
- χα, χα! - και των συγκαιρινών του
φως τα ‘φτιαχνα και χώμα.

Τώρα με κάναν αναγνώστη.
Όχι πως καμίαν μου αξία ότι εκτίμησαν,
καπάκι ήρθαν τα πράματα
μες στην τυχαία και στοχαστική τους περασιά
κι έκαναν τούμπα το ντετερμινισμό τους όλον.

Τώρα μπορώ πια καθώς θ’ αναγιγνώσκω
τις ιερές Γραφές και το Θεόπνευστό μας Λόγο,
να τους πετώ πάνω στον ύπνο τους, αριά και που,
καμιά παραλλαγμένη πονηρά
σελίδα της φύσεως των όντων
και κάνα δυο μικροί κι ανήσυχοι
να την αρπάζουν στο μουχλιασμένο αέρα μας.


X.E.Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on August 02, 2011, 01:10:38 am
μου θύμισες βραδυά ποίησης με τον turambar να απαγγέλει το "κ. καθηγητά..."   :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Nessa NetMonster on August 04, 2011, 10:38:41 am
Δεν ανεβάζετε καλύτερα κανέναν σοβαρό ποιητή...


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on August 04, 2011, 11:57:55 am
φυσικα!

Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

ΣΟΥΡΗΣ ΡΕ!


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on August 04, 2011, 16:08:59 pm
Δεν ανεβάζετε καλύτερα κανέναν σοβαρό ποιητή...

 :D :D :D

Δημοτικό:

Ο τρόπος που με κοιτάς μ’ αρέσει,
με το χαμόγελό σου με τρελαίνεις, μ’ έχεις μπλέξει.
Ο τρόπος που περπατάς μετράει
και το κορμί σου μες στα ρούχα σου, αχ πώς χωράει.

Αν θέλεις ν’ ανοίξουνε, ν’ ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,
βγάλε όλα τα ρούχα σου εκτός, εκτός από τις μπότες.

Ο τρόπος που με φιλάς μ’ αρέσει, μ’ αρέσει,
με το χαμόγελο σου με τρελαίνεις, μ’ έχεις μπλέξει.
Ο τρόπος που μ’ αγαπάς με λιώνει
κι ο έρωτάς σου, όταν σε αγγίζω, μεγαλώνει.

Αν θέλεις ν’ ανοίξουνε, ν’ ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,
βγάλε όλα τα ρούχα σου εκτός, εκτός από τις μπότες.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on August 04, 2011, 19:40:46 pm


Αν θέλεις ν’ ανοίξουνε, ν’ ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,
βγάλε όλα τα ρούχα σου εκτός, εκτός από τις μπότες.

Πέπη Τσεσμελή ρε φίλε ?  ;D ;D ;D χαχαχα


Title: Re: Ποίηση
Post by: john_pos on August 05, 2011, 11:08:22 am
ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ

Ο Σούπερμαν, σε μια μικρή ξαφνική διάλειψη ανασφά-
λειας που τον επισκέφτηκε εν ώρα πτήσης, γκρεμοτσακί-
στηκε πάνω στην ταράτσα του Ινστιτούτου Υπαρξιστικών
Ερευνών.


ΜΙΑ ΕΥΧΗ

-Κάνε μια ευχή με μια λέξη
                       -Όχι πόνος
-Μα αυτές είναι δύο
                -Στ' αρχίδια μου



και τα δυο ποιήματα είναι από την ποιητική συλλογή
"Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;"  του
Γιάννη Αγγελάκα








Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on September 07, 2011, 13:52:39 pm
ΘΑ ΦΥΓΩ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα φύγω μια μέρα
σαν όλες τις άλλες
θυμήσου
εσύ θα νομίζεις
ό,τι έχω πάει απλά για τσιγάρα
γιατί δεν νιώθεις
το φθισικό ρολόι
που με τρώει νύχτες χιλιάδες
γιατί δεν ένιωσες ποτέ
την ξεφτίλα των παιχνιδιών
την πληγωμένη επιστροφή των σκυλιών
που μ' αρρώσταινε τόσο
θα φύγω μια μέρα
πιο πλούσιος, πιο πονεμένος, πιο γυμνός
ανήμπορος να ξημερώνομαι
διψασμένος πάνω στα χείλη σου
γιατί δεν νιώθεις
το φθισικό ρολόι
που με τρώει νύχτες χιλιάδες

                        Γ. Οικονομέας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on September 07, 2011, 14:46:17 pm
http://www.youtube.com/watch?v=AtYXQ4A1_nA


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 22, 2011, 23:21:08 pm
είπε τις, Ηράκλειτε, τεόν μόρον, ες δε με δάκρυ
ήγαγεν, εμνήσθην δ' οσσάκις αμφότεροι
ηέλιον κατεδύσαμεν, αλλά συ μεν που,
ξείν' Αλικαρνησεύ, τετράπαλαι σποδιή΄
αι δε τεαί ζώουσιν αηδόνες, ήσιν ο πάντων
αρπακτής Αΐδης ουκ επί χείρα βαλεί.

Παλατινή Ανθολογία VII, 80.



*
Κάποιος μου ανέφερε , Ηράκλειτε, το θάνατό σου
και με πήραν τα δάκρυα. Θυμήθηκα πόσες φορές οι δυό μας
βραδιάσαμε συζητώντας. Εσύ βέβαια,
φίλε από την Αλικαρνασό, προ πολλού έχεις γίνει στάχτη,
αλλά τα αηδόνια σου είναι ζωντανά΄αυτά
ο άρπαγας Άδης δεν μπορεί να τα βάλει στο χέρι.




Σημείωση: Ο Καλλίμαχος αναφέρεται στον ποιητή
Ηράκλειτο από την Αλικαρνασσό, στον οποίο
αποδίδεται ένα πολύ καλό επίγραμμα
της Παλατινής Ανθολογίας.
Τα "αηδόνια" του Ηρακλειτου αντιπροσωπεύουν
μεταφορικά τα καλά ποιήματα που έχει γράψει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on October 05, 2011, 02:56:55 am
Εἰκόνα

Πῶς δοκιμάζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλίας
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα χειριζόμενος λέξεις

εὐαισθητισμὸς εὐαισθησία αἰσθητισμὸς
εὐαισθησία καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαίσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιάζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφέ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βίβλο

ἀρχίζει μὲ χειροκροτήματα τὸ ποίημα.

Νίκος Καρούζος



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on October 05, 2011, 02:57:35 am
Ῥομαντικὸς ἐπίλογος

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.

Νίκος Καρούζος


Title: Re: Ποίηση
Post by: christineL on October 05, 2011, 09:39:39 am
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Καβαφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on October 15, 2011, 18:05:23 pm
Ὁ Οὐρανός- M. Αναγνωστάκης

Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.



 


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on October 24, 2011, 21:20:47 pm
Πρέπει ν’αχω φύγει. Νιώθω τη σιωπή
που επακολουθεί,
νοιώθω τ’αδειο που επακολουθεί
όταν ήταν κάποιος στο δωμάτιο και βγήκε

Kώστας Μόντης


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on October 25, 2011, 16:33:51 pm
ΠΟΙΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

(1942)

Θα΄ πρεπε να΄ ναι επίτηδες βαλμένο
ένα τυχαίο μα και όμορφο γεγονός
ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
μέσα σε μιαν αυλή οφθαλμιατρείου,
αχ! μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές και άσχημα χάχανα,
ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
αίθουσα αναμονής
και πάνω στον βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
με τα εργαλεία των γιατρών,
το μάθημα ανατομίας του γιατρού Τούλπ
σε μια μικρή λιθογραφία μ΄ άσπρο φόντο.
Και να την, να την σαν επίτηδες
τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
άγνωστη μ΄ άσπρο αδιάβροχο, σκληρά χαρακτηριστικά
μελαχρινά λόγο σκληρά χαρακτηριστικά
ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα.
Κι αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
μ΄ ένα μικρό αντικείμενο ασυνεσθήτως.
Αχ! μέρα βροχερή γεμάτη απ΄ το κορίτσι με το άσπρο αδιάβροχο.

Γιώργος Μακρής


Title: Re: Ποίηση
Post by: insanegr on October 26, 2011, 03:36:38 am
BE MY VALENTINE(ΙΙ) -  ΑΙΜΌΦΙΛΟΣ Τ. ΙΝΦΛΟΥΈΝΤΖΑΣ



προστάτη τους και φύλακα
έχουν το Βαλεντίνο

αυτοί που τους μιλάς κι απόκριση δεν παίρνεις
κι ούτε μπορείς να καταλάβεις αν σ' ακούνε
έτσι που καμουφλάρουν με χαμόγελο το πρόσωπο

αυτοί που μέσα στο ίδιο πιάτο γευματίζουν
και καταφέρνουν πάντοτε στο ίδιο μακαρόνι να τελειώνουν

που με ηφαίστεια τις συναντήσεις τους φωτίζουν
κι όλες τις φράσεις τους τις κλείνουν με θαυμαστικά

κι ακόμα αυτοί που μόνοι τους χτυπιούνται και ουρλιάζουν
που δεν ξεπέρασαν ποτέ εκείνη την απώλεια

προστάτη τους και φύλακα
έχουν το Βαλεντίνο

...

κι εμείς
που συμπαθιόμαστε τόσο πολιτισμένα
και εκτιμούμε ιδαίτερα αμφοτέρους

εμείς
που τόσο ευχάριστες είναι οι συνευρέσεις μας
και πάνω απ'όλα διασφαλίζουν τον προσωπικό μας χώρο

εμείς
που η ιστορία μας ποτέ δεν θα παιχτεί στο σινεμά
και ευτυχώς γιατί θα φεύγαν όλοι πριν το διάλειμμα


ας βολευτούμε με καμιά Αγια-Βαρβάρα


Title: Re: Ποίηση
Post by: istar on October 26, 2011, 10:45:36 am
Νικόλας Άσιμος - Δεν παν να μας χτυπάν…

Δεν πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια
Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια
Κι αυτοί που μας μιλούν πως θέλουν το καλό μας
Ποτέ τους δεν ακούν το δίκιο το δικό μας.

Δεν είναι
αυτή ζωή κι από τ’ αφεντικά μας
Δεν είναι ανθρώπινα τα μεροκάματά μας
Αυτοί καλοπερνούν και ‘μεις αγωνιάμε
Αν θάχουμε δουλειά για νάχουμε να φάμε.

Το δίκιο
μας εμπρός να βγάλουμε στους δρόμους
Μπουρλότο και φωτιά σε κράτος κι αστυνόμους
Τον ξέρουμε καλά της γης μας τον αφέντη
Μας έμαθε πολλά το αίμα του Νοέμβρη.

Δε πα να μας χτυπάν
με όλμους και κανόνια
Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια
Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία
Για μας, για μια ζωή πιο λεύτερη πιο νέα.

Oι στίχοι αυτοί δεν είναι του άσιμου αλλά του Λειβαδίτη [ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ] {Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα από τσιγάρα} (Σημαίες).
Quote
“Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
Εμείς καθόμασταν τα βράδια
Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.”



Θα βάλουμε
μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία
Μ’ αγώνα η λευτεριά μας είναι αναγκαία.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on October 27, 2011, 11:20:46 am
6.
 
Το νιαούρισμα της γάτας κουρδίζει το πιάνο του Chopin
Οταν σταματάει οι νότες δεν είναι πια ασφαλής
 
Και έτσι βγαίνω στον κήπο
Να κλειδώσω τα αγκάθια της τσουκνίδας, να ρίξω πλήκτρα στη λίμνη
Η μουσική ρεμβάζει από ευχές
 
Πόσο καιρό έψαχνα αυτή τη λέξη
Μα τελικά είναι ανιαρή, κοινότυπη
Ας τη θάψω λοιπόν, ποιος θα με δει;
 
Τα τρελοκομεία εξάλλου πάντα κήπους υπηρετούσαν

Ηλίας Σεφερλής


Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on October 30, 2011, 23:26:45 pm
Die Papier-Tragödie 

Es war ein Mädchen aus Papier
ganz weiß & zum verlieben
Es hatte keiner noch auf ihr
das kleinste Wort geschrieben.

Das gibt es, glaubt es mir.
Sie war nur aus Papier.
Das gibt es, glaubt es mir.

Da kam ein Junge aus Papier
ein brauner, weit gereister
Ganz voll Adresen dort und hier
gestempelt und voll Kleister.

Verzeih ihm das Geschmier
er war aus Packpapier
verzeih ihm das Geschmier.

Auch Liebespaare aus Papier
die können wahrhaft lieben.
Sie hat auf ihm er hat auf ihr
mit eigner Hand geschrieben:

"Mein Herz gehört nur dir.
Bin ich auch aus Papier,
mein Herz gehört nur dir."

Doch eines Tages das Unheil naht
sie litten unaussprechlich.
Ihn rief ein ferner Adressat
und auf ihm stands: zerbrechlich.

"Ich kehr zurück zu dir
mein Mädchen aus Papier
ich kehr zurück zu dir."

Nun wartet sie jahrelang
und wurde langsam gelber.
Und war ihr einmal gar zu bang
dann las sie auf sich selber:

"Mein Herz gehört nur dir.
Bin ich auch aus Papier,
mein Herz gehört nur dir."

Ein Greiß aus einem Zeitungsblatt
zerknittert und voll Lügen.
Der schrecklich viel Papiergeld hat
der wollt sie zum Vergnügen.

Sie widerstand der Gier.
Sie war nur aus Papier.
Sie widerstand der Gier.

Das nahm der alte ihr sehr krumm
und voller böser Tücke
mit einer Scher´ bracht er sie um
und schnitt sie in 2 Stücke.

Worüber lächelt ihr ?
Ihr seid nicht aus Papier.
Worüber lächelt ihr ?

Und als der Liebste aus Papier
zurück kahm wie versprochen,
da fand er sie und stand vor ihr
und hat kein Wort gesprochen,

Er weinte keine Träne ihr.
Er war nur aus Papier.
Er weinte keine Träne ihr.

So stand er bis es dunkel war
sein Herz fing an zu brennen.
Und er verbrannte ganz und gar
und war nicht mehr zu kennen.

Dies schwarze Flöckchen hier
war Liebe und Papier.
Dies schwarze Flöckchen hier!


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on October 31, 2011, 13:31:34 pm
Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...

...

Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 01, 2011, 15:09:14 pm
EMILY DICKINSON

(449)



Πέθανα για την Ομορφιά - και πάνω
Που είχα βολευτεί μέσα στον Τάφο
Που πέθανε για την Αλήθεια Κάποιος, έμπαινε
Σε διπλανό Δωμάτιο -
Με ρώτησε ψιθυριστά «Τι έφταιξε»;
«Η Ομορφιά», του απάντησα -
«Σ' εμένα - η Αλήθεια - Ομοια τα Δυό -
Είμαστε, Αδέρφια», είπε -
Κι έτσι, σαν Συγγενείς, μιας Νύχτας -
Τα λέγαμε απ' τα Δώματά μας -
Βρύα ώσπου έφτασαν στα χείλη μας -
Και σκέπασαν - τα ονόματά μας -


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on November 05, 2011, 11:44:26 am
THE WASTELAND

I. THE BURIAL OF THE DEAD

APRIL is the cruellest month, breeding   
Lilacs out of the dead land, mixing   

Memory and desire, stirring   
Dull roots with spring rain.   
Winter kept us warm, covering            5
Earth in forgetful snow, feeding   
A little life with dried tubers.   
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee   
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,   
And went on in sunlight, into the Hofgarten,     10
And drank coffee, and talked for an hour.   
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.   
And when we were children, staying at the archduke’s,   
My cousin’s, he took me out on a sled,   
And I was frightened. He said, Marie,     15
Marie, hold on tight. And down we went.   
In the mountains, there you feel free.   
I read, much of the night, and go south in the winter.   
 
What are the roots that clutch, what branches grow   
Out of this stony rubbish? Son of man,     20
You cannot say, or guess, for you know only   
A heap of broken images, where the sun beats,   
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,   
And the dry stone no sound of water. Only   
There is shadow under this red rock,     25
(Come in under the shadow of this red rock),   
And I will show you something different from either   
Your shadow at morning striding behind you   
Or your shadow at evening rising to meet you;   
I will show you fear in a handful of dust.     30
        Frisch weht der Wind   
        Der Heimat zu,   
        Mein Irisch Kind,   
        Wo weilest du?   
“You gave me hyacinths first a year ago;     35
They called me the hyacinth girl.”   
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,   
Your arms full, and your hair wet, I could not   
Speak, and my eyes failed, I was neither   
Living nor dead, and I knew nothing,     40
Looking into the heart of light, the silence.   
Öd’ und leer das Meer.   
 
Madame Sosostris, famous clairvoyante,   
Had a bad cold, nevertheless   
Is known to be the wisest woman in Europe,     45
With a wicked pack of cards. Here, said she,   
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,   
(Those are pearls that were his eyes. Look!)   
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,   
The lady of situations.     50
Here is the man with three staves, and here the Wheel,   
And here is the one-eyed merchant, and this card,   
Which is blank, is something he carries on his back,   
Which I am forbidden to see. I do not find   
The Hanged Man. Fear death by water.     55
I see crowds of people, walking round in a ring.   
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,   
Tell her I bring the horoscope myself:   
One must be so careful these days.   
 
Unreal City,     60
Under the brown fog of a winter dawn,   
A crowd flowed over London Bridge, so many,   
I had not thought death had undone so many.   
Sighs, short and infrequent, were exhaled,   
And each man fixed his eyes before his feet.     65
Flowed up the hill and down King William Street,   
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours   
With a dead sound on the final stroke of nine.   
There I saw one I knew, and stopped him, crying “Stetson!   
You who were with me in the ships at Mylae!     70
That corpse you planted last year in your garden,   
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?   
Or has the sudden frost disturbed its bed?   
Oh keep the Dog far hence, that’s friend to men,   
Or with his nails he’ll dig it up again!     75
You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!”   
 
II. A GAME OF CHESS

The Chair she sat in, like a burnished throne,   
Glowed on the marble, where the glass   
Held up by standards wrought with fruited vines   
From which a golden Cupidon peeped out     80
(Another hid his eyes behind his wing)   
Doubled the flames of sevenbranched candelabra   
Reflecting light upon the table as   
The glitter of her jewels rose to meet it,   
From satin cases poured in rich profusion;     85
In vials of ivory and coloured glass   
Unstoppered, lurked her strange synthetic perfumes,   
Unguent, powdered, or liquid—troubled, confused   
And drowned the sense in odours; stirred by the air   
That freshened from the window, these ascended     90
In fattening the prolonged candle-flames,   
Flung their smoke into the laquearia,   
Stirring the pattern on the coffered ceiling.   
Huge sea-wood fed with copper   
Burned green and orange, framed by the coloured stone,     95
In which sad light a carvèd dolphin swam.   
Above the antique mantel was displayed   
As though a window gave upon the sylvan scene   
The change of Philomel, by the barbarous king   
So rudely forced; yet there the nightingale    100
Filled all the desert with inviolable voice   
And still she cried, and still the world pursues,   
“Jug Jug” to dirty ears.   
And other withered stumps of time   
Were told upon the walls; staring forms    105
Leaned out, leaning, hushing the room enclosed.   
Footsteps shuffled on the stair,   
Under the firelight, under the brush, her hair   
Spread out in fiery points   
Glowed into words, then would be savagely still.    110
 
“My nerves are bad to-night. Yes, bad. Stay with me.   
Speak to me. Why do you never speak? Speak.   
What are you thinking of? What thinking? What?   
I never know what you are thinking. Think.”   
 
I think we are in rats’ alley    115
Where the dead men lost their bones.   
 
“What is that noise?”   
                      The wind under the door.   
“What is that noise now? What is the wind doing?”   
                      Nothing again nothing.    120
                                              “Do   
You know nothing? Do you see nothing? Do you remember   
Nothing?”   
        I remember   
                Those are pearls that were his eyes.    125
“Are you alive, or not? Is there nothing in your head?”   
                                                         But   
O O O O that Shakespeherian Rag—   
It’s so elegant   
So intelligent    130
 
“What shall I do now? What shall I do?   
I shall rush out as I am, and walk the street   
With my hair down, so. What shall we do to-morrow?   
What shall we ever do?”   
                          The hot water at ten.    135
And if it rains, a closed car at four.   
And we shall play a game of chess,   
Pressing lidless eyes and waiting for a knock upon the door.   
 
When Lil’s husband got demobbed, I said,   
I didn’t mince my words, I said to her myself,    140
HURRY UP PLEASE ITS TIME   
Now Albert’s coming back, make yourself a bit smart.   
He’ll want to know what you done with that money he gave you   
To get yourself some teeth. He did, I was there.   
You have them all out, Lil, and get a nice set,    145
He said, I swear, I can’t bear to look at you.   
And no more can’t I, I said, and think of poor Albert,   
He’s been in the army four years, he wants a good time,   
And if you don’t give it him, there’s others will, I said.   
Oh is there, she said. Something o’ that, I said.    150
Then I’ll know who to thank, she said, and give me a straight look.   
HURRY UP PLEASE ITS TIME   
If you don’t like it you can get on with it, I said,   
Others can pick and choose if you can’t.   
But if Albert makes off, it won’t be for lack of telling.    155
You ought to be ashamed, I said, to look so antique.   
(And her only thirty-one.)   
I can’t help it, she said, pulling a long face,   
It’s them pills I took, to bring it off, she said.   
(She’s had five already, and nearly died of young George.)    160
The chemist said it would be alright, but I’ve never been the same.   
You are a proper fool, I said.   
Well, if Albert won’t leave you alone, there it is, I said,   
What you get married for if you don’t want children?   
HURRY UP PLEASE ITS TIME    165
Well, that Sunday Albert was home, they had a hot gammon,   
And they asked me in to dinner, to get the beauty of it hot—   
HURRY UP PLEASE ITS TIME   
HURRY UP PLEASE ITS TIME   
Goonight Bill. Goonight Lou. Goonight May. Goonight.    170
Ta ta. Goonight. Goonight.   
Good night, ladies, good night, sweet ladies, good night, good night.   
 
III. THE FIRE SERMON

The river’s tent is broken: the last fingers of leaf   
Clutch and sink into the wet bank. The wind   
Crosses the brown land, unheard. The nymphs are departed.    175
Sweet Thames, run softly, till I end my song.   
The river bears no empty bottles, sandwich papers,   
Silk handkerchiefs, cardboard boxes, cigarette ends   
Or other testimony of summer nights. The nymphs are departed.   
And their friends, the loitering heirs of city directors;    180
Departed, have left no addresses.   
By the waters of Leman I sat down and wept…   
Sweet Thames, run softly till I end my song,   
Sweet Thames, run softly, for I speak not loud or long.   
But at my back in a cold blast I hear    185
The rattle of the bones, and chuckle spread from ear to ear.   
 
A rat crept softly through the vegetation   
Dragging its slimy belly on the bank   
While I was fishing in the dull canal   
On a winter evening round behind the gashouse.    190
Musing upon the king my brother’s wreck   
And on the king my father’s death before him.   
White bodies naked on the low damp ground   
And bones cast in a little low dry garret,   
Rattled by the rat’s foot only, year to year.    195
But at my back from time to time I hear   
The sound of horns and motors, which shall bring   
Sweeney to Mrs. Porter in the spring.   
O the moon shone bright on Mrs. Porter   
And on her daughter    200
They wash their feet in soda water   
Et, O ces voix d’enfants, chantant dans la coupole!   
 
Twit twit twit   
Jug jug jug jug jug jug   
So rudely forc’d.    205
Tereu   
 
Unreal City   
Under the brown fog of a winter noon   
Mr Eugenides, the Smyrna merchant   
Unshaven, with a pocket full of currants    210
C. i. f. London: documents at sight,   
Asked me in demotic French   
To luncheon at the Cannon Street Hotel   
Followed by a week-end at the Metropole.   
 
At the violet hour, when the eyes and back    215
Turn upward from the desk, when the human engine waits   
Like a taxi throbbing waiting,   
I Tiresias, though blind, throbbing between two lives,   
Old man with wrinkled female breasts, can see   
At the violet hour, the evening hour that strives    220
Homeward, and brings the sailor home from sea,   
The typist home at tea-time, clears her breakfast, lights   
Her stove, and lays out food in tins.   
Out of the window perilously spread   
Her drying combinations touched by the sun’s last rays,    225
On the divan are piled (at night her bed)   
Stockings, slippers, camisoles, and stays.   
I Tiresias, old man with wrinkled dugs   
Perceived the scene, and foretold the rest—   
I too awaited the expected guest.    230
He, the young man carbuncular, arrives,   
A small house-agent’s clerk, with one bold stare,   
One of the low on whom assurance sits   
As a silk hat on a Bradford millionaire.   
The time is now propitious, as he guesses,    235
The meal is ended, she is bored and tired,   
Endeavours to engage her in caresses   
Which still are unreproved, if undesired.   
Flushed and decided, he assaults at once;   
Exploring hands encounter no defence;    240
His vanity requires no response,   
And makes a welcome of indifference.   
(And I Tiresias have foresuffered all   
Enacted on this same divan or bed;   
I who have sat by Thebes below the wall    245
And walked among the lowest of the dead.)   
Bestows one final patronizing kiss,   
And gropes his way, finding the stairs unlit…   
 
She turns and looks a moment in the glass,   
Hardly aware of her departed lover;    250
Her brain allows one half-formed thought to pass:   
“Well now that’s done: and I’m glad it’s over.”   
When lovely woman stoops to folly and   
Paces about her room again, alone,   
She smoothes her hair with automatic hand,    255
And puts a record on the gramophone.   
 
“This music crept by me upon the waters”   
And along the Strand, up Queen Victoria Street.   
O City City, I can sometimes hear   
Beside a public bar in Lower Thames Street,    260
The pleasant whining of a mandoline   
And a clatter and a chatter from within   
Where fishmen lounge at noon: where the walls   
Of Magnus Martyr hold   
Inexplicable splendour of Ionian white and gold.    265
 
The river sweats   
Oil and tar   
The barges drift   
With the turning tide   
Red sails    270
Wide   
To leeward, swing on the heavy spar.   
The barges wash   
Drifting logs   
Down Greenwich reach    275
Past the Isle of Dogs.   
            Weialala leia   
            Wallala leialala   
Elizabeth and Leicester   
Beating oars    280
The stern was formed   
A gilded shell   
Red and gold   
The brisk swell   
Rippled both shores    285
South-west wind   
Carried down stream   
The peal of bells   
White towers   
            Weialala leia    290
            Wallala leialala   
 
“Trams and dusty trees.   
Highbury bore me. Richmond and Kew   
Undid me. By Richmond I raised my knees   
Supine on the floor of a narrow canoe.“    295
 
“My feet are at Moorgate, and my heart   
Under my feet. After the event   
He wept. He promised ‘a new start.’   
I made no comment. What should I resent?”   
 
“On Margate Sands.    300
I can connect   
Nothing with nothing.   
The broken finger-nails of dirty hands.   
My people humble people who expect   
Nothing.”    305
 
      la la   
 
To Carthage then I came   
 
Burning burning burning burning   
O Lord Thou pluckest me out   
O Lord Thou pluckest    310
 
burning   
 
IV. DEATH BY WATER

Phlebas the Phoenician, a fortnight dead,   
Forgot the cry of gulls, and the deep seas swell   
And the profit and loss.   
                          A current under sea    315
Picked his bones in whispers. As he rose and fell   
He passed the stages of his age and youth   
Entering the whirlpool.   
                          Gentile or Jew   
O you who turn the wheel and look to windward,    320
Consider Phlebas, who was once handsome and tall as you.   
 
V. WHAT THE THUNDER SAID

After the torch-light red on sweaty faces   
After the frosty silence in the gardens   
After the agony in stony places   
The shouting and the crying    325
Prison and place and reverberation   
Of thunder of spring over distant mountains   
He who was living is now dead   
We who were living are now dying   
With a little patience    330
 
Here is no water but only rock   
Rock and no water and the sandy road   
The road winding above among the mountains   
Which are mountains of rock without water   
If there were water we should stop and drink    335
Amongst the rock one cannot stop or think   
Sweat is dry and feet are in the sand   
If there were only water amongst the rock   
Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit   
Here one can neither stand nor lie nor sit    340
There is not even silence in the mountains   
But dry sterile thunder without rain   
There is not even solitude in the mountains   
But red sullen faces sneer and snarl   
From doors of mud-cracked houses
                                If there were water    345
And no rock   
If there were rock   
And also water   
And water   
A spring    350
A pool among the rock   
If there were the sound of water only   
Not the cicada   
And dry grass singing   
But sound of water over a rock    355
Where the hermit-thrush sings in the pine trees   
Drip drop drip drop drop drop drop   
But there is no water   
 
Who is the third who walks always beside you?   
When I count, there are only you and I together    360
But when I look ahead up the white road   
There is always another one walking beside you   
Gliding wrapt in a brown mantle, hooded   
I do not know whether a man or a woman   
—But who is that on the other side of you?    365
 
What is that sound high in the air   
Murmur of maternal lamentation   
Who are those hooded hordes swarming   
Over endless plains, stumbling in cracked earth   
Ringed by the flat horizon only    370
What is the city over the mountains   
Cracks and reforms and bursts in the violet air   
Falling towers   
Jerusalem Athens Alexandria   
Vienna London    375
Unreal   
 
A woman drew her long black hair out tight   
And fiddled whisper music on those strings   
And bats with baby faces in the violet light   
Whistled, and beat their wings    380
And crawled head downward down a blackened wall   
And upside down in air were towers   
Tolling reminiscent bells, that kept the hours   
And voices singing out of empty cisterns and exhausted wells.   
 
In this decayed hole among the mountains    385
In the faint moonlight, the grass is singing   
Over the tumbled graves, about the chapel   
There is the empty chapel, only the wind’s home.   
It has no windows, and the door swings,   
Dry bones can harm no one.    390
Only a cock stood on the roof-tree   
Co co rico co co rico   
In a flash of lightning. Then a damp gust   
Bringing rain   
Ganga was sunken, and the limp leaves    395
Waited for rain, while the black clouds   
Gathered far distant, over Himavant.   
The jungle crouched, humped in silence.   
Then spoke the thunder   
DA    400
Datta: what have we given?   
My friend, blood shaking my heart   
The awful daring of a moment’s surrender   
Which an age of prudence can never retract   
By this, and this only, we have existed    405
Which is not to be found in our obituaries   
Or in memories draped by the beneficent spider   
Or under seals broken by the lean solicitor   
In our empty rooms   
DA    410
Dayadhvam: I have heard the key   
Turn in the door once and turn once only   
We think of the key, each in his prison   
Thinking of the key, each confirms a prison   
Only at nightfall, aetherial rumours    415
Revive for a moment a broken Coriolanus   
DA   
Damyata: The boat responded   
Gaily, to the hand expert with sail and oar   
The sea was calm, your heart would have responded    420
Gaily, when invited, beating obedient   
To controlling hands   
 
                      I sat upon the shore   
Fishing, with the arid plain behind me   
Shall I at least set my lands in order?    425
 
London Bridge is falling down falling down falling down   
 
Poi s’ascose nel foco che gli affina   
Quando fiam ceu chelidon—O swallow swallow   
Le Prince d’Aquitaine à la tour abolie   
These fragments I have shored against my ruins    430
Why then Ile fit you. Hieronymo’s mad againe.   
Datta. Dayadhvam. Damyata.   
 
      Shantih    shantih    shantih   

T.S. Elliot

Ενα απο τα δυσκολοτερα ποιηματα και νομιζω το πρωτο με διακειμενικες αναφορες..
In the mountains, there you will free


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 05, 2011, 13:16:51 pm
ναι ρε φιλε, respect


Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on November 05, 2011, 13:53:21 pm
Φάση μιας μάχης

Είμαστε φάτσα με φάτσα
με τον εχθρό μου.
‘Ενα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ’ τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
τώρα που παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω στη μορφή του πως
θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.
 


Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμίπου βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω



Μόνο σε μένα

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις
εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που ξέρεις
Δεν είμαι μόνο αυτός που θα ‘πρεπε να μάθεις

Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου και κάπου τη χρωστάω
Αν σ’ αγγίζω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι

Αν σου μιλήσει μια λέξη μου
Σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι
Αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι

Θ’ αναγνωρίσεις άραγε τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατησιές μου μέσα σε μυριάδες χνάρια;

Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει
Ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι
Τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες μου πράξεις,
οι πεθαμένες σκέψεις μου

Γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουνε το αίμα μου
Γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουνε το αίμα μου

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα
Μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος
Είμαι ότι πρέπει να γίνω
Γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν

Μη με γυρέψεις αλλού μονάχα εδώ να με γυρέψεις
Μόνο σε μένα


Τίτος Πατρίκιος


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 05, 2011, 19:40:28 pm
THE WASTELAND

Ενα απο τα δυσκολοτερα ποιηματα και νομιζω το πρωτο με διακειμενικες αναφορες..
In the mountains, there you will free

εξω η σημειωτική από την ποίηση και από παντου....  :D

όλα τα ποιήματα έχουν διακειμενικές αναφορές.
είμαι βέβαιος φυσικά ότι ο Ελιοτ ήταν ενήμερος για τις στρουκτουραλιστικες προοδους/μεθόδους σύνθεσης(μπλιαχ)
περισσότερο απο άλλους που το κάνουν ασυνείδητα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on November 08, 2011, 00:57:06 am
....I saw the best minds of my generation destroyed by
madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn
looking for an angry fix...



Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 13, 2011, 21:53:19 pm
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

Μαρία Πολυδούρη


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 13, 2011, 22:19:45 pm
Περιμένοντας το βράδυ (Τάσος Λειβαδίτης)

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.



Title: Re: Ποίηση
Post by: insanegr on November 13, 2011, 22:51:08 pm
καυγάς
(Reagan Butcher μτφρ. Ζάφοντ Ρέπλικαντ)

ο μικροκαμωμένος βιετναμέζος
πήγε στον
μεγαλόσωμο μαύρο
που καθόταν στο
τραπέζι του εστιατόριου
και του ριξε
στο πρόσωπο
ένα κύπελο
με βραστό νερό.
ο μαύρος
μούγκρισε σαν
πληγωμένος τάρανδος
και πετάχτηκε όρθιος.
ο βιετναμέζος έριξε πολλές
μπουνιές
στο κεφάλι του μαύρου
ο μαύρος άρπαξε
τον βιετναμέζο
από το πουκάμισο
και του κοπάνησε στα γεμάτα
την τεράστια γροθιά του
στο πρόσωπο.
είδα τα δόντια
του βιετναμέζου
να σπάνε
μέσα σε μια πλημμύρα αίμα,
και μετά επενέβησαν
οι μπάτσοι.
χώρισαν
τους καβγατζήδες
και τους πήραν σέρνοντας
μετά
είπαν σε
μας τους υπόλοιπους
να καθαρίσουμε
την ακαταστασία και να γυρίσουμε
στα κελιά μας.
όπως φαινόταν
το γεύμα
είχε τελειώσει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: insanegr on November 14, 2011, 04:44:12 am
του καιρού


Αίμα μυρίζουν τα δικόγραφα
τα ανθρώπινα δικαιώματα
και τα σχολικά εγχειρίδια
τα υπουργικά συμβούλια και οι δείκτες των χρηματιστηρίων
οι ειρηνευτικές συμφωνίες και οι ανθρωπιστικές βοήθειες

Αίμα μυρίζει πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων
πίσω από τα κομματικά γραφεία και τις οθόνες που αντανακλούν μάτια

Αίμα μυρίζουν οι συνήθειες και οι αφηγήσεις
τα εμβατήρια και οι πατρικές συμβουλές

Αίμα μυρίζουν η σιωπή και η ανείπωτη μοναξιά
οι εντολές και η υπακοή…

κι όμως,ακόμη στα κρεματόρια
ανθίζουν γιασεμιά…


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 16, 2011, 03:58:07 am
Τρείς εραστές

Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας

Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει

Ο τρίτος…

Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

Μίλτος Σαχτούρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 16, 2011, 08:45:44 am
άρεσε


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 16, 2011, 10:16:11 am
άρεσε

 ^miss^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 16, 2011, 12:12:43 pm
έχω φάει κόλλημα (ξανά) τις τελευταίες μέρες


somewhere i have never travelled,gladly beyond   
by E. E. Cummings

somewhere i have never travelled,gladly beyond
any experience,your eyes have their silence:
in your most frail gesture are things which enclose me,
or which i cannot touch because they are too near

your slightest look easily will unclose me
though i have closed myself as fingers,
you open always petal by petal myself as Spring opens
(touching skilfully,mysteriously)her first rose

or if your wish be to close me, i and
my life will shut very beautifully ,suddenly,
as when the heart of this flower imagines
the snow carefully everywhere descending;

nothing which we are to perceive in this world equals
the power of your intense fragility:whose texture
compels me with the color of its countries,
rendering death and forever with each breathing

(i do not know what it is about you that closes
and opens;only something in me understands
the voice of your eyes is deeper than all roses)
nobody,not even the rain,has such small hands


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on November 16, 2011, 12:21:10 pm
μαζί μ αυτό:

No Second Troy
by William Butler Yeats


Why should I blame her that she filled my days
With misery, or that she would of late
Have taught to ignorant men most violent ways,
Or hurled the little streets upon the great.
Had they but courage equal to desire?
What could have made her peaceful with a mind
That nobleness made simple as a fire,
With beauty like a tightened bow, a kind
That is not natural in an age like this,
Being high and solitary and most stern?
Why, what could she have done, being what she is?
Was there another Troy for her to burn?


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 16, 2011, 14:39:36 pm
Citrus Freeze
Forrest Gander

To the north, along Orange Blossom Trail,   
thick breath of sludge fires.   
Smoke rises all night, a spilled genie
who loves the freezing trees   
but cannot save them.
Snow fine as blown spiders.   
The news: nothing.
Large rats breed on the beach   
driving smaller ones here.   
Today both traps sit sprung.


Title: Re: Ποίηση
Post by: gantonio on November 17, 2011, 22:57:06 pm
ΣΑΤΑΝΙΚΗ  ΣΥΜΠΤΩΣΗ

Η ανυπομονησία
η καμιά απολύτως βιασύνη
ο τρόπος του λέγειν
ο τρόπος του σιωπάν
η επιμονή
η εύσχημη υποχωρητικότητα
το ζωηρό ενδιαφέρον
το ράθυμο ενδιαφέρον
το αμέσως
το κόμπιασμα
το εξαρτάται απ' τον καιρό
το ασχέτως καιρού
το πολύ επιθυμητό
το αξεκαθάριστα επιθυμητό
και το κατ' ανάγκην


έχουν τον ίδιο ακριβώς κωδικό:

αλήθεια ποτε θα σε δω;

Δεν είναι περιεργο ;




ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
ποιητική συλλογή
" Τα εύρετρα "


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 19, 2011, 14:13:04 pm
Είσοδος
ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ

Ποιος μπήκε, ποιος έχει ήδη φύγει;

Ποιος μέτρησε την απόσταση
ανάμεσα στο στόμα και το μυαλό;

Μη θέλοντας να προδοθεί
μη θέλοντας να προδώσει τη μοναξιά.

Ολόλευκοι
οι άνθρωποι κοιμούνται
φεύγοντας από δω.

Δίχως όνειρα κι εφιάλτες
ξεπλένουν το νόστο τους με κρασί.

Πλάσματα παράξενα
όταν έρχονται εδώ
σαν μαύρες καπνοδόχοι
πίσω τους κοιτούνε
μα τίποτε δεν βλέπουν -

τι ήταν αυτό που μαζί τους μπήκε;
τι ήταν αυτό που μαζί τους έφυγε;

Και τα τριζόνια κελαηδούσαν
πάνω στην τρομακτική σορό μου
μα αυτοί δεν έβλεπαν, δε θέλανε να δουν.


Η κούπα του τσαγιού (αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη), εκδόσεις Οδός Πανός 2010


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on November 25, 2011, 14:16:46 pm
Αφιερωμενο στον il capitano, απο τα αγαπημενα μου στο δημοτικο! :D

Η ΣΑΚΑΡΑΚΑ

Γκραν και γκρουν και τρίκι τράκα...
Δες, περνάει μια σακαράκα!
Αγωνίζεται, μπαμ μπουμ
παλιοσίδερα χτυπούν.
Τρίκι τρακ στην ανηφόρα,
προσπαθεί να πάρει φόρα.
Πουφ πουφ πουφ μέσα στη σκόνη,
ξεφυσάει και ξεφουσκώνει.
Τρίκι τρακ και γκραν και γκρουν,
ουφ, τα λάστιχα βογγούν.
Ξάφνου παφ! έχουνε σκάσει
κι έχει η γειτονιά ησυχάσει

( Ρένα Καρθαίου)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Grecs on November 25, 2011, 16:30:01 pm
Do you want the family man or do you want the
swingin' man? you choose.
(Family man)
You get the family man.

family man
FAMILY man
family MAN
with your glances my way, taken no chances on the new day
family man,
family man with your life all planned
your little sand castle built,
smilin' through your guilt,
family..man
here i come.
here i come family man
i come to infect. i come to rape your woman.
i come to take your children into the street.
i come for YOU family man. family man,
with your christmas lights already up,
your such a MAN when your puttin' up your christmas lights, first on the block.
family man.
family man, I wanna crucify you to your front door, with nails
from your well stocked garage, family man, family man.
family man.
Saint dad. Father on fire. I've come to incinerate you
I've come home.

Εδω το απαγγελει
https://www.youtube.com/watch?v=Wxlxzhv6vPg


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 25, 2011, 17:21:54 pm
Ο δρόμος με τις λεύκες στην Αρκαδία, 43 x 34, λάδι σε μουσαμά

Μια μέρα ήρθε η ώρα εκείνη και περπατούσε στο δρόμο με τις λεύκες έτσι ακριβώς όπως τον είχε ζωγραφίσει. Κι ο δρόμος στένευε ώσπου έφτασε στο βάθος του ορίζοντα όπου δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπιασε βιαστικά ένα πινέλο ν’ ανοίξει το δρόμο διότι στο σημείο που είχε φτάσει ασφυκτιούσε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του καθώς η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έκανε λόγο για εξαφάνιση. Παρότι τον ψάχνουν οι δικοί του εδώ και μήνες τους βάζει σε σκέψεις το γεγονός πως δεν άφησε πίσω του ούτε ένα σημείωμα παρά μονάχα έναν μισοτελειωμένο πίνακα. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν είναι πως κατά καιρούς διάφοροι περαστικοί έχουν αντικρίσει μια σκυφτή τραγική φιγούρα να περπατάει σ’ εκείνον το δρόμο με τις λεύκες στην Αρκαδία.


Παύλος Παρασκευαΐδης


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 27, 2011, 14:43:38 pm

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi


Verrà la morte e avrà i tuoi occhi-
questa morte che ci accompagna
dal mattino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.
Così li vedi ogni mattina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla

Per tutti la morte ha uno sguardo.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.

Cesare Pavese

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΄ΧΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Ο θάνατος θα ΄ρθει, και θα ΄χει τα μάτια σου-
ο θάνατος που ΄ναι μαζί μας
απ΄το πρωί ως το βράδι, άγρυπνος,
άφωνος σαν παλιά τύψη
ή κάποιο ανόητο πάθος . Τα μάτια σου
θα ΄ναι μιά μάταιη λέξη,
μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή .
Σαν κι αυτή που κάθε πρωί
βλέπεις, όταν σκύβεις μόνη σου
πάνω απ΄τον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
εκείνη τη μέρα που κι οι δυο θα μάθουμε
πως είσαι ζωή και τίποτα.

Ο θάνατος έχει ένα βλέμμα για όλους.
Ο θάνατος θα ΄ρθει, και θα ΄χει τα μάτια σου.
Θα ΄ναι σα να παρατάς ένα πάθος,
σα να βλέπεις ένα πεθαμένο πρόσωπο
ν΄αναδύεται απ΄τον καθρέφτη,
σα ν΄ακούς χείλια κλειστά να μιλούν .
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 08, 2011, 09:20:31 am
The Hollow Men
by T.S.Elliott

   I
           
We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats' feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death's other Kingdom
Remember us -- if at all -- not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

           
                II
           
Eyes I dare not meet in dreams
In death's dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind's singing
More distant and more solemn
Than a fading star.

Let me be no nearer
In death's dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat's coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer --

Not that final meeting
In the twilight kingdom

           
                III
           
This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man's hand
Under the twinkle of a fading star.

Is it like this
In death's other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.

           
                IV
           
The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdoms

In this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid river

Sightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death's twilight kingdom
The hope only
Of empty men.

           
                V
           

Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o'clock in the morning.

Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow

                    For Thine is the Kingdom

Between the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow


                    Life is very long

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow

                    For Thine is the Kingdom


For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.

---

"Αυτοί που πέρασαν μ' ολόισια μάτια στου Θάνατου το άλλο Βασίλειο
μας θυμούνται - αν ακόμη μας θυμούνται σαν Κούφιους Ανθρώπους
σα Βαλσαμωμένους . . ."


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 14, 2011, 11:03:46 am
Καρτερεμα- Γιαννης Ριτσος

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σα δέντρο.

Κι αυτοί μες απ’τα σίδερα, μανούλα, κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το “αχ”, μανούλα, και βγαίνει φύλλο λεύκας.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on December 21, 2011, 21:50:38 pm
Εἶμαι μόνος...
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Εἶμαι μόνος. Βραδιάζει. Τί νὰ κάνω...
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο...
Παίζω στὴν τύχη, κάτι ἀγαπημένο,
Κάτι παλιό, καὶ γνώριμο, καὶ πλάνο..
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω...


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 27, 2011, 17:45:19 pm
Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα



Αργύρης Χιόνης

(από αφιέρωμα για το θάνατό του στις 25/12/2011)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 27, 2011, 23:10:18 pm
τα Χέριαααααααααααααααααααααα

:D


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on December 27, 2011, 23:53:11 pm
Ο σωτήρας
Μίλτος Σαχτούρης

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μιά χαραμάδα φως
δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους

 


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on January 04, 2012, 10:58:16 am
Ίσως

Ήλιος,φως,ξημέρωσε και σήμερα
ανοίξτε  τα παράθυρα,να μπει μέσα η πνοή τ’ουρανού.
Να γεμίσει το δωμάτιο με ακτίνες λαμπερές
ξημέρωσε και σήμερα, για δες?

Ξημέρωσε και σήμερα και το τραγούδι των πουλιών,
το θρόυσμα των φύλλων επάνω στα δέντρα`
το μανιώδες ξύρισμα του αέρα στο πρόσωπο της φύσης,
ολοκληρώνουν ετούτο το μουσικό κονσέρτο

Ξημέρωσε και σήμερα  και ανοίξαν τα παράθυρα
και μπήκε φως και αγέρας μεσ’ το δωμάτιο.
Μα κάτι λείπει, γιατί είναι αδειανό
Αυτό που κάποτε ήτο γεμάτο?

Ξημέρωσε και σήμερα, μα βραδιάζει γρήγορα
και το δωμάτιο,μένει ακόμη αδειο.
Το φεγγάρι σηκώθηκε,ήρθε ο  καιρος να κοιμηθώ,
ίσως αύριο να είναι γεμάτο,αυτό που τώρα είναι άδειο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on January 05, 2012, 11:30:25 am
Νίκος Καββαδίας

ΓΥΝΑΙΚΑ


Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on January 05, 2012, 11:38:04 am
ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on January 05, 2012, 16:24:58 pm
The Cats Will Know
Cesare Pavese

Rain will fall again
on your smooth pavement,
a light rain like
a breath or a step.
The breeze and the dawn
will flourish again
when you return,
as if beneath your step.
Between flowers and sills
the cats will know.

There will be other days,
there will be other voices.
You will smile alone.
The cats will know.
You will hear words
old and spent and useless
like costumes left over
from yesterday’s parties.

You too will make gestures.
You’ll answer with words—
face of springtime,
you too will make gestures.

The cats will know,
face of springtime;
and the light rain
and the hyacinth dawn
that wrench the heart of him
who hopes no more for you—
they are the sad smile
you smile by yourself.

There will be other days,
other voices and renewals.
Face of springtime,
we will suffer at daybreak.

μτφρ στα αγγλικα: Geoffrey Brock


Title: Re: Ποίηση
Post by: Κάρβουνο on January 05, 2012, 17:04:30 pm
Ο δρόμος με τις λεύκες στην Αρκαδία, 43 x 34, λάδι σε μουσαμά

Μια μέρα ήρθε η ώρα εκείνη και περπατούσε στο δρόμο με τις λεύκες έτσι ακριβώς όπως τον είχε ζωγραφίσει. Κι ο δρόμος στένευε ώσπου έφτασε στο βάθος του ορίζοντα όπου δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπιασε βιαστικά ένα πινέλο ν’ ανοίξει το δρόμο διότι στο σημείο που είχε φτάσει ασφυκτιούσε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του καθώς η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έκανε λόγο για εξαφάνιση. Παρότι τον ψάχνουν οι δικοί του εδώ και μήνες τους βάζει σε σκέψεις το γεγονός πως δεν άφησε πίσω του ούτε ένα σημείωμα παρά μονάχα έναν μισοτελειωμένο πίνακα. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν είναι πως κατά καιρούς διάφοροι περαστικοί έχουν αντικρίσει μια σκυφτή τραγική φιγούρα να περπατάει σ’ εκείνον το δρόμο με τις λεύκες στην Αρκαδία.


Παύλος Παρασκευαΐδης


Να δεις την ταινία που ανέβασε ο Δημάκης.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on January 23, 2012, 12:47:50 pm
ΜΠΛΕ
Έλενα Λυμπεροπούλου

Έγινα θάλασσα .
Όχι ταραγμένη.
Έσμιξα με ποτάμια
όπως σμίγει μια ακτίνα φωτός
με μια αγριοκερασιά.
Άφωνα, ξέπνοα.
Τις μάχες μου με τις φλόγες
τις παρακολουθώ από ψηλά.
Έμαθα να πετώ από παιδί
και από ψηλά χωρίς ανυπομονησία
δένω τα κορδόνια μου.
Πότε πότε πιάνομαι απ τα κρόσια
του ουρανού, κολλάω πάνω του
και αυτός μου ψιθυρίζει.
Άλλες φορές, κατηφορίζω με
ένα μαχαίρι διάφανο προς την άβυσσο
και σκορπίζομαι
μέσα στη δίψα του πόνου.
Ίσως να μη μου συνέβαιναν αυτά
αν ήμουν μόνο νερό.
Μα σου λέω,
έγινα θάλασσα πια.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 23, 2012, 13:47:35 pm
άρεσε, προβατάκι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on January 28, 2012, 14:19:26 pm
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Ολο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Οτι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

Ποίημα ανέκδοτο, από την περίοδο συγγραφής του σεναρίου για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on January 28, 2012, 15:32:33 pm
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Ολο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Οτι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

Ποίημα ανέκδοτο, από την περίοδο συγγραφής του σεναρίου για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»

ποίημα σκέτο το σενάριο στο "Μια αιωνιότητα και μια μέρα".
Όχι ότι τα υπόλοιπα πηγαίνουν πίσω, αλλά εκτιμάται ιδιαίτερα . . .


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on February 03, 2012, 00:15:50 am
Όταν ξυπνάμε
τα όνειρα νεκρά θηράματα

           Οι θηρευτές
γυρνάμε
πίσω στη μέρα μας
με
άδεια χέρια



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 03, 2012, 09:50:12 am
Όταν ...

του Μιχάλη Κατσαρού
από τη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων, 1953


Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια

όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

---

πιο επίκαιρο από ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν.
https://www.youtube.com/watch?v=bZXyhohGdsk

Σας αραδιάζω τα εμπόδια:
η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων
η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος
οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές
οι φάμπρικες
ο Οχτώβρης του ‘17
το 1936
ο Δεκέμβρης του ’44…
 
Για τούτο θα παραμείνω με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης

[...]

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν!

 


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on February 04, 2012, 12:45:49 pm
LEONARDO SINISGALLI


Μπορεί ν' αρκούν λίγα


Μπορούν λίγα ν' αρκούν για να ανασάνεις πάλι,
παιδιάστικο ένα σκίρτημα, παρόρμηση κι ας πέφτει στο κενό.
Δεν ξέρω σε τι δρόμους περπατώ,
τους τοίχους, όταν άγνωστος ξυστά στο μάκρος τους διαβαίνω.
Σαν ηλίθιος κραυγάζω με υψωμένα τα χέρια.
Δεν την έχω παλέψει τη ζωή.
Με το τακούνι συνέθλιψα την κάφτρα,
στα δάχτυλά μου ανάμεσα τσάκισα τα λουλούδια.
Και δεν πλησιάζω πια
Τις παλιές τις αγάπες, τα γκρεμισμένα εμβλήματα.
Τριγύρω μου διευρύνω το κενό.

από τη συλλογή Ο Σαλτιμπάγκος της ψυχής μου - Δεκαπέντε Ιταλοί ποιητές του εικοστού αιώνα,
μτφρ.: Κάρολος Τσίζεκ, Μαρία Καραγιάννη, Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 2011


http://en.wikipedia.org/wiki/Leonardo_Sinisgalli


Title: Re: Ποίηση
Post by: vasso on February 04, 2012, 14:27:38 pm
Die Papier-Tragödie

Es war ein Mädchen aus Papier
ganz weiß & zum verlieben
Es hatte keiner noch auf ihr
das kleinste Wort geschrieben.

Das gibt es, glaubt es mir.
Sie war nur aus Papier.
Das gibt es, glaubt es mir.

Da kam ein Junge aus Papier
ein brauner, weit gereister
Ganz voll Adresen dort und hier
gestempelt und voll Kleister.

Verzeih ihm das Geschmier
er war aus Packpapier
verzeih ihm das Geschmier.

Auch Liebespaare aus Papier
die können wahrhaft lieben.
Sie hat auf ihm er hat auf ihr
mit eigner Hand geschrieben:

"Mein Herz gehört nur dir.
Bin ich auch aus Papier,
mein Herz gehört nur dir."

Doch eines Tages das Unheil naht
sie litten unaussprechlich.
Ihn rief ein ferner Adressat
und auf ihm stands: zerbrechlich.

"Ich kehr zurück zu dir
mein Mädchen aus Papier
ich kehr zurück zu dir."

Nun wartet sie jahrelang
und wurde langsam gelber.
Und war ihr einmal gar zu bang
dann las sie auf sich selber:

"Mein Herz gehört nur dir.
Bin ich auch aus Papier,
mein Herz gehört nur dir."

Ein Greiß aus einem Zeitungsblatt
zerknittert und voll Lügen.
Der schrecklich viel Papiergeld hat
der wollt sie zum Vergnügen.

Sie widerstand der Gier.
Sie war nur aus Papier.
Sie widerstand der Gier.

Das nahm der alte ihr sehr krumm
und voller böser Tücke
mit einer Scher´ bracht er sie um
und schnitt sie in 2 Stücke.

Worüber lächelt ihr ?
Ihr seid nicht aus Papier.
Worüber lächelt ihr ?

Und als der Liebste aus Papier
zurück kahm wie versprochen,
da fand er sie und stand vor ihr
und hat kein Wort gesprochen,

Er weinte keine Träne ihr.
Er war nur aus Papier.
Er weinte keine Träne ihr.

So stand er bis es dunkel war
sein Herz fing an zu brennen.
Und er verbrannte ganz und gar
und war nicht mehr zu kennen.

Dies schwarze Flöckchen hier
war Liebe und Papier.
Dies schwarze Flöckchen hier!
To ξαναθυμήθηκα αλλά είδα ότι δεν είχα γράψει τη μετάφραση...
Το κάνω αλλά μην νομίσετε ότι είναι ακριβής μετάφραση.. Πιο πολύ μια μεταφορά της ιδέας (μου για το ποίημα) στη γλώσσα μας.


Ήταν ένα κορίτσι από χαρτί
κάτασπρο και πολύ αγαπητό. Κανένας δεν είχε γράψει επάνω της την παραμικρή λέξη.

Υπήρξε, πιστέψτε με, ήταν απλώς από χαρτί.
Υπήρξε, πιστέψτε με.

Και ήρθε ένα αγόρι από χαρτί. Καφέ και λερωμένο.
 Γεμάτος διευθύνσεις πάνω του, αυτοκόλλητα και γραμματόσημα.

Συγχωρήστε του τη βρωμιά. Ήταν από χαρτί περιτυλίγματος.
 Συγχωρήστε του τη βρωμιά.

Αυτό το υπέροχο ζευγάρι από χαρτί, μπόρεσαν να ζήσουν την ευτυχία.
Αυτός έγραψε σ' αυτήν, κι αυτή έγραψε σ' αυτόν, με ένα χέρι:

Η καρδιά μου ανήκει σε σένα. Είμαι από χαρτί.
Η καρδιά μου ανήκει σε σένα.

Μία μέρα έγινε το κακό. Δεν μπόρεσαν να πουν κουβέντα.
Ένα τηλεφώνημα τον κάλεσε μακριά και πάνω του έγραψαν "εύθραυστο".

"Θα επιστρέψω σε σένα, κορίτσι μου χάρτινο.
Θα επιστρέψω σε σένα."

Και τον περίμενε αυτή πολλά χρόνια. Και σιγά σιγά κιτρίνισε. Όταν φοβήθηκε όμως, διάβασε πάνω της:

Η καρδιά μου ανήκει σε σένα. Είμαι από χαρτί.
Η καρδιά μου ανήκει σε σένα.

Κάποτε ήρθε ένας γκρίζος από χαρτί εφημερίδας, τσαλακωμένος και ψεύτης.
Είχε πολλά χαρτονομίσματα και την ήθελε για να διασκεδάσει.

Αντιστάθηκε στην απληστία. Ήταν μόνο από χαρτί,
αντιστάθηκε στην απληστία.

Θύμωσε αυτός πολύ. Έγινε πυρ και μανία. Πήρε ένα ψαλίδι και την έκοψε σε δυο κομμάτια.

Γιατί γελάτε; Εσείς δεν είστε από χαρτί.
Γιατί γελάτε;

Και γύρισε ο αγαπημένος της, όπως της είχε υποσχεθεί. Την βρήκε,
 στάθηκε μπροστά της και δεν είπε λέξη.

Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Ήταν, βλέπετε, από χαρτί.
Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ.

Έμεινε εκεί μέχρι που σκοτείνιασε. Η καρδιά του άρχισε να φλέγεται. Και κάηκε εντελώς.
Δεν μπορείς πια να τον αναγνωρίσεις.

Αυτές οι μαύρες στάχτες εδώ, ήταν αγάπη και χαρτί.
Αυτές οι μαύρες στάχτες.

(στην απαγγελία, η κοπέλα στους τελευταίους δύο στίχους είχε απλώσει μπροστά το χέρι της κλειστό σαν να κρατούσε κάτι. Το άνοιξε, και μόλις είπε την τελευταία λέξη, γύρισε την παλάμη προς τα κάτω και τίναξε τις στάχτες)



Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on February 04, 2012, 14:49:40 pm
https://www.youtube.com/watch?v=auhINfzRcyY


Title: Re: Ποίηση
Post by: L on February 04, 2012, 15:57:16 pm
The Night Has A Thousand Eyes
(Francis William Bourdillon)

The night has a thousand eyes,
    And the day but one;
Yet the light of the bright world dies
    With the dying sun.

The mind has a thousand eyes,
    And the heart but one;
Yet the light of a whole life dies
    When love is done.


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on February 20, 2012, 01:18:20 am
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρο ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα,
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν
και πουν οι φίλοι καληνύχτα
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότε θα λογαριαστείτε,
θες ή δεν θες θα μπουν κάτω όλα να λογαριαστείτε.
Θα ‘ σαι μονάχος.
Κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα
κι απ’ τη δουλειά σου και άλλες φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό και σε περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 20, 2012, 01:36:21 am
Τομεύς 1993  2012

Κάθε πρωί διέρχομαι
το τούνελ της γλυκόπικρης
επιστημονικής μυθιστορίας μου.
Διάδρομος φωτισμένος εκτυφλωτικά
με διατομή σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου,
σχέση ύψους-πλάτους καταπιεστική
και μήκος-βάθος απροσμέτρητον.
Οσμές χειρουργείου ασήπτου με περιβάλλουν
κι άκρα γαλήνη μονάδος εντατικής παρακολούθησης.
Βαρύγδουποι τίτλοι,
μαύροι,
σε πινακίδες απαστράπτοντος αλουμινίου
δεξιά μου σε σειρά που υποβοηθεί
εμμέσως στην εμπέδωση της ιεραρχίας
τους άσχετους, απλοϊκούς μας επισκέπτες αλλά κι εμάς τους ίδιους τους ιερείς
-ιεραρχούντες κι ιεραρχομένους.
Απανωτά χτυπήματα οι λέξεις, μ’ εξουθενώνουν.
Γραμματεία.
Καθηγητής.
Καθηγητής.
Αναπληρωτής καθηγητής.
Αναπληρωτής καθηγητής.
Επίκουρος καθηγητής.
Επίκουρος καθηγητής.
Λέκτορας.
Κενόν -κάποιος δεν ήταν εδώ; Που πήγε;
Επίκουρος καθηγητής -να και μια ανατροπή.
Attention!
Vous entrez dans un espace non fumeurs.
Λέκτορας.
Επιστημονικός συνεργάτης.

Παράθυρο. Φως. Αέρας.
Δεκατρία χρόνια νερά του Θερμαϊκού.
Βάλτος, ιστορική και γεωγραφική
ασυνέχεια της Πηνελόπης Δέλτα.
Προκεχωρημένο στάδιο σήψης.
Κορεσμός,
διάλυμα που δεν επιδέχεται πλέον
καμιά ποσότητα οργανικών ουσιών.

Και στο βάθος Όλυμπος φλεγόμενος.
Μα όχι, αυτός δεν είναι πια
κραταιός γίγας αναμένων.
Κυνηγημένος είναι και κουτσός,
βρόμικος και λιμασμένος
πρόσφυγας Βαλκάνιος.

Τα υποβρύχια ρεύματα μόνον,
υγρών απροσδιόριστης υφής
είναι ό,τι μένει και με σώζει,
καθώς στοχαστικά οδεύουν
σε μυστικά περάσματα διαφυγής.
Επάκτιες οχυρώσεις παρακάμπτουν
στο σκοτεινό Καραμπουρνού,
έξυπνα καβαλούν τις λάσπες του Βαρδάρη
και ξανοίγονται για το γλυκύ Αιγαίο,
δημοκρατίες ψάχνοντας της θάλασσας.

30/8/1993

Χ.Ε.Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 20, 2012, 09:03:18 am
Τομεύς 1993  2012

σα να το είδα και γω.


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on February 22, 2012, 05:22:29 am
Κ.Γ. Καρυωτάκης

Ὕπνος

Θὰ μᾶς δοθεῖ τὸ χάρισμα καὶ ἡ μοῖρα
νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε μιὰ νύχτα
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας;
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Κι ἀπάνωθέ μας θὲ νὰ φεύγουν,
στὸν οὐρανό, τ'ἀστέρια καὶ τὰ ἐγκόσμια.
Θὰ μᾶς χαϊδεύει ὡς ὄνειρο τὸ κύμα.
Καὶ γαλανὸ σὰν κύμα τ'ὄνειρό μας
θὰ μᾶς τραβάει σὲ χῶρες ποὺ δὲν εἶναι.
Ἀγάπες θὰ 'ναι στὰ μαλλιά μας οἱ αὖρες,
ἡ ἀνάσα τῶν φυκιῶν θὰ μᾶς μυρώνει,
καὶ κάτου ἀπ' τὰ μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρὶς νὰν τὸ γρικοῦμε, θὰ γελᾶμε.
Τὰ ρόδα θὰ κινήσουν ἀπ' τοὺς φράχτες,
καὶ θὰ 'ρθουν νὰ μᾶς γίνουν προσκεφάλι.
Γιὰ νὰ μᾶς κάνουν ἁρμονία τὸν ὕπνο,
θ' ἀφήσουνε τὸν ὕπνο τοὺς ἀηδόνια.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Καὶ τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ μας,
ἀγριαπιδιές, θὰ στέκουνε τριγύρω
καί, σκύβοντας, κρυφὰ θὰ μᾶς μιλοῦνε
γιὰ τὰ χρυσὰ καλύβια, γιὰ τὸν ἥλιο
τῆς Κυριακῆς, γιὰ τὶς ὁλάσπρες γάστρες,
γιὰ τὰ καλὰ τὰ χρόνια μας ποὺ πᾶνε.
Τὸ χέρι μας κρατώντας ἡ κυρούλα,
κι ὅπως ἀργὰ θὰ κλείνουμε τὰ μάτια,
θὰ μᾶς δηγιέται —ὠχρὴ— σὰν παραμύθι
τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ φεγγάρι
θὰ κατεβεῖ στὰ πόδια μας λαμπάδα
τὴν ὥρα ποὺ στερνὰ θὰ κοιμηθοῦμε
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐκλάψαν καὶ ἀποστάσαν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on February 22, 2012, 09:08:18 am
συνειρμικά μετά τον Καρυωτάκη, ο μονόλογος της Σόνια.

Θείος Βάνιας
του Άντον Τσέχωφ, σε μετάφραση Λυκούργου Καλλέργη

Πράξη τέταρτη

Η Σόνια μιλάει στο θείο της.

Τι να κάνουμε; Πρέπει να ζήσουμε! (Παύση). Θα ζήσουμε, θείε Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές – πολλές μέρες αράδα κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονητικά τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Εμείς θα δουλέψουμε για τους άλλους και τώρα και στα γερατειά μας – χωρίς ξεκούραση. Κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε ήσυχα-ήσυχα,  χωρίς κανένα παράπονο. Κι εκεί, πέρα απ’ τον τάφο μας, θα πούμε πως υποφέραμε, πως κλάψαμε, πως η ζωή μάς πίκρανε, κι ο Θεός θα μας σπλαχνιστεί. Και τότε κι εγώ κι έσύ, θείε μου αγαπημένε, θα δούμε τη ζωή φωτεινή, χαρούμενη, ωραία. Θα χαιρόμαστε τότε και θα κοιτάζουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο – και θ’ αναπαυτούμε. Έχω πίστη, θείε μου. Πιστεύω θερμά, με πάθος! (Γονατίζει μπροστά του και βάζει το κεφάλι της στα χέρια του. Με κουρασμένη φωνή). Θ’ αναπαυτούμε! 


Title: Re: Ποίηση
Post by: whitesnake_92 on February 23, 2012, 04:00:08 am
Βράδυ- Κ. Καρυωτάκης

Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
-μια ιαχή μακρυσμένη-,
τ'αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,

τ'ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρα μου,
ένα τραίνο που θα' ρχέται από μια άγνωστη χώρα,
τά χαμένα όνειρα μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on March 24, 2012, 02:58:48 am
https://www.youtube.com/watch?v=vAT2L-KBPj4


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on March 29, 2012, 20:12:25 pm
“And I want to play hide-and-seek and give you my clothes and tell you I like your shoes and sit on the steps while you take a bath and massage your neck and kiss your feet and hold your hand and go for a meal and not mind when you eat my food and meet you at Rudy's and talk about the day and type up your letters and carry your boxes and laugh at your paranoia and give you tapes you don't listen to and watch great films and watch terrible films and complain about the radio and take pictures of you when you're sleeping and get up to fetch you coffee and bagels and Danish and go to Florent and drink coffee at midnight and have you steal my cigarettes and never be able to find a match and tell you about the tv programme I saw the night before and take you to the eye hospital and not laugh at your jokes and want you in the morning but let you sleep for a while and kiss your back and stroke your skin and tell you how much I love your hair your eyes your lips your neck your breasts your arse your

and sit on the steps smoking till your neighbour comes home and sit on the steps smoking till you come home and worry when you're late and be amazed when you're early and give you sunflowers and go to your party and dance till I'm black and be sorry when I'm wrong and happy when you forgive me and look at your photos and wish I'd known you forever and hear your voice in my ear and feel your skin on my skin and get scared when you're angry and your eye has gone red and the other eye blue and your hair to the left and your face oriental and tell you you're gorgeous and hug you when you're anxious and hold you when you hurt and want you when I smell you and offend you when I touch you and whimper when I'm next to you and whimper when I'm not and dribble on your breast and smother you in the night and get cold when you take the blanket and hot when you don't and melt when you smile and dissolve when you laugh and not understand why you think I'm rejecting you when I'm not rejecting you and wonder how you could think I'd ever reject you and wonder who you are but accept you anyway and tell you about the tree angel enchanted forest boy who flew across the ocean because he loved you and write poems for you and wonder why you don't believe me and have a feeling so deep I can't find words for it and want to buy you a kitten I'd get jealous of because it would get more attention than me and keep you in bed when you have to go and cry like a baby when you finally do and get rid of the roaches and buy you presents you don't want and take them away again and ask you to marry me and you say no again but keep on asking because though you think I don't mean it I do always have from the first time I asked you and wander the city thinking it's empty without you and want what you want and think I'm losing myself but know I'm safe with you and tell you the worst of me and try to give you the best of me because you don't deserve any less and answer your questions when I'd rather not and tell you the truth when I really don't want to and try to be honest because I know you prefer it and think it's all over but hang on in for just ten more minutes before you throw me out of your life and forget who I am and try to get closer to you because it's beautiful learning to know you and well worth the effort and speak German to you badly and Hebrew to you worse and make love with you at three in the morning and somehow somehow somehow communicate some of the overwhelming undying overpowering unconditional all-encompassing heart-enriching mind-expanding on-going never-ending love I have for you.”

― Sarah Kane, Crave


Title: Re: Ποίηση
Post by: Ex_Mechanus on April 30, 2012, 15:24:10 pm
μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούρια
αντίς να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο
φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους θαλασσοπόρους
που μια πατρίδα αφήνοντας, έβρισκαν έναν κόσμο

Κ. Ουράνης


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on May 02, 2012, 14:25:30 pm
ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Δεμένος τρυφερός αλλιώτικος
Δεμένος στο κατάρτι μου.
Τόσα νερά στο δωμάτιό μου!

Ας έρθουν οι σύντροφοι
Ας έρθουν οι σειρήνες
Ας έρθει - έστω - ένας υδραυλικός


Τηλεμαχος Χυτηρης
(Από τη συλλογή "Τόποι νέοι")


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on May 02, 2012, 16:08:47 pm
 Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω-
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη , για τα μάτια
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι’αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.

Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on May 26, 2012, 15:57:32 pm
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΖΕΚΙΛ

Λοιπόν γιατρέ
κάθε πρωί
δοχείο σώμα
εντός του οποίου

εντός του οποίου
υγρό μυαλό
και τα λοιπά
και τα λοιπά.

Όμως γιατρέ
το βράδυ
δοχείο μυαλό
εντός του οποίου
υγρό το σώμα
αλλάζει σχήματα
και παίρνει στάσεις
και κυλάει καμπύλα
και μεταμορφώνεται.

Πείτε μου πείτε μου γιατρέ
τι στέρεο αντίδοτο προτείνετε
για σώματα που υγραίνονται τις νύχτες
κι απομένουν
μέχρι δακρύων υγρά
ως το πρωί;

Γιαννης Βαρβερης

Πεθανε 25 Μαη, σαν χτες, περυσι


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 19, 2012, 11:08:23 am
Αφιερωμένο στο Physical Review B


Κε καθηγητά.
Χρηστος Ε. Δημακης

Οι πέντε σου
οι έξι σου
οι επτά δημοσιεύσεις σου
στα έγκυρα περιοδικά
της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ
σ’ ανέβασαν, σε πήρανε,
σ’ έφτιαξαν και σε δείρανε.
 
Όλο ίσως και περίπου,
όλο μπορεί και πιθανόν,
μια ζωή βιτρίνα,
τάχα έργο,
δήθεν ήθος, μα
μπρος-πίσω κενό.
 
Ύδατα και άνεμοι,
περιθώριο, περιφέρεια.
Τρύπες στον Λόγο, άνευ αξίας,
που οι άλλοι αφήνουν
μετρώντας το κόστος,
γεμίζεις ασθμαίνοντας
αυτοσυντηρούμενος,
αυτοελεούμενος,
αυτοϊκανοποιούμενος.
 
Κι έτσι και δεις τα τάλιρα
-ξέρουν δα εκείνοι τι αφήνουν-
τότε,
Θέ μου βόηθα.
                                      4/5/95


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on July 20, 2012, 00:38:36 am
http://www.youtube.com/watch?v=xaMoel4Ki_w

Απ'το ποίημα του Αζίζ Νεσίν - Σώπα μη μιλάς
Απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on August 13, 2012, 16:04:38 pm
Ανακρέων, 36

Έρως ποτ’ εν ρόδοισι
κοιμωμένην μέλιτταν
ουκ είδεν, αλλ’ ετρώθη.
τόν δάκτυλον παταχθείς
τάς χειρός ωλόλυξε,
δραμών δέ καί πετασθείς
πρός τήν καλήν Κυθήρην
«όλωλα,μήτερ»,είπεν,
«όλωλα καποθνήσκω.
όφις μ’ έτυψε μικρός
πτερωτός,όν καλούσιν
μέλιτταν οι γεωργοί.»
ά δ’ είπεν. « ει τό κέντρον
πονείς τό τάς μελίττας,
πόσον δοκείς πονούσιν,
Έρως, όσους σύ βάλλεις;»

Και η μετάφρασή του:
Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάει
μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει.
Το δάχτυλό του πόνεσε,οδύρεται και κλαίει
στη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει:
«Μάνα μου ,πάει…,χάνομαι,με τσίμπησε ,μανούλα
φίδι μικρό και φτερωτό -το λένε μελισσούλα.»
Κι εκείνη του ‘πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει,
το βέλος σου πόσο πονεί ,αυτόν που αγαπάει;…»


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on August 13, 2012, 16:07:01 pm
ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΙ
Μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.

Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Εχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.

Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.

Γιάννης Βαρβέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on August 16, 2012, 12:54:32 pm
http://isnotpoetry.com/2012/04/29/sunday22/


Title: Re: Ποίηση
Post by: bjork on August 27, 2012, 00:36:10 am
The Night of the Full Moon
by Lloyd Frankenberg

O come with me into this moonlight world.
The trees are large and soft tonight,
With blossoms loaded soft and white,
A cloud of whiteness furling and unfurled.

The houses give their sounds upon the air
In muted tones and secrecies,
Their lights like laughter through the trees.
The evening breathes its vows into our hair.

The evening puts its lips to throat and brow
And swears what it has sworn before
To others and will swear to more.
The evening has its arms around us now.

https://www.youtube.com/watch?v=Jf3n2h4_B14


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on August 28, 2012, 01:42:10 am
ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι
μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα

τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ

τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια

ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ
πειράζει νὰ ἑξαιρέσουμε τὴ μοναξιά;

ἀφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;

ἡ νύχτα εἶναι παγερὴ
καὶ μ᾿ ἔχεις στήσει
μὲ γέλασες
μὲ γέρασες


μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

κάθε φορὰ ποὺ νομίζω πὼς σ᾿ ἔχω στὸ χέρι
βλέπω πόσο ὁ ἔρωτας εἶναι ἀχειροποίητος

ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν
κι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε;
κι ἐμεῖς ποὺ δὲ λαδώσαμε;

ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου

θυσίασα τὸν ὕπνο μου κυρία
γιὰ νὰ διαβάσω τὰ ποιήματά σας
κι ἐκεῖνα μ᾿ ἀποκοίμησαν


Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία

τὰ πρόβατα ἀπήργησαν
ζητοῦν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς


«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους

ὡραῖα ἑρμηνεύεις τὰ τραγούδια
ἂς δοῦμε πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ στὰ παρατράγουδα

καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος
             ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΙΧΟΣ ΣΕ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ ΠΟΡΕΙΩΝ

μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο

ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;

γιὰ τὸ πέτσινο σακάκι σου
ποὺ σὲ κάνει τόσο ὡραῖο
ἔχασε τὴ ζωή του ἕνα ζῷο
καὶ κοντεύω νὰ τὴ χάσω κι ἐγώ


Ντινος ο Χριστιανοπουλος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on October 16, 2012, 20:31:18 pm
Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές...
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 06, 2012, 01:39:31 am
"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ



ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.



Νικος Καββαδίας, Μαραμπού (1933)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 08, 2012, 12:13:07 pm
Εσμεράλδα

Στον Γιώργο Σεφέρη

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Νίκος Καββαδίας, Πούσι (1947)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 14, 2012, 11:53:10 am
Ωχρά σπειροχαίτη    

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...

Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά 'μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Tο λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.

Mια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέα,
Eκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
―ω, κωμωδία!― το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.

...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.


Kώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 18, 2012, 00:40:12 am
Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε


Μανώλης Αναγνωστάκης









Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.


Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα
τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος
πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν
εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι
στρατιώτες
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις
καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
- εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Μ. Αναγνωστάκης, (Ο στόχος, 1970)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Endeavour X on November 18, 2012, 01:07:25 am
Πολλοι σε υμνησσαν μπιντε,
λευκε ωσαν το γαλα,
απ τη λεκανη πιο κοντε,
μα μ᾽ ονειρα μεγαλα.







Συγγνωμη για την αποκλιμακωση απλα ενιωθα ακατανικητη ανοησια.


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 18, 2012, 01:18:21 am
no worries, όπως αισθανεται ο καθένας


Title: Re: Ποίηση
Post by: eddie on November 18, 2012, 11:58:41 am
"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ



ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.


Title: Re: Ποίηση
Post by: whitesnake_92 on November 19, 2012, 22:48:53 pm
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρώμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις

        βρώμικες λέξεις
                  άγιες λέξεις
                           λέξεις κλειδιά
                                    ιδέες φαντάσματα
                                               λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτά τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

Γιάννης Αγγελάκας "Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;" 1999


Title: Re: Ποίηση
Post by: jthois on November 19, 2012, 23:34:35 pm
Εικόν΄ αχειροποίητη
μες στην καρδιά μου σ΄ είχα
κι είχα για μόνο φυλαχτό
μια της κορφής σου τρίχα

Όνειρα μες στον ύπνο μου
μαυροφτερουγιασμένα
σαν περιστέρι στη σπηλιά
με τάραξαν για `σένα.

Τ΄ αηδόνια αυτά που κελαηδούν
μου φαίνονται να κλαίνε
κίνδυνο, μαύρο σύννεφο
οι μάγισσες μου λένε.

Να σε χαρεί κι η άνοιξη
μαζί με τα λουλούδια
όπου `ναι σαν αμέτρητα
ζωγραφιστά τραγούδια.

Συ στο σχολειό δεν έμαθες
να γράφεις ραβασάκια
στα χείλη σου τα ρόδινα
πού τα `βρες τα φαρμάκια.

Στα μάτια τα ψιχαλιστά
πωχ΄ έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει.

Τη χάρη σου τη σπλαχνική
μη μ΄ αρνηστείς αρνί μου
αγάπη μου αιώνια
αγάπη μου στερνή μου


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on November 20, 2012, 20:50:09 pm
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Ξελασπώστε το μέλλον

 

Το μέλλον δε θα 'ρθει

                                από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,

αν δεν πάρουμε μέτρα

                                 κι εμείς.

Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξε το!

Απ' την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.

Η κομμούνα

                  δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λές,

για να την ονειρεύεσαι

                                τις νυχτιές.

Μέτρησε,

                  καλοσκέψου,

                                        σημάδεψε –

και τράβα, βήματα τα βήματα,

                                            έστω και πάνω σε μικροζητήματα.

Δεν είναι μόνον

                       ο κομμουνισμός

στη γη,

         στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.

Είναι και μέσ' στο σπίτι,

                               στο τραπεζάκι μπρος,

στις σχέσεις,

             στη φαμίλια,

                         στην καθημερινή ρουτίνα.

Εκείνος κει,

               που ολημερίς

τριζοβολάει βλαστήμιες

                                     σαν κάρο κακογρασωμένο

εκείνος που,

                  σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,

                                                                χλωμιάζει ευθύς,

αυτός

          το μπόι του μέλλοντος

                                           δεν το 'χει φτασμένο.

Πόλεμος

              δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,

να λες ναι, ναι,

                     στα μέτωπα

                                     με βολές πολυβόλου.

Της φαμίλιας,

                    του σπιτικού,

                                      η επίθεση,

για μας μικρότερη απειλή

                                     δεν είναι διόλου.

Εκείνος που υποτάχτηκε

                                    στην πίεση της φαμίλιας,

κοιμάται

            μέσ' στη μακαριότητα

                                              ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, -

αυτός δεν έφτασε το μπόι

                                   της προσήλιας,

της δυνατής ζωής εκείνης

                                     που θα 'ρτει.

Σαν τη φλοκάτα

                       και το χρόνο επίσης,

ο σκόρος της καθημερινότητας

                                               τον κατατρώει στιγμή στιγμή.

Το μεινεσμένο ρούχο

των ημερών μας για ν' αερίσεις,

ε, κομσομόλε, τίναξε το εσύ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 20, 2012, 21:11:04 pm
ρεβιζιονιστης αντιοικονομιστης ο Μαγιακόφσκι...τον παω όμως γιατι έχει καλές στάσεις Μετρό.


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 21, 2012, 17:30:08 pm
Σε παλιό συμφοιτητή - Κ. Καρυωτάκης

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου τής Αθήνας,
που όμοια και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε τής πείνας.

Δέ θά' ρθω πια στον τόπο που πατρίδα μου
τόν έδωκε το γιόρτασμα τής νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ'όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μού πουν δέν ξέρουνε τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θά 'χουν τής Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θά 'ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιώ και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θά 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θά 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4 (http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 21, 2012, 17:35:15 pm
ελα...ακομα δεν τελειώσαμε και αρχίσαμε τις μελαγχολίες!


Title: Re: Ποίηση
Post by: verisign on November 21, 2012, 17:38:29 pm

Σβήσε τα μάτια μου

Σβήσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούσω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σ’ εσένα,
Και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε  σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια. Όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησε μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Και αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.


ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ



Title: Re: Ποίηση
Post by: Joseph D. on November 21, 2012, 19:15:51 pm
Au pied des tours de Notre-Dame
La Seine coule entre les quais
Ah! le gai, le muguet coquet!
Qui n´a pas son petit bouquet?

Allons, fleurissez-vous, Mesdames,
Mais c´était toi que j´évoquais
Sur le parvis de Notre-Dame
N´y reviendras-tu donc jamais?
Voici le joli mois de mai

Je me souviens du bel été
Des bateaux-mouches sur le fleuve
Et de nos nuits de la Cité
Hélas! qu´il vente, grêle ou pleuve
Ma Seine est toujours toute neuve
Elle chemine à mon côté

Dans le jardin du Luxembourg
Les feuilles tombent par centaines
Et j´entends battre le tambour
Tout en courant la prétentaine
Parmi les ombres incertaines
Qui me rappellent nos amours

De ma chambre, Quai aux Fleurs,
Je vois s´en aller sous leurs bâches
Les chalands aux vives couleurs
Tandis qu´un petit remorqueur
Halète, tire, peine et crache
En remontant à contrecœur
L´eau saumâtre de ma douleur


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on November 21, 2012, 20:13:28 pm
ελα...ακομα δεν τελειώσαμε και αρχίσαμε τις μελαγχολίες!

 :P οι επιρροές της Κριστίν :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on November 21, 2012, 20:27:51 pm
Σε παλιό συμφοιτητή - Κ. Καρυωτάκης

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου τής Αθήνας,
που όμοια και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε τής πείνας.

Δέ θά' ρθω πια στον τόπο που πατρίδα μου
τόν έδωκε το γιόρτασμα τής νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ'όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μού πουν δέν ξέρουνε τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θά 'χουν τής Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θά 'ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιώ και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θά 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θά 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4 (http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4)

http://www.youtube.com/watch?v=Lg8xmA7pD5Q


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on November 26, 2012, 22:35:52 pm
“there is a loneliness in this world so great
that you can see it in the slow movement of
the hands of a clock.

people so tired
mutilated
either by love or no love.

people just are not good to each other
one on one.

the rich are not good to the rich
the poor are not good to the poor.

we are afraid.

our educational system tells us
that we can all be
big-ass winners.

it hasn't told us
about the gutters
or the suicides.

or the terror of one person
aching in one place
alone

untouched
unspoken to

watering a plant.”


- Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on November 26, 2012, 22:39:57 pm
Σε παλιό συμφοιτητή - Κ. Καρυωτάκης

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου τής Αθήνας,
που όμοια και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε τής πείνας.

Δέ θά' ρθω πια στον τόπο που πατρίδα μου
τόν έδωκε το γιόρτασμα τής νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ'όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μού πουν δέν ξέρουνε τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θά 'χουν τής Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θά 'ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιώ και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θά 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θά 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4 (http://www.youtube.com/watch?v=rGateZJqbX4)

Yπέρτατο.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Marco on November 27, 2012, 21:25:47 pm
Τηλέμαχος Χυτήρης*

Χορός 2

(Από την ανεπανάληπτη συλλογή "Θέμα")

Δεν
δεν το φύλλο δεν
δέν-τρο

δεν η άνοιξη
δεν η επιθυμία
δεν ο δόλος δεν
δέν-τρο

δεν η λάμψη
δεν η μανία
δεν το κόκκινο το κόκκινο δεν
δεν-τρο

δεν ω
δεν α
δεν αγωνία
δεν η κρύπτη δεν η κρύπτη δεν η κρύπτη

δεν
δεν το φύλλο δεν
ΔΕΝΤΡΟ

*Ναι είναι ο γνωστός (http://www.hitiris.gr/default.aspx).Δεν πρόκειται για συνωνυμία.
ΥΓ: Σε λίγο έρχονται κι άλλα παρόμοια.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Marco on November 27, 2012, 22:36:32 pm
Τόποι Νέοι - Οδύσσεια

Δεμένος τρυφερός αλλιώτικος
Δεμένος στο κατάρτι μου·
Τόσα νερά στο δωμάτιό μου!

Ας έρθουν οι σύντροφοι
Ας έρθουν οι σειρήνες
Ας έρθει -έστω- ένας υδραυλικός.

(Ο Τηλέμαχος για το ταξίδι του πάτερα του, Οδυσσέα.)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 28, 2012, 18:06:27 pm
Οι ελληνες ενωμενοι και αποφασισμενοι μπορουμε να πετυχουμε τα παντα.

https://www.youtube.com/watch?v=Mc_UaGhykcA


Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
Άννα μην κλαις
θα γυρέψουμε βερεσέ απ΄ τον μπακάλη.

Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή
Άννα μην κλαις
στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί

Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει
Άννα μην κλαις
Εμένα δε με βάζουν στο χέρι.

Ο στρατός ξεκινά
Άννα μην κλαις
Σαν γυρίσω ξανά
θ΄ ακολουθώ άλλες σημαίες.
Ο στρατός ξεκινά


Μπερτολ Μπρεχτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 30, 2012, 00:22:59 am
Κι ενα ακομα, ενος δικου μας Δασκαλου:

Τα bit είναι σιωπηλά

Ξέρω πως τα bit τρέχουν σιωπηλά
στις υπερλεωφόρους της πληροφορίας.
Θεωρία πεδίου ηλεκτρομαγνητικού
έχω διδαχθεί επαρκώς,
κυκλώματα ξέρω αρκετά
καθώς και ικανά στοιχεία ηλεκτρονικής
έτσι ώστε να μη με τρομάζει
της επιστήμης των Τηλεπικοινωνιών
ο υπέρλαμπρος αστερόης ουρανός.

Γνωρίζω λοιπόν ότι τα bit άηχα είναι.
Οι ήχοι είναι από πράγματα πολύ πεζότερα,
κινητηράκια δηλαδή κι ανεμιστήρες
ίσως κι ελαττωματικά τροφοδοτικά,
πράγματα ζωτικά μεν για την απαγωγή
της ανεπιθύμητης θερμότητας
και την κυκλοφορία των ηλεκτρονίων,
όχι όμως καθ' εαυτά ουσίες ζώσες
και προορισμένες για οργάνωση ανώτερη,
όπως οι μνήμες, οι επεξεργαστές,
οι διαμορφωτές, οι αποδιαμορφωτές,
οι κωδικοποιητές κι οι αποκωδικοποιητές.

Όμως εμένα μ' αρέσει να νομίζω
πως και η σκέψη θόρυβο μπορεί να προκαλεί
και πάταγο καμιά φορά να κάνει.
Έτσι, αφήνομαι στον ήχο
του υπολογιστή μου ή του modem,
στο βουητό του δέκτη ή του πομπού
και λέω μέσα μου:
"νάτες οι σκέψεις που αναμεταξύ τους ομιλούν
τρέχοντας πέρα-δώθε και ξεσαλώνουν..."

Μα με τρομάζει όταν ξαφνικά
μένουν ξεκρέμαστα όλα στον αέρα,
μετέωρα με το θανατηφόρο άνοιγμα
κάποιου βάρβαρου διακόπτη.
Και μετά απορώ:
Τι γίναν άραγε όλα αυτά τα bit,
πού πήγαν, πού χάθηκαν
καθώς καμαρωτά οδεύαν
ως παρελαύνουσες μαθήτριες
προς ένα εκτυπωτή, ένα δίσκο ή μια οθόνη,
πριν καταφέρουν να γίνουν γράμμα,
εικόνα,
ήχος,
περιοχή συγκεκριμένης μαγνήτισης
ή φως;


Title: Re: Ποίηση
Post by: sofigami on November 30, 2012, 00:40:20 am
Τομεύς 1993  2012

No kidding, μ'άρεσε αυτό :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 30, 2012, 00:42:32 am
Τομεύς 1993  2012

No kidding, μ'άρεσε αυτό :D


τωρα τι να πω... επιρροές Αρκουδογιάννη??


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 03, 2012, 17:33:26 pm
today @6ος



Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής

Σε σιωπηλές πλαγιές
φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στην κορυφή τους
Βραδιάζει

Επιφάνεια 37 - Γ. Σεφερης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 03, 2012, 21:57:24 pm
Το μεταξύ πομπού και δέκτη υποτιθέμενο κενόν

Δεν υπάρχει κενό μεταξύ πομπού και δέκτη
αν τα πόδια σας γερά πατούν στη γη, είτε
σε σκάφος ασφαλές, υπεριπτάμενον ή επιπλέον.
Μάζες αέρος σας συνδέουν προσπελάσιμες,
παρέχοντας αγώγιμο υλικό για τη μετάδοση
του ανεκτιμήτου ή ευτελούς αξίας μυνήματός σας.
Η τροπόσφαιρα, η ιονόσφαιρα, το ύδωρ, ακόμη και η γη η ιδία
αποτελούν επίσης μέσα διάδοσης εξαίρετα.

Μα κι αν, ώ αφελείς ποιηταί, νομίζετε
πως πρόβλημα είναι το ενδιάμεσο διαστρικό κενό,
ρίξτε και καμιά ματιά στον ξεχασμένο θείο Maxwell.
Το σήμα σας, φύσεως ηλεκτρομαγνητικής,
πεδίον όντας δηλαδή
και σκόπιμες, αναγνωρίσιμες μεταβολές αυτού,
ανάγκη μέσου κανενός δεν έχει.
Διαδίδεται στο κενό.
10/11/95


Χ.Ε.Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Meh on December 03, 2012, 22:01:32 pm
awgjan


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on December 04, 2012, 02:07:06 am
Ειναι μια πολη εκει στα βορεια
που οι διαβατες προσπερνουν με βιασυνη
ασκημη και αδιαφορη για τους πολλους
μα για ελαχιστους, πολλα σημαινει
τα Γρεβενα.


Αυτοι που εχουν καταγωγη απο τα Γρεβενα
εχουνε φυγει ολοι σχεδον απο την πολη τους, ως οικονομικοι μεταναστες εδω και χρονια
στοιχειο ειρωνικο, στους χαλεπους καιρους που ζουμε
κι η πολη ειναι αδεια απο ανθρωπους

Αυτοι που εχουν καταγωγη απο τα Γρεβενα
ειναι οι χαμενοι της μεγαλης νεοελληνικης υποθεσης
και κυριοτερα το ξερουν
και σιωπουν αριστοκρατικα
δεν ντυνονται προκλητικα, δεν ξενυχτανε οπως οι υπολοιποι
δουλευουν αγογγυστα, ξυπνανε πριν τις 7 τις καθημερινες
στην εκκλησια τις Κυριακες οταν ακουγεταται το Κατα Μαρκον
σκυβουν με ντροπη το κεφαλι.

Αυτοι που εχουν καταγωγη απο τα Γρεβενα
-Δεν κανουν pilates και zumba
Δεν πανε στο Markiz για να βγουν ως γνησιοι ελληνοκαγκουρες, φωτογραφιες.
Δεν χτισανε πισινες, ουτε εξοχικα σε πανεμορφες τοποθεσιες (το real estate δεν τους λεει και πολλα)
Ουτε διοριστηκανε απο τον ενα και μοναδικο βουλευτη που εχουν-

Και οπως ειναι φυσικο τους σεβονται οι νοικοκυραιοι γειτονες τους
Και αυτο ειναι σημαντικο και να το λεμε πρεπει.

Αυτοι που εχουν καταγωγη απο τα Γρεβενα
Δεν γκρινιαζουν και δεν διαμαρτυρονται
οπως οι καλοζωισμενοι κυριοι της αυτοδιοικησης
γιατι ποτε τους εαυτους δεν λογισαν ως συμμετεχοντες σε αυτη την παρανοια που κυβερναει τον τοπο
και κυριως αυτοι δεν φαγανε, μπορουν οι ιστορικοι του μελλοντος να το επαληθευσουν

Και τωρα που α ανεμος λυσσομανα και αρχιζουν τα τζιτζικια να την ψυλλιαζονται πως φτανει καταιγιδα
εχει ερθει ο καιρος να πουμε ολοι
Να βγουμε στις πλατειες και να φωναξουμε χωρις αιδω
ΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ.


Ace


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on December 04, 2012, 02:09:20 am
Ηταν το ποστ υπ'αριθμον 1111.
http://www.metafysiko.gr/forum/showthread.php?t=1180&page=10
 :) :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 04, 2012, 17:15:46 pm
ξεχασμένο θείο Maxwell


γράφεις paper?  :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on December 08, 2012, 19:45:35 pm
ΝΥΧΤΕΣ

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι και την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι Φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι – τι θα γίνεi;
Το ξέρεις πως η σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ το θέατρο και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθει – δε γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.



~ Κώστας Μόντης ~


Title: Re: Ποίηση
Post by: verisign on December 08, 2012, 19:48:35 pm
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Ιθάκη Κ .Π  Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on December 10, 2012, 15:41:16 pm
Annabel Lee

It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of ANNABEL LEE;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.

I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.

And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.

The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me-
Yes!- that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.

But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.

For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.
Edgar Allan Poe


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on December 10, 2012, 18:34:47 pm
«Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο
Κι ένας λόρδος περνώντας του λέγει: Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω
Να σ’ τον κάτσω για λίγο
Θα σε στείλω μετά στο Κολλέγιο.»


Σεφέρης (αλήθεια)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Meh on December 11, 2012, 00:12:51 am
your life is your life
don’t let it be clubbed into dank submission.
be on the watch.
there are ways out.
there is a light somewhere.
it may not be much light but
it beats the darkness.
be on the watch.
the gods will offer you chances.
know them.
take them.
you can’t beat death but
you can beat death in life, sometimes.
and the more often you learn to do it,
the more light there will be.
your life is your life.
know it while you have it.
you are marvelous
the gods wait to delight
in you.

@Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 11, 2012, 01:01:00 am
ελα...ακομα δεν τελειώσαμε και αρχίσαμε τις μελαγχολίες!

 :P οι επιρροές της Κριστίν :P

χοχοοχοχοχ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Μικρός λόρδος on December 11, 2012, 02:21:59 am
«Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο
Κι ένας λόρδος περνώντας του λέγει: Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω
Να σ’ τον κάτσω για λίγο
Θα σε στείλω μετά στο Κολλέγιο.»


Σεφέρης (αλήθεια)

Λόρδος???? :D :D :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Christina8 on December 13, 2012, 17:42:49 pm
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…

…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.


Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…

Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.

Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.

Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.

Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…

Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.

Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…

(Αποσπάσματα Τάσος Λειβαδίτης – Συμφωνία Αρ. 1)


Title: Re: Ποίηση
Post by: pandora on December 13, 2012, 18:14:11 pm
τέλειο....


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on December 23, 2012, 13:00:03 pm
ΤΗΣ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΨΩΝΙΖΕΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ

Της άρεσε να ψωνίζει τα τριαντάφυλλά της
από τον άντρα που είχε το ανθοπωλείο
μια και πάντα της έλεγε αστεία.
Όταν τα τριαντάφυλλα του ήταν πολύ ακριβά
ψώνιζε από τον πωλητή του δρόμου
που τα λουλούδια του γέμιζαν
με τους σκουριασμένους τους ντενεκέδες
το πεζοδρόμιο
κι ευχαριστιόταν το παζάρεμα μαζί του.

-Sinclair Beiles

(Μιας που είμαστε στο θέμα του Beiles, είχα διαβάσει το καλοκαίρι το βιβλίο : "Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς" του Γιάννη Λειβαδά και είχα συναντήσει εκεί μέσα ένα ποιήμα του Beiles που είχε να κάνει με ένα αγόρι και ένα κορίτσι που κάθονταν σε ένα ύψωμα και παρακολουθούσαν τα "ιδρωμένα" κτίρια της πόλης....Το βιβλίο το είχα δανειστεί και δεν μπορώ να βρω πουθενά στο google ποιήματα του....Ξέρει κανείς για ποιο μιλάω? Μπορεί κανείς να βοηθήσει?? )


Title: Re: Ποίηση
Post by: Jim D. Ace on January 08, 2013, 23:30:15 pm
Ο ΦΑΚΗΣ
Εμπρός, ένα δυο, προσοχή!
Εμένα με λένε Φακή.
Κορμί κορδωμένο, μουστάκι στριμμένο, γαλόνια χρυσά και σπαθί.
Η σάλπιγγα τάρα τατά.
σπαθί και ντουφέκι χτυπά,
μπαμ μπουμ το κανόνι, μπουμ μπαμ το τρομπόνι. Ποιός βγαίνει σε μένα μπροστά;
Γυρεύω παντού τον εχτρό.
Κι ας είν' αντρειωμένοι σωρό,
γιγάντοι και δράκοι, θεριά με φαρμάκι, καπνός μόλις πρόβαλα εγώ.
Μονάχα ξαφνιάζομαι, οχού!
τρομάζω απ' τους ίσκιους, χουχού!
Ένα φύσημα αγέρα, κι ας είναι και ημέρα, μου παίρνει κι αντρεία και νου

Βασίλης Ρώτας


Title: Re: Ποίηση
Post by: τσαι-borg on January 09, 2013, 11:15:48 am
Δευτέρα?Τρίτη Δημοτικού?


Title: Re: Ποίηση
Post by: sofigami on January 09, 2013, 11:38:38 am
Θυμάμαι που το λέγαμε τραγουδιστά. :)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Jim D. Ace on January 09, 2013, 16:00:58 pm
Δευτέρα?Τρίτη Δημοτικού?
πρωτη νομιζω
στο ανθολογιο  :D :D :D

Θυμάμαι που το λέγαμε τραγουδιστά. :)
εγω αακομα τραγουδιστα το λεω
δε μπορω να το διαβασω κανονικα  :D :D :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on January 09, 2013, 16:03:54 pm
 ^puke^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Jim D. Ace on January 09, 2013, 16:13:02 pm
σκασε ρε και απολαυσε αυτο το αριστουργημα της λογοτεχνιας  :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 13, 2013, 16:02:02 pm
Εξέλιξη.

Γύρισε όλος σοβαρότητα,
με κοίταξε με ύφος εμπιστευτικό,
ανθρώπου που γνωρίζει πράγματα και καταστάσεις
από χρόνια τώρα.
Τον λόγον ύστερα σιγοψιθύρισε
με κάποια χροιά συνωμοσίας θαρρώ:
“Εγώ, θα σε βοηθήσω...
Αλλά και συ βρε αδερφέ,
περίμενε άλλον έναν-ενάμιση χρόνο
να εμπλουτίσεις το βιογραφικό σου.”
Υπέθετε μου φαίνεται
ο καλός μου συνάδελφος
πως μια ή δύο επιπλέον δημοσιεύσεις
-οτιδήποτε δηλαδή-
σε διεθνή περιοδικά κύρους εγνωσμένου,
έγκριτα στους κύκλους των ομοίων μας,
τη ζωή μου θα μετέβαλε άρδην
πλουταίνοντας το μέχρι στιγμής φτωχό περιεχόμενό της
κατά το εν τέταρτον σελίδας τύπου Α4.


Χ.Ε.Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on January 13, 2013, 16:07:58 pm
Για το ψωμί το δίκιο την αλήθεια, ίσως και να μη
φτάνει μια ζωή.
Μα τη ζωή μου την ένιωσα ζωή μες στον αγώνα, αδέλφια.
Και για να μάθω να μιλώ, όταν ο τρόμος τα στόματα
βουβαίνει
Να μάθω να ανορθώνομαι, όταν θεριεύει ο θάνατος
Για να μπορώ τα ίδια τα λάθη μας να αντέχω
πόσες αδυναμίες έπρεπε να κατανικήσω,
με πόσες πρέπει κάθε στιγμή να αντιπαλεύω.
Όμως μονάχα τούτη την αδυναμία, συγχωρήστε μου,
όταν κοπάζει ο θόρυβος και μένω μοναχός
με ένα μου αγαπημένο πρόσωπο
για την αγάπη του που ολόκληρος διψάω
δεν μπορώ ν’ αγωνιστώ.
Αν την επιδιώξω τη χάνω.
Αν τη διεκδικήσω τη σκοτώνω.
Αδέλφια μου συγχωρήστε με, μα η αγάπη
που πιο βαθιά γυρεύω,
πρέπει να μου δοθεί μονάχη.

(τιτος πατρικιος)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 31, 2013, 12:33:59 pm
Η έρευνα του μηχανικού

Αριθμούς ανακατώνω στην ουσία μόνον
και κάποιους νόμους φυσικούς
βαδίζοντας στα σκοτεινά,
ακουμπώντας λίγο σε κάποιαν διαίσθηση
αναπτυγμένη απ’ τα χρόνια
με ρίζες σε χώρους Ευκλείδειους.
Έτσι, πρώτη φορά,
γίγνονται
μπροστά στα μάτια μου
πράγματα ωραία,
εξαίσιες δηλαδή μηχανές
που δουλεύουν και
το τέλος τους
πληρώνουν.

Χ.Ε.Δ. - 7/10/95


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 13, 2013, 00:03:59 am
Πάνθεον Ἐθνικοφροσύνης
(Ὅλοι με πιστοποιητικόν)


Φανέ, ὅταν τὸ ἔλαιον σὲ λείψῃ, τί θὰ γίνῃς;
Τί; θὰ σβεσθῆς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ


Μεγάλη πόρτα νὰ χωρᾷ ὁ Μεγάλος
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει ἅμα ξαπλώσει.
Ὡς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αἰώνια Μνήμη καὶ Χαρά!

Ἀθάνατοι σὲ μάρμαρο καὶ μπροῦντζο
λαμποκοποῦν οἱ ἀχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνᾷ ἡ Πατρίδα «εὐγνωμονοῦσα»
καὶ τοὺς φοβᾶται ὁ «Σκώληξ ὁ Ἀκοίμητος».

Τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου ὁ κορονάτος
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τοῦ Παραδείσου
τὰ πλούτη, ὅσο θυμᾶται τὰ δικά του.

Καλαμαρὰς ποὺ τύφλωνε τ᾿ ἀηδόνια
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Ἀλήθεια,
γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς ἔφαε κι αὐτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.

Καὶ μία μεγαλουσιάνα, ἄφραγη λάμια,
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ἀνάσκελα.

Τ᾿ ἁγνά μας ἐθνικόπουλα, ὁρκισμένα
τὸν ἅγιον ὅρκο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τῶν τουφεκισμένων
ἀπὸ τοὺς Γερμανούς: « Καλὰ σᾶς κάναν!»

Καὶ στὴν κορφὴν ἀπάνου ὁ Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτᾷς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Ὂλ᾿ ἡ κοπριὰ τοῦ αἰῶνα
κοιλοπονοῦσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!

Αὐτοὶ Πατρίδα, Ἅγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι ἀπ᾿ τὰ ἱερά μας κόκαλα βγαλμένη
ἡ Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!

Τῶν αἱμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ἕνα ρόχαλο δικό τους.
Κι ἂν τὴ στερνή σου ἁρπάξανε μπουκιά,
σοῦ ἀφήσανε τὴ δόξα τοῦ Θανάτου.

Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν ἡ μέρα,
μαύρη καπνούρα κι οὐρλιαχτὰ καὶ θρῆνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ ἀγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!

Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι
κατηφορᾶνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: istar on February 13, 2013, 01:09:09 am
You little box, held to me escaping
So that your valves should not break
Carried from house to house to ship from sail to train,
So that my enemies might go on talking to me,
Near my bed, to my pain
The last thing at night, the first thing in the morning,
Of their victories and of my cares,
Promise me not to go silent all of a sudden.

Bertolt Brecht


Title: Re: Ποίηση
Post by: MARIOS on February 13, 2013, 01:27:34 am
https://www.youtube.com/watch?v=3FMR-OAYie0

Δευτέρα?Τρίτη Δημοτικού?
πρωτη νομιζω
στο ανθολογιο  :D :D :D

Θυμάμαι που το λέγαμε τραγουδιστά. :)
εγω αακομα τραγουδιστα το λεω
δε μπορω να το διαβασω κανονικα  :D :D :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on February 16, 2013, 01:00:21 am
Ο ΦΑΚΗΣ
Εμπρός, ένα δυο, προσοχή!
Εμένα με λένε Φακή.
Κορμί κορδωμένο, μουστάκι στριμμένο, γαλόνια χρυσά και σπαθί.
Η σάλπιγγα τάρα τατά.
σπαθί και ντουφέκι χτυπά,
μπαμ μπουμ το κανόνι, μπουμ μπαμ το τρομπόνι. Ποιός βγαίνει σε μένα μπροστά;
Γυρεύω παντού τον εχτρό.
Κι ας είν' αντρειωμένοι σωρό,
γιγάντοι και δράκοι, θεριά με φαρμάκι, καπνός μόλις πρόβαλα εγώ.
Μονάχα ξαφνιάζομαι, οχού!
τρομάζω απ' τους ίσκιους, χουχού!
Ένα φύσημα αγέρα, κι ας είναι και ημέρα, μου παίρνει κι αντρεία και νου

Βασίλης Ρώτας

Γαματο. (το θυμαμαι... βσκ ολοι το θυμουνται ακομα και αυτοι που δεν το παραδεχονται). Στο ιδιο κλιμα.

«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.

Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.

Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.

Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.

Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.

Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».

Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...
Γεώργιος Σουρῆς


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on February 16, 2013, 01:35:35 am
ΤΟ 3

Χτυπησα δυο φορες, κοφτες την πορτα του γραφειου
περιμενα....και ακουσα ενα απλο, βαριεστημενο "Περαστε",
Ειχα προετοιμασει το βλεμμα μου για την συναντηση
το υφος το κλαψιαρικο και την αργη ομιλια.

"Ξερετε, να, ειναι αναγκη"
"Δεν εχουν οι γονεις μου χρηματα αρκετα"
"Μονο ενα μαθημα ακομα μου μενει"

Τα ψεμματα που θα'λεγα,
τα ειχε ξανακουσει σιγουρα, απο πολλους ακομα
και θα τα ακουγε ξανα, απο πολλους ακομα

Του ειπα ονομα και επιθετο
και αμεσως χωρις αλλη κουβεντα με ρωτησε
"Τι εισαι διατεθειμμενη να κανεις για να το περασεις?"
"Τα παντα"
"Τα παντα??"
Περιμενα να μου πει, "ε διαβασε λοιπον, οκνηρη γελαδα"
Κι ομως....

Απλωσε το χερι του κατω απο την φουστα
και πανω στην ωραια εδρα του
με ξυλο ελιας φτιαγμενη
με θωπευσε και με εκανε δικια του.

Την αλλη μερα το πρωι, ανεβηκα στους οροφους
και με χαρα διαπιστωσα,
το 3 εγινε 5.
(αλλα ο πωπος μου, ακομα με πονουσε).

Αφιερωμενο στον δασκαλο. (γουινκ, γουινκ).


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on February 17, 2013, 16:04:04 pm
ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΙΠΑ

Στον ποιητή Απ. Μελαχροινό

Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο,
όπου πολύ παράξενα την έχουν σκαλισμένη.
Έχει το σχήμα κεφαλιού Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ένας σ' εμέ ναύτης Δανός την έχει χαρισμένη.

Και μου 'πε αυτός πως μια φορά του την επούλησε ένας,
στην Αλεξάντρεια, έμπορος ναρκωτικών, Αράπης,
και στον Αράπη - λέει - αυτόν, την είχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα της αγάπης.

Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες,
ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω,
κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.

Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ένα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μες στους δρόμους του τους κρύους και βραδιασμένους
να περπατά έναν ύποπτο Αράπη μεθυσμένο.

Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ανοιχτά στο αβέβαιο να αρμενίζει
κι απάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ένας ναύτης,
να 'χει μια πίπα - όπως αυτήν εγώ - και να καπνίζει.

Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου.
Σκέφτομαι: "Θα 'ναι μαγική". Μα πάλι λέω: μη φταίει
ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου;


-Νίκος Καββαδίας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Maylo on February 20, 2013, 12:50:41 pm
                         Η δίκη του αιώνος

Σάς παρακαλώ αφήστε με να περάσω, είμαι ο μοναδικός μάρτυς σ' αύτη τη δίκη,
πρόκειται για το έγκλημα του αιώνος. Βέβαια, όλα αυτά είναι υπερβολές της φαντασίας, μου —
πως αλλιώς να δικαιώσω την ύπαρξη μου σ' έναν ακατανόητο κόσμο.
Συνήθως τις περισσότερες ώρες μου τις περνώ στο ζωολογικό κήπο
και σκέφτομαι πράγματα τόσο θλιβερά, που τα ζώα γρυλίζουν φοβισμένα -
τέλος, βγάζω το περίστροφο μου, το ακουμπώ στο μέτωπο μου και πυροβολώ
αλλά μ' έχουν ξεχάσει κι οι σφαίρες μου φεύγουν προς τον ουρανό —
όπως θα φύγω κάποτε κι εγώ λυπημένος, χωρίς να μάθω ποτέ ποιος είμαι.

-Τάσος Λειβαδίτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Maylo on February 20, 2013, 12:54:19 pm
και ένα τελευταίο ...
                                   Η μεγάλη νοσταλγία


Τ` άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: "Φίλιππε,
        θεία Ρόζα, Άννα..."
αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι
       ξένοι και το σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει
αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.

Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε  δεν ζήσαμε
                        κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας...
-Τάσος Λειβαδίτης

γι αυτά που κυνηγάμε (και θα συνεχίσουμε) να ζήσουμε......


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on February 20, 2013, 20:42:10 pm
Accounts
Rae Armantrout

ενα υλιστικό ποίημα μιας παράξενης αμερικάνικης ποιητικής γενιάς, -τολμώ να πω- εντελώς άγνωστης στην Ελλάδα.
το αφιερώνω στον Καραμαζωφ.

Light was on its way
from nothing
to nowhere.

Light was all business

        Light was full speed

when it got interrupted.

Interrupted by what?

When it got tangled up
and broke
into opposite

       broke into brand new things.
    
       What kinds of things?

       Drinking Cup

              “Thinking of you!
                          Convenience Valet”

How could speed take shape?


                       *

Hush!
Do you want me to start over?


                       *

    
The fading laser pulse

        Information describing the fading laser pulse

is stored

        is encoded

in the spin states
of atoms.

God
is balancing his checkbook

        God is encrypting his account.

This is taking forever!


Title: Re: Ποίηση
Post by: whitesnake_92 on February 21, 2013, 01:22:55 am
Σε χρόνο ενεστώτα

Θέλω τον έρωτά σου
στο χρόνο του τον ενεστώτα,
οριστικό και αμετάκλητο,
δίχως υποτακτικές υπεκφυγές,
αμφίβολους αορίστους
και μέλλοντος κατ’ εξακολούθηση.
Θέλω τον έρωτά σου
μικρή παθητική
μετοχή,
παραδομένο
εξαρτημένο
θυμωμένο,
να μεταγγίζεσαι ολάκερη
ως τον τελευταίο σπασμό
και να σου γνέφω
κι άλλο.
Θέλω τον έρωτά σου
εξουσία κι επανάσταση.

Ελένη Μαυρογονάτου


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on February 21, 2013, 02:48:09 am
The solitary

I hate to follow and I hate to lead.
Obey? Oh no! And govern? No indeed!
Only who dreads himself inspires dread.
And only those inspiring dread can lead.
Even to lead myself is not my speed.
I love to lose myself for a good while.
Like animals in forests and the sea,
To sit and think on some solitary isle,
And lure myself back home from far away,
Seducing myself to come back to me.

- Friedrich Nietzsche


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on February 21, 2013, 03:05:32 am
Raw With Love

little dark girl with
kind eyes
when it comes time to
use the knife
I won't flinch and
I won't blame
you,
as I drive along the shore alone
as the palms wave,
the ugly heavy palms,
as the living does not arrive
as the dead do not leave,
I won't blame you,
instead
I will remember the kisses
our lips raw with love
and how you gave me
everything you had
and how I
offered you what was left of
me,
and I will remember your small room
the feel of you
the light in the window
your records
your books
our morning coffee
our noons our nights
our bodies spilled together
sleeping
the tiny flowing currents
immediate and forever
your leg my leg
your arm my arm
your smile and the warmth
of you
who made me laugh
again.
little dark girl with kind eyes
you have no
knife. the knife is
mine and I won't use it
yet.


-Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 20, 2013, 00:32:38 am
Ἁμάξι στὴ βροχή

Ὧρα προσμένει μοναχὴ
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾿ τὴ βροχή,
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.

Τ᾿ ἀλογατάκια της, σιμά,
κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲ μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.

Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλὲς
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα
ἀπ᾿ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.

Τ᾿ ἀνώφλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνιὲς
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.

Ἄδεια βιτόρια καὶ φτωχή,
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ῾ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.


Τελλος Άγρας


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on March 20, 2013, 00:36:55 am
Ἁμάξι στὴ βροχή


 :D :D :D :D :D :D :D :D

 ^ivres^


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 20, 2013, 00:37:31 am
ε αφου Μεσοπόλεμο έχουμε :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 22, 2013, 18:24:25 pm
Μούχρωμα

Φυσάει τ' αεράκι μ' ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,

χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.



Λορεντζος Μαβίλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Meh on March 26, 2013, 21:53:27 pm
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.




Τάσος Λειβαδίτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on March 26, 2013, 23:35:40 pm
Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Πρέβεζα
Κ.Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αιμιλία η φτερωτή χελώνα on March 27, 2013, 00:24:24 am
ε νταξ εδω που τα λεμε η Πρεβεζα το χειμωνα ειναι θανατος :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Meh on March 28, 2013, 18:13:59 pm
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη
από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964

1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.

3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία

Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.

4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.

Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 31, 2013, 02:06:23 am
Επίκλησις

Ζοφερὴ Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Μὲ ζητοῦνε τὰ νύχια σου. Στὰ χνῶτα
σου βλέπω ποὺ ὠχριοῦν ἄνθη καὶ φῶτα.
Στ᾿ ἁπλωμένα φτερά σου μὲ σκεπάζεις.

Δῶσ᾿ μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θὰ καταβάλω ὅλη τὴ θέλησή μου.
Σὰ μορφασμὸ θὰ πάρω στὴ μορφή μου
τὴ χαρὰ ποὺ στὰ στήθη ἔχουν οἱ ἄλλοι.

Καὶ τότε κάποια πρόφαση θὰ μείνει
(σημαίας κουρέλι ἀπὸ χαμένη μάχη),
ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ μὴ δειλιᾷ μονάχη
καὶ γιὰ νὰ λησμονεῖ τὴ σκέψη ἐκείνη.

Τὸ πάθος ὄχι, τὸ ἴνδαλμά του μόνο,
ἢ τὴ γαλήνη, θέλω ν᾿ ἀντικρίσω
μιὰ φορά. Κι ὕστερα πᾶρε με πίσω
καὶ καλὰ τύλιξέ με, ὦ Νύχτα αἰώνων!


Κώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on March 31, 2013, 02:19:41 am
Κώστας Μόντης «Νύχτες»

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.




Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 31, 2013, 02:29:26 am
πάσα και γκολ vag...




Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Κώστας Βάρναλης





Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on March 31, 2013, 03:01:44 am

Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν



Ι
Τὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες
τὶς ἐπαρχίες, τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά,
ὅταν πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοὺς κοιτᾶν στηλὰ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες,
ὅταν κοιτᾶνε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὴν αὐλή τους
κι ἀνασηκώνουν στοὺς στενούς τους ὤμους τους τὸ σάλι,
γιατὶ ἕνα ρῖγος παγερὸ νιώθουν ὡς τὴν ψυχή τους...

ΙΙ
Συλλογιστήκατε ποτὲ τὶς νέες στὶς ἐπαρχίες,
ποὺ περιμένουνε νὰ ῾ρθεῖ, τὸ βράδυ, ἡ ἐφημερίδα,
γιὰ νὰ διαβάσουν ἄπληστα τὸ μυθιστόρημά της
καὶ νὰ μάθουν τί ἀπόγινε ἡ ὄμορφη ἡρωίδα;

Ποὺ ἀνταλλάσσουν κάρτ-ποστὰλ -«ἰδίως τοπία καὶ ἂνθη»-
καὶ διατηροῦν ρομαντική, κρυφά, ἀλληλογραφία
μ᾿ ἕνα ἄγνωστον, ποὺ μ᾿ ἄπειρα χαρίσματα τὸν πλάθουν
κι ἐκεῖνος εἶναι ἕνας γραφεὺς σὲ κάποια Δημαρχία;

Ποὺ γράφουν καλλιγραφικὰ -καὶ μ᾿ ἀνορθογραφίες-
«σκέψεις» μὲς σὲ λευκώματα παρμένες στὰ βιβλία
καὶ ποὺ μὲ μελαγχολικὰ ψευδώνυμα ὑπογράφουν,
ὅπως: «Ἀνέραστος Ψυχή» ἢ «Θλιβερὰ Καρδία»;

ΙΙΙ
Ἐγὼ τὶς συλλογίζουμαι τὶς νέες αὐτές, ποὺ εἶναι
τῆς Ἔμμας Μποβαρὺ ἀδερφὲς -καὶ πάντα καρτερᾶνε
τὸ Νέο τὸ ρομαντικό, τὸν πλούσιο, τὸν ὡραῖο,
ποὺ θὰ τοὺς δώσει τὴ λαμπρὴ ζωὴ ποὺ λαχταρᾶνε...

Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ
βασίλειο τῆς Χίμαιρας, μ᾿ ἐρωτικὰ ἀνοιγμένη
τὴν ἀγκαλιά, καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ τοὺς χαμογελᾶ;
Τάχα γιατί τόσο πολὺ ν᾿ ἀργεῖ; Τί περιμένει;

Δὲν ξέρει πῶς στὴν πένθιμη αὐτὴν ἀναμονὴ
λιώνουν οἱ ἄσπρες τους ψυχὲς σὰ μάταιες λαμπάδες;
Καὶ δὲ φοβᾶται, σὰ θὰ ῾ρθεῖ μιὰ μέρα, νὰ μὴ βρεῖ
σβηστὸ τὸ φῶς καὶ -ἀλίμονο- νεκρὲς τὶς Ἑστιάδες;

Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι
-στοῦ φθινοπώρου τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά-
οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν κοιτᾶν στηλᾶ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Κώστας Ουράνης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 31, 2013, 03:05:58 am
σιγουρα θα χαιρόταν ο Ουρανης αν μαθαινε πως πλέον η κατάσταση στην ελληνικη επαρχία έχει βελτιωθεί


Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on March 31, 2013, 03:07:49 am
μπα μην το λες


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 31, 2013, 03:10:25 am
ελα ρε συ, εκτός αν μενουν σε κανα απομακρυσμένο χωριο


Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on March 31, 2013, 03:16:06 am
ναι δεν το παίρνω απολύτως κυριολεκτικά το ποίημα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 04, 2013, 02:32:20 am
Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!


Κώστας Βάρναλης



bonus:
http://www.youtube.com/watch?v=xGNUNqYSvRw


Title: Re: Ποίηση
Post by: aredhel on April 04, 2013, 16:14:48 pm
I Know Why The Caged Bird Sings


The free bird leaps
on the back of the wind
and floats downstream
till the current ends
and dips his wings
in the orange sun rays
and dares to claim the sky.

But a bird that stalks
down his narrow cage
can seldom see through
his bars of rage
his wings are clipped and
his feet are tied
so he opens his throat to sing.

The caged bird sings
with fearful trill
of the things unknown
but longed for still
and his tune is heard
on the distant hill
for the caged bird
sings of Ο λογαριασμός έχει παραβιαστεί, μην ανοίξετε το link.

The free bird thinks of another breeze
and the trade winds soft through the sighing trees
and the fat worms waiting on a dawn-bright lawn
and he names the sky his own.

But a caged bird stands on the grave of dreams
his shadow shouts on a nightmare scream
his wings are clipped and his feet are tied
so he opens his throat to sing

The caged bird sings
with a fearful trill
of things unknown
but longed for still
and his tune is heard
on the distant hill
for the caged bird
sings of Ο λογαριασμός έχει παραβιαστεί, μην ανοίξετε το link..


 Maya Angelou


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 04, 2013, 16:26:03 pm
Maya Angelou

http://en.wikipedia.org/wiki/Wikipedia:Today%27s_featured_article/April_4,_2013

Born    Marguerite Ann Johnson
April 4, 1928 (age 85)
St. Louis, Missouri, U.S.


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on April 07, 2013, 23:25:10 pm
ε νταξ εδω που τα λεμε η Πρεβεζα το χειμωνα ειναι θανατος :P
Ακομα και στην Χονολουλου να διοριζανε τον Καρυωτακη, θα εγραφε το αντιστοιχο εξισου καταμαυρο ποιημα για την πρωτευουσα της Χαβαης.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Xbaremenos on April 20, 2013, 02:45:13 am
Metamorphosis

a girlfriend came in
built me a bed
scrubbed and waxed the kitchen floor
scrubbed the walls
vacuumed
cleaned the toilet
the bathtub
scrubbed the bathroom floor
and cut my toenails and
my hair.
then
all on the same day
the plumber came and fixed the kitchen faucet
and the toilet
and the gas man fixed the heater
and the phone man fixed the phone.
noe I sit in all this perfection.
it is quiet.
I have broken off with all 3 of my girlfriends.
I felt better when everything was in
disorder.
it will take me some months to get back to normal:
I can't even find a roach to commune with.
I have lost my rythm.
I can't sleep.
I can't eat.
I have been robbed of
my filth.

-Charles Bukowski


Title: Re: Ποίηση
Post by: Endeavour X on April 20, 2013, 03:03:38 am
Most alarming


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on April 24, 2013, 01:59:35 am
              Καλινόφσκαγια, 1920
 
 
 
 
         Η πόλη λέγεται Καλινόφσκαγια –
         μια κωμόπολη είναι, κάπου στον Βόρειο Καύκασο,
         ίσαμε τεσσεράμισι χιλιάδες άνθρωποι, Κοζάκοι.
       
         Φαντάσου: σε τούτηνα την πόλη ζούνε
         δύο αδέλφια δίδυμα δεκατριών χρόνων,
         ας πούμε, κάποιος Ιβάν και κάποιος Αλιόσα
         κι οι δυο τους αγαπούνε μιαν δωδεκάχρονη Ναστασία –
         όπως στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι.
 
         Και τρέχουνε στα περιβόλια οι τρεις τους,
         τα δυο αγόρια και το κορίτσι,
         παίζουν κυνηγητό μέσα στα χλωρά στάχυα·
         και το κορίτσι δεν ξέρει ποιόνα αγαπά και ποιόνα θέλει –
         μοιάζουν τόσο πολύ οι δυο τους οι αφιλότιμοι,
         είναι, θαρρείς, ο ένας συμπλήρωμα του άλλου.
         Και φεύγει η άνοιξη του χίλια εννιακόσια είκοσι
         μέσα στις αμφιθυμίες της αγάπης.
 
         Ώσπου μια μέρα της το λεν της Ναστασίας
         «θα μονομαχήσουμε με τα πιστόλια του παππού
         κι όποιος ζήσει θα σε παντρευτεί» –
         όπως γίνεται στις νουβέλες του Τουργκένιεφ.
         Μα στη στιγμή εκείνη έντρομη τους σταματά
         «δεν είναι ανάγκη να σκοτωθείτε,
         πριν κλείσει ο χρόνος θα διαλέξω ποιον θα παντρευτώ»,
         όπως συμβαίνει στα διηγήματα του Τσέχοφ.
 
         Έτσι περνούν το καλοκαίρι τους ο Ιβάν κι ο Αλιόσα,
         γεμάτοι έξαψη κι αδημονία.
         Λίγο τους νοιάζει που είναι σε πόλεμο τρανό
         οι Κοζάκοι με τους Κόκκινους,
         λίγο τους νοιάζει που σφίγγει ο κλοιός της Τσεκά·
         εκείνοι καίγονται για την απόφαση της Ναστασίας.
 
         Ποιος να τους πει που μάταια περιμένουν:
         πως ετοιμάζεται το μακελειό· πως κάποιος Λένιν
         έχει χτυπήσει κιόλας τη γροθιά στο τραπέζι:
         «δεν θα ανεχτώ νέα Βανδέα», δηλώνει με πυγμή –
         κι οι θαυμαστές του τον χειροκροτούν
         («μα τι μυαλό! – τι τόλμη! – τι διαλεκτικός υλισμός!»)
         Κι η Κόκκινη Ρομφαία θα το γράψει:
         Αίμα; Ας χυθεί κατά κύματα!
         Φτάνει να βάψει κόκκινο το φλάμπουρο της Επανάστασης...
 
         Κι έτσι, για να μην γίνει η «νέα Βανδέα»,
         θα βγει η απαίσια η διαταγή:
         είναι τσακάλια του εχθρού οι Κοζάκοι και πρέπει να συντριβούν·
         άντρες, γυναίκες και παιδιά να θανατώνονται δίχως δίκη
         στο όνομα της Επανάστασης και του Λαού
         Κι η Καλινόφσκαγια να ισοπεδωθεί,
         να σβήσει απ' τον χάρτη και να γεμίσει πτώματα ο κάμπος
         (ο πυροβολισμός εξ επαφής στον κρόταφο – ένας για κάθε εχθρό,
         να μη σπαταλιούνται τζάμπα σφαίρες),
         κι όσοι απομείνουν να φορτωθούνε στα βαγόνια
         να μοιραστούν στα σπίτια των πεθαμένων.
 
         Κι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας; –
         αλίμονο, θα χαθούν πριν να τελειώσει ο χρόνος:
         ο Ιβάν κι ο Αλιόσα μαζί με τη φαμίλια τους
         εκτελεσμένοι από την Τσεκά
         (είχαν μεγάλο αδελφό στρατιώτη στους Λευκούς)·
         η Ναστασία παγωμένη απ' το κρύο,
         νεκρή μέσα στο τρένο που φόρτωσαν τα κορίτσια
         για να τα πάνε βόρεια –μα πού;–
         δίχως ποτέ να αποφασίσει ποιον προτιμά για άντρα.
 
         Αυτά θα γίνουν στην Καλινόφσκαγια,
         Οκτώβριο και Νοέμβριο του χίλια εννιακόσια είκοσι.       
         Μα τώρα είναι ακόμη Ιούλιος
         κι οι τρεις οι ήρωές μας είναι αλλού –
         δεν βάνουν οι έρμοι με τον νου τους το κακό,
         μονάχα ξαγρυπνούν και ονειρεύονται
         το πρώτο τους φιλί μέσα στη νύχτα.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 25, 2013, 12:27:52 pm
Επιβαλλεται μια απάντηση με Μαγιακόφσκι για να εξισορροπηθει ο αντικομμουνισμός του ACE





Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Ξελασπώστε το μέλλον


 

Το μέλλον δε θα 'ρθει
                                από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
                                 κι εμείς.

Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξε το!

Απ' την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.

Η κομμούνα
                  δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λές,
για να την ονειρεύεσαι
                                τις νυχτιές.

Μέτρησε,
                  καλοσκέψου,
                                        σημάδεψε –

και τράβα, βήματα τα βήματα,
                                            έστω και πάνω σε μικροζητήματα.

Δεν είναι μόνον
                       ο κομμουνισμός
στη γη,
         στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.


Είναι και μέσ' στο σπίτι,
                               στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
             στη φαμίλια,
                         στην καθημερινή ρουτίνα.

Εκείνος κει,
               που ολημερίς

τριζοβολάει βλαστήμιες
                                     σαν κάρο κακογρασωμένο

εκείνος που,
                  σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
                                                                χλωμιάζει ευθύς,

αυτός
          το μπόι του μέλλοντος
                                           δεν το 'χει φτασμένο.

Πόλεμος
              δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
                     στα μέτωπα
                                     με βολές πολυβόλου.

Της φαμίλιας,
                    του σπιτικού,
                                      η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
                                     δεν είναι διόλου.

Εκείνος που υποτάχτηκε
                                    στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
            μέσ' στη μακαριότητα
                                              ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, -
αυτός δεν έφτασε το μπόι
                                   της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
                                     που θα 'ρτει.

Σαν τη φλοκάτα
                       και το χρόνο επίσης,

ο σκόρος της καθημερινότητας
                                               τον κατατρώει στιγμή στιγμή.

Το μεινεσμένο ρούχο

των ημερών μας για ν' αερίσεις,

ε, κομσομόλε, τίναξε το εσύ.

 

 

μτφρ. Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 26, 2013, 00:01:57 am
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!


Νικηφόρος Βρεττάκος


Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on April 26, 2013, 00:22:28 am
και με την δραπετσωνα του τασου λειβαδιτη (μουσικη μικης θεοδωρακης) θα ημουν ικανοποιημενος.



ακομη πιο ικανοποιημενος θα ημουν αν οι μισοι απο αυτους που ερμηνευσαν και εγραψαν τα παραπανω δεν ειχαν κανει υπουργοι και επιδοτουμενοι σε πασοκικες (κυριως) και νεοδημοκρατικες κυβερνησεις....


Title: Re: Ποίηση
Post by: png on April 29, 2013, 17:55:53 pm
http://isnotpoetry.com/2012/05/27/sunday24/

[...]

Δεν τραγουδώ με λύπη
η φωνή μου
δεν ταιριάζει
στο ηττημένο απαισιόδοξο
και αν έχω γύρω μου
σωρό φασίστες, πατριώτες και εχθρούς
(έχουν ασύρματους έχουν
και όπλα
και εμείς είμαστε εγκληματίες
που κοιτάνε από μπαλκόνια περιμένοντας)
με τη μάχη συμβιβάστηκα
εδώ και χρόνια

[...]

Paul H. Stone


Title: Re: Ποίηση
Post by: whitesnake_92 on May 13, 2013, 07:26:25 am
Μ.Αναγνωστάκης- Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.

Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 22, 2013, 14:45:15 pm
Παλαιόθεν Eλληνίς

Καυχιέται η Aντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια,
και τους ωραίους της δρόμους· για την περί αυτήν
θαυμάσιαν εξοχήν, και για το μέγα πλήθος
των εν αυτή κατοίκων. Καυχιέται που είν’ η έδρα
ενδόξων βασιλέων· και για τους καλλιτέχνας
και τους σοφούς που έχει, και για τους βαθυπλούτους
και γνωστικούς εμπόρους. Μα πιο πολύ ασυγκρίτως
απ’ όλα, η Aντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις
παλαιόθεν ελληνίς· του Άργους συγγενής:
απ’ την Ιώνη που ιδρύθη υπό Aργείων
αποίκων προς τιμήν της κόρης του Ινάχου.

Κ.Π. Καβάφης




http://en.wikipedia.org/wiki/Antioch#History


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 23, 2013, 12:00:06 pm
Καμινίκια

Πόσο ν' αντέξουν ακόμα τα τουρκόσπιτα στον μαχαλά μου;
Πέντε-έξι μείναν. Λάσπη, καλαμωτή και πέτρες στρόγγυλες,
κάτι κοτρόνια ποταμίσια που όλο κατρακυλούν.
Κάτι πρέπει να ξέραν οι παλιοί κι έχτιζαν έτσι, ψεύτικα.
Νόμος εδώ φαίνεται μόνος νά ’ναι ο ξεριζωμός.


Χ.Ε.Δ.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 25, 2013, 10:47:50 am
Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.

Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.

Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.

Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.

Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.

Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!

Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.

Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.

Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!

Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.

Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!

Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).

Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!

Νοέμβρης 1968


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: provataki on May 30, 2013, 00:37:58 am
Κοντὰ στὸν ἄξονά τους…


Κοντὰ στὸν ἄξονά τους – μιὰ νύχτα, μιὰ νύχτα γιομάτη – ἀνοίξαμε,
κάτου ἀπὸ τὴ σκιὰ διπλωμένων πανιῶν, τὰ μαῦρα πέπλα τῆς χαρᾶς μας.
Κι ἀντὶς ἀπὸ γέλοια κι ἀντὶς ἀπὸ δάκρυα – δὲν εἴχαμε καιρὸ γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις –
κλείσαμε τὰ ὁλάνοιχτα μάτια μας, ἀνοίξαμε τὰ σφραγισμένα μας χείλια.
Διπλασιάστηκε ἡ νύχτα καὶ μᾶς κατάπιε.
Ποτισμένη ἀπὸ μαῦρα φιλιά, φάνηκε ἄσπρη.
Σφιχτοδεμένοι, τὸν κόσμον ὅλο εἴδαμε ἀλλιῶς
– καὶ στὸ ἄγγιγμα τῶν δοντιῶν δυὸ στομάτων ἔτριξε ἡδονικὰ ὁ σκελετὸς τὴν ἀπόκρισή του.

Νικόλαος Κάλας


Title: Re: Ποίηση
Post by: kofski17 on May 30, 2013, 00:44:38 am

-διαθήκη
Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα,
Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα,
Μιας πατρίδας βελούδινης χώρα,
Των θεμάτων των λέξεων κύματα,
Ορεινές κορυφές νοήματος γράφουν
Νέο θάρρος στ' ωραίο κοσμοσύντριμμα,
Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα,
Πιο ορθές κι από δόξα - από πίστη
Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους
Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου

Το τραγούδι μιας πάταξης τύραννου
Πονηρού, νοσουργού κι αεικίνητου,
Λαβωμένου εξ αρχής φόβου φύλακα
Του αδύναμου φαύλου απεκρίζωμα
Ως υπόσχεση, όρκο θεάρεστο άδουν.

Κωνσταντίνος Μπογδάνος, από την ποιητική συλλογή ‘’ΟΝ’’ εκδόσεις Γαβριηλίδης
 ^peace^ ^peace^
http://tvxs.gr/news/%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1/%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%8D-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CE%BF-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%B3%CE%B4%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5-%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B9


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 05, 2013, 21:05:52 pm
ε μέρα που ναι σήμερα






Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα)

Η νύχτα στέκει μουσκεμένη
μέσα απ' του ποταμιού τις όχθες
και στα στήθια της Λολίτας

από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

Γυμνή η νύχτα τραγουδάει
πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια
Λούζ' η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους και γλυφό νερό,

από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

Η νύχτα, από πιοτό και ασήμι
λάμπει ανάμεσ' απ' τις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
απ' τ' άσπρα πόδια σου πιοτό,

από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.



Frederico Garcia Lorca


Title: Re: Ποίηση
Post by: beefheart on June 05, 2013, 22:11:41 pm
Πες μου παππού, πες μου παππού
Αυτός ο κόσμος πάει που
Και του δικού σου του σκοπού μάθε μου την αξία
Να σε συλλάβω δεν μπορώ μυαλό δεν έχω κοφτερό
Ήμουν κι έμεινα μωρό στην κυριολεξία

Πες μου γιαγιά, πες μου γιαγιά
Γιατί αν δεν έχουμε μαγιά ότι κι αν κάνουμε γιαγιά
Η ζύμη δεν φουσκώνει
Και πες μου σε παρακαλώ όταν τ’ αλεύρι είναι καλό
Πως αβγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι

Πες μου μπαμπά, πες μου μπαμπά
Τον κόσμο με τον αραμπά γιατί να τον ταράξεις
Τώρα δεν πιάνεται μπαμπά πετάει τρέχει κολυμπά
Μ’ ένα λαχάνιασμα μπαμπά στις σκέψεις και στις πράξεις

Πες μου μαμά, πες μου μαμά
Γιατί όταν πάω σινεμά,
Ενώ αλλάζω σινεμά το έργο δεν αλλάζει
Κι έρχεται ο άγριος μαμά για νταηλίκι ψήνει τον ήρεμο μαμά
Τον τρώει κι ησυχάζει

Πέστε μου όλοι σας καλέ
Πως κάνουνε στο κυριλέ τα πάντα οι μεγάλοι
Και τα στραβόμοιρα καλέ τα κρύβουν σε Γεντί Κουλέ
Έτσι και κάψουν ναργιλέ και στρώσουνε κεφάλι
Να χαχανίσουν τη ζωή και τούτη κι όποια άλλη

Άκης Πάνου


Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on June 10, 2013, 00:25:52 am
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_40/i40_p03_hell.html


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on June 15, 2013, 00:25:08 am
ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ
 
Σκόρπιες…, σκέψεις
ψάχνουν…, την ευκαιρία
να βγουν…, στην επιφάνεια
 
εφηβικά όνειρα
γυρεύουν…, μυαλά
για…, να στεριώσουν
 
άνθρωποι…, του πνεύματος
δε βρίσκουν…, ουσία
στους…, λόγους τους
 
στοιχειωμένοι…, στην αφάνεια ποιητές
ανίκανοι…, να ξεφύγουν
από…, τη δαιμονισμένη φύση τους
 

Αναρτήθηκε από πανος κασελακης στις 7:02 π.μ.
http://totheatrakipoiisi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_10.html


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 19, 2013, 12:13:35 pm
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών

(Μονόλογος της Ελλάς)

Ξαλάφρωσα από κάθε περιττό,
απ’ τη μεγάλη αγγάρεια να στοχάζομαι,
να μιλάω και να γράφω, να διαλέγω
τους δημίους μου — προσφέρνονται μονάχοι!

Και δεν γκρινιάζω πια που κάθε μέρα
φτωχαίνω παραπάνω. Πλούτος μου είν’ «Ε-
ΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» και «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».
Του Κολωνού σωπάσανε τ’ αηδόνια,

καιρός ήταν, δεν τραγουδάνε πόλεμο!
Τα χελιδόνια πια δε φέρνουν άνοιξη,
την ξεχάσαμε, μια συνήθεια είν’ όλα.
Λεύτερη μέσα κι όξω, καμαρώνω

στα Φάληρα τον ατσαλένιο «Εισπράχτορα»
να λευκαίνει με φούμο και κατράμι
τη μουσούδα γραικύλων χριστιανών…
Ψάχνομαι ολούθες, τίποτα δικό μου…


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 25, 2013, 01:37:19 am
Μυθιστόρημα

[...]

Κ´
[ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ]

Στὸ στῆθος μου ἡ πληγὴ ἀνοίγει πάλι
ὅταν χαμηλώνουν τ᾿ ἄστρα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ κορμί μου
ὅταν πέφτει σιγὴ κάτω ἀπὸ τὰ πέλματα τῶν ἀνθρώπων

Αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βουλιάζουν μέσα στὰ χρόνια ὡς ποῦ θὰ μὲ παρασύρουν;
Τὴ θάλασσα τὴ θάλασσα, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἐξαντλήσει;
Βλέπω τὰ χέρια κάθε αὐγὴ νὰ γνέφουν στὸ γύπα καὶ στὸ γεράκι
δεμένη πάνω στὸ βράχο ποὺ ἔγινε μὲ τὸν πόνο δικός μου,
βλέπω τὰ δέντρα ποὺ ἀνασαίνουν τὴ μαύρη γαλήνη τῶν πεθαμένων
κι ἔπειτα τὰ χαμόγελα, ποὺ δὲν προχωροῦν, τῶν ἀγαλμάτων.


Γ. Σεφέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Μπυρομανής on June 27, 2013, 03:30:44 am
Arthur Rimbaud - L’Éternité

Elle est retrouvée.
Quoi? – L’Éternité.
C’est la mer allée
Avec le soleil.

Âme sentinelle,
Murmurons l’aveu
De la nuit si nulle
Et du jour en feu.

Des humains suffrages,
Des communs élans
Là tu te dégages
Et voles selon.

Puisque de vous seules,
Braises de satin,
Le Devoir s’exhale
Sans qu’on dise: en fin.

Là pas d’espérance,
Nul orietur.
Science avec patience,
Le supplice est sûr.

Elle est retrouvée.
Quoi? – l’Éternité.
C’est la mer allée
Avec le soleil.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Grecs on June 28, 2013, 03:16:22 am


one person cares more than the other.

someone gets hurt or causes harm

cycle repeats itself until it is considered unbearable.

then i get fucking wasted and break my phone

Αγνωστου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 02, 2013, 17:44:49 pm
Σχέδια για ένα καλοκαίρι
[Άνθη της πέτρας…]


Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.

Γ. Σεφέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 09, 2013, 00:18:19 am
Μαρινέττι: “Κι εσύ Καβάφη είσαι φουτουριστής… Είσαι άνθρωπος του Παρελθόντος. Ποιητής, αλλά έως ένα ορισμένο σημείο. Το βλέπω ότι δεν σου κάνει εντύπωση η ομορφιά των μηχανών (τα αυτοκίνητα για παράδειγμα) και χρησιμοποιείς ακόμα ρήματα και κομμάτα και τελείες, και περιφρονείς το ηλεκτρικό φως. Όλα αυτά δεν έχουν μεγάλη σημασία. Είσαι άνθρωπος του παρελθόντος ως προς τη δομή όμως απ’ ότι μπορώ να ανακαλύψω στα ποιήματά σου, συμπεραίνω ότι είσαι φουτουριστής. Έχεις οικουμενικές ιδέες, αναδημιουργείς εποχές του παρελθόντος τέλεια και γοητευτικά και τις μεταφέρεις στην εποχή σου. Κοντολογίς, έχεις ξεφύγει από τον σάπιο ποι ητικό κόσμο του δακρύβρεχτου ρομαντισμού του δέκατου ένταου αιώνα και από τα θέματά του -που ταίριαζαν σε λατέρνα. Σε καταλαβαίνω ή κάνω λάθος;”

Καβάφης: ” Η ιδέα σου είναι πράγματι θαυμάσια, αγαπητέ Μαρινέττι, αλλά μου φαίνεται κάθε άλλο παρά φουτουριστής είμαι”.

Μαρινέττι: “…Όποιος προπορεύεται της εποχής του στην τέχνη ή τη ζωή, είναι φουτουριστής”.




///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////







Θυμήσου, Σώμα...    

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —  και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.


Κ.Π. Καβάφης





bonus:

http://www.youtube.com/watch?v=fZ0kuabgIag



Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on July 09, 2013, 02:01:54 am
Ελένη ορθή φτερούγα στον αέρα
Ελένη χίλια καλώς μας ήρθες άγγελε μου
Γοργή μαντατοφόρα περιστέρα
Πέρφανη αρραβωνιαστικιά του ανέμου

Αχού μιαν αστραπή η ζωή, μα φτάνει
στη φτωχικιά την πόρτα μας να βγούμε
Μα μέσα εμείς Ελένη αγκαλιασμένοι
Το αθάνατο δροσιό νερό να πιούμε

Ελένη το έχε γεια πικρή κρυφή χαρά μου
Ελένη χρόνια και χρόνια να βαστάξει θε μου
το χέρι σου να σφίγγω και η ματιά μου
Κι ώχου, να μην σε χωριστώ ποτέ μου

Αχού μιαν αστραπή η ζωή, μα φτάνει
στη φτωχικιά την πόρτα μας να βγούμε
Μα μέσα εμείς Ελένη αγκαλιασμένη
Το αθάνατο δροσιό νερό να πιούμε

Νίκος Καζαντζάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 23, 2013, 20:44:27 pm
Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους

Σύμβολα ζωής υπερτέρας
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας

Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι
έρωτες, πλήξη

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι
πολύ θ' αρέσω.


Κώστας Καρυωτάκης





bonus:
http://www.youtube.com/watch?v=C1KjIdz9k2U


Title: Re: Ποίηση
Post by: pentium4 on July 29, 2013, 04:32:03 am
Μιχάλης Γκανάς, Προσωπικό

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

http://www.youtube.com/watch?v=6Zld_hCdtw8


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 09, 2013, 19:07:52 pm
Σχέδια για ένα καλοκαίρι
[Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές…]


Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

Γ. Σεφέρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on September 21, 2013, 00:49:17 am
Και δε ζητώ, δε λέω τίποτα,
μονάχα στέκομαι αντικρύ σου,
και σε κοιτάω όπως θα κοίταζα
κλεισμένη πύλη Παραδείσου.

Κώστας Ουράνης

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ΄ όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
να μάθεις να χαμογελάς

Γιάννης Ρίτσος



Title: Re: Ποίηση
Post by: ACE on September 21, 2013, 02:43:49 am
"SHE walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes:
Thus mellow'd to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.
 
One shade the more, one ray the less,
Had half impair'd the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o'er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling-place.
 
And on that cheek, and o'er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent."

George Gordon (Lord) Byron


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on September 21, 2013, 18:39:32 pm
"Η καμπάνα", Κ. Βάρναλης
Όλα τελειώνουνε κι όλα περνάνε,
ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε,
στις νέες ανάγκες σου -κόπος βαρής-
σκοπούς αλάθευτους κοίτα να βρεις


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on September 25, 2013, 11:16:14 am
Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ' άνθη του ευωδούσε
κι εγέμιζε με χαρωπό τιτύβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
τη νύχτα, στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε

Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμέοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια τώρα πια στ' αγκάθια έχει ταφεί,
που σώπασαν τ' αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on October 08, 2013, 21:14:39 pm
I dreamed of you.
But you had been with another.
My mind reeled, what can I do?
I screamed, and cried.
I begged you to say it was untrue,
But you persist that they were better.
So my depression grew,
Then the cuts began,
But you never knew.
The burns scarred forever
They mimicked scars left by you know who.
Friends try to help,
I’m told to begin anew.
But you were my beginning,
Now you’ll be my end too.
Despite this,

I still love you.


Anonymous


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on October 09, 2013, 11:17:45 am
The Road Not Taken
by Robert Frost

Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;
Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that, the passing there
Had worn them really about the same,
And both that morning equally lay
In leaves so steep had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads to way,
I doubted if I should ever come back.
I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
 
Two roads diverged in a wood, and I-
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Schro on October 09, 2013, 12:09:16 pm
The Raven by Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels name Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!



Title: Re: Ποίηση
Post by: Schro on October 09, 2013, 12:10:58 pm
Sunflower Sutra by Allen Ginsberg

I walked on the banks of the tincan banana dock and
    sat down under the huge shade of a Southern
    Pacific locomotive to look at the sunset over the
    box house hills and cry.
Jack Kerouac sat beside me on a busted rusty iron
    pole, companion, we thought the same thoughts
    of the soul, bleak and blue and sad-eyed,
    surrounded by the gnarled steel roots of trees of
    machinery.
The oily water on the river mirrored the red sky, sun
    sank on top of final Frisco peaks, no fish in that
    stream, no hermit in those mounts, just ourselves
    rheumy-eyed and hungover like old bums
    on the riverbank, tired and wily.
Look at the Sunflower, he said, there was a dead gray
    shadow against the sky, big as a man, sitting
    dry on top of a pile of ancient sawdust--
--I rushed up enchanted--it was my first sunflower,
    memories of Blake--my visions--Harlem
and Hells of the Eastern rivers, bridges clanking Joes
    Greasy Sandwiches, dead baby carriages, black
    treadless tires forgotten and unretreaded, the
    poem of the riverbank, condoms & pots, steel
    knives, nothing stainless, only the dank muck
    and the razor-sharp artifacts passing into the
    past--
and the gray Sunflower poised against the sunset,
    crackly bleak and dusty with the smut and smog
    and smoke of olden locomotives in its eye--
corolla of bleary spikes pushed down and broken like
    a battered crown, seeds fallen out of its face,
    soon-to-be-toothless mouth of sunny air, sunrays
    obliterated on its hairy head like a dried
    wire spiderweb,
leaves stuck out like arms out of the stem, gestures
    from the sawdust root, broke pieces of plaster
    fallen out of the black twigs, a dead fly in its ear,
Unholy battered old thing you were, my sunflower O
    my soul, I loved you then!
The grime was no man's grime but death and human
    locomotives,
all that dress of dust, that veil of darkened railroad
    skin, that smog of cheek, that eyelid of black
    mis'ry, that sooty hand or phallus or protuberance
    of artificial worse-than-dirt--industrial--
    modern--all that civilization spotting your
    crazy golden crown--
and those blear thoughts of death and dusty loveless
    eyes and ends and withered roots below, in the
    home-pile of sand and sawdust, rubber dollar
    bills, skin of machinery, the guts and innards
    of the weeping coughing car, the empty lonely
    tincans with their rusty tongues alack, what
    more could I name, the smoked ashes of some
    cock cigar, the cunts of wheelbarrows and the
    milky breasts of cars, wornout asses out of chairs
    & sphincters of dynamos--all these
entangled in your mummied roots--and you there
    standing before me in the sunset, all your glory
    in your form!
A perfect beauty of a sunflower! a perfect excellent
    lovely sunflower existence! a sweet natural eye
    to the new hip moon, woke up alive and excited
    grasping in the sunset shadow sunrise golden
    monthly breeze!
How many flies buzzed round you innocent of your
    grime, while you cursed the heavens of the
    railroad and your flower soul?
Poor dead flower? when did you forget you were a
    flower? when did you look at your skin and
    decide you were an impotent dirty old locomotive?
    the ghost of a locomotive? the specter and
    shade of a once powerful mad American locomotive?
You were never no locomotive, Sunflower, you were a
    sunflower!
And you Locomotive, you are a locomotive, forget me
    not!
So I grabbed up the skeleton thick sunflower and stuck
    it at my side like a scepter,
and deliver my sermon to my soul, and Jack's soul
    too, and anyone who'll listen,
--We're not our skin of grime, we're not our dread
    bleak dusty imageless locomotive, we're all
    beautiful golden sunflowers inside, we're blessed
    by our own seed & golden hairy naked
    accomplishment-bodies growing into mad black
    formal sunflowers in the sunset, spied on by our
    eyes under the shadow of the mad locomotive
    riverbank sunset Frisco hilly tincan evening
    sitdown vision.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Schro on October 09, 2013, 12:13:51 pm
The Hollow Men by T.S. Eliot

I
We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats' feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death's other Kingdom
Remember us—if at all—not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

II
Eyes I dare not meet in dreams
In death's dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind's singing
More distant and more solemn
Than a fading star.

Let me be no nearer
In death's dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat's coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer—

Not that final meeting
In the twilight kingdom

III
This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man's hand
Under the twinkle of a fading star.

Is it like this
In death's other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.

IV
The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdoms

In this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid river

Sightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death's twilight kingdom
The hope only
Of empty men.

V
Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o'clock in the morning.

Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

Between the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow
Life is very long

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on October 14, 2013, 20:09:07 pm
(https://fbcdn-sphotos-a-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash4/407783_10151234392168953_1960037089_n.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 16, 2013, 15:55:53 pm
Ταξίδι στα Κύθηρα


Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.

Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
— Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο· και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!

Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, να! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.

Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο

ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.

Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.

Μα να! Καθώς πλευρώνοντας άκρη-άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους·
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.

Όρνια άγρια στο ταΐνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο·
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.

Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.

Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.

Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε

ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ως απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.

Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.

— Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και να! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.

Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.

μτφ. Κωστής Παλαμάς


Σάρλ Μπωντλαίρ


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 19, 2013, 16:12:05 pm
ε αφού μας το θύμισε η καλή μας η Κυβέρνηση... τελικά, αμα αποκόπτεις ενα στιχο και μονον, μπορείς να πεις τα πάντα, και εντελώς διαφορετικά απο αυτά που θα θελε να πει ο Καβαφης.



Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.    

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

Κ.Π. Καβάφης





(http://tvxs.gr/sites/default/files/article/2013/42/141463-kavafis.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 25, 2013, 22:50:18 pm
Πώς μας θέλει η «αληθής Δημοκρατία»

Να μην ακούω και να μη βλέπω να πατώ.
Να μη νογάω και να ’χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών’ η μπόχα του καιρού μου.
Χωρίς αυτιά και μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγγός να πηαίνω, όποτε μού ’ρθει, προς νερού μου,
κι άμα τσινάει ο Γάδαρος να μη γελώ.
Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω το Σλάβο.

Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: abdel razek mahmut favala on October 25, 2013, 23:49:51 pm
ε αφού μας το θύμισε η καλή μας η Κυβέρνηση... τελικά, αμα αποκόπτεις ενα στιχο και μονον, μπορείς να πεις τα πάντα, και εντελώς διαφορετικά απο αυτά που θα θελε να πει ο Καβαφης.

[...]

(http://tvxs.gr/sites/default/files/article/2013/42/141463-kavafis.jpg)

του οποίου βέβαια Καβάφη, είτε τη ζωή είτε τα κείμενα, δε θα έλεγες ότι τα χαρακτηρίζει ούτε το ριψοκίνδυνο ούτε το περιπετειώδες.
ούτε θα τον χαρακτήριζες γενικά βίαιο.

δλδ ακόμα κι αν καταλογίσουμε δόλο στην Κυβέρνηση για ύπουλα επικοινωνιακά παιχνίδια, "αυτά που θα θελε να πει ο ποιητής" δεν είναι ούτε τίποτα ανατρεπτικά ούτε adventurous.

ή όχι;


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 26, 2013, 10:28:35 am
ε αφού μας το θύμισε η καλή μας η Κυβέρνηση... τελικά, αμα αποκόπτεις ενα στιχο και μονον, μπορείς να πεις τα πάντα, και εντελώς διαφορετικά απο αυτά που θα θελε να πει ο Καβαφης.

[...]

(http://tvxs.gr/sites/default/files/article/2013/42/141463-kavafis.jpg)

του οποίου βέβαια Καβάφη, είτε τη ζωή είτε τα κείμενα, δε θα έλεγες ότι τα χαρακτηρίζει ούτε το ριψοκίνδυνο ούτε το περιπετειώδες.
ούτε θα τον χαρακτήριζες γενικά βίαιο.

δλδ ακόμα κι αν καταλογίσουμε δόλο στην Κυβέρνηση για ύπουλα επικοινωνιακά παιχνίδια, "αυτά που θα θελε να πει ο ποιητής" δεν είναι ούτε τίποτα ανατρεπτικά ούτε adventurous.

ή όχι;



Να σου πω πως το καταλαβαίνω εγω, γιατι με την ποιηση ειναι δύσκολο να πεις τι μπορει να εννοουσε ο ποιητής.

Ωστόσο, στο συγκεκριμένο μαλλον τα πράγματα ειναι εμφανή: η Αποικία παρακμάζει, και φέρνουν έναν "μεταρρυθμιστή" να διορθώσει τα πραγματα. Ο μεταρρυθμιστης βρίσκει τις αιτίες στα "προνομια" των κατοίκων. Ο Καβάφης στο τελος δηλώνει πως εειναι επικίνδυνη η βια απο τα πάνω (οχι απο τα κάτω), και συγκεκριμένα εδω εννοεί μαλλον τη βιασυνη, γιατι δεν σκεφτόμαστε τα πραγματα καλα και στην τελική κανενας δεν ειναι τελειος.

Δηλαδή η απομόνωση του στίχου σε περιβάλλον "θεωρίας δύο άκρων", τι θελει να προσφερει στην κυβερνηση εκτός απο αλλη μία "επικλιση στην αυθεντία" ωστε να περάσει την ιδεολογία της;






Όσο για τον Καβάφη, στην ζωή του δεν ηταν τόσο περιπετειώδης όπως ο Βαρναλης ή ο Ρίτσος, εντάξει. Ένας λευκός στο βρετανικό προτεκτοράτο της Αιγύπτου ηταν, και μαλλον οι πολιτικοί προσανατολισμοί του ήταν liberal. Παντως, τα θέματα του σχετίζονται πολλές φορές με την παρακμή και την κοινωνική απομόνωση και κριτική και μου φαίνονται ελκυστικά. Περαν του οτι χειρίζεται τρομερά την ειρωνία σε πρόσωπα και καταστάσεις. Εν τέλει, μην τον απορρίπτεις και τελειως ρε συ :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 07, 2013, 16:19:28 pm
Σπουδαστές

Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ
μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα
ἐσᾶς ποὺ κάματε τὴ δύσκολην ἀρχὴ
κεῖνα τὰ χρόνια τὰ βαριὰ τὰ κολασμένα.

Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ
σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ
καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα.



* Ἀφιερωμένο στοὺς Μάκη Ρηγᾶτο καὶ Γιάννη Καούνη,
μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Νεολαίας Λαμπράκη.

** Δημοσιεύτηκε στὴν «Πανσπουδαστικὴ» λίγο
πρὶν ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967.



Νίκος Καββαδίας


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 02, 2013, 16:20:55 pm
The Hollow Men by T.S. Eliot

I
We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats' feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death's other Kingdom
Remember us—if at all—not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

II
Eyes I dare not meet in dreams
In death's dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind's singing
More distant and more solemn
Than a fading star.

Let me be no nearer
In death's dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat's coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer—

Not that final meeting
In the twilight kingdom

III
This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man's hand
Under the twinkle of a fading star.

Is it like this
In death's other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.

IV
The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdoms

In this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid river

Sightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death's twilight kingdom
The hope only
Of empty men.

V
Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o'clock in the morning.

Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

Between the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow
Life is very long

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.



Οι κούφιοι άνθρωποι



"Κύριο Κουρτς – πέθανε"
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάη

Ι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
Που σκύβουμε μαζί
Καύκαλα μ'άχερα γεμάτα. Αλίμονο!
Οι σ τ ε γ ν έ ς μας φωνές
Σαν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες και ασήμαντες
Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι
Μες στο ξερό μας το κελάρι.


Μορφή χωρίς σχήμα,
Σ κ ι ά δίχως χρώμα,
Παραλυμένη Δύναμη
Γνέψιμο χωρίς κίνηση˙

Εκείνοι που ταξίδεψαν
Με ί σ ι ε ς μ α τ ι έ ς ,
στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —α! θυμούνται—
όχι σα να'μαστε χαμένες
Παράφορες ψυχές, μα μοναχά
Οι κ ο ύ φ ι ο ι ανθρώποι
Οι π α ρ α γ ε μ ι σ μ έ ν ο ι ανθρώποι.

ΙΙ

Μ ά τ ι α που δεν μπορώ
ν' αντικρίσω στα ό ν ε ι ρ α
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Α υ τ ά δεν φανερώνονται:
Εκεί, τα μ ά τ ι α είναι
Η λ ι ο ς σε σπασμένη στήλη
Εκεί, ένα δέντρο σείεται
Και οι φωνές είναι
Στου αγέρα το τραγούδισμα
Πιό απόμακρες.. πιό επίσημες
Από τ'άστρο που σβήνει.

Ας μην έρθω κοντύτερα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Κι αν φορέσω ακόμη
Τέτοια μελετημένα μασκαρέματα
Ποντικού, τομάρι, κόρακα πετσί,
σταυρωτά ραβδιά
Σ' ένα χωράφι
Κάνοντας όπως κάνει ο άνεμος
Όχι κοντύτερα—

Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα
στη δειλινή βασιλεία

ΙΙΙ

Τούτη είναι η π ε θ α μ έ ν η χ ώ ρ α
Τούτη είναι του κ ά κ τ ο υ η χώρα
Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα
Υψώνονται, εδώ είναι που δέχουνται
Την ικεσία του χέριού ενός πεθαμένου
Κάτω από το παίξιμο του άστρου που σβήνει.

Ετσι είναι τα πράγματα
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Την ώρα εκείνη
που τρέμεις τρυφερός
Χείλια που θα φιλούσαν
Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα.

IV

Δεν είναι εδώ τα μ ά τ ι α
Εδώ δεν είναι μ ά τ ι α
Στο λαγκάδι των άστρων που πεθαίνουν
Στο κ ο ύ φ ι ο αυτό λαγκάδι
Τούτη η σπασμένη σιαγών
απ'τις χαμένες βασιλείες μας

Στο τελευταίο τούτο συναπάντημα
Μαζί ψηλαφούμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Μαζεμένοι στην άκρη
του φουσκωμένου ποταμού

Χωρίς βλέμμα, εκτός
Αν ξαναφανούν τα μ ά τ ι α
Σαν τ'άστρο το αιώνιο
Το εκατόφυλλο ρόδο
Της δειλινής βασιλείας του θανάτου
Η ε λ π ί δ α μόνο
Άδειων ανθρώπων.

V

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση το Φραγκόσυκο
Φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγή

Ανάμεσα στην ι δ έ α
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στη πράξη
Η Σ κ ι ά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ανάμεσα στη Σύλληψη
Και της δημιουργίας
Ανάμεσα στη Συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σ κ ι ά πέφτει

Η ζωή είναι μακριά πολύ

Ανάμεσα στον πόθο
και στον σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σ κ ι ά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η..

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν β ρ ό ν τ ο
μα μ'ένα λ υ γ μ ό





 T.S. Elliot

(μετάφραση Γ. Σεφέρης)



Title: Re: Ποίηση
Post by: Appelsinpiken on December 03, 2013, 17:42:10 pm
http://www.youtube.com/watch?v=iHpFKbGyGiM


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 03, 2013, 19:11:41 pm
http://www.youtube.com/watch?v=iHpFKbGyGiM

ω ναι.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Meh on December 03, 2013, 22:26:28 pm
Μέθα

Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...

Charles Baudelaire


Title: Re: Ποίηση
Post by: RFed the King on December 03, 2013, 22:36:25 pm
Όσο Mπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

K.Π. Kαβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Gru on December 04, 2013, 00:11:46 am
Πρέπει οπωσδήποτε, ν' αλλάξω ζωή, αλλιώς είμαι χαμένος....
Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτή την άθλια καθημερινότητα, υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί
Αν σταθώ λιγότερο εύκολος στις διάφορες προφάσεις
Μα ιδιαίτερα αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το μεγάλο όπως ονειρευόμουν από παιδί...

Τάσος Λειβαδίτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: whitesnake_92 on December 04, 2013, 21:48:23 pm
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο,
εκείνη που τη νιώθεις μέσα στο πλήθος..
Γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου,
δε μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου,
δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου..
Απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές
σε σπρώχνει για να περάσει...

~Γιάννης Ρίτσος


Σκυλίσια ζωή

Θα 'θελα να 'μαι σκύλος.
Για να λιάζομαι στα γρασίδια
για να 'ρχονται οι φοιτητές και οι φοιτήτριες να με χαϊδεύουν
για να μου λένε πόσο όμορφος και θλιμμένος είμαι
για να ξεμπλέκουν το τρίχωμά μου με τα παγωμένα τους δάχτυλα
για να με κοιτάνε τρυφερά.

Γιατί τώρα είμαι άνθρωπος.
Μένω σε ένα ανήλιαγο διαμέρισμα
ο κόσμος με προσπερνάει
δεν βλέπει το πρόσωπό μου
δεν αγγίζει τα μαλλιά μου
δεν με κοιτάζει καν.

Ιωάννα Λιούτσια


Title: Re: Ποίηση
Post by: Kodi on December 04, 2013, 22:11:56 pm
Η ΠΕΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ

Έχει πια δύσι ο ήλιος του χιεμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το' χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.

Κώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: PanosM on December 04, 2013, 22:15:29 pm
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο,
εκείνη που τη νιώθεις μέσα στο πλήθος..
Γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου,
δε μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου,
δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου..
Απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές
σε σπρώχνει για να περάσει...

~Γιάννης Ρίτσος


Σκυλίσια ζωή

Θα 'θελα να 'μαι σκύλος.
Για να λιάζομαι στα γρασίδια
για να 'ρχονται οι φοιτητές και οι φοιτήτριες να με χαϊδεύουν
για να μου λένε πόσο όμορφος και θλιμμένος είμαι
για να ξεμπλέκουν το τρίχωμά μου με τα παγωμένα τους δάχτυλα
για να με κοιτάνε τρυφερά.

Γιατί τώρα είμαι άνθρωπος.
Μένω σε ένα ανήλιαγο διαμέρισμα
ο κόσμος με προσπερνάει
δεν βλέπει το πρόσωπό μου
δεν αγγίζει τα μαλλιά μου
δεν με κοιτάζει καν.

Ιωάννα Λιούτσια

Όλη μέρα κάθεσαι αραχτός διαβάζεις ποίηση και καπνίζεις μπάφους...κάνε και καμια εργασία :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on December 04, 2013, 22:16:11 pm
Η ΠΕΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ

Έχει πια δύσι ο ήλιος του χιεμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το' χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.

Κώστας Καρυωτάκης
^victory^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on December 05, 2013, 00:15:44 am
Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου,
στη δύση της ζωής μου,
γεμάτος θλίψη
Μπήκα
Στο δάσος δίχως όνομα και φύλλα,
Λουσμένο ολόκληρο
Στο γαλακτερό
Γυαλί ομίχλης.
Από τα γκρι κλαριά
Στάζαν τα δάκρυα,
Που μονάχα τα δέντρα χύνουν
την παραμονή του χειμώνα
που καταργεί το χρώμα.
Και ξαφνικά συνέβη το θαύμα:
Στη δύση μες απ’ τα σύννεφα
έλαμψε το γαλάζιο,
Και η φωτεινή ακτίνα, ίδια Ιουνίου φως,
Τ’ αηδονιού τραγούδι, δόρυ ελαφρύ,
Καρφώθηκε στο παρελθόν μου,
Περνώντας από το μέλλον.
Και έκλαιγαν τα δέντρα. Προσμέναν
Τις γενναιοδωρίες, έργα ευλογημένα,
Τις θύελλες ευτυχισμένες στο γαλάζιο
Και σύραν το χορό τα περιστέρια
Όπως στα πλήκτρα τρέχουνε τα χέρια
Από τη γη ως τα ψηλά τ’ αστέρια!

Αρσένι Ταρκόφσκι, 1978


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on December 05, 2013, 00:25:29 am
Με ψήσατε, θα ρίξω και εγώ ένα καλό:

Quote
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 08, 2013, 18:48:47 pm
Μιλώ

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες

Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους

Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια

Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημια του πλήθους.




Μανώλης Αναγνωστάκης






-------------------------- εδιτ ------------------------------------------------

ΥΓ έμπνευση:

http://tvxs.gr/news/kosmos/kiebo-diadilotes-eriksan-agalma-toy-lenin-video



Title: Re: Ποίηση
Post by: Rising Force on December 13, 2013, 18:53:27 pm
Διέξοδο   


Ήθελε να κερδίσει την ελευθερία της-
έτσι έλεγε τουλάχιστον,
γεμάτη περιφρόνηση γι' αυτό που ήταν ο κόσμος της
γεμάτη φόβο για ό,τι δεν ήταν κόσμος της.
Ένα διάστημα σχετίστηκε με καλλιτέχνες
κι αριστερούς διανοούμενους.
Έγκαιρα δέχτηκε πως η ελευθερία
εξαρτιόταν από οικονομικούς παράγοντες
(η ομορφιά της μόλις που άρχιζε να φθείρεται).
Παντρεύτηκε στην πρώτη σίγουρη ευκαιρία
και κάθε βράδυ, στο παγωμένο της κρεβάτι
βρίσκει πως η ζωή είναι παράλογη, εχθρική και σύντομη.

Τίτος Πατρίκιος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on December 13, 2013, 19:29:52 pm
To you

To you I give the whole me
For I believe that you're my destiny
To you I offer every best of my heart
For I believe that you will value it

I want to share my whole life with you
For me to show that my love is true
I want to hold you in my arms
And sing you songs and lullabies

Loving you is what I want to do
Although I know that it can make me blue
Cause tears in my eyes has nothing to do
If I'm with a woman that is you...


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on December 13, 2013, 20:01:17 pm
Διέξοδο   


Ήθελε να κερδίσει την ελευθερία της-
έτσι έλεγε τουλάχιστον,
γεμάτη περιφρόνηση γι' αυτό που ήταν ο κόσμος της
γεμάτη φόβο για ό,τι δεν ήταν κόσμος της.
Ένα διάστημα σχετίστηκε με καλλιτέχνες
κι αριστερούς διανοούμενους.
Έγκαιρα δέχτηκε πως η ελευθερία
εξαρτιόταν από οικονομικούς παράγοντες
(η ομορφιά της μόλις που άρχιζε να φθείρεται).
Παντρεύτηκε στην πρώτη σίγουρη ευκαιρία
και κάθε βράδυ, στο παγωμένο της κρεβάτι
βρίσκει πως η ζωή είναι παράλογη, εχθρική και σύντομη.

Τίτος Πατρίκιος


Γερό


Title: Re: Ποίηση
Post by: Social_waste on December 13, 2013, 20:28:40 pm
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω 'νειρευτεί


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 14, 2013, 15:44:28 pm
Για τον φτωχό Μπ. Μπ.

1

Eγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, είμαι απ’ τα μαύρα δάση.
Στις πολιτείες μ’ έφερε η μητέρα μου
σαν ήμουν μέσα στο κορμί της. Κι η παγωνιά του δάσους
θα μείνει εντός μου ως τη στερνή τη μέρα μου.

2

Την πολιτεία της ασφάλτου νιώθω σπίτι μου. Απ' την αρχή
με όλα τ' άχραντα μυστήρια εφοδιασμένος:
Μ' εφημερίδες. Με καπνό. Και με κονιάκ.
Τεμπέλης και καχύποπτος και, τελικά, ευχαριστημένος.

3

Με τους ανθρώπους είμαι φιλικός. Φοράω
σκληρό καπέλο αφού έτσι είν' ό συρμός τους.
Λέω:  Είναι ζώα πού παράξενα μυρίζουν.
Και λέω πάλι:  Δε βαριέσαι, είμαι όμοιος τους.

4

Στις άδειες κουνιστές μου πολυθρόνες καθίζω
δυο-τρεις γυναίκες κάποτε τα πρωινά.
Kι ανέμελα τις βλέπω κάι τους λέω:
Στην αφεντιά μου, νά ποντάρει δεν μπορεί καμιά.

5

Κατά το βράδυ, μαζεύω άντρες γύρω μου.
«Τζέντλεμαν» προσφωνούμε ο ένας τον άλλον με σπουδή.
Βάζουν τα πόδια τους απάνω στο τραπέζι μου
και λεν: «Θά φτιάξουνε τα πράγματα για μας». Και δε ρωτάω:
«Πότε δηλαδή;»

6

Κατά το χάραμα, στο γκρίζο φως, τα έλατα κατουράνε
και τα ζωύφια τους, τα πουλιά, νά κράζουν αρχινάνε ένα - ένα.
Την ώρα αυτή, στην πόλη, εγώ στραγγίζω το ποτήρι μου,
πετάω τη γόπα μου κι αποκοιμιέμαι ταραγμένα.

7

Γενιά ελαφρόμυαλη, στρωθήκαμε σε σπίτια
πού λέγαμε πώς θα κρατήσουνε παντοτινά.
Έτσι χτίσαμε τα ψηλά σαρδελοκούτια του Μανχάταν
και τις λιγνές κεραίες πού ο  Ατλαντικός αναγελά).

8

'Από τις πολιτείες αυτές δε θ' απομείνει παρά ό,τι ανάμεσα τους
πέρασε:  ό άνεμος!
Χαρά δίνει το σπίτι στο φαγά: κι αυτός τ' αδειάζει μονομιάς.
Ξέρουμε δα πώς είμαστε περαστικοί
και τίποτ' αξιομνημόνευτο δε θα 'ρθει έπειτ’ από μας.

9

Στους σεισμούς που θε νά ρθουν, ελπίζω
να μην αφήσω το πούρο μου νά σβήσει απ το καημό μου.
Εγώ, ό Μπέρτολτ Μπρεχτ, στις πολιτείες της ασφάλτου
ξεβρασμένος
από τα μαύρα δάση μες στη μάνα μου πριν από τον καιρό μου.




Bertold Brecht
(μτφρ. Μάριος Πλωρίτης)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 14, 2013, 18:08:52 pm
άντε, άλλο ένα ακομα



Εγκώμιο στη διαλεκτική

Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.
Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Η βία εξασφαλίζει: Όπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.
Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυρίαρχων
και στις αγορές λέει η εκμετάλλευση αδιάντροπα: Τώρα
εγώ πρώτη ξεκινάω.
Μα κι από τους καταπιεσμένους λένε τώρα πολλοί:
Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.
Όποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως ακριβώς είναι, έτσι δεν μένει.
Όταν πουν ό,τι είχανε  οι κυρίαρχοι να πούνε
θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντιβεί; Εμείς πάλι.
Όποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Όποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!


Μπερτόδουλος Μπρεχτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on December 18, 2013, 22:34:03 pm
ΦΟΥΡΝΟΣ ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΩΝ
 
Μόνο όταν βιάζομαι σε βάζω μπρος,
η βία των κυμάτων σου με αποσυντονίζει:
στα άκρα ζεστά, στη μέση κρύα
τα φαγητά παραδομένα
στου μάγνητρου την έξαψη.
Λένε πως φταίει των πιάτων
η ειδική αγωγιμότης,
ωστόσο κι οι δυο ξέρουμε καλά,
πως ό, τι περνά
το φράγμα προστασίας μας
μπορεί να βλάψει σοβαρά.
Θυμάσαι που μου έσβησες
τη συσκευή της εγγραφής
του άρρυθμου ρυθμού μου;
Γιατί από τότε οι αρρυθμίες μου
καταγράφονται
ως ιδιαίτερα πια γεγονότα
(η κανονικότητα από πάντα
περνούσε απαρατήρητη).


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on December 19, 2013, 03:59:46 am
Τὸ δηλητήριο

Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.

Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς
ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...

Σὰρλ Μπωντλαίρ


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on December 20, 2013, 09:24:33 am
 ^jerk^


Title: Re: Ποίηση
Post by: pentium4 on December 20, 2013, 13:00:16 pm
^jerk^

XAAXAXAXXAAXAXAXXA


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on December 20, 2013, 13:13:14 pm
Αμα σε πιάσω κ εσένα απ τ μαλλί θα σ πω εγώ, μουσίτσα :P


Title: Re: Ποίηση
Post by: pentium4 on December 20, 2013, 13:16:55 pm
Αμα σε πιάσω κ εσένα απ τ μαλλί θα σ πω εγώ, μουσίτσα :P

ελα βεργινα να κανουμε καμια εργασια :P για το μαλλι ειμαι εξοπλισμενη (σκουφος :P )


Title: Re: Ποίηση
Post by: princess_of_the_dawn on December 20, 2013, 13:36:29 pm
Αμα σε πιάσω κ εσένα απ τ μαλλί θα σ πω εγώ, μουσίτσα :P

ελα βεργινα να κανουμε καμια εργασια :P για το μαλλι ειμαι εξοπλισμενη (σκουφος :P )
και τί σκούφος!!!


Title: Re: Ποίηση
Post by: pentium4 on December 20, 2013, 13:40:22 pm
Αμα σε πιάσω κ εσένα απ τ μαλλί θα σ πω εγώ, μουσίτσα :P

ελα βεργινα να κανουμε καμια εργασια :P για το μαλλι ειμαι εξοπλισμενη (σκουφος :P )
και τί σκούφος!!!

θα σου τον κανω δωρο :P  :D :D ;D

ps : θα πρεπει να μας διαγραψω στο αμεσο μελλον  :D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 21, 2013, 00:36:15 am
Στο γιο του

Στον κόσμο γιατί σ’ έφερα; Αν μου μοιάσεις
κυνηγημένος θα ’σαι ολοζωής
ή νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος όροφος)
θα σαλτάρεις στο δρόμο «διαλαθών»
απ’ το παραθυράκι τ’ αποπάτου,

ή μ’ αλλουνούς «εις τον συνήθη τόπον»
θα σε καρφώσουν άγνωστον μ’ αγνώστους
με χέρια ελληνικά ντουφέκια ξένα,
χωρίς όνομα, πώς και πού. Οι προδότες
θ’ απαγορεύουν και τα κόλλυβά σας.

Αν όμως δε μου μοιάσεις, η ντροπή
καταδικιά μου θα ’ναι, όχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιάς και μπλοκαδόρος,
όσο βουλιάζεις στα σκατά, άλλο τόσο
θα βγαίνεις καθαρός και τιμημένος.

Κι άμα την κάνει ο οχτρός την Προδοσιά
καθεστώς, θα ’σαι πρώτος: και Θρησκεία
και Νόμος και Ιστορία και Λόγος. Κι όταν
οι κανονιές γιορτάζουν των Ελλήνων
την Αρετή, συ θα ’σαι ο Υπερέλλην!


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on December 29, 2013, 05:26:52 am
Ἡ χρησιμότητα τῆς ἀπειλῆς

Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!



Νίκος Καροῦζος (1926-1990)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 07, 2014, 21:05:40 pm
στο Βασίλη το Σαλονικιό, με εκτίμηση





Υπέρ της Aχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες    

Aνδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος.
Όταν θα θέλουν οι  Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας.  Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας.—


Εγράφη εν Aλεξανδρεία υπό Aχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.


Κ. Π. Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: τιρκουαζ στοκος on January 07, 2014, 22:01:56 pm
La grasse matinée

Il est terrible
le petit bruit de l'oeuf dur cassé sur un comptoir d'étain
il est terrible ce bruit
quand il remue dans la mémoire de l'homme qui a faim
elle est terrible aussi la tête de l'homme
la tête de l'homme qui a faim
quand il se regarde à six heures du matin
dans la glace du grand magasin
une tête couleur de poussière
ce n'est pas sa tête pourtant qu'il regarde
dans la vitrine de chez Potin
il s'en fout de sa tête l'homme
il n'y pense pas
il songe
il imagine une autre tête
une tête de veau par exemple
avec une sauce de vinaigre
ou une tête de n'importe quoi qui se mange
et il remue doucement la mâchoire
doucement
et il grince des dents doucement
car le monde se paye sa tête
et il ne peut rien contre ce monde
et il compte sur ses doigts un deux trois
un deux trois
cela fait trois jours qu'il n'a pas mangé
et il a beau se répéter depuis trois jours
Ça ne peut pas durer
ça dure
trois jours
trois nuits
sans manger
et derrière ce vitres
ces pâtés ces bouteilles ces conserves
poissons morts protégés par les boîtes
boîtes protégées par les vitres
vitres protégées par les flics
flics protégés par la crainte
que de barricades pour six malheureuses sardines..
Un peu plus loin le bistrot
café-crème et croissants chauds
l'homme titube
et dans l'intérieur de sa tête
un brouillard de mots
un brouillard de mots
sardines à manger
oeuf dur café-crème
café arrosé rhum
café-crème
café-crème
café-crime arrosé sang !...
Un homme très estimé dans son quartier
a été égorgé en plein jour
l'assassin le vagabond lui a volé
deux francs
soit un café arrosé
zéro franc soixante-dix
deux tartines beurrées
et vingt-cinq centimes pour le pourboire du garçon.

Jacques Prévert


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on January 14, 2014, 20:58:13 pm
Τα Παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για  νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

Κωνσταντίνος Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 17, 2014, 13:44:00 pm
Πολύ Νίτσε διάβαζε τοτε ο Παλαμάς...




Ὁ Γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!


Κωστής Παλαμάς


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 19, 2014, 18:30:23 pm
Ποίημα που έμαθα απο το Μιχαλολιάκο. Εντυπωσιακό πως κρυφα οι Χρυσαυγίτες (που ξέρουν αναγνωση και γραφή) προσπαθούν να καπηλευτούν ποιητές που εξέφραζαν ένα πρώιμο εθνικισμό των τελών του 19ου-αρχων 20ου αιώνα  και μια αρχαιολατρεία.





Ἡ ἀπόκριση


Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!
Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.
Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:
«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.

Κωστής Παλαμάς


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on January 20, 2014, 13:24:59 pm
Γιώργος Σεφέρης «Ο Δαίμων της Πορνείας»

…Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra… (Λευκωσία και Αμμόχωστος θρηνούν και στενάζουν για το κτήνος τους)
PARADISO

…ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον
πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν… (...γιατί, όπως ξέρετε, ο δαίμων της πορνείας που όλο τον κόσμο βάζει σε πείρασμό, πλάνεψε τον βασιλιά και υπέπεσε σε αμάρτημα...)
XPONIKO TOY MAXAIPA

O Tζουάν Bισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Tερουχάς
πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά
στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Kορόνα της Kύπρου και των Iεροσολύμων·
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Kαταλάνων·
κι είναι ανελέημονες οι Kαταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το ‘χαν ν’ αρματώσουν και να ‘ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.
Eίχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.

Πως ο Bισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και τό ‘παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Tουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.

Aναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους –
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Aιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Aιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
O φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Tο δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.

Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και τού είπαν πως ο Tζουάν Bισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.

Κι ο Tζουάν Bισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.
Μα στην ψυχή τού ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το ‘παθε να το πράξει και στους άλλους.
Kερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.

Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή τ’ Άγι’ Aντωνιού, μέρα Tετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Kαι τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.

Στο ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» ο Γιώργος Σεφέρης αντλεί στοιχεία από το Χρονικό του Κύπριου Λεόντιου Μαχαιρά και ανασυνθέτει τα γεγονότα που οδήγησαν στην ατιμωτική δολοφονία του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Ά.
Η στενή συσχέτιση του ποιήματος με το Χρονικό του Μαχαιρά, από το οποίο μάλιστα ο ποιητής παραθέτει και αυτούσια χωρία, μας παραπέμπει στην προσφιλή τακτική του Καβάφη να βασίζει ποιητικές του συνθέσεις σε ιστορικά κείμενα. Ο Σεφέρης εδώ αποτίνει φόρο τιμής στον μεγάλο Αλεξανδρινό, μιμούμενος τους ποιητικούς του τρόπους και τονίζοντας έτσι τη μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία.
Ο Πέτρος Ά της Κύπρου ήταν δευτερότοκος γιος του Ούγου Δ΄ και ανήκε στη γαλλική δυναστεία των Λουζινιάν που βασίλεψε στην Κύπρο από το 1192 -όταν ο Γκυ των Λουζινιάν πήρε την Κύπρο από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, βασιλιά της Αγγλίας- μέχρι το 1474.
Ο Πέτρος Ά βασίλεψε από το 1359 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1369 και υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικός στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, καθιστώντας την Κύπρο ισχυρό και υπολογίσιμο βασίλειο. Κατά τη δεκαετή του βασιλεία οι κυπριακές δυνάμεις κατέλαβαν και κράτησαν υπό τον έλεγχό τους την Αττάλεια της Μικράς Ασίας, ενώ κατέλαβαν και άλωσαν την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και την Τρίπολη του Λιβάνου.

Τα γεγονότα του ποιήματος

Παρά τις στρατιωτικές του ικανότητες ο Πέτρος υπήρξε εξαιρετικά επιρρεπής στον γυναικείο πειρασμό και παράλληλα είχε έναν παθολογικό έρωτα για τη γυναίκα του, την Ελεονόρα της Αραγονίας, καθώς, όπως παραδίδει ο Μαχαιράς, όποτε ταξίδευε έπαιρνε μαζί του ένα πουκάμισό της για να το έχει στην αγκαλιά του όταν κοιμάται.
Η συνήθεια του Πέτρου να συνάπτει πολλές ερωτικές σχέσεις και η παράλληλη εμμονή του για την Ισπανίδα γυναίκα του, θα αποτελέσουν τελικά την αφορμή για τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στη δολοφονία του.
Την περίοδο που ο Πέτρος απουσίαζε στην Ευρώπη είχε αναθέσει στον ευγενή Ιωάννη Βισκούντη να παρακολουθεί καθετί που συμβαίνει στο βασίλειό του και ιδιαίτερα στο παλάτι και να τον ενημερώνει αμέσως. Κατά την απουσία του, λοιπόν, η Ελεονόρα της Αραγονίας, που γνώριζε για τις ερωμένες του συζύγου της, υποκύπτει στην επίμονη ερωτική πολιορκία του κόμη ντε Ρουχάς και συνάπτει δεσμό μαζί του. Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε γρήγορα στη βασιλική αυλή και ο Ιωάννης Βισκούντης, προκειμένου να αποφύγει την οργή του βασιλιά έτσι και μάθαινε από άλλους τον παράνομο δεσμό της γυναίκας του, έστειλε επιστολή στον Πέτρο, ενημερώνοντάς τον για τις πράξεις της Ελεονόρας.
Ο Πέτρος, όταν γύρισε στην Κύπρο, κατήγγειλε τη γυναίκα του για μοιχεία και ζήτησε από τους ευγενείς της αυλής να τη δικάσουν. Η υπόθεση, όμως, δεν ήταν απλή γιατί η Ελεονόρα ήταν κόρη του διαδόχου του θρόνου της Αραγονίας και οι ευγενείς της Κύπρου φοβόντουσαν μήπως προκαλέσουν την οργή των Ισπανών, εάν την τιμωρούσαν. Έτσι, ενώ γνώριζαν πως στην πραγματικότητα η Ελεονόρα ήταν ένοχη, προτίμησαν να την απαλλάξουν από τις κατηγορίες και να τιμωρήσουν στη θέση της τον Ιωάννη Βισκούντη ως συκοφάντη.
Ο Ιωάννης παρόλο που ήταν ειλικρινής φυλακίστηκε και αφέθηκε να πεθάνει από ασιτία, χωρίς όμως να δοθεί διέξοδος στην οργή του Πέτρου, ο οποίος έβλεπε καθαρά πως οι ευγενείς είχαν προτιμήσει να αποφύγουν ένα διπλωματικό επεισόδιο με την Ισπανία, από το να αναγνωρίσουν το δίκαιο αίτημά του. Η επιλογή αυτή των ευγενών εκλήφθηκε ως μέγιστη προσβολή από τον Πέτρο, ο οποίος και θέλησε να τους τιμωρήσει. Έτσι, φρόντισε να ατιμάσει τις γυναίκες των ευγενών της αυλής αποπλανώντας τες και ωθώντας τες στη μοιχεία, γεγονός που προκάλεσε το μίσος των ευγενών και τους οδήγησε στη μοιραία συνομωσία εις βάρος του βασιλιά.
Τον Ιανουάριο του 1369, ημέρα Τετάρτη, οι ευγενείς μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά, όπου βρισκόταν με μια ερωμένη του και τον έσφαξαν. Ένας τουρκοπουλιέρης (τούρκικο αξίωμα), μάλιστα, του έκοψε τους όρχεις και δείχνοντάς τους στον Πέτρο, του είπε πως γι’ αυτούς τιμωρήθηκες με θάνατο.
Η Ελεονόρα της Αραγονίας που θα παραμείνει στο θρόνο της Κύπρου μέχρι το 1380, οπότε και επέστρεψε στην πατρίδα της, θα επιδιώξει και θα επιτύχει την τιμωρία των φονιάδων του άντρα της.  Στην Ελεονόρα της Αραγονίας γίνεται αναφορά και στο ποίημα «Τρεις μούλες» του Σεφέρη.

https://www.youtube.com/watch?v=M_iPF6oORHE


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 26, 2014, 15:35:21 pm
Ἀντίσταση

Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.

Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.

Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.

* Δημοσιεύτηκε στὰ «Ἐλεύθερα Γράμματα» στὶς 10 Αὐγούστου 1945
στὸ φύλλο ὑπ᾿ ἀριθμὸν 14.



Νίκος Καββαδίας


Title: Re: Ποίηση
Post by: chrysap on January 28, 2014, 17:27:06 pm
https://www.youtube.com/watch?v=3d6S0h6T0lQ


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on January 31, 2014, 01:24:15 am
Pablo Neruda – Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πανσοφές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.

http://narcohypnosis.wordpress.com/2011/10/19/pablo-neruda-%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%80%CE%B5%CE%B8%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-muere-lentamente/


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on January 31, 2014, 02:19:27 am
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 09, 2014, 19:19:52 pm
ΚΑΘΑΡΣΙΣ

Βέβαια. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιότ -πάφ, πάφ, πάφ, πάφ-, «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἴπω «κύριε Ἄλφα».

Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνιά, κι ὅταν ἀντίκριζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θά ῾χα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτὸς ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα...»

Ἔπρεπε πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχθῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν᾿ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».

Ἀλλὰ πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπεῖρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ λῃστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλῶσσα. Ἡ ψαῦσις τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε: «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καί, μιὰ μέρα, ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση: «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ...»

Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.

Κανάγιες!

Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.

Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἑνετικὸ φρούριο. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστριες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπήκα σ᾿ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημία. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἧβρε ἡ νύχτα...




Κώστας Καρυωτάκης - Πρέβεζα 1928


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 10, 2014, 16:56:15 pm
116 χρόνια απο την γέννηση του Μπερτόδουλου Μπρέχτου...






Εγκώμιο στη μάθηση

Μάθαινε και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς
που ο καιρός τους ήρθε
ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ
να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!
Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!
Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!
Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!
Μάθαινε, εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Ψάξε για σχολείο, άστεγε!
Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν' ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!
Μην αφεθείς να πείθεσαι
μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε το λογαριασμό
εσύ θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι
Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.


Bertolt Brecht


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on February 11, 2014, 19:22:58 pm
Ο θάνατος θα ‘ρθει
 
Ο θάνατος θά 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου —
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ' το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
 
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θά 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου.
Θα 'ναι σαν ν' αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν' αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί.

Τσέζαρε Παβέζε


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on February 17, 2014, 04:29:21 am
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 19, 2014, 16:11:43 pm
Cambay's water

Στὸν Π.Π. Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.

Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.

Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα...»

Τὴ νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία...»

Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!...
Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.


Νίκος Καββαδίας


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on February 22, 2014, 03:21:48 am
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται
την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.

Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση
υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα
με διεθνή διαγωνισμό.

Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…
Και μια και μπήκατε στον κόπο,
ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε
και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on February 26, 2014, 01:39:05 am
Είναι αθώοι/ οι λύκοι που όλο λύσσα/ σε κομματιάζουν

Γιώργος Σεφέρης





Συλλέγω τις ημέρες μου--/ Πόσο μακριά βρίσκεται πλέον/ το παρελθόν μου.

Γιόσα Μπουσόν





http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%BF%CF%8D


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 28, 2014, 15:58:51 pm
Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.    


 
Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.

Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.

Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.

Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».

Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.



Κ.Π. Καβάφης



Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on March 10, 2014, 09:32:16 am
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
στὸ μαῦρο ἀδιέξοδο, στὴν ἄβυσσο τοῦ νοῦ.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς ἤρθανε τὰ δάση
μ᾿ αὐτοκρατορικὴν ἐξάρτηση πρωινοῦ
θριάμβου, μὲ πουλιά, μὲ τὸ φῶς τ᾿ οὐρανοῦ,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο ὅπου θὰ τὰ διαπεράσῃ.

Ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἴμαστε κεῖ πέρα,
σὲ χῶρες ἄγνωστες, τῆς δύσης, τοῦ βορρᾶ,
ἐνῷ πετοῦμε τὸ παλτό μας στὸν ἀέρα,
οἱ ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Γιὰ νὰ μᾶς δεχθῆ κάποια λαίδη τρυφερά,
ἔδιωξε τοὺς ὑπηρέτες της ὁλημέρα.

Ἂς ὑποθέσουμε πὼς τοῦ καπέλου ὁ γῦρος
ἄξαφνα ἐφάρδυνε, μὰ ἐστένεψαν, κολλοῦν,
τὰ παντελόνια μας καί, μὲ τοῦ πτερνιστῆρος
τὸ πρόσταγμα, χιλιάδες ἄλογα κινοῦν.
Πηγαίνουμε -- σημαῖες στὸν ἄνεμο χτυποῦν --
ἥρωες σταυροφόροι, σωτῆρες τοῦ Σωτῆρος.

Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
ἀπὸ ἑκατὸ δρόμους, στὰ ὅρια τῆς σιγῆς,
κι ἂς τραγουδήσουμε, -- τὸ τραγούδι νὰ μοιάσῃ
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγῆς --
τοὺς πυρροὺς δαίμονες, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς,
καί, ψηλά, τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασκεδάση.

Κώστας Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fcoriolis on March 23, 2014, 10:44:12 am
ΤΙ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΣΙΩΠΗ

Τι παράξενη σιωπή
Τι παράξενη σιωπή
μπορεί να είναι η βροχή,
που αγκαλιάζει τη ζωή
η ίσως μια σκέψη.
Τι παράξενη σιωπή
σαν πέφτει χιόνι
και επειδή,
η καρδιά αντέχει.
Πόσο αλήθεια σκοτεινιά
πόση μαγική φωτιά,
στης καρδιά σου την φωλιά
λες να χει.
Τούτη δα την σιγανή
την αμίλητη στιγμή,
που μόνο βλέμματα ψυχές
μας μιλούν σε δυνατές.
Στου μυαλού μας τις σιωπές...
Άνοιξε αγάπη μου την κουρτίνα
να μπει φως θα τρελαθώ
πια δεν μπορώ ,
άνοιξε η καρδιά δεν αντέχει.

Σωτήρης Σπηλιώτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on March 23, 2014, 11:35:25 am
“I close my eyes and this image floats beside me
The sweaty-toothed madman with a stare that pounds my brains
His hands reach out and choke me
And all the time he’s mumbling
Truth, like a blanket that always leaves your feet cold.
You push it, stretch it, it will never be enough
Kick it beat it, it will never cover any of us.
From the moment we enter crying, to the moment we leave dying,
it will just cover your face
as you wail and cry and scream.”
http://www.antiromantic.com/todd-anderson/
https://www.youtube.com/watch?v=gQU3EphIpMY


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 25, 2014, 13:48:28 pm



Πάνθεον Ἐθνικοφροσύνης
(Ὅλοι με πιστοποιητικόν)


Φανέ, ὅταν τὸ ἔλαιον σὲ λείψῃ, τί θὰ γίνῃς;
Τί; θὰ σβεσθῆς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ


Μεγάλη πόρτα νὰ χωρᾷ ὁ Μεγάλος
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει ἅμα ξαπλώσει.
Ὡς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αἰώνια Μνήμη καὶ Χαρά!

Ἀθάνατοι σὲ μάρμαρο καὶ μπροῦντζο
λαμποκοποῦν οἱ ἀχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνᾷ ἡ Πατρίδα «εὐγνωμονοῦσα»
καὶ τοὺς φοβᾶται ὁ «Σκώληξ ὁ Ἀκοίμητος».

Τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου ὁ κορονάτος
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τοῦ Παραδείσου
τὰ πλούτη, ὅσο θυμᾶται τὰ δικά του.

Καλαμαρὰς ποὺ τύφλωνε τ᾿ ἀηδόνια
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Ἀλήθεια,
γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς ἔφαε κι αὐτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.

Καὶ μία μεγαλουσιάνα, ἄφραγη λάμια,
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ἀνάσκελα.

Τ᾿ ἁγνά μας ἐθνικόπουλα, ὁρκισμένα
τὸν ἅγιον ὅρκο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τῶν τουφεκισμένων
ἀπὸ τοὺς Γερμανούς: « Καλὰ σᾶς κάναν!»

Καὶ στὴν κορφὴν ἀπάνου ὁ Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτᾷς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Ὂλ᾿ ἡ κοπριὰ τοῦ αἰῶνα
κοιλοπονοῦσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!

Αὐτοὶ Πατρίδα, Ἅγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι ἀπ᾿ τὰ ἱερά μας κόκαλα βγαλμένη
ἡ Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!

Τῶν αἱμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ἕνα ρόχαλο δικό τους.
Κι ἂν τὴ στερνή σου ἁρπάξανε μπουκιά,
σοῦ ἀφήσανε τὴ δόξα τοῦ Θανάτου.

Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν ἡ μέρα,
μαύρη καπνούρα κι οὐρλιαχτὰ καὶ θρῆνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ ἀγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!

Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι
κατηφορᾶνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on March 27, 2014, 18:47:18 pm
Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ατάραχα νερά των υδρατμών μου.

https://www.youtube.com/watch?v=sAIIbOvrFYM


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 30, 2014, 14:45:21 pm
                                   XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου — πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!


Οδυσσεας Ελύτης - Ήλιος ο Πρώτος


Title: Απ: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 30, 2014, 22:29:38 pm


Κε καθηγητά.
Χρηστος Ε. Δημακης

Οι πέντε σου
οι έξι σου
οι επτά δημοσιεύσεις σου
στα έγκυρα περιοδικά
της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ
σ’ ανέβασαν, σε πήρανε,
σ’ έφτιαξαν και σε δείρανε.
 
Όλο ίσως και περίπου,
όλο μπορεί και πιθανόν,
μια ζωή βιτρίνα,
τάχα έργο, 
δήθεν ήθος, μα 
μπρος-πίσω κενό.
 
Ύδατα και άνεμοι,
περιθώριο, περιφέρεια.
Τρύπες στον Λόγο, άνευ αξίας,
που οι άλλοι αφήνουν
μετρώντας το κόστος, 
γεμίζεις ασθμαίνοντας
αυτοσυντηρούμενος,
αυτοελεούμενος, 
αυτοϊκανοποιούμενος.
 
Κι έτσι και δεις τα τάλιρα
-ξέρουν δα εκείνοι τι αφήνουν-
τότε,
Θέ μου βόηθα. 
                                      4/5/95


Title: Re: Ποίηση
Post by: teslaaaa on April 23, 2014, 23:30:21 pm
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Κυρίες και κύριοι
Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας
- Η πρώτη και τελευταία λέξη μας -
Οι ποιητές κατεβήκανε απ' τον Όλυμπο.

Για τους παλιότερους
Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας
Για μας ωστόσο
Πρώτης ανάγκης είδος είναι:
Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε.

Σ' αντίθεση με τους παλιότερους
- Κι αυτό το λέω μ' όλο το σέβας -
Εμείς υποστηρίζουμε
Ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής
Ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος κι αυτός
Ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του:
Ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων.

Εμείς κουβεντιάζουμε
Σε γλώσσα καθημερινή
Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε.

Κι ακόμη κάτι:
Ο ποιητής είναι εδώ
Για να μη γενεί στραβό το δέντρο.
Μια κοπέλα ανάμεσα στα στάχυα
Ή να μην είναι απολύτως τίποτε.

Τώρα λοιπόν, σ' επίπεδο πολιτικό
Αυτοί, οι άμεσοι πρόγονοί μας,
Οι καλοί άμεσοι προγονοί μας
Διαθλάστηκαν και διασκορπίστηκαν
Περνώντας μεσ' από πρίσμα κρυστάλλινο.
Κάποιοι απ' αυτούς γίναν κομμουνιστές.
Εγώ δεν ξέρω αν πράγματι ήσαν.
Ας υποθέσουμε όμως ότι ήσαν.
Αυτό που ξέρω εγώ είναι το εξής:
Δεν υπήρξαν λαϊκοί ποιητές.
Υπήρξαν σεβάσμιοι μπουρζουάδες ποιητές.
Τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τ' όνομά τους:
Μονάχα ένας - δυο
Τη λαϊκή αγγίξανε καρδιά.
Όποτε βρίσκαν ευκαιρία
Εκφράζονταν με λόγο και με πράξη
Κατά της στρατευμένης ποίησης
Κατά της ποίησης του σήμερα
Κατά της προλετάριας ποίησης.

Ακόμη κι αν δεχτούμε κομμουνιστές πως ήσαν
Η ποίησή τους ήταν συμφορά
Σουρεαλισμός δεύτερο χέρι
Τρίτο χέρι παρακμή,
Σάπιες σανίδες ξεβρασμένες απ' τη θάλασσα.
Ποίηση των επιθέτων
Ποίηση ρινική, λαρυγγική
Ποίηση αυθαίρετη
Ποίηση αντιγραμμένη από βιβλία
Ποίηση βασισμένη
Στην επανάσταση των λέξεων
Ενώ θα έπρεπε να βασίζεται
Στην επανάσταση των ιδεών.
Ποίηση φαύλου κύκλου
Για μισή ντουζίνα εκλεκτών:
"Απόλυτη ελευθερία έκφρασης".

Σήμερα σταυροκοπιόμαστε απορώντας
Γιατί γράφανε αυτά τα πράγματα,
Για να τρομάξουν τον μικροαστό;
Άδικα χαμένος χρόνος!
Ο μικροαστός δεν αντιδρά
Παρά μονάχα όταν θίγεται η κοιλιά του.

Σιγά μη τον τρομάξουν με ποιήματα!

Τα πράγματα έχουν ως εξής:
Ενώ εκείνοι ήσαν
Υπέρ μιας ποίησης του δειλινού
Υπέρ μιας ποίησης της νύχτας
Εμείς προτείνουμε
Την ποίηση της αυγής.
Το μήνυμά μας είν' αυτό:
Οι λάμψεις της ποίησης
Πρέπει να φτάνουν όμοια σ' όλους
Η ποίηση επαρκεί για όλους.
Τίποτ' άλλο σύντροφοι
εμείς καταδικάζουμε
- Κι αυτό το λέω σίγουρα με σέβας -
Την ποίηση του μικρού θεού
Την ποίηση της ιερής αγελάδας
Την ποίηση του μαινόμενου ταύρου.

Απέναντι στην ποίηση των νεφών
Εμείς στήνουμε
Την ποίηση της στέρεης γης
- Κρύα κεφαλή, ζεστή καρδιά
Είμαστε αποφασισμένοι στερεογηίτες -
Απέναντι στην ποίηση του καφενείου
Στήνουμε την ποίηση της φύσης
Απέναντι στην ποίηση του σαλονιού
Την ποίηση της δημόσιας πλατείας
Την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας,

Οι ποιητές κατέβηκαν απ' τον Όλυμπο.

μετάφραση: Αργύρης Χιόνης
από το βιβλίο "Nicanor Parra - Ποιήματα Επείγουσας Ανάγκης" εκδόσεις Γαβριηλίδης
http://logoskaitexni.blogspot.gr/2012/11/nicanor-parra.html


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on June 12, 2014, 02:04:04 am
Τ. Κ. Παπατσώνης

Ο άγγελος εβόα


Η τέρψη σου, ψυχή μου, πολύ λίγο σε τέρπει...
Υπόμεινε, ψυχή μου, την παραφυλακή σου.
αχόρταγη άκρα δίψα ποτέ δεν θα κορέσης,
γιατi πολύ ποικίλες ετάχθηχαν οι έλξεις
από της άγριας μοίρας τις είρωνες διαθέσεις...
Προς τούτο, παραιτήσου - όσο κι αν επιμένη
η πλάνη της ορμής σου να σπρώχνη προς τον κόρο.
Διείσδυσε στης γαλήνης τίς σφαίρες. τούτες μόνες
εικόνα προσεγγίζουν σπουδαία καταπαύσεως.
μη τις μισής. παρ' όλη την τέτοιαν όρμησή σου,
παγίδα είναι και τούτη, όπου να μη πιασθής!
Άφησε τις ορέξεις, που κατ' επιπολή
μονάχα ικανοποιούνται και παρατούν αρμύρα.
Υπόμεινε ως το τέλος, εν γνώσει των πραγμάτων.
Γιατi τούτο μεν φθάνει, εγγίζει οσονούπω.
συ δε, γιατί να μείνης στην πλάνη εκτεθειμένος,
κορόιδο των ρευμάτων που σπείρουν τις ορέξεις;
Η κόπωση όταν έρθη, κ'επικαλήσαι αγκάλη
του ύπνου γλυκυτάτη, δέν σου καταβουΐζει
την μέθη της γαλήνης, πόσον απόλυτη είναι;
Τούτη η βουή ας πείση, σαν νάρχεται απ' αγγέλου,
πως κεχαριτωμένη είναι μονάχα η παύση!..


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on July 08, 2014, 21:08:12 pm
Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!


Μανόλης Αναγνωστακης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 13, 2014, 20:40:56 pm
ένα καλοκαιρινο, εχοντας στο νου το τέλος του




Άξιον Εστί - ΙΔ'
 

        Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
        με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
        και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
        ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
        Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας
        και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
        Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
        και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.
        Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
        και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
        Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
        Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο
        και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
        και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
        και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
        εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!


Οδυσσέας Ελύτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 06, 2014, 12:11:43 pm
Άνθη

μάτια που πλέον δεν βλέπετε
βλέμματα όπου δεν
σας ελκύει πιά η μορφη του κόσμου

είσαστε αστέρια

φωτίζετε



Νίκος Εγγονόπουλος


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on September 11, 2014, 04:24:17 am
Ὁ δεύτερος θάνατος

Homo erectus ἀπόμακρη ἀφετηρία τῆς Ἰλιάδας
δὲν ἤτανε καλύτερα νὰ ῥεμβάσεις μὲ τὰ τέσσερα;
Δὲ σοῦ ῾φτανε τὸ ἀηδόνι νὰ ἐκκλησιάζεται
στοὺς ἀφροδίσιους κλάδους τῶν δέντρων;
Τί διάολο τὴν ἤθελες τὴν ἔκλυτη ᾨδὴ τοῦ ποιητῆ
στὰ σωθικά του τὰ πικρὰ τὰ αἱματοτσακισμένα;
Τώρα τὴ χάνεις δυὸ φορὲς τὴν ὀμορφιὰ
σ᾿ ἕνα φριχτὸ ξερίζωμα οὐρλιάζοντας ζωὴ καὶ τέχνη
Ἂχ μάνα μου τί κατρακύλισμα στὸ μεγαλεῖο...
Θά ῾τανε ἡ ἄγρια στύση στοχάζομαι
ποὺ σοῦ ῾δωσε ὦ homo erectus τὴν αἴσθηση
νὰ σηκωθεῖς ὁλόρθιος σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Νίκος Καροῦζος


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on September 11, 2014, 04:41:06 am
ΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ



Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν' ο πατέρας με το παιδί
το 'χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.

-Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
-Δε βλέπεις τ' άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ' το πλευρό σου
-Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.

-Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ' αρέσ' η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ' η οχθιά μου,
κι έχ' η μητέρα μου στολή χρυσή.

-Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό
-Παιδί μου, ησύχασε, τ' αέρι κλαίει
σ' άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.

-Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα 'χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.

-Πατέρα, κοίταξε δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
-Παιδί μου, βλέπω απ' τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.

-Μ' αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι σε παίρνω εγώ ...
-Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ' έπνιξε το ξωτικό.

Τρέμει ο πατέρας του και τ' άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή
φθάνει στη θύρα του ... ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.

---

Μετάφραση: Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος




https://www.youtube.com/watch?v=JuG7Y6wiPL8

http://en.wikipedia.org/wiki/Der_Erlk%C3%B6nig


Title: Re: Ποίηση
Post by: απλυτος on September 11, 2014, 07:38:12 am
ΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ



Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν' ο πατέρας με το παιδί
το 'χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.

-Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
-Δε βλέπεις τ' άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ' το πλευρό σου
-Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.

-Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ' αρέσ' η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ' η οχθιά μου,
κι έχ' η μητέρα μου στολή χρυσή.

-Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό
-Παιδί μου, ησύχασε, τ' αέρι κλαίει
σ' άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.

-Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα 'χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.

-Πατέρα, κοίταξε δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
-Παιδί μου, βλέπω απ' τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.

-Μ' αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι σε παίρνω εγώ ...
-Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ' έπνιξε το ξωτικό.

Τρέμει ο πατέρας του και τ' άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή
φθάνει στη θύρα του ... ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.

---

Μετάφραση: Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος




https://www.youtube.com/watch?v=JuG7Y6wiPL8

http://en.wikipedia.org/wiki/Der_Erlk%C3%B6nig

δηλαδή τώρα θες να μου πεις οτι αυτό είναι το πρώτο σου πρωινό σχόλιο;

- επειδή λες οτι κοιμάσαι 10 και ξυπνάς στις 7 -


Title: Re: Ποίηση
Post by: deadparrot on September 11, 2014, 08:16:46 am
Στην Ελλάδα δεν δουλεύουν
δεν γεμίζει ο κουμπαράς
ζούνε απο τις συντάξεις
του παππού και της γιαγιάς.

Τα παιδιά λιποθυμάνε
τα πρωινά στις τάξεις τους
ο μπαμπάς τους έχει κάνει
σάλτο απ'την ταράτσα τους.

Την βαλίτσα μου μαζεύω
θα την κάνω απο δώ
την καινούργια αυτή Ελλάδα
δεν αντέχω να κοιτώ.

{σε μουσική δυο πόρτες έχει η ζωή}


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 15, 2014, 15:39:34 pm
Ο Τρελός

Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί
χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει  
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη 5
μασώντας τη μαστίχα.

Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα
πὄχει να τραβούμε.     10

Άι! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ’ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.   15

Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη
με χιλιάδες πείροι.   20

Να ’στε γεροί, να ’στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης  
και με τους διάκους ο δεσπότης 25
— τζιλβέδες και καμώματα!

Χίλια χέρια κι άρματα
να ’χα να σας φράξω,
να ’χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!  30

Για να βαστάξει, όσο μπορεί,
το μακελειό, να ’στε γεροί,
της Πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
σίντας η Δόξα μελετά μας   35
τα σκελετά γερμένη.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
με φωνή τρομπόνι!   40

Σου φτάνουν σένα τα χωριά
της Ρούμελης και του Μοριά
και να ’ν’ πολλά σου τα έτη!
Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,
που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,  45
δικό μου βιλαέτι!
Έχω τρύπα στο βρακί,
λίγδα στην καπότα μου,
έχω ψείρα σαν κουκί
και βρομούν τα χνότα μου.  50

Έχω νοήματα σοφά!
Σ’ αγιονορίτικο σοφά
στα λάδια και στα πάχη
κολύμπησα, μα πάντα μένει
άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη  55
— ανεμογκάστρι θα ’χει!

Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,
πόσο εγώ ’μαι ωραίος!
Έφαγα έναν πόντικα,
δόξα να ’χει ο θέος!   60

Η σάρκα και τα κόκαλα,
λάσπη πολλή και φρόκαλα,
Πατρίδα μου, χαλάλι σου!
Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,
θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκή  65
κι ανέγνιο τα κεφάλι σου!

Το χαράτσι, τα παιδιά,
μοναχός να κρίνεις,
άλλο να σ’ τα παίρνουνε
κι άλλο ναν τα δίνεις.  70

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,  75
σαν θα περάσω Αντίκρα.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!  80

Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα  85
και χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.    90




Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο
της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν
πρόφταξε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.





Κώστας Βαρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on September 15, 2014, 15:47:32 pm
https://www.youtube.com/watch?v=NanKOn3dK5M


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 15, 2014, 16:10:36 pm
https://www.youtube.com/watch?v=NanKOn3dK5M


και εδω


https://www.youtube.com/watch?v=BB77NOxNXZo


Title: Re: Ποίηση
Post by: chrysap on September 15, 2014, 16:12:02 pm
Μιγκέλ Ερνάντεθ, Ελεγεία (μετάφραση:Γιώργος Μίχος)

(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.
)

ΘΕΛΩ κλαίγοντας να ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.

(10 Ιανουαρίου 1936)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on September 17, 2014, 21:47:04 pm
Ποιητής σα τον Βάρναλη δεν υπάρχει στην νεοελληνική λογοτεχνία: στρατευμένη, μα και διδακτική τέχνη, μαζί με τρομερή ειρωνεία, που όμως δεν οδηγεί στον κυνισμό ή στην απελπισία. Κορυφαίος.



 Κύκλος


Στον κόσμον ήρθες άνοιξη, αυγινή.
Λάμπανε κάμποι, θάλασσα, ουρανοί
και φως δεν είδες απ’ την πρώτη μέρα
ώς την πιο μαύρη και στερνή σου εσπέρα.

Μα ’χες πατρίδα, θεό και βασιλιά.
Δεν είχες, (κι όμως έλπιζες!) δουλειά.
Σκυμμένος δεν ασήκωνες κεφάλι
κι αντάμα σου σκυμμένοι ανάριθμοι άλλοι.

Σκοτώσανε στον πόλεμο τα δυο
 τα παλικάρια σου, όλο σου το βιο.
Δεν καταράστης, έρμε (θεός φυλάξοι!
τέτοια η βουλή Του κι η Παγκόσμια Τάξη!)

Δεν καταράστης κι όταν με στειλιάρι
σου σκοτώσαν τη μάνα οι «γιαννιτσάροι».
Δε μαρτυρούσε πούθε και με ποιούς
επήρες τ’ ακροβούνια κακοποιούς.

Επίστευες τα σ’ είχανε διδάξει
της Δύναμης και του Μυαλού οι πρωτάξοι.
 —«Για σένα εμείς θα πάρουμε την Πόλη.
Γλυκό για την πατρίδα σου το βόλι! . .

«Κι άμα θε νά ’ρτει βάρβαρος κουρσάρος,
γι’ αυτόνε και για σένα θα ’σαι ο Χάρος ..!»
Ήρθε! Κι οι Πρώτοι προσκυνήσαν πρώτοι
και το λαό χτυπήσαν τον προδότη.

Το λαό που τα μαύρα χρόνια εκείνα
με τ’ άρματα στο χέρι δεν προσκύνα.
Κι έμαθες τότε, αργά, πως οι πρωτάτοι
που κάναν τον ταγό και τον προστάτη,

δεν είχανε πατρίδα και θεό τους
άλλον από τον άρπαγα εαυτό τους.
Κι έμαθες τότε, αργά, πως τα παιδιά σου
με τα χιλιάδες άλλα και τη γριά σου

τους σκοτώσαν αυτοί με ξένο χέρι,
για να παραφουσκώσουν το κεμέρι.
Και τώρα με σκαμμένα τα πλεμόνια
 στα ξερονήσια ρεύε, είκοσι χρόνια!

Και μάθε τώρα αργά: χειρότερός σου
οχτρός δεν είναι από τον ντόπι’ οχτρό σου!
Και μάθε, γέρος τώρ’ : απ’ τα τσακάλια
δε γλιτώνεις μ’ ευκές ή παρακάλια.


Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on September 19, 2014, 03:50:12 am
Remember the day I borrowed your brand-new car,

And I dented it?

I thought you'd kill me,

But you didn't.

And remember the time I dragged you to the beach,

And you said it would rain, and it did?

I thought you'd say, "I told you so,"

But you didn't.

Do you remember the time I flirted with all the guys to make you jealous?

And you were?

I thought you'd leave me,

But you didn't.

Do you remember the time I spilled strawberry pie all over the rug in your new car?

I thought you'd hit me,

But you didn't.

And remember the time I forgot to tell you the dance was formal,

And you showed up in jeans?

I thought you'd drop me,

But you didn't.

Yes, there were lots of things you didn't do,

But you put up with me, and you loved me, and you protected me.

There were lots of things I wanted to make up to you

When you returned from Vietnam,

But you didn't.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on September 19, 2014, 04:19:05 am
 :P

Θανάσης Βέγγος (Στέφανος Αυγερινός) από την ταινία "Τύφλα να'χει ο Μάρλον Μπράντο":

"Η κορωνίδα και το αγλάϊσμα των συναδέλφων του" ποιητών :

"Απόψε, σήμερα και χθες
όλες οι πόρτες είν' κλειστές
και γω είμαι απ' όξω
και μες στο θάμπος το θαμπό
παίρνω αμπάρριζα* να μπω
και με πετάνε ΟΞΩ
όλος ο κόσμος μ' αγνοεί
βαρέθηκα πια τη ζωή
τους φθόνους και τα μίση
αλί αλί και τρισαλί
Φωνάχτε αμέσως τον Αλή
να με καρατομήσει! "

(* παίρνω αμπάρριζα = παίρνω φόρα)
https://www.youtube.com/watch?v=ujwmyxhXi5w

https://www.youtube.com/watch?v=ujwmyxhXi5w

Πολλαί προσωπικότηται έχουν τιμήσει το ένδοξον νησί μας, αλλά τοιούτος ανήρ ποτέ !
Και πετάγεται ο Βέγγος : Ε, όχι και τοιούτος  :D ;D ;D ;D


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on September 21, 2014, 07:04:27 am
Алекса́ндр Богда́нов (Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ)
Προλεταριακή Ποίηση
μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας (http://www.poema.gr/dokimio.php?id=205)


http://www.marxists.org/archive/bogdanov/1923/proletarian-poetry.htm


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 14, 2014, 11:06:13 am
Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.


Κωστής Παλαμάς - 1912


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 06, 2014, 23:38:30 pm
Η έρευνα του μηχανικού

Αριθμούς ανακατώνω στην ουσία μόνον
και κάποιους νόμους φυσικούς
βαδίζοντας στα σκοτεινά,
ακουμπώντας λίγο σε κάποιαν διαίσθηση
αναπτυγμένη απ’ τα χρόνια
με ρίζες σε χώρους Ευκλείδειους.
Έτσι, πρώτη φορά,
γίγνονται
μπροστά στα μάτια μου
πράγματα ωραία,
εξαίσιες δηλαδή μηχανές
που δουλεύουν και
το τέλος τους
πληρώνουν.


Χ.Ε.Δ. - 7/10/95


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on November 09, 2014, 23:05:25 pm
Ηλιόπετρα - Οκτάβιο Πας*

Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως
Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν.

Πλάι μου βαδίζεις σαν δέντρο σκιερό
Κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία
Τα μάτια σου είναι κρήνες ονείρου όπου παν
Συχνά και ξεδιψάν τα άγρια θηρία.

Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν
Ο σκλάβος βγάζει στους ώμους του φτερά
Παύεις να είσαι ένας ακόμα ίσκιος.

Ζητάω το πρόσωπό σου, ξανά παραληρώ
Βραγιά των γιασεμιών και στην πληγή αλάτι
Αγκάθι του θανάτου, αυγή του φεγγαριού
Γραφή θαλασσινή απάνω στον βασάλτη.

Μικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου
Και μισανοίγεις σαν φρούτο ώριμο
Ή σαν αστέρι εκρήγνυται και σβήνει.

Η φούστα σου παφλάζει φτιαγμένη από νερό
Τα κόκαλά μου βρέχει με τη μία
Μα όσο και να βρέχεις δε θα φοβηθώ
Γιατί είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία.

Γυμνός ο κόσμος όταν κυλιούνται δυο
Από τον ίλιγγο πάνω στη χλόη
Λύνονται οι κάβοι, σαλπάρουν οι ψυχές
Ο χώρος είναι σιωπή και φως μονάχα.

*ουσιαστικά είναι του Θανάση Παπακωνσταντίνου οι στίχοι, βασισμένοι στην Ηλιόπετρα του Οκτάβιο Παζ.
Εδώ (http://koutsourelis.gr/index1.php?subaction=showfull&id=1202235862&archive=&start_from=&ucat=5&) ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι του αρχικού ποιήματος.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on November 10, 2014, 05:14:45 am
Τύφλα να ΄χει ο Μάρλον Μπράντο  Όλη η ταινία για τον ποιητή Στέφανο Αυγερινό  :P

https://www.youtube.com/watch?v=Rs6PR8Z1gTw

https://www.youtube.com/watch?v=Rs6PR8Z1gTw


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 12, 2014, 02:40:17 am






Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ'
αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής
παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε
ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας
της υπάρξεώς μας.


Ανδρέας Εμπειρίκος






http://www.youtube.com/watch?v=QKm7bZ2Cd74


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on November 12, 2014, 09:25:33 am
Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι




Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Από το Τίποτα
πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γίνουνε τίποτα.
Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.




Μπέρτολτ Μπρεχτ


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on December 02, 2014, 16:42:49 pm
ΛΟΡΕΛΑΗ

Δεν ξέρω ποιά να είναι η αιτία,
κι είναι το στήθος μου τόσο βαρύ.
Μια παλαιά αρχαία ιστορία
από το νου μου νά 'βγει δεν μπορεί.

Κρύα βράδια και σκοτεινοί οι κάμποι
και το ποτάμι ήσυχο περνά,
και του βουνού ψηλά η ράχη λάμπει
απ' τα φιλιά του ήλιου τα στερνά.

Στην κορυφή απάνω καθισμένη
λαμπει πεντάμορφη μια κοπελιά.
Αστράφτει όλη χρυσοστολισμένη,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.

Ολόχρυσο κρατεί στα χέρια χτένι
κι ένα τραγούδι αγάλια τραγουδεί...
τραγούδι που τ' ακούς και σε τρελαίνει
και λησμονάς και μάνα και παιδί.

Ο ναύτης με τη βάρκα του περνάει
τ' ακούει, μαγεύεται, χάνει το νου,
τους βράχους πού 'ναι εμπρός του δεν κοιτάει
και στην κορφή κοιτάει του βουνού.

Ψηλά κοιτάει... τον τραβά το κύμα
και τάφο του ανοίγει παρακεί,
και φταίει η πεντάμορφη -τί κρίμα!-
και η φωνή της η μαγευτική.

μετάφραση, Άγγελος Βλάχος (1838-1920)
πρωτότυπο, Χάινριχ Χάινε (1797-1856)


http://ghteytria.blogspot.gr/2008/04/blog-post_18.html

https://www.youtube.com/watch?v=era5jL4wlx0

(https://g1b2i3.files.wordpress.com/2010/02/loreley.jpg?w=392)


Title: Re: Ποίηση
Post by: heavy melon on December 11, 2014, 19:39:02 pm
παντα θα βραχυκυκλωνουμε σ αυτη την σχεση
θα πεφτει το ρευμα
θα βυθιζομαστε στο σκοταδι της υπαρξης μας
χωρις τασεις διαφυγης...

αγνωστη ηλεκτρολογα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 11, 2014, 19:45:29 pm
σαφείς δημάκειες επιρροές. Λειπει όμως μια χροιά ειρωνείας.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on December 16, 2014, 01:46:37 am
In Memoriam   (16/12/1974)


(http://logomnimon.files.wordpress.com/2010/04/getimage.jpg)





Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.

Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.

Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.

Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.

Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.

Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!

Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.

Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.

Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!

Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.

Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!

Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).

Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!

Νοέμβρης 1968


Title: Re: Ποίηση
Post by: τιρκουαζ στοκος on December 16, 2014, 01:59:05 am
                 Le pont Mirabeau

    Sous le pont Mirabeau coule la Seine
               Et nos amours
         Faut-il qu'il m'en souvienne
    La joie venait toujours après la peine

               Vienne la nuit sonne l'heure
               Les jours s'en vont je demeure

    Les mains dans les mains restons face à face
               Tandis que sous
         Le pont de nos bras passe
    Des éternels regards l'onde si lasse

               Vienne la nuit sonne l'heure
               Les jours s'en vont je demeure

    L'amour s'en va comme cette eau courante
               L'amour s'en va
         Comme la vie est lente
    Et comme l'Espérance est violente

               Vienne la nuit sonne l'heure
               Les jours s'en vont je demeure

Passent les jours et passent les semaines
           Ni temps passé
     Ni les amours reviennent
Sous le pont Mirabeau coule la Seine

           Vienne la nuit sonne l'heure
           Les jours s'en vont je demeure

~Guillaume Apollinaire~


Title: Re: Ποίηση
Post by: nohponex on December 20, 2014, 23:46:45 pm

Κλείνω τα μάτια μου και στο μυαλό μου τρέχει η εικόνα από το σώμα της
το βλέπω μπροστά μου με όλες τις λεπτομέρειες
κάθε ατέλεια δικιά της όπως λέει είναι ένα σημάδι τελειότητας πάνω στην εικόνα αυτή.

Είναι όλα τόσο αληθινά που και τώρα που έχω τα μάτια μου ανοιχτά το βλέπω,
μπορώ να το αγγίξω αλλά δεν μπορώ να μιλήσω,
επειδή ξέρω ότι δεν θα μου απαντήσει,
μένω αμίλητος και απλά θαυμάζω την τελειότητα μπροστά μου.

Στα μάτια μου εναλλάσσεται η εικόνα της και οι γραμμές με το στυλό,
που τρέχει και αποτυπώνει με λόγια αυτό που βλέπω,
αλλά δεν μπορεί, είναι πράγματα που δεν περιγράφονται,
αυτή όλη η εικόνα έχει συγκεντρωμένη όλη την ιστορία.

Γυρίζει ακόμα στο κεφάλι μου ακόμα και τώρα,
παρόλο που ξέρω την συνέχεια της ιστορίας,
η εικόνα και μόνο μου δίνει μια απειροστή χαρά που με γεμίζει.

Δεν φεύγει από το μυαλό μου,
όλα είναι ακόμη εκεί,
ζω την αμηχανία,
είμαι έτοιμος να πυροδοτήσω το χαμόγελο μου μόλις μου χαμογελάσει,
αφού επίμονα κοιτάζω τα μάτια της
και περιμένω την παραμικρή ανταπόκριση.
 
Είναι όλα ακόμη εκεί,
τίποτα δεν άλλαξε.
 
Έχει περάσει ώρα και όμως είμαι ακόμη εκεί και την κοιτάζω.
η σκέψη και μόνο ότι θα ανταποδώσει με γαληνεύει...
Αλλά αυτή ανέκφραστη μέσα στην εικόνα μου.
 
Σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω για να της τραβήξω την προσοχή,
πως θα την κάνω να νιώσει ωραία και να απελευθερωθεί,
τι είναι αυτό που θα την σώσει από την ακινησία και τον λήθαργο της κατάστασης της…

Με πεθαίνει η σκέψη,
μα είμαι χαρούμενος που είναι ακόμη μπροστά μου,
δεν θέλω να φύγει,
θέλω να μείνει εδώ μαζί μου,
ούτε εγώ θα φύγω από εκεί,
θα περιμένω να αντιδράσει,
θα μείνω με ένα χαζό χαμόγελο εκεί περιμένοντας να χαμογελάσει.


Спафаров 06/13


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on February 10, 2015, 01:15:16 am
Δωριείς

Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος
ανάμεσα στους οπλισμένους Δωριείς

ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους
όπως εκείνος που ποζάριζε σ’ ένα μουσείο
ακίνητος – θυμίζοντας ένδοξους καταρράκτες –
μπορούσα βέβαια
κι όχι τυχαία.

Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεσή μας;
όλη μου η μεγαλοπρέπεια
όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;

Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώριά μου
οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες –
να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλύτη
εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα
ο θερμός ανταλουσιάνος
μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.

Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης.

Εκείνοι το κατάλαβαν πρώτοι-
τα σιδερένια χέρια τους λέγανε προσευχές
κατέλαβαν τη μια πόλη μετά την άλλη
άφιναν φρουρούς παντού
κλείναν τις πύλες
οι πέτρινες εντολές περιφέρονταν σε λιτανεία-
ώσπου στο τέλος με ξέχασαν.

Και τώρα – απ’ έξω απ’ τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
όπου ξαπλώνει ράθυμα πόρνη και δυναμίτης –
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικύκλωσαν
τα φρούρια
αυτή που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά –
κοιτάζω κ’ υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ’ ακούσουν.

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική.



Μιχάλης Κατσαρός


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 07, 2015, 23:15:20 pm
Χρόνος

Καθένας μας έχει στους ώμους του
Την κούραση δώδεκα ωρών από πέτρα
Την δίψα δώδεκα ωρών από ήλιο
Τον πόνο των χρόνων
Την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής

Είναι σκληρός ο αγώνας μητέρα
Μα είναι πολλά τα αδέρφια μας
Είναι πολλά τα παιδιά σου μητέρα
Μη πικραίνεσαι
Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο μητέρα
Ανηφορίζοντας τον θάνατο
Μεγάλες πολιτείες θα χτίσουμε μητέρα
Μην πικραίνεσαι

Ύστερα η μεγάλη πέτρα στον ώμο
Μεγάλος ανήφορος
Μεγάλη απόφαση στην καρδιά
Μεγάλες μέρες μας περιμένουν μητέρα
Μάνα


Γιάννης Ρίτσος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 19, 2015, 14:05:37 pm
(πρεπει να ζεστάνει ο καιρός)




Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
 
Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν
Τ' αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις
        καβαλίνες τους.

Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!


Οδυσσέας Ελύτης - Ήλιος ο Πρώτος, VII


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 02, 2015, 00:27:41 am
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα
κι αυτά μες στ’ όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους



Κώστας Βάρναλης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 07, 2015, 17:04:32 pm
Άντε λόγω των ημερών:




Ἡ Μαγδαληνή

Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.

Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .

Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.

Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.

Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.

Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.

Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!

Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!


Κώστας Βάρναλης




https://www.youtube.com/watch?v=zch1YAyBtvo


Title: Re: Ποίηση
Post by: Mitsos on April 16, 2015, 14:22:16 pm
Τα κέρατα μου μέσα στη γλάστρα
συλλαλητήριο κάνουν με τ' άστρα,
μέσα στη ζέστη ψάξε και βρες τη
σαν τη Σαχάρα χωρίς νερό,
μ' έχεις πετάξει μες τον ασβέστη
μα εγώ ακόμα σε αγαπώ.

Εφόσον δε βλεπόμεθα
τι θα και τι οψόμεθα,
δως μου τη δυνατότητα
να βλέπω κλειδαρότρυπα.

https://www.youtube.com/watch?v=HY1wLou0jr0


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 22, 2015, 22:01:35 pm
22/04/1870




Είδα τον Λένιν!

Τον είδα να τρέχει χέρι – χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο με τον ώμο του την Ιστορία.
Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται.
Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Όλα.
Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές.
«Σήμερα νωρίς – αύριο θα “ν” αργά».
Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ηταν καιρός…
Το φώναξε κι η «Αβρόρα» απ” το ποτάμι.
Ηταν καιρός.
Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια.
Ηταν καιρός: Η Πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε.
Μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε σαν φανάρι.
Για να δείξει στο Μέλλον να περάσει.

Μενέλαος Λουντέμης



(http://atexnos.gr/wp-content/uploads/2015/04/65AAAA.jpg)


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on May 08, 2015, 20:54:59 pm
https://www.youtube.com/watch?v=8mNuXapSKJM


Title: Re: Ποίηση
Post by: boudou on May 12, 2015, 18:53:13 pm
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο

Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει
Έν' άλλο πρόσωπο

Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

Υπάρχει

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της
Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα

Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχη
Εκεί

Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Έζησαν

Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε

Υπάρχει

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on May 14, 2015, 19:01:32 pm
Οι τόποι του Νίκου Καββαδία.

http://civil2006.blogspot.gr/2012/03/blog-post_19.html (http://civil2006.blogspot.gr/2012/03/blog-post_19.html)


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on December 31, 2015, 20:25:08 pm
Αποσπάσματα από την εκπομπή ''Περισκόπιο'' της ΕΤ1 αφιερωμένη στον Μίλτο Σαχτούρη
https://www.youtube.com/watch?v=8ZaGLGQ-HrE
το συγκλονιστικό κομμάτι βέβαια, το τελευταίο : 6.50 και μετά. Για κάποιον λόγο πιστέυω ότι
η αποκόλληση του κειμένου, απομαγνητοφωνόντας το, θα ήταν χυδαιότητα,
παρόλο που ενθουσιαμένος αφού, έχω μια τάση να προσπαθήσω να το αποδώσω.


Title: Re: Ποίηση
Post by: L on January 13, 2016, 00:00:01 am
Grief

I tell you, hopeless grief is passionless;
That only men incredulous of despair,
Half-taught in anguish, through the midnight air
Beat upward to God’s throne in loud access
Of shrieking and reproach. Full desertness,
In souls as countries, lieth silent-bare
Under the blanching, vertical eye-glare
Of the absolute heavens. Deep-hearted man, express
Grief for thy dead in silence like to death—
Most like a monumental statue set
In everlasting watch and moveless woe
Till itself crumble to the dust beneath.
Touch it; the marble eyelids are not wet:
If it could weep, it could arise and go.

Elizabeth Barrett Browning


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 15, 2016, 18:01:41 pm
Μάρτιαι Eιδοί   

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.

K. Π. Καβάφης




https://www.youtube.com/watch?v=MK667IOHtsw


https://en.wikipedia.org/wiki/Ides_of_March


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on April 06, 2016, 15:05:55 pm
Οne day στην λιακάδα
Sitting on the πρασινάδα
Where the flowers ανθούσαν
And the horses χλιμιντρούσαν
Say ο Μήτσος to Κρυστάλλω
Do you μ'απατάς με άλλο?
Κι η Κρυστάλλω σαν το hear
Την επιάνει μέγας fear
Because το'πε η Μαγδάλω
Ότι did it με ένα Γάλλο
And the girl πονηρεμένη
Lay down σαν πεθαμένη
Μήτσο μ' if you don't believe me
Με το καριοφίλι kill me
And the Μήτσος που ήταν θύμα
Την επίστεψε the βλήμα..

 :P

Πηγή : Σύλλογος Φίλων Καμένων και Κάφρικων Ανεκδότων (Σ.ΦΙ.Κ.Κ.Α.) https://www.facebook.com/groups/1518878368362359/


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on June 08, 2016, 11:31:00 am
Video work based on the homonym poem of Giorgos V. Makris. : https://vimeo.com/9491310

Σάββας Μιχαήλ για το περί θανάτου και τον Γιώργο Μακρή : https://vimeo.com/168223882


ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ω ! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).
Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουρκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίπης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί !
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τ΄ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san – benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στο στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έχω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ΄ όλες τις γωνιές της γης
( ενώ περίεργοι κοιτούν απ΄ τους εξώστες ).
Ω ! χιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μες μου.
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος. 7
Φεβρουάριος 1943




ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
 
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
 
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους. 




Γιώργος Μακρής


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on June 20, 2016, 02:03:21 am
Νίκος Καββαδίας

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι από αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.



https://www.youtube.com/watch?v=TxyJSfzaL-Y


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on October 05, 2016, 00:56:49 am
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

Κ.Γ. Καρυωτάκης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 28, 2016, 20:14:32 pm
Κάνω να βγάλω μια φωνή : ''Σταθείτε αρματωμένοι
στη γης τη ματωμένη !
Του θάνατου αδερφοποιτοί, ποιος δαίμονας σας σφίγγει
για σκοτωμό; '' - μα και πνοή μου λείπει και λαρύγγι.

[...]

Αλί μου,αδέρφια των πουλιών, απέραντος ο Χρόνος
κι απέραντος ο Πόνος!
κ' μένα η καλοσύνη μου φαντάστη, -πλάνα ιδέα!-
Να 'σουνα, Πόνε κι 'Ανοιξη, στερνός και τελευταία.

[...]

Σκλάβο κι αφέντην έσμιξα στον αψηλόν αθέρα
αδέρφια ενού Πατέρα,
μαίδε Πατέρας πουθενά μαίδε και κάλλιοι τόποι.
Διπλά και τρίδιπλα ορφανοί και γελασμένοι ανθρώποι!

 Κώστας Βάρναλης  (Σκλάβοι πολιορκημένοι)



https://www.youtube.com/watch?v=GzHB4YAwF1M


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on January 11, 2017, 16:40:17 pm
Όλα τα χρόνια που έλειπα
ξέρεις για σένα γύριζα
έψαχνα να βρω το τριαντάφυλλο
που άλλος κανένας
δε θα μπορούσε να σου δώσει
τι βουνά τι ερήμους
και τι θάλασσες επέρασα
τι βροχές μου αυλάκωσαν το μέτωπο
τι αρμύρες με παιδέψαν
πότε κανείς δε θα το μάθει.

Έστυψα την καρδιά μου
σε άγιο δισκοπότηρο
και μέσα εκεί φύτρωσε
ωραίο τριαντάφυλλο το καθαρό
σαν της Λαμπρής το λυκαυγές
βάλτο στη ζωνη στο στήθος σου
ή στα μαλλιά σου θα σου παγαίνει
όπως πηγαίνει κάθε πρωί
στον κόσμο ο ήλιος θα σου πηγαίνει.



Νικηφόρος Βρεττάκος


(http://2.bp.blogspot.com/-6eeX-50f2lg/U95sKKhVZ3I/AAAAAAAAZXw/Qr5WWvo9i-g/s1600/%25CE%2592%25CE%25A1%25CE%2595%25CE%25A4%25CE%25A4%25CE%2591%25CE%259A%25CE%259F%25CE%25A3+6.jpg)



https://www.youtube.com/watch?v=PcayxsAe7hw


Title: Re: Ποίηση
Post by: nohponex on January 22, 2017, 17:58:07 pm
#2


Μελαγχολία είναι μία κατάσταση που νιώθεις μόνος,
για να ξεφύγεις από αυτή
πιστεύεις πως το καλύτερο είναι να μείνεις, πραγματικά μόνος.

Κλείνεσαι στον εαυτό σου,
ψάχνεις για πράγματα,
για όμορφα πράγματα και ζωντανά,
που θα σε γεμίσουν,
θα σου αποσπάσουν τη προσοχή,
θα σου γεννήσουν νέα ερωτήματα
για να χαθείς με αυτά στην άβυσσο της σκέψης σου
και να αποσυνδεθείς από αυτό το κόσμο,
να νιώσεις ασφάλεια,
με την ύπαρξή σου να περιορίζεται στο εσωτερικό του μυαλού σου
χωρίς καμία άμεση επαφή με τον έξω κόσμο
τότε μόνο θα είσαι ελεύθερος.

Θα ακούς μουσική και θα χάνεσαι,
με κάθε όργανο που προστίθεται στην ορχήστρα θα νιώθεις πιο μόνος,
όλο πιο μικρός και ασήμαντος

Ψάχνεις από κάπου να κρατηθείς,
ψάχνεις αυτό που σε γεμίζει,
σε ενδιαφέρει μόνο το πιάνο και το αναζητείς,
ψάχνεις τους ήχους του,
προσπαθείς να το απομονώσεις από την υπόλοιπη ορχήστρα,
αρχίζει και ξεχωρίζει,
πλέον αντιλαμβάνεσαι το ρυθμό του, το φάσμα του, τη χροιά του,
καθαρά, σαν να ήταν σε ένα άδειο δωμάτιο, μόνο εσύ και αυτό.

Με κάθε πάτημα στα πλήκτρα του
η χορδή που χτυπάει ελευθερώνει τη παγιδευμένη νότα μέσα του,
και αυτή κάθε φορά απελευθερώνει μια ανάμνηση σου μοναδική.
Καθώς το πλήκτρο τείνει να επανέλθει στην θέση του
η χορδή σπάει,
και αποσυντίθεται η φυσική ύπαρξη του πλήκτρου.

Τα στηρίγματα σου εξαφανίζονται,
σαν σκαλοπάτια που καταρρέουν,
από μια πολύ παλιά και σταθερή ευθεία
που τώρα έγινε μια κωνική σπείρα
που καθώς ανεβαίνει· στενεύει, οδηγεί στην ανυπαρξία
αλλά μαγεμένος από τις αναμνήσεις και τις ομορφιά του πιάνου
τρέχεις να ακολουθήσεις το τέμπο,
να αναρριχηθείς για να σωθείς
ακόμα και αν είναι μάταιο,
όταν η μουσική θα σταματήσει,
δεν έχει απομείνει κανένα πλήκτρο να κρατηθείς.

Το δωμάτιο έμεινε άδειο,
δεν υπάρχει βαρύτητα,
δεν υπάρχουν όρια στον χώρο,
αιώρησε ανούσια στο απέραντο σκοτεινό σύμπαν που παρέσυρες τον εαυτό σου.


Спафаров 12/16


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on March 13, 2017, 21:48:45 pm

Η τρελή ροδιά


Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
     
Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;


Οδυσσέας Ελύτης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 13, 2017, 22:15:15 pm
Η τρελή ροδιά

[...]

Οδυσσέας Ελύτης






https://www.youtube.com/watch?v=lZlEuFGjIHY


παράλειψη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on March 21, 2017, 16:39:41 pm
21 Μαρτίου: παγκόσμια μέρα Ποίησης
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος
                                                                                                      

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει
φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):


Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο
του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.


Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει -
 θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα
στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς
με τόση δυσπιστία -
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες
να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’
την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυό
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι
εργάτες το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου·
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, -
κι οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου ’λεγα
για την πολυθρόνα -
ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα -
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση -  τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως
κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να
ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του
Αϊ-Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο
άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι που 'ναι σα μια
μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων -
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που
μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη
δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ’ βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου
φτάνει ο θαυμασμός σου, -
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση
αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς
τα κάτω. - Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου .

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε σα λαξευμένοι σε
άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ'
ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν
αντέχω.
Άφησε με να’ έρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ' τους νεκρούς του
να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα
κρεββάτια και ράφια.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το
κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.


Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου....

Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά
βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ'
αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της
γριάς αρκούδας -
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς
της, μην ξέροντας για που και γιατί-
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το
τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους
των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κι ενός αργού
θανάτου  -
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη
γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες
που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας.Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου - δεν μπορώ να
τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια -
ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν,
ν' ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και
βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;


Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια·
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω - όχι τα δίνω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν - πάντως εγώ
τα δίνω.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου....

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο - τι δυνατό το στήθος σου,
- τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω - κι όταν σηκώνω
το φλιτζάνι απ' το τραπέζι
μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη
μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του·
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου - μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει- μην κοιτάξεις,
μην κοιτάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές - δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
Βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες
στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα - ο εξαίσιος ίλιγγος.

Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με
πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη
μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι -
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία
του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, -
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματα σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε
το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο
του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση.
Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε
χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο
νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό
χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα
απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν
κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό,
ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω
απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι
καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και
θα πει: "Η παρακμή μιάς εποχής". Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα
ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του.
Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το
σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι
σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι
τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το
ραδιόφωνο συνεχίζει.):



https://www.youtube.com/watch?v=4Tr0otuiQuU

Γιάννης Ρίτσος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on May 15, 2017, 12:55:39 pm

Μαραμπού


Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.

Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.

Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.

Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.

Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.

Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.

Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.

Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.

Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».

Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...

Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...


Νίκος Καββαδίας


https://www.youtube.com/watch?v=7jqunPIOL4E


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on May 25, 2017, 14:52:56 pm
Το πέρασμά σου

Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·

σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,

ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!


Κώστας Βάρναλης






https://www.youtube.com/watch?v=CryRTHvHeFo


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on August 26, 2017, 22:39:00 pm
Ο Αισχύλος πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456 πΧ, όπου είχε προσκληθεί απο τον Ιέρωνα των Συρακουσών για να ανεβασει καποιες θεατρικές παραστάσεις (Συμφωνα με το θρύλο σκοτώθηκε οταν του έπεσε απο μεγάλο ύψος στο κεφαλι μια χελώνα την οποία είχε αρπάξει ένας αετός!) Ειχε ζητήσει, όταν θα πέθαινε, να χάραζαν στον τάφο του το παρακάτω:  



Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλα∙
ἀλκήν δ’ ευὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.


[Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο,
που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα∙
για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα
και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά.]






Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)

Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.

Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε

«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»

[1920]

Κωνσταντίνος Καβάφης


Title: Re: Ποίηση
Post by: c0ndemn3d on October 08, 2017, 19:59:33 pm
Βράδυ

 

Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη --
τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,

τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...



Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on October 19, 2017, 15:11:37 pm
Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.X.)   


Πολίτου εντίμου υιός —            προ πάντων, ευειδής
έφηβος του θεάτρου,        ποικίλως αρεστός,
ενίοτε συνθέτω        εν γλώσση ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους,        που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά, εννοείται —         θεοί! να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες,        περί ηθικής λαλούντες —       
στίχους της ηδονής        της εκλεκτής, που πηαίνει
προς άγονην αγάπη        κι αποδοκιμασμένη.


Κ.Π. Καβάφης








----------------------------------------


Θεσσαλονίκη: Διαμαρτυρία με εικόνες και σημαίες κατά της 'Ώρας του Διαβόλου'
 
Ένταση σημειώθηκε το βράδυ της Τετάρτης έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον», στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όταν άτομα που κρατούσαν ελληνικές σημαίες και εικόνες, επιχείρησαν να διακόψουν την παράσταση «Ώρα του Διαβόλου».

Πενήντα περίπου άτομα, που στην πλειοψηφία τους δήλωσαν ότι είναι μέλη της οργάνωσης «Ιερός Λόχος», έδωσαν ραντεβού έξω από το θέατρο, απέναντι από το Λευκό Πύργο και άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα εναντίον της παράστασης και υπέρ του έθνους και της Ορθοδοξίας.
 
Σε κάποια στιγμή επιχείρησαν να προσεγγίσουν το κτίριο, αλλά τους απώθησαν αστυνομικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί μπροστά από την είσοδο.
 
Η κατάσταση εκτονώθηκε και στις 9.00 το βράδυ άρχισε η θεατρική παράσταση.


http://news247.gr/eidiseis/koinonia/thessalonikh-diamartyria-me-eikones-kai-shmaies-kata-ths-wras-toy-diavoloy.4897859.html



(https://www.thepressroom.gr/sites/default/files/styles/article/public/2017-10/erg.JPG?itok=eYRa4wtM)


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on October 24, 2017, 15:43:33 pm
我咽下一枚铁做的月亮
Κατάπια ένα φεγγάρι φτιαγμένο από σίδερο



我咽下一枚铁做的月亮
Κατάπια ένα φεγγάρι φτιαγμένο από σίδερο

他们把它叫做螺丝
αναφέρονται σε αυτό ως το «καρφί»

我咽下这工业的废水,失业的订单
κατάπια όλα τα βιομηχανικά λύματα, έφαγα όλα τα έγγραφα ανεργίας

那些低于机台的青春早早夭亡
η νιότη σταμάτησε στις μηχανές, που πεθαίνουν πριν την ώρα τους

我咽下奔波,咽下流离失所
κατάπια τη σφυρίχτρα και το μεγάφωνο

咽下人行天桥,咽下长满水锈的生活
κατάπια τις γέφυρες πεζών, μιας ζωής που καλύπτεται στη σκουριά

我再咽不下了
δεν μπορώ να καταπιώ άλλα

所有我曾经咽下的现在都从喉咙汹涌而出
όλα όσα κατάπια πλέον ανεβαίνουν στο λαιμό μου

在祖国的领土上铺成一首
και ξεχύνονται στη γη των προγόνων μου

耻辱的诗
με τη μορφή βλάσφημου ποιήματος

19 Δεκεμβρίου 2013

Xu Lizhi

 https://aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com/2014/11/04/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%80%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CF%86%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%83%CE%AF%CE%B4/



Χίλια κομμάτια γύρω μας ο κόσμος κι η ζωή…


Χίλια κομμάτια γύρω μας ο κόσμος κι η ζωή !
Θα πάω να βρω έναν Γερμανό Καθηγητή.
Ξέρουν οι τέτοιοι τη ζωή να συμμαζεύουν
και σ' ένα Σύστημα σαφώς να μας την ερμηνεύουν·
Του σύμπαντος τα χάσματα και τα κενά
βουλώνουν μ' όνειρα γλυκά και με χασμουρητά.

Heinrich Heine, [Zu fragmentarisch ist Welt und Leben…]

 http://www.koutsourelis.gr/index1.php?subaction=showfull&id=1169414227&archive=&start_from=&ucat=5&


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on November 11, 2017, 22:26:37 pm
Φαντασία

Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

Σκαρίμπας Γιάννης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Giopan on November 18, 2017, 02:42:34 am
William Blake - London  (1794)

London

I wander through each chartered street,
Near where the chartered Thames does flow,
And mark in every face I meet,
Marks of weakness, marks of woe.

In every cry of every man,
In every infant's cry of fear,
In every voice, in every ban,
The mind-forged manacles I hear:

How the chimney-sweeper's cry
Every blackening church appals,
And the hapless soldier's sigh
Runs in blood down palace-walls.

But most, through midnight streets I hear
How the youthful harlot's curse
Blasts the new-born infant's tear,
And blights with plagues the marriage-hearse.


https://www.youtube.com/watch?v=7BcNthW4ltk


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on November 18, 2017, 17:35:27 pm
Οι επίγονοι

Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν·
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με τη φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δεν μπορεί πια ν’ αγοραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμένη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πως ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τί ξεπουλήθηκε — για να δολοφονούν.

Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας που ριζώνει ριζώνει πιο βαθιά.

(Στο τέλος όταν όλοι περάσουν σαν κι εμάς)

Μανώλης Αναγνωστάκης


https://www.youtube.com/watch?v=hIM9sje-rSw


Title: Re: Ποίηση
Post by: megali mpougatsa on November 18, 2017, 22:21:33 pm
Αν η μισή μου καρδιά

Ναζίμ Χικμέτ / Γιάννης Ρίτσος
   

Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το κίτρινο ποτάμι

Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται.

Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.

Κι ύστερα, δέκα χρόνια, γιατρέ,
που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου
να δώσω στο φτωχό λαό μου,
τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο
Την καρδιά μου.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Fantine on December 04, 2017, 00:58:34 am

Ρεσάλτο

Όλα κρέμονταν από μια σταγόνα
της βροχής
κάποιοι είχαν στρώσει το τραπέζι
με σερβίτσια πορσελάνης
εσύ καθόσουν απέναντι μου κι έφεγγες
ένα πλοίο κουρσάρικο
περνούσε από το βάθος των ματιών σου
γύρω απόλυτη σιωπή
βράχια πνιγμένα στα δάκρυα
κι ορτύκια που πετούσαν λαβωμένα
μες στις σκέψεις μας
και ξαφνικά η σταγόνα κύλησε στο πάτωμα
ράγισε ο χρόνος
τα σερβίτσια έγιναν θρύψαλα
σβήσαν οι ευάλωτες μορφές μες στην αχλή.
Τότε κατάλαβα που σε είχα συναντήσει,
σ’ ένα ρεσάλτο
είχαμε πέσει στα κύματα κολυμπούσες
εσύ κι εγώ σφιγγόμουν
γύρω από τους ώμους σου κι αιμορραγούσα
πλησιάζαμε στον Κάβο Γκρόσο
αλλά μας έπαιρνε το ρεύμα προς το πέλαγος
ανάμεσα από συντριμμένα ξύλα
κι ορίζοντες που έγερναν.
Σου είχα πει πως σ’ αγαπούσα…
τότε το θυμάσαι;
λίγο πριν χαθούμε κάτω απ’ τα νερά.

Κατερίνα Καριζώνη


Title: Re: Ποίηση
Post by: g on January 09, 2018, 09:47:14 am


Άγραφον


Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...


Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
 που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ' ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
   

Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του 'πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ' έτσι;»


Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ' το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ' ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»


Έτσ' είπ' Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο...
                                            Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ' εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ' και σ' εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ' της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ' ανασασμού, ή στη χώρα
είτ' έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ' μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ' τα ψοφίμια, και ν' αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν' άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ' τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα 'χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!

Άγγελος Σικελιανός



https://www.youtube.com/watch?v=prLs-CHE4Gk


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on January 13, 2018, 14:28:26 pm
Μαρέα

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat.

Πυξίδα γέρικη ataxie locomotrice
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κι οι τρεις
να λύσει τ’ άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.

Της τραμουντάνας τ’ άστρο, τ’ άστρα του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη την κόρη στα χαρτιά.

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα.

Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι.

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.

* μαρέα, η : ιταλ. marea :παλίρροια

Νίκος Καββαδίας
Από τη συλλογή Πούσι (1947)


Γ.Κούτρας & Θ.Μικρούτσικος - Μαρέα (ανέκδοτη ηχογράφηση)

https://www.youtube.com/watch?v=WGVb97xkgH4


Title: Re: Ποίηση
Post by: nohponex on February 05, 2018, 10:51:44 am
Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν

Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.

Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.

Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!

Federico García Lorca


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on February 05, 2018, 12:39:44 pm
Απόψε, σήμερα και χθες

όλες οι πόρτες είν' κλειστές

και γω είμαι απ' όξω

και μες στο θάμπος το θαμπό

παίρνω αμπάρριζα να μπω

και με πετάνε ΟΞΩ

όλος ο κόσμος μ' αγνοεί

βαρέθηκα πια τη ζωή

τους φθόνους και τα μίση

αλί αλί και τρισαλί

Φωνάχτε αμέσως τον Αλή

να με καρατομήσει! 

Βέγγος Αθανάσιος :-P


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on March 27, 2018, 18:43:36 pm
(https://scontent-sof1-1.xx.fbcdn.net/v/t1.0-9/29473258_1561918507194951_816905649566363023_n.jpg?_nc_cat=0&oh=8bcfa4d7f59b8e97b0d894f16534d14c&oe=5B3EAE55)


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on April 01, 2018, 23:08:57 pm
Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας ― δεν κρατώ τη ρομφαία.
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
μαζεύοντας σκόρπιους σπόρους.

Δεν ήρθα να σταματήσω τους ποταμούς τα νερά
τους καρπούς ― δεν ήρθα.
Κυκλοφορούσα μέσα στους ήχους σας ― τόσους αιώνες.

Ανέμιζα μαύρα λάβαρα στις αρτηρίες των δρόμων
με την καρδιά μου καρφωμένη στο φοβερό πάσσαλο σας καλούσα ―
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο.

Ανεβαίνω εδώ σ’ αυτή την αγχόνη ― αυτή τη στιγμή
σας δίνω το σχήμα σας ― σας καλώ.
Δεν ήρθα σαν ξένος ― δεν ήρθα.

Είμαι ο άνεμος η βροχή τα έρημα δάση
είμαι ο καταρράχτης το νερό το πουλί
αυτή η πόλη και η άλλη ―
είμαι ο δρόμος η αυγή το τελευταίο λιμάνι
η καρδιά μου
το πρόσωπο μου και το δικό σας
είμαι εδώ και αλλού και παντού
μέσα στ’ αγέρι ― μέσα στις παλιές ημερομηνίες
μέσα στα πλοία ―στους ήχους― στους αγρούς
στα εργοστάσια είμαι ― στις σκοτεινές αίθουσες
στ’ άδεια δωμάτια ―στους εραστές― στα ερείπια
στις καμπάνες
μόνος μόνος μόνος
απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου.

Και τώρα εδώ πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος
να σας δώσω το αίμα μου ―
άνθη τεράστιες πόρτες ουρανοί τρέμουν κυλάνε
μπροστά στα πόδια σας στα όνειρά σας στο ψωμί
κρότοι καταστροφή και νέα αυγή κατεβαίνει.

Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει.



Μιχαλης Κατσαρός




https://www.youtube.com/watch?v=Q6HJtfbId2A


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on June 24, 2018, 00:14:21 am
Ο Λορέντζος Μαβίλης συμμετείχε στην Κρητική Επανασταση του 1895 (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7_(1895-1898)) ως εθελοντής. Το 1896 βρέθηκε στην Ιμπρο Χανίων (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%8A%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CF%89%CE%BD) ("Νιμπρος") στα Λευκά Όρη μαζί με τους κρητικούς αντάρτες.

''Η Νίμπρος είναι ένα χωριό στα Λευκά Όρη της Κρήτης. Τ' ανέβασμα είναι κουραστικό. Περπατάς ώρες σ' ένα φαράγγι γεμάτο μυτερά χαλίκια, από ένα μονοπάτι στενό, που πάει ο ένας πίσω από τον άλλον... Στην Νίμπρο μας υποδέχτηκε μια ευγενικιά κρητικοπούλα, η αδερφή του συνταγματάρχη Μανουσογιαννάκη, και μας πρόσφερε κρύο νερό να ογράνουμε τα ηλιοφρυμένα χείλια μας. Οι άνθρωποι εκεί πάνω είναι αληθινά ''αγάλματα θεών ζωντανεμένα''. Τέτοια εντύπωση μου έκαμαν''."


Excelsior!

Λορεντζος Μαβίλης


Κρύο κρούσταλλο νερὸ τὰ ἡλιοφρυμένα
Χείλια θὰ ὁγράνῃ· εὐγενικιὰ ἀνθρωπότη
Θὰ τοὺς φιλέψῃ πλούσιο φαγοπότι·
Κορμιὰ ἀπὸ τὴν πλήθια χάρη ἀλαφρημένα,

Ἀγάλματα θεϊκὰ ζωντανεμένα
Θ’ ἀγναντέψουν στὴ Νίμπρο· ἐκεῖ τὴν πρώτη
Τῆς λεφτεριὰς ἀστραφτερὴ λαμπρότη
Τὰ στήθια θὰ χαροῦν τὰ πονεμένα.

Καὶ τὸ περνοῦν οἱ βλάμηδες λεβέντες
Τ’ ἀτέλειωτο φαράγγι ὅλο χαλίκι
Μονοσκοῖνι μὲ γέλοια καὶ κουβέντες.

Μὰ ἔχουν ποδάρια καὶ καρδιὲς τσελίκι (https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%84%CF%83%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%BA%CE%B9)·
Μὰ τοὺς θεριεύβει ἡ ἐλπίδα τοῦ θανάτου
Μὲ τ’ ἀγιασμένα δαφνοστέφανά του.


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on March 21, 2019, 13:43:26 pm
ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΒΑΡΝΑΛΗ. Ο ποιητής διαβάζει έργα του.

https://www.youtube.com/watch?v=A0dawVWfzz4


ε ρε κάτι μόρτες που περπατήσαν αυτή τη γη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on April 07, 2019, 22:03:25 pm
Ὁ τρελὸς λαγός

Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες

Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος

Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα

Μίλτος Σαχτούρης


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on April 07, 2019, 23:02:29 pm
我咽下一枚铁做的月亮
Κατάπια ένα φεγγάρι φτιαγμένο από σίδερο



我咽下一枚铁做的月亮
Κατάπια ένα φεγγάρι φτιαγμένο από σίδερο

他们把它叫做螺丝
αναφέρονται σε αυτό ως το «καρφί»

我咽下这工业的废水,失业的订单
κατάπια όλα τα βιομηχανικά λύματα, έφαγα όλα τα έγγραφα ανεργίας

那些低于机台的青春早早夭亡
η νιότη σταμάτησε στις μηχανές, που πεθαίνουν πριν την ώρα τους

我咽下奔波,咽下流离失所
κατάπια τη σφυρίχτρα και το μεγάφωνο

咽下人行天桥,咽下长满水锈的生活
κατάπια τις γέφυρες πεζών, μιας ζωής που καλύπτεται στη σκουριά

我再咽不下了
δεν μπορώ να καταπιώ άλλα

所有我曾经咽下的现在都从喉咙汹涌而出
όλα όσα κατάπια πλέον ανεβαίνουν στο λαιμό μου

在祖国的领土上铺成一首
και ξεχύνονται στη γη των προγόνων μου

耻辱的诗
με τη μορφή βλάσφημου ποιήματος

19 Δεκεμβρίου 2013

Xu Lizhi

 https://aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com/2014/11/04/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%80%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CF%86%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%83%CE%AF%CE%B4/
πω


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on April 16, 2019, 15:33:55 pm
Πίνουμε το μπάφο σαν Ήβη
Δεν προσπαθώ, είμαι διάσημος ήδη
Πίνουμε την κόκα σαν Pepsi
Με τα ρολόγια κάνουμε flexing
Με κοιτάς γυαλίζω σα τζάμι (τζάμι)
Versace tattoo μες στην παλάμη (παλάμη)
Χαλαρώνω βράδυ με Xannie (με Xannie)
Φέρε μου ν' ανάψω ντουμάνι (ντουμάνι)


Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει
Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει


Ό,τι και να γράψω είναι χρυσός
Όπου και να πάω είναι πανικός
Θέλουν να με ρίξουνε πώς και πώς
Ζηλεύουν που εγώ μόνο έχω το sauce
Είμαι ο Καρράς αλλά new era
Ανεβαίνω πιο γρήγορα κι από σφαίρα
Πιο καλός από χθες μέρα με τη μέρα
Είμαι ο Μαζωνάκης μα new era
Δε με φτάνεις, παράτα τα
Σκάω με το Draco, gra-tata
Σκάω με το Draco, gra-tata
Δε με φτάνεις, παράτα τα


Πίνουμε το μπάφο σαν Ήβη
Δεν προσπαθώ, είμαι διάσημος ήδη
Πίνουμε την κόκα σαν Pepsi
Με τα ρολόγια κάνουμε flexing
Με κοιτάς γυαλίζω σα τζάμι (τζάμι)
Versace tattoo μες στην παλάμη (παλάμη)
Χαλαρώνω βράδυ με Xannie (με Xannie)
Φέρε μου ν' ανάψω ντουμάνι (ντουμάνι)


Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει
Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει


Το περίστροφο είναι γεμάτο
Έτοιμο να κάνει το bang
Μην τα βάζεις με την ομάδα
Όχι μην τα βάζεις με το gang
Πουτάνες μου την πέφτουν ξημερώματα
Δεν τις γαμάω, έχουν κονδυλώματα
Δεν τις γαμάω, έχουν κονδυλώματα (yah)
Πουτάνες μου την πέφτουν ξημερώματα (yah)


Πίνουμε το μπάφο σαν Ήβη
Δεν προσπαθώ, είμαι διάσημος ήδη
Πίνουμε την κόκα σαν Pepsi
Με τα ρολόγια κάνουμε flexing
Με κοιτάς γυαλίζω σα τζάμι (τζάμι)
Versace tattoo μες στην παλάμη (παλάμη)
Χαλαρώνω βράδυ με Xannie (με Xannie)
Φέρε μου ν' ανάψω ντουμάνι (ντουμάνι)


Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει
Με θυμήθηκες τώρα που 'μαι high
Τώρα πουτάνα ποιος σε γαμάει
Τώρα που είμαι Νο. 1 πονάει
Τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει


Title: Re: Ποίηση
Post by: lopodyths on April 16, 2019, 16:35:37 pm
αληθινη ποιηση 21ου αιωνα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Grecs on April 16, 2019, 17:40:04 pm
ενας συγχρονος σεφερης


Title: Re: Ποίηση
Post by: vag on April 16, 2019, 19:21:08 pm
Αν δε μελετήσουμε την κοινωνία των Ιδιωτών, το πως δηλαδή βιοποριζονται οι άνθρωποι, τι συμπεράσματα να βγάλουμε για τη μορφή κοινωνικής συνείδησης που λέγεται αισθητική;


Title: Re: Ποίηση
Post by: nohponex on April 26, 2019, 20:50:17 pm
#3


Σημερα σε ειδα σε ενα παγκακι, διπλα στη σταση
Ειδα μια κοπέλα με μαυρα λιγο κατσαρά και όχι πολύ μακριά μαλλιά
Φορουσε ενα ωραιο βυσσινί παλτό, καθόταν ανετα και διάβαζε εφημερίδα

Γύρισα και ξαναγύρισα προσπαθώντας να δω το πρόσωπό της
Ηταν σιγουρα όμορφη
Φοβήθηκα που ήταν ωραία
Φοβήθηκα ακόμα πιο πολύ οτι μπορει να ησουν εσυ
Ξαναγυρισα και παλι ομως δεν κατάφερα να δω το πρόσωπό της καθαρά

Έφυγα βιαστικά μεσα απο το δασάκι παράπλευρα,
να κρυφτώ από φώτα και τον κόσμο
Έφυγα για να μη πάω διπλα της
Έφυγα για να μη τη γνωρίσω
ή ακόμα χειρότερα για να μη σε ξαναγνωρίσω.


Спафаров 12/2017


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on May 09, 2019, 00:15:24 am
Τὰ δῶρα

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής.

Μίλτος Σαχτούρης
sent from mTHMMY (https://play.google.com/store/apps/details?id=gr.thmmy.mthmmy) 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on May 12, 2019, 03:28:18 am
Χαρίλαος Ζ*****

Ένα μικρό έπος, που ξεφεύγει από τα στενά όρια της αγγελίας κ περνάει στο πάνθεον των διαμαντιών του ελληνοφωνου ίντερνετ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΟΛΕΊΠΕΤΑΙ ούτε σε ποιότητα αλλά ούτε σε αρτιότητα από ένα δοκίμιο του Χόρχε Λουίς Μπορχες, όπως η Παιανία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την ΓΕΝΕΥΗΝ.

(https://scontent.fskg3-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/59794101_2434776999900251_1751314640551280640_n.jpg?_nc_cat=108&_nc_ht=scontent.fskg3-1.fna&oh=4d8c8a9553e76e86a1bc6fddae573af0&oe=5D76B95D)

[ Xαρίζει τα 38 € κοινόχρηστα αν σκάσετε 950 € ενοίκιο για 3 χρόνια για 58 τετραγωνικά  :D ;D  ]


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on May 21, 2019, 22:44:51 pm

Η ΒΑΘΕΙΑ ΑΚΟΗ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ
 
                                         Στο Γιώργο Ξένο
Πίνουμε στο μουσικό χειμώνα
        της Σιβηρίας
με κωλαρούδες τραγουδίστριες·
τα μπούτια τους είναι κάτι άλλο.
Ίσως εδώ έπρεπε να’ χε γινει
        γάμος.
Είμαστε μακριά κι απομένει
       μονάχα η ποίηση.
 
24.09.1986

Νίκος Καρούζος


Title: Re: Ποίηση
Post by: Argirios on May 21, 2019, 22:53:06 pm
Η ΒΑΘΕΙΑ ΑΚΟΗ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ
 
                                         Στο Γιώργο Ξένο
Πίνουμε στο μουσικό χειμώνα
        της Σιβηρίας
με κωλαρούδες τραγουδίστριες·
τα μπούτια τους είναι κάτι άλλο.
Ίσως εδώ έπρεπε να’ χε γινει
        γάμος.
Είμαστε μακριά κι απομένει
       μονάχα η ποίηση.
 
24.09.1986

Νίκος Καρούζος
υπέροχο


Title: Re: Ποίηση
Post by: lopodyths on July 01, 2019, 02:01:32 am

Μεγιστάνα από αλάνα yah
Να ξέρει από gunia
Να ξέρει τα αλάνια
Να ξέρει από χαβιάρη
Να ξέρει από σαμπάνια


Δεν γεννήθηκα από πλούσια αρχίδια
Μικρός με τα λεπίδια μες τη γύρα
Ξέρω τι είναι να ‘χεις
Ξέρω να μην έχεις
Πείνασα πουτάνα
Δεν είναι αυτό που βλέπεις
Γαλάζο αίμα
Δεν μου ‘δώσαν στέμμα
Ο πρώτος βασιλιάς
Που ‘χει κόκκινο αίμα
Μια ζωή πουτάνα
Μην κοιτάς την μπέμπα
Μια ζωή στους δρόμους
Σπέρμα από πλέμπα
Θέλεις τα αλάνια
Θέλεις τα καμπάνα
Θέλεις τα versace
Θέλεις Maserati
Δεν θα με δεις μουνάκι
Feat με το μαρτάκι
Feat με Σφακιανάκι
Ούτε με Ψινάκι
Ότι βλέπεις μόνος
Ότι βλέπεις μόνος
Ότι μαλακία
5 δικηγόρους
Να κοιτάν τα story
Κάθε μέρα οι μπάτσοι
Όπκε μασκοφόροι
Στη μούρη μου το πιστόλη
Τι ξέρεις από gunia
Τι ξέρεις μωρή πουτάνα
Την έμαθα να πίνει
Μπερνιόν αντί μαρτίνι
Την πήρα από το honda
Μέσα σε lamborghini
Την έμαθα να πίνει
Τον κόλο της να δίνει


 
Ξέρω τι θέλεις ρε πουτάνα yah
Μεγιστάνα από αλάνα yah
Να ξέρει από gunia
Να ξέρει τα αλάνια
Να ξέρει από χαβιάρη
Να ξέρει από σαμπάνια


Να ξέρει από ντουμάνια
Να ξέρει από τιμόνια
Να ξέρει από τα drugia
Να ξέρει από σαλόνια
Να ξέρει να σε τελειώνει
Το μουνί σου κάνω λιώμα
Πηδιόμαστε όλοι την ώρα
Και πέφτουμε μες σε κώμα
Ξυπνάμε ξαναπηδιόμαστε
Φεύγουν καλούν τα φράγκα
Έβγαλα ρε 10k
Ρε πούστη σε μία βδομάδα
Ρε που ‘σε ρε πάλιοπουστη
Τα pussy με συζητάνε
Το ξέρουν δεν με γουστάρουν
Καλά δεν με ακουμπάνε
Το ξέρω παλιοπουτάνα
Versace dolce cabana
5αστερο σπάει και σάουνα
Γαρίδες μακαρονάδα
Το άρωμα μου είναι άντρας
Μυρίζω τεστοστερόνη
Έχω gunia μεγάλες σφαίρες
Που καίνε σαν πεπερόνι
Hondedel μαριχουάνα
Με γεύση σαν το πεπόνι
Είμαι βασιλιάς ρε πουτάνα
Το ξέρω δεν θέλεις πιόνι
Θες guni αδρεναλίνη
Το κάτι που ξεσηκώνει
Τα μούτρα σου να μουδιάζει
Τα μέσα σου να παγώνει

Ξέρω τι θέλεις ρε πουτάνα yah
Μεγιστάνα από αλάνα yah
Να ξέρει από gunia
Να ξέρει τα αλάνια
Να ξέρει από χαβιάρη
Να ξέρει από σαμπάνια


Title: Re: Ποίηση
Post by: ablaoublas on July 01, 2019, 10:14:42 am

A True Masterpiece


Title: Re: Ποίηση
Post by: Pignite on July 02, 2019, 02:11:59 am
Γιαννη γιαννη γιαννη κανε πυροκλανι


Title: Re: Ποίηση
Post by: Pignite on July 09, 2019, 00:37:56 am
σαλάμι αέρος
το τρώει ο γέρος
και πάει στο μέρος


Title: Re: Ποίηση
Post by: australopithecus on July 09, 2019, 16:32:18 pm
ντιρι ντιρι νταρα νταρα
σου γα** τη μουστακαρα


Title: Re: Ποίηση
Post by: Πάτρικ Αστέρης on July 09, 2019, 16:33:11 pm
παρτο λιζα και καντο κορνιζα
και βαλτο στημπριζα και γινε ψητη


Title: Re: Ποίηση
Post by: australopithecus on July 09, 2019, 16:38:34 pm
1 2 3 γα** τη παναγια

4 5 6 γα**τε τον αλεξη


Title: Re: Ποίηση
Post by: Πάτρικ Αστέρης on July 09, 2019, 16:57:08 pm
4 και 4 οκτω
το χερι της ζητω


8 και 8 δεκαξι
αλλου την εχω ταξει


16 και 16 τριανταδυο
σταρχιδια μου σας γραφω και τους δυο

sent from mTHMMY (https://play.google.com/store/apps/details?id=gr.thmmy.mthmmy) 


Title: Re: Ποίηση
Post by: Αλντεμπαράν on August 20, 2019, 23:10:19 pm
Τέσσερα ποιήματα haiku

θερμές ανταύγειες
η μέρα τεντώνεται
κόντρα στη νύχτα

το απαλό φως
με αδέξια χάρη
βάφει τα φύλλα

σάπιες οι βάρκες
μένουν στο λιμανάκι
με παράπονο

στα ξερά χόρτα
βούτηξε το κοράκι
με το πρώτο φως

Από φίλο, https://vathi-poetry.blogspot.com/


Title: Re: Ποίηση
Post by: lopodyths on August 12, 2020, 13:06:59 pm
[Intro]
Πενηντάρικα (πενηντάρικα)
Απ' τα πενηντάρικα
Έσκασε το πορτοφόλι απ' τα πενηντάρικα
Έχω κάνει τα κιλά να κάνουν ακροβατικά
Μια ζωή ήμουνα dealer είχα γούστα ακριβά
Από πιτσιρικάς ήξερα τι ήθελα

[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

[Verse 1]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Σέρβιρα, σπρώχνω έμπειρα, κινούμαι έξυπνα
Έξοδα, καθαρίζω έξοδα
Mix-άρω τη κόκα με τη σόδα, βγάζω έσοδα
Με γουστάρουν τα μουνάκια φορτώνω τα ξέκωλα, ξέκωλα
AK σκάμε σα το Hezbollah
Δε μασάμε μες το VIP με τα περίστροφα
Μες σε λίγα χρόνια έχω κάνει τα απίστευτα
Γερμανός ο κινητήρας πεντακόσια άλογα, στα 'λεγα
Δε πιστέψαν πήγα και τους γάζωσα, στα 'λεγα
Πως σε λίγα χρόνια θα μας γλείφουν τα αρχίδια
Δεν υπογράφω deal-ια άμα δεν δούμε τα μύρια
[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

[Verse 2]
Πρέπει να πιστέψεις στον εαυτό σου και στα δύσκολα
Πρέπει να επιμένεις να λυγίσεις και τα σίδερα
Αποφεύγω φυλακή, πόδι μες το φέρετρο
Έδωσα την εντολή, τα μάτια μου στο έπαθλο
Lamborghini Murciélago κίτρινο σαν κεραυνό
Gucci το τσαντάκι αν το ανοίξω βγαίνει κέρατο
Έσκασε το πορτοφόλι απ' τα πενηντάρικα
Έχω κάνει τα κιλά να κάνουν ακροβατικά

[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on October 19, 2022, 22:05:16 pm
[Intro]
Πενηντάρικα (πενηντάρικα)
Απ' τα πενηντάρικα
Έσκασε το πορτοφόλι απ' τα πενηντάρικα
Έχω κάνει τα κιλά να κάνουν ακροβατικά
Μια ζωή ήμουνα dealer είχα γούστα ακριβά
Από πιτσιρικάς ήξερα τι ήθελα

[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

[Verse 1]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Σέρβιρα, σπρώχνω έμπειρα, κινούμαι έξυπνα
Έξοδα, καθαρίζω έξοδα
Mix-άρω τη κόκα με τη σόδα, βγάζω έσοδα
Με γουστάρουν τα μουνάκια φορτώνω τα ξέκωλα, ξέκωλα
AK σκάμε σα το Hezbollah
Δε μασάμε μες το VIP με τα περίστροφα
Μες σε λίγα χρόνια έχω κάνει τα απίστευτα
Γερμανός ο κινητήρας πεντακόσια άλογα, στα 'λεγα
Δε πιστέψαν πήγα και τους γάζωσα, στα 'λεγα
Πως σε λίγα χρόνια θα μας γλείφουν τα αρχίδια
Δεν υπογράφω deal-ια άμα δεν δούμε τα μύρια
[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

[Verse 2]
Πρέπει να πιστέψεις στον εαυτό σου και στα δύσκολα
Πρέπει να επιμένεις να λυγίσεις και τα σίδερα
Αποφεύγω φυλακή, πόδι μες το φέρετρο
Έδωσα την εντολή, τα μάτια μου στο έπαθλο
Lamborghini Murciélago κίτρινο σαν κεραυνό
Gucci το τσαντάκι αν το ανοίξω βγαίνει κέρατο
Έσκασε το πορτοφόλι απ' τα πενηντάρικα
Έχω κάνει τα κιλά να κάνουν ακροβατικά

[Chorus]
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά

Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα
Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά
https://youtu.be/fxJo7u84WkY?t=296
https://youtu.be/fxJo7u84WkY?t=500  :D ^rolfmao^ ^rolfmao^


Title: Re: Ποίηση
Post by: Karaμazoβ on March 01, 2023, 12:17:39 pm
Άιντε και ντε - Γιάννης Ρίτσος (1972)

Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε

Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά
με μπλούζα σαν λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε…

Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε

Άιντε και ντε…
μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε…

Άιντε και ντε…
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ’ τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειληνό
άιντε και ντε…

Άιντε και ντε…
κάψα και σίδερο

Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξηνάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ’ το λοιπόν με την βαρυά
να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακριά
άιντε και ντε…


https://www.sansimera.gr/articles/1283

https://www.youtube.com/watch?v=slNNScPgm1A


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on March 02, 2023, 09:42:42 am


[Chorus]
And the train conductor says
(Driver 8) "Take a break, Driver 8
(Driver 8) Driver 8, take a break
We can reach our destination
We're still a ways away."

(But it's still a ways away)

R.E.M. • 'Driver 8' [LP 'Fables of the Reconstruction '] [℗ & © 01 Sep 1985]

https://www.youtube.com/watch?v=wuFId1RYSZE https://www.youtube.com/watch?v=u7p8bkf5hBY https://www.youtube.com/watch?v=Im8SCqUwIZE

https://www.youtube.com/watch?v=wuFId1RYSZE
https://www.youtube.com/watch?v=u7p8bkf5hBY
https://www.youtube.com/watch?v=Im8SCqUwIZE

♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥
♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫
♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪♪

[Verse 1]
The walls are built up, stone by stone
The fields divided one by one
And the train conductor says, "take a break, Driver 8
Driver 8, take a break, we've been on this shift too long."

[Chorus]
And the train conductor says
(Driver 8) "Take a break, Driver 8
(Driver 8) Driver 8, take a break
We can reach our destination
We're still a ways away."
(But it's still a ways away)
[Verse 2]
I saw a treehouse on the outskirts of the farm
The power lines have floaters so the airplanes won't get snagged
The bells are ringing through the town again
The children look up, all they hear is sky-blue bells ringing

[Chorus]
And the train conductor says
(Driver 8) "Take a break, Driver 8
(Driver 8) Driver 8, take a break
We can reach our destination
But we're still a ways away."
(But it's still a ways away)
But we're still a ways away
(But it's still a ways away)

[Bridge]
A way to shield the hated heat
A way to put myself to sleep
A way to shield the hated heat
A way to put myself, my children to sleep

[Verse 3]
He piloted this song in a plane like that one
She is selling faith on the Go Tell crusade
Locomotive 8, Southern Crescent, hear the bells ring again
In the fields the wheat is lookin' thin
You might also like
(Don’t Go Back to) Rockville
R.E.M.
Used
SZA
Maps and Legends
R.E.M.
[Chorus]
And the train conductor says
(Driver 8) "Take a break, Driver 8
(Driver 8) Driver 8, take a break
We've been on this shift too long."
And the train conductor says
"Take a break, Driver 8
Driver 8, take a break
We can reach our destination
We're still a ways away."
(But it's still a ways away)
But we're still a ways away
(But it's still a ways away)



The song refers to the Southern Crescent, a passenger train operated by the Southern Railroad until 1979, and continues today (with fewer stops) as the Amtrak Crescent.
Produced by Joe Boyd


Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on March 08, 2023, 04:28:53 am
Έβαλα το ChatGBT να γράψει λίγη ποίηση  ::)


Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας,
Η ανισότητα αυξάνεται, και οι φτωχοί πληθαίνουν στη φτώχεια.
Η προσφορά και η ζήτηση είναι ο κανόνας του παιχνιδιού,
Ενώ η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι δεν έχουν επιλογή.

Το κεφάλαιο είναι ο βασιλιάς, οι πολίτες είναι οι σκλάβοι,
Και οι φτωχοί πληρώνουν το τίμημα για τις επιδόσεις τους.
Η αποξένωση και η απομάκρυνση είναι οι καρποί του συστήματος,
Ενώ οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται μεταξύ των ανθρώπων.

Πότε θα καταλάβουμε ότι οι αγορές δεν μπορούν να ρυθμιστούν,
Και ότι η αλληλεγγύη είναι αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο;
Πρέπει να αντισταθούμε στο σύστημα που μας καταπιέζει,
Και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο που είναι δίκαιος και ίσος για όλους.

- [Play it again, Sam] Ξαναφτιάξε ένα άλλο:

Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού οι άνθρωποι πεινούνε,
οι δυνατοί παίρνουνε, οι αδύναμοι χάνουνε.
Η αγορά και οι κερδοσκοπικές πρακτικές κυριαρχούνε,
ενώ οι άνθρωποι ζουνε στη σκλαβιά των χρεοκοπημάτων.

Οι αγορές είναι άγριες και απρόβλεπτες,
όπως και οι αλλαγές στον καιρό και στο κλίμα.
Οι πλούσιοι είναι πλουσιότεροι και οι φτωχοί είναι φτωχότεροι,
ενώ η ανισότητα μεταξύ τους γίνεται όλο και μεγαλύτερη.

Ποιος θα σταθεί στο πλευρό των αδυνάμων;
Ποιος θα αντισταθεί στον καπιταλισμό που κυριαρχεί;
Η αλληλεγγύη και η αγάπη είναι τα μόνα μας όπλα,
για να δημιουργήσουμε έναν κόσμο που είναι πιο δίκαιος και ελεύθερος.





Title: Re: Ποίηση
Post by: Katarameno on March 23, 2023, 14:26:18 pm
Η Παγκόσμια Μέρα Ποίησης ήταν χτες, αλλά σήμερα ένας φίλος στο ιστολόγιο εμπνεύστηκε ένα λυρικό τετράστιχο, που νομίζω ότι είναι επίκαιρο:

Ήσυχο ήσυχο το Ποταμάκι,
κυλάει και ξεπλένει Μητσοτάκη
και λέει αυτά που «έπρεπε» να πει
αφού στον κόσμο χάθηκε η ντροπή…
sent from mTHMMY (https://play.google.com/store/apps/details?id=gr.thmmy.mthmmy)