Title: Τελευταίο ζεϊμπέκικο για το σκηνοθέτη της «Ευδοκίας», Αλέξη Δαμιανό Post by: abbis on May 04, 2006, 20:03:14 pm Τελευταίο ζεϊμπέκικο για το σκηνοθέτη της «Ευδοκίας», Αλέξη Δαμιανό Σε ηλικία 85 ετών έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός. Η κηδεία του θα γίνει στις 11 το πρωί του Σαββάτου από το Β' νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη. Οι ταινίες του Αλέξη Δαμιανού Μέχρι το πλοίο (1966) Ευδοκία (1970) και Ηνίοχος (1995) χάραξαν την ιστορία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν οι μοναδικές ταινίες μεγάλου μήκους που γύρισε, αλλά συνάντησαν μεγάλη αποδοχή από τον κινηματογραφικό κόσμο και απέσπασαν πολλές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Η Ευδοκία μάλιστα (με τους Μαρία Βασιλείου και Γιώργο Κουτούζη), που έμεινε στην ιστορία χάρη και στην αξέχαστη μουσική του Μάνου Λοΐζου, θεωρείται από πολλούς η σημαντικότερη ταινία του ελληνικού σινεμά. Εκτός από σκηνοθέτης, ο πολυπράγμων Δαμιανός υπήρξε επίσης ηθοποιός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Υπήρξε επίσης ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα. Έχει δε, πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών, όπως Ο Κλέφτης του Παντελή Βούλγαρη, Σύντομο διάλειμμα του Ντίνου Κατσουρίδη, Φόβος του Μανούσου Μανουσάκη και Ο καιρός των Ελλήνων του Λάκη Παπαστάθη. news.in.gr, με πληροφορίες από ΑΠΕ http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=703327&lngDtrID=253 Title: Re: Τελευταίο ζεϊμπέκικο για το σκηνοθέτη της «Ευδοκίας», Αλέξη Δαμιανό Post by: Vulcan on May 04, 2006, 21:17:52 pm Μέχρι το πλοίο, Ευδοκία, Ηνίοχος.
Ψυχαγωγία ή διασκέδαση; :'( Title: Απ: Τελευταίο ζεϊμπέκικο για το σκηνοθέτη της «Ευδοκίας», Αλέξη Δαμιανό Post by: apostolos1986 on May 05, 2006, 14:00:45 pm Ο Αλέξης Δαμιανός, ο δημιουργός της «Ευδοκίας» «έφυγε» στα 85 του. Αύριο η κηδεία του Ο «Παπαδιαμάντης» του κινηματογράφου μας Τι θα είχε γίνει αν το θέατρο «Πορεία» τη δεκαετία του 1960 δεν έμπαινε «μέσα» κάνοντας θέατρο ποιότητας και ο θεατρώνης του δεν αναγκαζόταν να το γυρίσει στο σινεμά, παρ' ολο που ήταν εντελώς άσχετος με την τεχνική του; Τι θα είχε γίνει αν ο Γιώργος Πανουσόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης είχαν δεχτεί το 1966 να σκηνοθετήσουν τα δύο πρώτα μέρη τού «Μέχρι το πλοίο» και έμενε στον Αλέξη Δαμιανό να σκηνοθετήσει μόνο το τρίτο; Πώς θα ήταν ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα χωρίς τον Αλέξη Δαμιανό, χωρίς την «Ευδοκία» του; Ο σοφός γέροντας, ο «Παπαδιαμάντης» και ο «Τσαρούχης» του κινηματογράφου μας, όπως τον έχει αποκαλέσει ο Γιάννης Σολδάτος, έσβησε χθες το μεσημέρι, στη 1.20, στο σπίτι του στην Εκάλη. Ηταν 85 χρόνων. Τα τελευταία χρόνια αυτός, που έτσι κι αλλιώς πάντα ερημήτης και αναχωρητής ήταν στην αγαπημένη του Εύβοια, είχε εντελώς εξαφανιστεί. Δεν κατάφερε καν να ανεβεί τον Νοέμβριο του 2004 στη Θεσσαλονίκη, για το τιμητικό αφιέρωμα που του είχε διοργανώσει το Φεστιβάλ, τότε που ξαναείδαμε την «Ευδοκία» με πρωτόγνωρη συγκίνηση και θαυμασμό, παρέα μόνο με τον «λοχία» του, τον Γιώργο Κουτούζη, αφού η Μαρία Βασιλείου είχε πια πεθάνει. Πρώτα μια γεροντική άνοια, που διέλυσε το λαμπρό μα ιδιόρρυθμο μυαλό του, και ύστερα ένας καρκίνος τον είχαν περιορίσει σπίτι του, με πάντα δίπλα του την πιστή σύντροφο της ζωής του, την Αρτεμη Καπασακάλη, που του είχε χαρίσει τρία παιδιά. Μόνο ο Μάρκος και ο Πανίνος θα είναι αύριο το πρωί, στις 11 π.μ., κοντά του, στο Β' Νεκροταφείο, εκεί όπου θα γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη. Η μεγαλύτερη, η Χριστίνα, έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια πριν από τον γερο-πατέρα της. Με τρεις μόνο ταινίες ο Αλέξης Δαμιανός είναι αναμφισβήτητα η πιο εμβληματική μορφή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Οπως έχει γράψει και ο Μισέλ Δημόπουλος, ο Δαμιανός «εισέβαλε στο κέντρο της νεοελληνικής περιπέτειας, ξετρύπωσε την ψίχα και την ψυχή της, υπονόμευσε τις αξίες και τις μυθολογίες της. Πλησίασε τον κινηματογράφο με τρόπο υλικό, χωμάτινο. Η ποίησή του έχει την τραχύτητα του βράχου. Οι ήρωές του, ξεριζωμένοι και απόκληροι, ερωτεύονται, χορεύουν, σπαρταρούν και τσακίζονται. Η ηθογραφία είναι πολύ πίσω τους και η τραγωδία εντός τους. Από εδώ ξεκινάει το μεγάλο μάθημα του ξεχωριστού δημιουργού. Πώς, δηλαδή, κινηματογραφούνται όλες οι αισθήσεις, πώς κινηματογραφείται η υλικότητα της απόγνωσης, του έρωτα και της ζωής». Αρνήθηκε τον Κουν Ο Αλέξης Δαμιανός, γεννημένος το 1921, με σπουδές στη Φιλοσοφική της Αθήνας και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, όπου είχε δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη, ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στα δύο πιο ενδιαφέροντα θεατρικά σχήματα των μεταπολεμικών χρόνων. Πρώτα στους «Ηνωμένους Καλλιτέχνες», με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, εκεί όπου έκανε και την πρώτη του εμφάνιση ως συγγραφέας με το έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», στη συνέχεια στο «Θεάτρο Τέχνης» συμμετέχοντας στο πρώτο ανέβασμα (1948) του «Ματωμένου γάμου». Ποτέ, όμως, δεν εκτίμησε τον Κάρολο Κουν. «Τον θεωρώ από τους βασικούς υπευθύνους της αναστολής της ελληνικής πνευματικής ζωής», έλεγε το 1969 στους Θόδωρο Αγγελόπουλο και Λάκη Παπαστάθη («Σύγχρονος Κινηματογράφος»). «Μας έχει γεμίσει με τα ιδανικά του Τένεσι Ουίλιαμς και των Αμερικανών. Το ιδανικό τού Κουν είναι το μυστήριο, το βελούδο, ο κλειστός χώρος. Πουθενά δεν υπάρχει ελληνικό πρόβλημα». Και ο ίδιος, βέβαια, όταν ίδρυσε τα δικά του θεάτρα, το «Πειραματικό Θεάτρο» (1948-49) και το θέατρο «Πορεία» (1961-64) της οδού Τρικόρφων, εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται και σήμερα, αλλά και ως σκηνοθέτης στο ελεύθερο θέατρο (στους θιάσους Παπαμιχαήλ και Αλεξανδράκη), δεν ήταν ακριβώς ελληνοκεντρικός. Ιρλανδέζικο (Σον Ο' Κέιζι), αγγλικό (Σίλα Ντιλέινι, Τζον Οσμπορν) και αμερικανικό (Λίλιαν Χέλμαν) ρεπερτόριο ανέβαζε, μαζί με δικά του, βέβαια, έργα. Ασχετα αν η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία υπήρξαν τα «Κόκκινα φανάρια» του Α. Γαλανού. Και κάπου εκεί, το 1965, κάνει την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, παίζοντας έναν ανθρωπιστή μπάτσο στην επίσης πρώτη μικρού μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ο κλέφτης». Τότε να μπήκε μέσα του το μικρόβιο του σινεμά; Αν μπήκε ποτέ, βέβαια, με την κλασική έννοια. Μπαστούνια με την τεχνική Εναν χρόνο αργότερα, που γύριζε το «Μέχρι το πλοίο», έλεγε στους συνεργάτες του: «Καταργούμε τους όρους τράβελινγκ, βερτικάλ, πανοραμίκ κ.λπ. Απλουστεύουμε τα πράγματα και βαδίζουμε παράλληλα με την ουσία της έκφρασης». Τρεις ιστορίες, κάπως άτσαλα δεμένες μεταξύ τους, αποκάλυψαν όλο το μεγαλείο και την προσωπικότητα του κινηματογραφικού Δαμιανού. Κεντρικό μοτίβο η μετανάστευση, αφού ο ήρωας κατεβαίνει από το ορεινό χωριό του στον Πειραιά και μπαρκάρει στο υπερωκεάνειο «Πατρίς» για την Αυστραλία, αλλά και η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, πάντα όμως με τον μπρούτο, πρωτόγονο, βίαιο και ελαφρώς σεξιστικό -για πολλές- ερωτισμό του Δαμιανού κι ας μην το παραδέχτηκε ποτέ. Η ταινία βραβεύεται στο Φεστιβάλ της Ιέρ και βγαίνει στις γαλλικές αίθουσες. Ο Γιώργος Κουτούζης και η Μαρία Βασιλείου, ο λοχίας και η Ευδοκία στην ταινία-σταθμό του Αλέξη Δαμιανού Τρία χρόνια μετά (1970) ο μύθος του ολοκληρώνεται. Γυρίζει την «Ευδοκία», την ιστορία μιας πόρνης και ενός στρατιώτη, και θρονιάζεται στην κορφή του ελληνικού κινηματογράφου με έναν ακραίο αισθησιασμό, μια ανατροπή όλων των συμβάσεων και των στερεότυπων για τον γάμο, τη γυναίκα, την ηθική και τον έρωτα, με μια δοξολογία του φωτός, της ζέστης, των φτωχών συνοικιών της Αθήνας, του ίδιου του μπανάλ. «Εγώ, ξέρετε, την μπαναλιτέ την αγάπησα πολύ», έλεγε. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί του (Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου) μένουν στην ιστορία, το ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου θα χορεύεται στην αιωνιότητα. Κι όμως ο ίδιος ο Δαμιανός παραμένει εξίσου άτεχνος με την πρώτη του ταινία. Τι σημασία έχει; Ο Χρήστος Βακαλόπουλος συγκρίνει τον «αδέξιο» και «αυθόρμητο» Δαμιανό με τον Παζολίνι τού «Ακατόνε» και του «Μάμα Ρόμα», και η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου δημιουργεί ένα πραγματικό σκάνδαλο όταν τα μέλη της ψηφίζουν, το 1985, την «Ευδοκία» καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Οταν το 1971, μέσα στη χούντα, είχε προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η Κριτική Επιτροπή, τρομοκρατημένη από την τόλμη της, είχε προτιμήσει να βραβεύσει τον «Παπαφλέσσα» του Ερρίκου Ανδρέου (αρτιότερη ταινία και σκηνοθεσία), ενώ η γλυκανάλατη μουσική του Γιάννη Σπανού στο «Εκείνο το καλοκαίρι» είχε κατατροπώσει τον Λοΐζο. Διάσημος λόγω... TV Μέσα στη χούντα (1971) έκανε, όμως, και ο Αλέξης Δαμιανός το δικό του «ατόπημα». Επαιξε στην πολύκροτη τηλεοπτική σειρά «Παράξενος ταξιδιώτης» του Κώστα Κουτσομύτη. Εγινε, τουλάχιστον, έτσι πασίγνωστος στο πλατύ κοινό, εκείνο που ποτέ δεν θα χαιρόταν τις εμφανίσεις του στις ταινίες «Ναι μεν, αλλά...» του Τάσιου, «Τον καιρό των Ελλήνων» του Παπαστάθη, «Παρεξήγηση» του Σταύρακα κ.ά. Η σχέση του με την τηλεόραση συνεχίστηκε και με το φιλόδοξο σίριαλ «Πατούχας» (1983). Από την «Ευδοκία» μέχρι το κύκνειο άσμα του, τον «Ηνίοχο» (1995), χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια. Γύρισε με πολύ κόπο και τεράστια οικονομικά προβλήματα αυτή τη χαοτική, μορφολογικά και ιδεολογικά, παραβολή της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας με όχημα τις περιπέτειες ενός νεαρού αντάρτη στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η άσχημη αποδοχή της από το κοινό δεν τον πτόησε. Ολοκλήρωσε ένα σενάριο γύρω από τον μύθο του Ερυσίχθωνος, που γι' αυτόν ήταν σύμβολο του σημερινού αχόρταγου, καταναλωτή, ατομιστή, ανταγωνιστή ανθρώπου. Ελεγε σε συνέντευξή του το 2000 στο περιοδικό «Nemecis»: «Σαν τον Ερυσίχθωνα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας. Τώρα στη βραδινή πορεία μου ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με αλαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένο υ ρητού "το κατά φύσιν ζην εστί κατ' αρετήν". Αυτά θέλω να γράψω και να πετύχω...». ΠΗΓΗ:ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Title: Απ: Τελευταίο ζεϊμπέκικο για το σκηνοθέτη της «Ευδοκίας», Αλέξη Δαμιανό Post by: apostolos1986 on May 05, 2006, 14:01:41 pm Καλό ταξίδι, καπετάνιο Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες «... στα αντάρτικα λημέρια, στα βουνά του Παρνασσού και της Πάρνηθας, στη Χασιά και την Εύβοια»... συχνολαλούν και λένε «καλό ταξίδι, καπετάνιο». Βομβίζουν οι μέλισσες και τα ζουζούνια, στέρεψε η σταγόνα που έσταζε στο νεροχύτη του μεσημεριού. Σφυρίζει ο αέρας στα κλαριά των ελάτων και στο σύρμα της φυλακής. Ο ρυθμός της διμοιρίας επιδείξεων στην Ευδοκία έγινε τώρα επίσημος αποχαιρετισμός. Οι αρβύλες των στρατιωτών χτυπούν δυνατά το χώμα ανοίγοντας τρύπες στη γη. Αντιλαλούν στις χαράδρες των βουνών τα χτυπήματα από το σφυρί στο αμόνι του σιδερά. Σε αποχαιρετούν τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα τραγούδια του Πλοίου και της Ευδοκίας που γνώριζες, εσύ καλύτερα απ' τον καθέναν, πόσο τα ακουμπάει η ζωή και ο θάνατος. Οι καμπάνες και τα κλαρίνα του Ηνίοχου, τα δοξαστικά τροπάρια που έψαλε ο πατέρας σου και ο τζουράς του Μουφλουζέλλη και του Λοΐζου. Ηξερα πως ποτέ δεν φοβήθηκες το θάνατο. Συνέχεια μου έλεγες πως η ζωή είναι αιώνια, πως δεν υπάρχει τέλος. «Τον ύμνο της εφήμερης βιολέτας και του τριαντάφυλλου τον ύμνο λες, τραγούδι αιώνιο». Αυτό πίστευες πως είναι η ουσία του ανθρώπου, αλλά και ο κεντρικός πυρήνας όλου του έργου σου. Σου υποσχέθηκα πως δεν θα κλάψω. Αλλωστε γνωρίζω πως θα επιστρέφεις με το αεράκι αφήνοντας δυόσμο, βασιλικό και δαφνόκουκα στο περβάζι του παραθυριού μας. * Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο τού Λάκη Παπαστάθη, που υπήρξε βοηθός του Δαμιανού στην «Ευδοκία» και ο στενότερος φίλος του,«Οταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία». ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΠΗΓΗ:ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ |