Title: Στην Τζ. Post by: Αργύρης on March 27, 2010, 01:14:30 am -Έλα να με βοηθήσεις στην πλάτη, φώναξε ο Τζον.
Η Τζούντιθ πλησίασε και του έριξε ένα ναζιάρικα στραβό βλέμμα. -Τι τη θέλεις την πανοπλία τώρα; Ξεφύσηξε αλλά έπιασε να βρει τα λουριά. >>Δεν καταλαβαίνω γιατί έχει τέτοιο δέσιμο. Αν δενόταν από τα πλάγια δε θα χρειαζόταν δεύτερο άτομο. -Σκάσε και δούλευε, την πείραξε ο Τζον. >>Πρώτη φορά θα φοράω πανοπλία, θέλω να κοιτάξω τον βηματισμό μου πριν τη μάχη. Στα τελευταία του λόγια ένιωσε την Τζούντιθ να σταματά για μια στιγμή. Ήξερε πως κάθε φορά που το ανέφερε, φόβος και πανικός θα καθρεπτίζονταν στο βλέμμα της αδερφής του. Αλλά ήταν το καθήκον και τέτοιες αντιδράσεις απλά δυσκόλευαν την αποδοχή της κατάστασης από τη δική του μεριά. -Πού είναι η πέτρα για τρόχισμα; Στην είχα δώσει προχτές να ακονίσεις τα μαχαίρια της κουζίνας. -Θα στη φέρω, έκανε η Τζούντιθ. Αφού τελείωσε με τους κόμπους και δίνοντάς του ένα μπατσάκι στην πλάτη, γλίστρησε στο δίπλα δωμάτιο. Ο Τζον ταρακούνησε με το χέρι την πανοπλία στον ώμο και το στήθος. Ήταν ικανοποιητικά στερεωμένη. Ένιωθε το μέταλλο βαρύ αλλά σίγουρο επάνω του. -Να η πέτρα σου, είπε επιστρέφοντας η Τζούντιθ. Τον είδε να κάθεται σε ένα σκαμνάκι κοντά στη φωτιά, έτοιμο να ακονίσει τη λεπίδα του κοντού σπαθιού του. >>Καλά, γιατί πρώτα φόρεσες αυτό το βαρύ πράμα που σου περιορίζει τις κινήσεις και μετά κάνεις αυτή τη δουλειά; -Για να συνηθίσω, είπε ο Τζον. Συμβουλή του Δάσκαλου. Η Τζούντιθ σήκωσε τα χέρια σε παραίτηση και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Τζόν έφερε το σπαθί στο ύψος των ματιών του για να κρίνει ποια κόψη χρειαζόταν περισσότερο τρόχισμα. Το σπαθί ήταν παλιό' του πατέρα του. Όχι κάτι ιδιαίτερο μα καλοζυγιασμένο. Όταν το κρατούσε, ένιωθε κάτι, δεν ήταν σίγουρος τι. Του άρεσε που χρησιμοποιούσε ένα αντικείμενο του πατέρα του. Ωστόσο θα προτιμούσε να είχε τον ίδιο πλάι του. Είχαν χάσει και τη μητέρα τους, απομένοντας μόνο αυτός και η Τζούντιθ στον κόσμο. Αυτό το κομμάτι ατσάλι του το θύμιζε, του θύμιζε χρέος. Χρέος να προστατεύει τα πρόσωπα που αγαπά. Σε δυο μέρες θα δέχονταν επίθεση, κάποιοι απειλούσαν την ασφάλεια αυτών των προσώπων. Και αυτός ήταν σε ηλικία να δεχτεί το κάλεσμα και να προβάλει αντίσταση. Τον κούρασαν οι σκέψεις, τον κούρασε η μονοτονία της διαδικασίας. <<Έξω έχει κρύο αλλά θα ζεσταθώ αν κινούμαι>>, σκέφτηκε. Η εξώπορτα έτριξε καθώς την άνοιγε. -Θα είσαι κοντά; ακούστηκε η Τζούντιθ από το βάθος του σπιτιού. -Στη μυγδαλιά της αυλής, αποκρίθηκε ο Τζον. -Χμ, καλά, έκανε σβήνοντας τη φωνή η Τζούντιθ. Η δυσαρέσκεια της Τζούντιθ έκανε τον Τζον να καταλάβει ότι δούλευε με τα ραπτικά της και ήθελε ησυχία. Δε βοηθούσε λοιπόν καθόλου αν εκείνος έβγαζε βίαιους ήχους με τους βηματισμούς του στο χώμα και την κλαγγή του ατσαλιού από σύγκρουση με διάφορα υλικά. Ήταν περήφανος για την αδερφή του που έπιανε το χέρι της σε οτιδήποτε και αν καταπιανόταν. Έβγαζε χρήματα ράβοντας, δούλευε περιστασιακά σα μαγείρισσα για κοινωφελή συσσίτια, τα κατάφερνε με μικροεπισκευές στο σπίτι. Αρκετές φορές την παίνευαν. Ο Τζον έσπασε ένα χαμόγελο. Θα πήγαινε δίπλα στη βρύση, σίγουρα δε θα ακουγόταν από εκεί. Η πανοπλία αργούσε αισθητά τις κινήσεις του. Γι'αυτό προσπαθούσε να μη λείπει η τεχνική. Σε μια παύση, σκουπίζοντας τον ιδρώτα με τον αγκώνα, αναλογίστηκε τη μάχη που τους περίμενε και το κρύο ατσαλένιο χέρι του φόβου του έσφιξε το στομάχι. Ήταν τόσο άπειρος. <<Όχι σκέψη, τώρα εξάσκηση>>. Και συνέχισε πιο έντονα την προσπάθεια. Μια, δυο, τρεις! Στην τρίτη κίνηση διείσδυε όσο μπορούσε, τέντωνε το σώμα για να φτάσει όσο πιο μακριά γινόταν, κρατώντας επαφή με το έδαφος αλλά χωρίς να σέρνεται. Τρεις! Τρεις! Τρεις! Ιδρώτας έσταζε από το πιγούνι του. Είχε φτάσει σε σημείο συγκέντρωσης στην κίνηση τέτοιο που δεν άκουγε παρά την καρδιά στα αυτιά του και δεν έδινε σημασία σε κόπωση. Ένιωθε αυτήν τη συγκέντρωσή του να πιέζεται από μια επιφανειακή χαρά ότι μπορούσε να το κάνει και από μια απωθημένη απελπισία. Μια, δυο... Πάνω στην έκρηξη της τρίτης κίνησης ο Τζον αντιλήφθηκε στα δεξιά του μια αλλαγή. Το απροσδόκητο ξάφνιασμα οδήγησε αλλού το χέρι του και η ατσάλινη λεπίδα του έκοψε σα βούτυρο το πλατύ τσίγκινο χερούλι της βρύσης, στέλνοντάς το πετώντας. Γύρισε να δει τη ζημιά και είδε τη Τζούντιθ να στέκεται έκπληκτη με τα χέρια προτεταμένα. Της έλειπε ο δεξιός καρπός. Ένας κόκκινος πίδακας ξεπήδηξε από το σημείο και εκείνη τη στιγμή η Τζούντιθ σωριάστηκε. Την κραυγή που έβγαλε ο Τζον άκουσαν οι γύρω και έσπευσαν σε βοήθεια. Εξίσου γρήγορα πήραν την κοπέλα στα χέρια και την πήγαν στο ιατρείο. Ο Τζον έστεκε εβρόντητος, γεμάτος αίματα. Μετά από μερικές στιγμές, άρχισε να λειτουργεί πάλι και πετάγοντας κάτω την εξάρτυση, ξεχύθηκε να τους προλάβει. Δεν άκουγε τους άλλους που του μιλούσαν στο δρόμο, δεν έδινε σημασία που έβλεπαν τα αίματα και τον ρωτούσαν στο ιατρείο αν είχε τραυματιστεί. Μόνο τον γιατρό άκουσε να λέει <<είναι άσχημο το κόψιμο, πρέπει να φτάσουμε ως τον αγκώνα>>. Οι λέξεις στριφογύριζαν στο μυαλό του. Τα γόνατά του λύγιζαν και πισωπατώντας, βρήκε τοίχο και κάθισε στο δάπεδο. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε, μα δεν ήθελε. Κι όμως, αυτά που είπε ο γιατρός... Φαύλος κύκλος οι σκέψεις και τα θέλω του. Ο Τζον είχε αρχίσει να το χωνεύει όταν κάποιος τον άγγιξε και είπε <<Κάναμε ό τι μπορούσαμε, σώσαμε τον αγκώνα. Είναι ναρκωμένη τώρα, θα δούμε αργότερα αν τα καταφέρει>>. Θέλησε να τον σηκώσει αλλά ο Τζον ορθοπόδησε μόνος του από ντροπή. Πλησίασε την ξαπλωμένη Τζούντιθ και κάθισε στην άκρη από το κρεβάτι. Κοιτούσε τους επίδεσμους και τα αίματα με γυάλινα μάτια. Ώρες περνούσαν, άνθρωποι πηγαινοέρχονταν, το φως λιγόστευε και δυνάμωνε. Ο Τζον δεν μπορούσε ούτε να ησυχάσει ούτε να κάνει τίποτα, από τον πόνο. Είχε κόψει και ένα δικό του κομμάτι μαζί με το χέρι της αδερφής του. Στην αρχή προσπαθούσε να δικαιολογηθεί στον εαυτό του. Δεν κατέληγε πουθενά και ξαναγύριζε στην τρομερή εικόνα. Ύστερα θυμήθηκε τη στιγμή. Την ανωριμότητα. Ήταν τόσο οικεία` σιχάθηκε τον εαυτό του που επέτρεπε να είναι. Την ανημπορία. Την απελπισία. Που την έντυνε με το “καθήκον” που του πλάσαραν. Ποιο καθήκον; Ποιο χρέος; Δεν υποτίθεται ότι προστατεύουμε τα άτομα που αγαπάμε; Από ποιον; Και από τον εαυτό μας, κυρίως, απ'ό τι φαίνεται. Κανείς δεν του το είπε! Δεν τον προειδοποίησε! Θύμωσε. Ναι, ο θυμός είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμος από τη στεναχώρια. Αλλά κατευθυνόμενος προς κάτι αφηρημένο, δε βοηθούσε σε τίποτα. Η Τζούντιθ έμοιαζε γαλήνια, έτσι ναρκωμένη. Ο γιατρός είπε πως ξέφυγε τον κίνδυνο. Ο Τζον αποφάσισε ότι αυτό του το βλέμμα ήταν το τελευταίο. <<Γεια>>, είπε στην αδερφή του και σηκώθηκε. Τράβηξε τον εαυτό του ως την αυλή τους, μάζεψε τα πράγματά του. Έπρεπε να ήταν ήδη στο στρατόπεδο. Ετοιμάστηκε και έφυγε. Για ένα φεγγάρι, κρατούσαν τον εχθρό μακριά. Καμιά επικοινωνία με τους δικούς τους. Στο τέλος, κατάφεραν αυτό που λένε νίκη. Μετά, κάποιοι επέστρεψαν από το πεδίο της μάχης. Άλλοι όχι. Ο Τζον περπατούσε το δρόμο για το σπίτι. Πάτησε μαλακά το χώμα της αυλής, στάθηκε στην πόρτα. Χτύπησε τρεις φορές και μπήκε μέσα. -Τζον! Τον φώναξε η Τζούντιθ αφήνοντας το σκαμνί δίπλα στο τζάκι. Ο Τζον έσυρε ένα βαρυφορτωμένο βλέμμα από το πάτωμα ως τα μάτια της αδερφής του. Η λάμψη της φωτιάς και το φως της μέρας που απόμεινε την φάνταζαν στα μάτια του ζωντανή, αληθινή αν και αδυνατισμένη. Και σημαδεμένη απο το ατύχημα που αυτός προκάλεσε. Συγκατένευσε. -Τζούντιθ, τα καταφέραμε. Τους διώξαμε πέρα από το λαγκάδι και ασφαλίσαμε τη γη μας. Αν και ο κύριος Άνταμ από δίπλα δε θα τη χαρεί. Ξέρω αρκετούς που δε θα έχουν τη χαρά. Εγώ όμως δεν έπαθα γρατσουνιά. Περιφερόμουν από συμπλοκή σε συμπλοκή σαν όρθιο πτώμα. Ο Θάνατος δεν ασχολιόταν μαζί μου. Ίσως να ήρθε μέσα μου. Τι σου έκανα, Τζούντιθ. Έσπασε η φωνή του και σταμάτησε να πάρει ανάσα. Είχε καιρό να μιλήσει τόσο. Η Τζούντιθ έκανε ένα βήμα. Ο Τζον έστρεψε κάτω τη ματιά του και συνέχισε με βραχνή φωνή. -Δεν έχω δικαίωμα να έρθω να σε αγκαλιάσω. Ό τι κάνω εγώ τώρα είναι δείγμα αδυναμίας και προσβολή της τιμής σου ως αδερφή μου. Δεν ξέρω αν μπορέσω ποτέ... -Ανόητε! , διέκοψε η Τζούντιθ και όρμηξε πάνω στον αδερφό της για να μουσκέψει τον ώμο του. Ο Τζον είδε πως παρά το λειψό της δεξί χέρι, η αγκαλιά της ήταν ολόκληρη. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Τότε πίστεψε ότι ήταν ζωντανός. Title: Re: Στην Τζ. Post by: nasia!! on March 27, 2010, 01:18:42 am Πολύ όμορφο! :)
|