THMMY.gr

Χαλαρή συζήτηση - κουβεντούλα => Λογοτ-ee-χνία => Topic started by: Elliot Alderson on July 16, 2024, 03:48:46 am



Title: Ιστοριούλες
Post by: Elliot Alderson on July 16, 2024, 03:48:46 am
Η ιερή πυρά έπρεπε να κρατηθεί αναμμένη. Ήταν γνωστό. Της το έλεγε επανειλημμένα η γιαγιά της και η μητέρα της. Είχε κάνει το ίδιο για τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Όσο ανυπόφορη και αν γινόταν η ζωή, όσο μπερδεμένη και αν ήταν, το δεδομένο αυτό της ήταν πάντα ένα στήριγμα. Κάθε μέρα ήξερε ότι θα ανέβει τον λόφο και η φωτιά θα είναι εκεί, μέσα στον μεταλλικό δίσκο, αναμμένη. Πολλές φορές ζήτησε τη ζεστασιά της, όταν ο κόσμος φαινόταν να φτάνει στο τέλος του και η ασάφειες έφταναν ως τα βάθη της ψυχής της. Όταν ο χειμώνας γινόταν αβάσταχτος και οι άνεμοι σφύριζαν, την είχαν ανάγκη πιο πολύ από ποτέ. Έφερνε όλη την οικογένεια στον λόφο, κουβαλούσε τις μάλλινες κουβέρτες, τις κατσαρόλες, τα μπολ με τη βοήθεια της κόρης της και κοιμούνταν όλοι γύρω από τη φωτιά.

   Τέτοια ήταν και η σημερινή νύχτα. Όμως η οικογένειά της δεν ήταν εκεί. Είχε γεράσει πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάτσει μπροστά στη φωτιά, καλυμμένη από το γούνινο τομάρι στους ώμους της, να ζεσταίνει τα ροζιασμένα της χέρια κάθε μια στο τόσο στην πορτοκαλί της φλόγα. Η γιαγιά της πριν πολλά πολλά χρόνια είχε πει ότι μπορούσε να διαβάσει τα μοτίβα στις φλόγες. Έφερναν καλούς ή κακούς οιωνούς, υγεία ή αρρώστια, ζωή ή θάνατο. Αυτή κοιτώντας τα, έβλεπε μόνο πλάνη. Η φωτιά ήταν ύπουλη και έπρεπε κανείς να την προσεγγίζει με καχυποψία. Αυτό δεν της το είχαν πει. Το είχε σκεφτεί μόνη της. Αλλά το πίστευε ακράδαντα.

Δεν μπορούσε να έχει την άνεση που ήθελε. Ο άνεμος σφύριζε ασταμάτητα και το κρύο ήταν πιο τσουχτερό από κάθε άλλο χειμώνα. Έπρεπε να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη, παρόλο που τα ξύλα που είχαν απομείνει ήταν λίγα και νωπά από το λιωμένο χιόνι. Η νύχτα αυτή ήξερε ότι θα ήταν δύσκολη. Κάθε λίγο πήγαινε στη στοίβα με το κομμένο καυσόξυλο και το τάιζε στην αχόρταγη πυρά. Αυτή με τη σειρά της φούντωνε για λίγη ώρα, μέχρι που ένας δυνατός άνεμος τίναζε μεγάλες ποσότητες από χιόνι στην καρδιά της, με αποτέλεσμα να σβήνει. Ήταν ένας βουβός πόλεμος για όλη τη διάρκεια της νύχτας. Κάθε φορά που έφευγε από τη φωτιά τα άκρα της μούδιαζαν από το κρύο, κάτι που έκανε τη μεταφορά του ξύλου πιο δύσκολη. Η μέση της πονούσε χρόνια τώρα, ένα ακόμη σημάδι της προχωρημένης της ηλικίας. Τα σάπια δόντια της είχαν προκαλέσει πληγές στο εσωτερικό του στόματος από το τρίξιμο. Η πυρά όμως έπρεπε να κρατηθεί αναμμένη.

Δεν ήταν απλά κάποια παράλογη εμμονή. Το να σβήσει η φωτιά σήμαινε το να σβήσουν χρόνια προσπάθειας των προγόνων της που την κρατούσαν αναμμένη. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές. Δεν μπορούσε να απογοητεύσει την οικογένειά της με αυτόν τον τρόπο. Ήταν το μόνο καθήκον που της άφησαν. Κάθε μέρα η πυρά τής θύμιζε αυτούς που έχασε. Την επέβλεπε για ώρες συνεχόμενα αναπολώντας τις μέρες που ζούσαν οι γονείς και οι παππούδες της, μέρες που ανέβαινε και έπαιζε στον λόφο χωρίς να ξέρει το βάρος τέτοιων καθηκοντων. Ήταν τόσο ελεύθερη όταν ήταν μικρή… Το έβλεπε στην εγγονή της και χαιρόταν με την παιδική της αθωότητα. Θα τη βοηθούσε στις βάρδιες όταν γινόταν αρκετά μεγάλη και ώριμη, όπως έγινε και με την κόρη της. Προς το παρόν την άφηνε να παίζει στο χιόνι με τα αδέρφια της, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της κάτι λίγο από τις δικές της αναμνήσεις σε αυτή την ηλικία.
Είχε τόσο πολύ κρύο αυτή τη νύχτα… Η φωτιά ήταν αχνή και η ζεστασιά της ξεθωριασμένη. Η γούνα είχε γίνει άσπρη από το χιόνι και εμπόδιζε την όρασή της. Το  μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, ήταν ότι το καυσόξυλο τελείωνε. Είχε χρησιμοποιήσει πιο πολύ απ’ότι περίμενε για να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη με τόσο άνεμο. Δεν μπορούσε να τα παρατήσει, δεν είχε το δικαίωμα. Τώρα πια κουβαλούσε τα ξύλα από τη στοίβα στη φωτιά και δεν καθόταν δίπλα της. Περιφέρονταν με ένα καντήλι στη γύρω περιοχή μαζεύοντας ό,τι κλαράκι, κλωνάρι και ξερό φύλλο έβρισκε. Δεν θα το επέτρεπε να ξεμείνει από καύσιμα.

Τι θα γινόταν αν έσβηνε η φλόγα; Όταν έσβηνε το καντήλι της ο άνεμος, η πυρά ήταν η μόνη πηγή φωτός και ζωής μέσα στη νύχτα. Ήταν ο φάρος της. Χωρίς αυτή, οι λύκοι των οποίων τα ουρλιαχτά ακούγονταν συχνά μέσα στη νύχτα θα την είχαν κατασπαράξει. Καλύτερα... Έτσι, δεν θα έπρεπε να αντικρίσει την απογοήτευση στα μάτια της οικογένειάς της όταν μάθαιναν ότι η πυρά δεν καίει πια. Και μετά από αυτό, όταν όλοι πια έχουν έρθει αντιμέτωποι με ετούτη την επάρατο… Τι θα έκανε; Το μόνο που ήξερε ήταν να προσέχει τη φωτιά, όλη της τη ζωή, ήταν το μόνο που ήξερε. Το πιο σημαντικό της καθήκον. Θα άναβε καινούρια; Δεν θα ήταν το ίδιο... Δεν μπορούσε να φανταστεί μια ζωή χωρίς την πυρά να καίει. Χωρίς αυτή θα ήταν εντελώς χαμένη.

Το σώμα της πονούσε πολύ και οι εξορμήσεις για περαιτέρω καύσιμα δεν ήταν πολύ αποδοτικές. Το καυσόξυλο είχε πια τελειώσει. Και η νύχτα βρισκόταν προς το τέλος της. Οι άνεμοι όμως δεν σώπαζαν. Δεν είχε άλλη ενέργεια… Έκλαιγε μπροστά στην πυρά όσο την έβλεπε να μετατρέπεται σε ένα απλό μίγμα από κάρβουνα και στάχτη. Σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να τη σώσει, έβγαλε το γούνινο τομάρι και το έριξε μέσα στη φωτιά. Οι φλόγες ξεπήδησαν γρήγορα, καίγοντας τις τρίχες της γούνας, και το ίδιο γρήγορα εξαφανίστηκαν. Η φωτιά δεν θα επιβίωνε τη νύχτα.

Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Τα πνευμόνια της την πονούσαν με κάθε ανάσα. Ο ήλιος φάνηκε πια να ανατέλλει πίσω από τα πυκνά σύννεφα που συνέχιζαν να ξερνάνε χιόνι. Το χιόνι έλιωνε πάνω στο εκτεθειμένο κεφάλι της και σε συνδιασμό με τον άνεμο, της έφερνε ρίγος. Η κόρη της θα βρισκόταν εδώ σύντομα, με την ανατολή του ήλιου, όπως κάθε φορά, με το νέο καρότσι από καυσόξυλο από το σπίτι. Όμως δεν θα την έβρισκε εκεί. Η γρια γυναίκα είχε ήδη πλησιάσει πολύ κοντά στα κάρβουνα προσπαθώντας να βρει ζεστασιά. Με μια κίνηση, γύρισε το σώμα της μέσα στον μεταλλικό δίσκο, εκεί όπου χρόνια έκαιγε η πυρά. Η ανακούφιση που ένιωσε όταν είδε τις φλόγες να την περικυκλώνουν δεν διήρκησε πολύ. Η ιερή πυρά, όμως, είχε κρατηθεί αναμμένη.