THMMY.gr

Χαλαρή συζήτηση - κουβεντούλα => Πεζογραφία => Topic started by: pandora on March 01, 2008, 15:28:05 pm



Title: Ρέα Γαλανάκη και Άρης Αλεξάνδρου
Post by: pandora on March 01, 2008, 15:28:05 pm
Ενας άντρας καμωμένος από λέξεις
Σήμερα η Ρέα Γαλανάκη συναντάει τον ήρωα του μυθιστορήματος του Αρη Αλεξάνδρου "Το Κιβώτιο". Ο ζωγράφος Αχιλλέας Χρηστίδης επινοεί τη μορφή του ήρωα.



(Ελληνες λογοτέχνες συναντούν ήρωες μυθιστορημάτων ή άλλους ομοτέχνους μέσα από ένα παιχνίδι φαντασίας και στοχασμού.)



" Επιτρέψτε μου τον πληθυντικό. Δυσκολεύομαι μαζί σας, γι' αυτό. Μπορεί και να ντρέπομαι που σας αγάπησα έτσι, εσάς, έναν άντρα καμωμένο μόνο από λέξεις. Τυπικές, ψυχρές - την ίδια ώρα πορφυρές και τραγικές· λέξεις κλειδωμένες και άδειες. Αναμφίβολα δικές σας. Κατά κάποιον τρόπο υπήρξαν και δικές μου, δεν έσταζαν όμως εκείνο το αβάσταχτο αίμα. Πειράζει αν σας το πω; Περίεργο μου φαίνεται, εκείνες να αιμορραγούν, και όμως σε ολόκληρο βιβλίο (293 πυκνές σελίδες, που τις πρωτοδιάβασα όταν βγήκε το βιβλίο, πάνε κοντά τριάντα χρόνια) να μην αποκαλύπτουν τη μορφή σας. Ούτε πρόσωπο ούτε σώμα ούτε καν το όνομα ή έστω το ψευδώνυμό σας. Δεν φταίει ο νευρωτικός, ο γεμάτος αντιφάσεις και εκδοχές μονόλογός σας, ο πανικόβλητος εκείνος χαμαιλεοντισμός, με άλλα λόγια οι απανωτές αναφορές σας, επί δύο σχεδόν μήνες, προς τον σύντροφο ανακριτή, τον ανώνυμο και ανεικόνιστο στο μυθιστόρημα ακριβώς όπως κι εσείς. Κάλλιστα θα μπορούσατε, μονολογώντας, να κοιταχτείτε σ' ένα φτηνό καθρεφτάκι τσέπης ή, αν δεν είχατε μια τέτοια πολυτέλεια, στα μάτια ενός διπλανού σας. Να αναφερθείτε ακόμη από μνήμης στη μορφή σας, αφού έτσι κι αλλιώς περιγράφοντας τον λαβύρινθο της διαδρομής σας ανασύρατε κάποιες παλιές σας ιστορίες. Προφανώς η βούληση του συγγραφέα, και δημιουργού σας, ήταν να μείνετε εσαεί ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο, χωρίς σώμα, χωρίς όνομα. Ενας άγνωστος.
«Και γι' αυτό γνωστός μου» - πολλές φορές το αποφάσισα δίχως, νομίζω, να απιστώ στο πνεύμα, στον εξαίσιο εφιάλτη μάλλον του βιβλίου. Θέλω να πω ότι και σήμερα ακόμη εξακολουθώ να σας συναντώ στον δρόμο, σε καφενεία, σε μεγάλα καταστήματα, στα διάφορα ταξίδια, στα συλλαλητήρια που πρόσφατα έχω ξαναρχίσει να πηγαίνω. Τέλος πάντων, σε διάφορα μέρη. Πάντοτε μόνος σας, άντε καμιά φορά με κάποιον άλλο συνομήλικό σας, ουδέποτε με γυναικεία συντροφιά. Οχι πάντως με τους άντρες της ομάδας σας που σχεδόν όλοι τους είχανε πάρει ονόματα αρχαίων ηρώων ως ψευδώνυμα· τους έτσι κι αλλιώς χαμένους από βίαιους, άδοξους κι άδικους θανάτους στο βάθος όχι βέβαια ενός αρχαίου, αλλά του δικού μας χρόνου. Στο βάθος της δικής μας μυθολογίας εννοώ.

Παλιότερα σας συναντούσα, είναι αλήθεια, πιο συχνά, μα με το πέρασμα του χρόνου τείνετε να γίνετε κι εσείς ένα είδος υπό εξαφάνισιν, ενώ πριν από μισό μόλις αιώνα ήσασταν για κάποιους - τι αθλιότητα! - ένα είδος προς εξαφάνισιν. Δεν είστε «είδος» φυσικά. Γερνάτε, το βλέπω. Κάτασπρα τα μαλλιά που είχαν κοράκου χρώμα, άλλαξε το στεγνό μα δυνατό σας σώμα, θάμπωσε το φως σ' εκείνα τα αετίσια μάτια. Αν με ρωτούσατε, μα καλά, πώς γίνεται να ξέρω ότι πάνω-κάτω έτσι ήταν η μορφή σας, θα σας απαντούσα διφορούμενα ότι έχω μάθει να διαβάζω πίσω από τις λέξεις. Προσπαθώ και πίσω από τη σιωπή. Ή, ότι δεν έχει τόση σημασία η μορφή σας. Αν σας σκέφτομαι με στερεότυπα, μου το επιτρέπει, αν δεν μου το επιβάλλει κιόλας, το μυθιστόρημα όπου πρωταγωνιστείτε. Ξέρετε, χαίρομαι γι' αυτό, ότι δεν είστε ένας, μα πολλοί (να 'ναι ένας πρόσθετος λόγος που σας απευθύνομαι στον πληθυντικό;)

Το ουσιώδες είναι ότι επιζήσατε. Δεν μου «πολυπηγαίνατε», επιτρέψτε μου να πω, σαν χαρακτήρας όσο διάβαζα το βιβλίο, ακόμη και αν η απειλή μιας επικείμενης θανατικής σας καταδίκης, και μάλιστα από τους «δικούς σας», σας είχε κάνει έτσι· αυτό είναι βέβαια κατανοητό. Από τα βάθη της καρδιάς μου όμως θέλω να ελπίζω ότι επιζήσατε από την ομάδα εκείνων των κατατρεγμένων. Είναι άλλωστε σαφές: αμελήσατε να έχετε μαζί σας στην τελευταία σελίδα του βιβλίου το κυάνιό σας, το δηλητήριο που ήταν πολύτιμο όσο και η τελευταία σφαίρα για τον στρατιώτη, εσείς ο κατ' εξοχήν τυπολάτρης, ο υπάκουος στις κάθε είδους διαταγές (κι είναι, νομίζω, τούτη η αμέλεια η πιο σημαντική από τις δυο τρεις μικροεπαναστάσεις σας μέσα στις σελίδες). Ή μήπως όλοι αγαπάμε με παρόμοιο πάθος τη δική του τη ζωή;

Πάντως βαδίσατε από τη στερνή αναφορά σας τον Νοέμβριο του '49 όλο τον δρόμο ως το καλοκαίρι του 2003 κάνοντας μια διαδρομή τραχιά και απίστευτη (αναδουλειές, τραβήγματα, εξορία στη δικτατορία), σχεδόν όσο κι αυτή που αφηγείστε στο βιβλίο. Τώρα, αντί να 'χετε το όπλο στο χέρι, σπρώχνετε το καρότσι ενός σουπερμάρκετ ή κρατάτε διπλωμένη την εφημερίδα έτσι που να μη διακρίνεται ούτε σήμερα ο τίτλος της· αντί για το μυστηριώδες σας κιβώτιο κουβαλάτε μια παλιομοδίτικη βαλίτσα - θα σας χρειαζόταν ένα καινούργιο μάλλον μυθιστόρημα για να φανεί αν είναι άδεια ή γεμάτη· αντί για ένα καταταλαιπωρημένο άλογο και το κάρο, μετακινείστε με το λεωφορείο της γραμμής, ή με το άνω των είκοσι πέντε χρόνων σαραβαλάκι σας. Σας σέβομαι και σας εκτιμώ για το ότι δεν πλουτίσατε, για το ότι έχετε μια μετρημένη και αξιοπρεπή ζωή, αλλά μπορεί και να 'ναι καθαρή βλακεία δική μου το ότι σας τοποθετώ μόνον ανάμεσα στους λαϊκούς λεγόμενους ανθρώπους. Στους ανώνυμους, τους άγνωστους του πλήθους. Εκεί, όπου κι εγώ ανήκω.

Κάτι πάνω σας ανάβει το λαμπάκι. «Ούτος εκείνος», συγκινούμαι. Το αισθάνεστε, υγραίνεται ανεπαίσθητα το βλέμμα. Αφήνεστε να σας τυλίξει μια στιγμή η αύρα άλλων εποχών, η κόλαση εκείνων των ελληνικών χωριών, των ανοιχτών και μακρινών τοπίων, η παράνοια των κλειστών χώρων, όπου είχατε βρεθεί. Ολα τα πρόσωπα που υπήρξαν γύρω σας με σάρκα και οστά, ακόμη και η Ρένα, η γυναίκα σας με το κομμένο μπράτσο, ή ο Νικήτας, ο χτυπημένος από το δικό σας βόλι στην καρδιά τότε που ήσασταν στο εκτελεστικό του απόσπασμα - όπως τελικά παραδεχτήκατε, κι αν βέβαια δεχτούμε αυτή την εκδοχή. Κάποιοι, θαρρώ, λυγμοί κρυμμένοι πίσω από το γρατζούνισμα της πέννας.

Τραβάτε απότομα τα μάτια, προχωράτε. «Και τι μπορεί να καταλάβει τούτη η άγνωστη γυναίκα» σκέφτεστε. Κι έχετε δίκιο. Σχεδόν τίποτα. Αλλά θα σας ρωτούσα, αν μου το επιτρέπατε, ή αν δεν είχατε απομακρυνθεί λιγάκι σαν κυνηγημένος, τι πάει να πει «καταλαβαίνω» κάτι, κάποιον. Ξέρω (όσο μπορώ να ξέρω) ότι βγαίνετε μέσα από το βιβλίο με τον πιο κλειστό μονόλογο που έχω διαβάσει. Μονόλογο που, όπως ήδη είπα, δεν εδράζεται μόνο στο ότι αναφέρεστε σε πρώτο πρόσωπο ιστορώντας ψέματα κι αλήθειες, στο ότι τα δυο κύρια πρόσωπα - εσείς κι ο παραλήπτης (ο ανακριτής στο βιβλίο, ο αναγνώστης στην πράξη) - δεν έχουν ταυτότητα. Εδράζεται στην πλήρη ταύτιση γλώσσας και θέματος. Αυτή κατά βάθος είναι η «βούληση» του συγγραφέα. Αυτή, προσθέτω, είναι πάνω απ' όλα η μαστοριά του. Αυτή και η αιτία της επιβίωσής σας. Ναι μεν να ειπωθούν με πρωτοφανές θάρρος «τα πάντα», αλλά και να παραμείνουν αμετάδοτα. Θα το γνώριζε ο συγγραφέας: Τίποτε δεν μεταβιβάζεται χωρίς απώλειες στον γραπτό λόγο. Το κενό καλύπτεται από τη φαντασία. Ο,τι χάνεται, ανήκει στην ατομική συνείδηση. Ο,τι προστίθεται, ανήκει στη συλλογική συνείδηση. Και το ζητούμενο είναι πάντα το ανθρώπινο.

Ερμηνείες, θα μπορούσατε να πείτε. Θράσος των αναγνωστών, λόγια των επιγόνων. Σε τίποτε δεν θα σας εναντιωθώ, σεβόμενη το «τότε» και το «τώρα» σας. Σεβόμενη κυρίως τις αναφορές σας, όπου το κάθε γεγονός και ο τρόπος που το αφηγείστε φτιάχνουν μια βόμβα επικίνδυνη να εκραγεί στα χέρια των παιδιών. Γιατί το βλέπετε, καθώς μου ρίχνετε ένα τελευταίο βλέμμα από το κρύσταλλο της τζαμαρίας που έκλεισε πίσω σας αθόρυβα, από το ανεβασμένο τζάμι στο παράθυρο του αρχαίου σας αυτοκινήτου ή του κλιματιζόμενου λεωφορείου κάποιας υπεραστικής γραμμής. Θα μπορούσα να είμαι και παιδί σας, αφού γεννήθηκα λίγο πριν από την τελευταία ημερομηνία των αναφορών σας. Το παιδί που ποτέ δεν αποκτήσατε - αλλά, προς Θεού, εμείς οι δύο δεν θα γίνουμε ξαφνικά ήρωες δακρύβρεχτου ρομάντζου. Ας αναγνωριζόμαστε βουβά. Ας αγαπιόμαστε αμετάδοτα."

(http://tovima.dolnet.gr/data/D2003/D0727/1bis6b.jpg)


Το ΒΗΜΑ, 27/07/2003 , Σελ.: S06

http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=13923&m=S06&aa=1


Αφιέρωση

ps δεν ξέρω το γιατί, αλλά αυτο το κείμενο το λάτρεψα....