Title: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on December 17, 2007, 17:41:43 pm Εδώ μπορείτε να "σηκώνετε" άρθρα από εφημερίδες/περιοδικά που σας εξάπτουν το ενδιαφέρον, είτε από πλευράς θέματος, είτε από πλευράς γλώσσας. Φυσικά και καλείστε να σχολιάσετε/παρέμβετε με όποιον τρόπο εσείς θεωρείτε καλύτερο.
Για σήμερα, ένα που με ιντρίγκαρε και σαν θέμα, και σαν παρουσίαση: ΠΑΡΑΔΟΞΑ Λαζόπουλος Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ Τα κρούσματα τηλεοπτικού εξευτελισμού προσώπων θα μπορούσαν, αρχικά, να δηλωθούν ως τέτοια μόνον εκ παραδρομής· στην ουσία, επιβεβαίωναν ότι οι μισότρελοι, οι καθυστερημένοι, τα ψώνια, οι γριούλες που χοροπήδαγαν στην πίστα στριγκλίζοντας κι οι παχουλές νοικοκυρές που διέπρεπαν στο στριπτίζ μάς εκπροσωπούσαν νομίμως. Οι ανθρώπινες καρικατούρες προσφέρονταν για επί μέρους ένοχες ταυτίσεις, δηλαδή υπέρ της συμφιλίωσης με την ιδέα ότι είμαστε καρικατούρες και οι ίδιοι, αντικοινωνικά στοιχεία που η κοινωνία επιτέλους υποδεχόταν, μετά βαΐων και κλάδων, στο θέατρο των τελετουργικών της. Εκτοτε, ο εθισμός στην ασχήμια, στην ηλιθιότητα και στον χλευασμό, η καθημερινή συμμετοχή σε καλλιστεία ψυχικών και νοητικών μειονεκτημάτων προς άντλησιν διασκέδασης, πήρε την κατιούσα. Περισσότερο ρεαλιστική θα ήταν η παρατήρηση ότι προσέλαβε, εν μια νυκτί, χαρακτήρα πανδημίας και κυρίευσε, παροξυσμικά, όλες τις οθόνες. Θα 'θελα, σήμερα, να σας θυμίσω ότι η ταχύτητα αυτής της εκρηκτικής διάδοσης δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία ούτε ανεξήγητη, αλλά συμπίπτει με το ίδιο το μυστικό της τηλεόρασης, η οποία (σε αντίθεση μ' αυτό που παλαιότερα αποκαλούσαμε «μόδα» και που εξακολουθούσε, χαλαρά έστω, να συνδέεται με τις συλλογικές μας ανάγκες) είναι εξ υποθέσεως και αποκλειστικά θεμελιωμένη στη μολυσματική επεκτατικότητα εικόνων. Εξ ου και η μόλυνση πλήττει ακαριαία το τηλεοπτικό σύστημα απ' άκρου εις άκρον: παρακολουθούμε κάτι που ισοδυναμεί με τον αυτόματο αντικατοπτρισμό της μιας οθόνης στην άλλη, δηλητηριασμένες εικόνες περνούν από το ένα κανάλι στο διπλανό, από τη μια εκπομπή στην επόμενη. Αυτό συντελείται μέσω απλής γειτνίασης, όπως η σήψη ή η γάγγραινα. Ακόμη πιο πρόσφορο είναι το μοντέλο της ίωσης, η εξάπλωση ενός ιικού πυρετού που η δυναμική του συναντάει παρθένο έδαφος και αποχαλινώνεται. Εις επίρρωσιν του βασικού νόμου της επικοινωνίας, αυτή η αποχαλίνωση συνοδεύει την έλλειψη αντίστασης του «μηνύματος»: ο καλπασμός, η φρενίτιδα, καταγράφεται τη στιγμή που η κενότητα του περιεχομένου του «μηνύματος» γίνεται πανηγυρική και αναντίρρητη, οπότε το «μήνυμα» κινείται κεραυνοβόλα. Με δυο λόγια, ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των ωριαίων τηλεοπτικών αφιερωμάτων στη Ρούλα Βροχοπούλου, στην Μπεζαντάκου, στον Βας Βας, στην τραγουδίστρια με τις μπριζόλες και στους υπόλοιπους, η εν ριπή οφθαλμού εκπόρθηση της τηλεόρασης, σε εθνική κλίμακα, από το πνεύμα που μεταλαμπάδευσε το Je t' aime, επιτρέπει να συμπεράνουμε, ξανά, με μιαν όντως πρωτοφανή επαγωγή, αυτό που γνωρίζαμε ανέκαθεν: ότι όπως συμβαίνει με τα CD ή τα μυθιστορήματα μιας χρήσεως, η ακροαματικότητα είναι ευθέως ανάλογη της μηδαμινότητας του ακροάματος και ότι, εάν διαβούμε κάποιο όριο, κάποιο κρίσιμο μεταίχμιο ή σημείο τήξης ώστε το περιεχόμενο να περιοριστεί στο απόλυτο μηδέν, διατρέχουμε τον κίνδυνο ενός επιδημικού αμόκ του τύπου της ισπανικής γρίπης. Ετσι, οι νυχτερινές εκπομπές-σκουπίδια των περιφερειακών καναλιών της δεκαετίας του '90, οι εκπομπές της κατηγορίας του Ερωτοδικείου, επανέρχονται με όρους αντίστροφους εκείνων στους οποίους όφειλαν τη γέννησή τους, δηλαδή με τη μέγιστη δυνατή επισημότητα και την τεχνική υποστήριξη των μεγάλων στούντιο, όπου η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την κυρία Λουκά ηλεκτροδοτεί επαγγελματικούς προβολείς τεράστιας ισχύος. Οι κακόμοιροι γραφικοί ήρωες που ανέδειξε το γκροτέσκ πλατό της Αννίτας Πάνια παρακάμπτουν τα ριάλιτι και εγκαθίστανται ομαλά στο κέντρο μιας λογικής καρναβαλίστικων σόου, με της οποίας το πρόσχημα εισβάλλουν έπειτα στη μεσημεριανή σκανδαλοθηρική ζώνη, αποικίζουν την πρωινή, και καταλήγουν πάλι στη βραδινή σαν το απόσταγμα των ειδήσεων της ημέρας. Για να μην πολυλογούμε, η έννοια της «αναμετάδοσης» κυριολεκτεί, αναφερόμενη κατευθείαν σε μια «μετάδοση» με την ιατρική σημασία. Σ' αυτή την καμπή, και για να κλείσει ο κύκλος, επιστρατεύεται ένα πρόσωπο υπεράνω υποψίας, ο Λάκης Λαζόπουλος, που δρα σαν μετασχηματιστής των ηθικών αντιστάσεων. Χάρη στην καλή του φήμη και στην κοινή αποδοχή της ποιότητας του κωμικού του ταλέντου, γίνεται ο ίδιος, κατά κάποιον τρόπο, ένας μηχανισμός ξεπλύματος των εικόνων της δυστυχίας, ένα αποενοχοποιητικό φίλτρο για όλες τις γελοιογραφούμενες αναπηρίες. Μέσω Λαζόπουλου -άθελά του ή όχι, δεν το εξετάζω- οι ετοιμόρροπες και συχνά συμπαθείς φυσιογνωμίες αυτής της θλιβερής παρέλασης των πνευματικών ναυαγίων, μπορούν ξαφνικά, μία προς μία, να διολισθαίνουν στα πιο εκλεκτικά υποτίθεται προγράμματα, αφού τα τελευταία, αναμεταδίδοντας αποσπάσματα απ' το Αλ Τσαντίρι, αναμεταδίδουν συνάμα και τον προεκλογικό θούριο της Εφης Σαρρή ή θραύσματα του παραληρήματος του Ευαγγελόπουλου. Ανεξαρτήτως τηλεοπτικής στρατηγικής, αρκεί να παραμείνει ανοιχτό το κύκλωμα μετάγγισης μολυσμένου αίματος και η αρρώστια θα πολιορκήσει τα δελτία ειδήσεων. Ωστόσο, αυτό έχει για τον Λαζόπουλο αιματηρό κόστος, και πρώτ' απ' όλα ένεκα του γεγονότος ότι τον επαινούν ασταμάτητα και εν χορώ οι κατίνες της μεσημεριανής ζώνης, πράγμα που δεν είναι και για να χαίρεσαι. Του κοστίζει επίσης, και κυρίως, με το ότι υποχρεώνεται να παραβιάζει τη συστατική συνθήκη της σάτιρας, η οποία, από κτίσεως κόσμου, έχει τάξει τον εαυτό της ειδικά σ' αυτό: στο να προσβάλει ένα θέμα που είναι ή φαίνεται σοβαρό. Για παράδειγμα, στους Μήτσους, ηθογραφικές αποχρώσεις όπως εκείνες της μάνας ή του γύφτου, πρόσφεραν εξαιρετική ευρυχωρία για την ανάπτυξη της σάτιρας, διότι οι ρόλοι ήταν στο βάθος τραγικοί και συγκρουσιακοί, αποτελούσαν τα ιστορικά και συναισθηματικά ορόσημα ενός κόσμου που χάνεται κάτω απ' το πελώριο κύμα των εχθρικών και συγκεχυμένων επαναπροσδιορισμών της ψυχής. Εν ολίγοις, η σάτιρα εκείνη είχε κρίσιμο νόημα στον βαθμό που άγγιζε τη ζωτική αρτηρία της διχασμένης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, αυτή την ίδια αρτηρία απ' όπου περνούσαν οι καλές προθέσεις και η δυσπιστία προς το μέλλον, ο μαρασμός των ελπίδων και τα απόβλητα της μνησίκακης ανοχής της γειτονιάς, η αφέλεια των γερόντων και η παρανοϊκή αγάπη που έδειχναν τα παιδιά στους γονείς. Ετσι η φλόγα της κριτικής αιχμαλώτιζε μιαν ύστατη αναλαμπή απ' τις χαριτωμένες κωμωδίες παρεξηγήσεων της Φίνος, των οποίων οι ευαίσθητοι, λοξοί φωτισμοί ευνοούσαν την εγκάρδια εξοικείωση με τις αντιπαλότητες των χαρακτήρων που συγκατοικούσαν στην κοινότητα. Τώρα, υποχρεωμένος να σατιρίζει αυτό που είναι αναφανδόν και από μόνο του γελοίο, ο Λαζόπουλος πέφτει στην άβυσσο μιας παράξενης ταυτολογίας, ενός άστοχου αναδιπλασιασμού, όπου το γελοίο τίθεται με το στανιό στη σκηνή προς επαναγελοιοποίησιν. Αν το χιούμορ αναδυόταν πάντοτε σαν διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο επίπεδα -τη σοβαρότητα και την υπονομευτική της αναπαράσταση- που έρχονταν σε επαφή προκαλώντας αυτόν τον σπινθήρα, αυτή την έκλαμψη, το στιγμιότυπο αυτό της αποφόρτισης των ανθρώπινων ελαττωμάτων, το κωμικό εκπίπτει πλέον σε μια γυμνή χειρονομία υπόδειξης, κυνικής φωτογράφησης εκείνου που δεν είναι ούτε αστείο ούτε τραγικό αλλά αξιοθρήνητο: το να σαρκάζεις κάτι που παρουσιάζεται ήδη και οφθαλμοφανέστατα με φόντο την καλύβα του Καραγκιόζη, το να επιχειρείς τη διακωμώδηση ενός μοτίβου όπως, ας πούμε, το ειδύλλιο της Βροχοπούλου με τον καημένο τον Αλβανό, είναι, αν μη τι άλλο, πλεονασμός: δεν μπορείς να γελοιοποιείς το γελοίο, θα 'ταν σαν να γδύνεις έναν γυμνό. Το ότι ο Λαζόπουλος σατιρίζει τα τηλεοπτικά ήθη μοιάζει τόσο προφανές ώστε δεν το αμφισβητεί κανείς: η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κριτικάρει το εγγενές ήθος της τηλεόρασης, ποτέ δεν αγγίζει την ίδια την τηλεόραση σαν οργανωτική λειτουργία της κοινωνικής μας ταυτότητας, στην οποία χρωστάει εξάλλου την αίγλη του, αλλά μονίμως τα πρόσωπα. Βεβαίως, δεν απέμειναν και πολλά. Αυτό ο Λάκης το ξέρει και από κει αναβλύζει η μελαγχολία του, η κρυφή λύπη για κείνο το συγκινησιακό αίτημα της ηθοποιίας που λογοκρίνεται απ' τους βάναυσους νόμους της ακροαματικότητας. 16/12/2007, στο "7" της Κ.Ε. http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=%EB%E1%E6%EF%F0%EF%F5%EB%EF%F2&a=&id=45862496 PS. Δεν γνωρίζω αν είναι ο κατάλληλος πίνακας για να σηκωθεί αυτό το thread, ούτε αν προϋπάρχει άλλο, πάντως μετά απο μικρής κλίμακας έρευνα, αδυνατώ να βρώ καταλληλότερο μέρος. Κάποιος moderator αν έχει κάτι παραπάνω υπ' όψιν του, ας βοηθήσει. Title: Re: Άρθρα Post by: Nessa NetMonster on December 17, 2007, 17:46:13 pm Το είχε πάρει το μάτι μου στην εφημερίδα... μόνο σε σένα θα άρεσε αυτό το άρθρο ::)
Λέει απλά πράγματα με δύσκολα λόγια, κάτι που προσωπικά σιχαίνομαι. Title: Re: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on December 17, 2007, 18:02:01 pm Όντως χρησιμοποιεί εξεζητημένες λέξεις και λεκτικούς σχηματισμούς, αλλά εγώ προσωπικά γουστάρω να ρεμβάζω σε κόσμους όπου τα νοητικά νήματα δεν είναι ούτε ευδιάκριτα, όυτε ευκολόπιαστα. Γι' αυτό και είπα ότι πέραν του θέματος, προφανώς και με ενδιαφέρει και το "σουλούπωμα" του.
Πάντως αν καταλάβω ότι στον λόγο κάποιου εισέρχονται προσποιητά στοιχεία, τον αποστρέφομαι αυτόματα. Πολλές φορές διακρίνω το ίδιο στην δικία μου προσπάθεια να αφομοιώσω στοιχεία δόμησης λόγου/λεξιλογίου που νομίζω ότι ξεχωρίζουν, και μερικές φορές χάνω και εγώ την αλληλουχία. Μα όπως το αντιλαμβάνομαι, σκοπός είναι μέσα από ανάλογες προσπάθειες, να αναδειχθεί μια ποιότητα/πολυπλοκότητα λόγου σε όλους τους εμπλεκόμενους, που θα σπάει την μονοτονία της πεζής μας καθημερινότητας. Title: Re: Άρθρα Post by: Nessa NetMonster on December 17, 2007, 18:13:30 pm ποιότητα<>πολυπλοκότητα
Title: Re: Άρθρα Post by: 4Dcube on December 17, 2007, 18:39:31 pm Διάβασα το άρθρο και μου φάνηκε καλογραμμένο. Καμιά φορά χρειάζεται η υπεραπλούστευση και ο πολυμορφισμός στο γράψιμο για να δώσεις στον άλλο να καταλάβει τι εννοείς.
Ως προς το περιεχόμενο του άρθρου, βρίθει αφορισμών. Το μόνο επιχείρημα που σηκώνει κουβέντα είναι αν η σάτιρα πρέπει να ασχολείται με κάτι σοβαρό. Αλλά ο συγγραφέας μου δίνει την εντύπωση ότι μπερδεύεται με την έννοια του γέλιου γενικότερα. Από αυτή την άποψη, να σημειώσω τα εξής: Το γελοίο προκύπτει από ένα καμπανάκι στο λογικό μετά από κρίση ενώ το γέλιο από μόνο του είναι μια πρωτογενής απόκριση στη διακοπή της σκέψης. Η σάτιρα ασχολείται με καταστάσεις. Η σοβαρότητα ή όχι μιας κατάστασης είναι στο μυαλό του συμμετόχου σε αυτή. Εάν δεν ακολουθείς το δρόμο της σκέψης που σου προτείνει αυτός που κάνει τη σάτιρα ώστε μετά να γελάσεις από την απαραίτητη διακοπή αυτού, απλά δε δουλεύει σε σένα η σάτιρα η συγκεκριμένη. Δεν είναι κακό. Ενδιαφέρον είναι που προσπαθεί να κάνει ηθικό έλεγχο στο ότι ο Λαζόπουλος επιλέγει τα "φρουτάκια" των τηλεοπτικών δρώμενων και το αντιπαραβάλλει με την τηλεθεαματικότητά του. Όλοι πέφτουν πάνω του τώρα που έκανε κάτι νούμερα, ενώ έκανε το ίδιο πράμα (ίδια εκπομπή) με παρόμοια φρούτα εδώ και κάτι χρόνια. Δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι μαντεύω την ηλικία του συγγραφέα, εφόσον αναπολεί "χαριτωμένες κωμωδίες παρεξηγήσεων της Φίνος", ενώ θυμάται το Ερωτοδικείο και τους Δέκα Μικρούς Μήτσους. Και όντως, από το wiki βλέπω ότι είναι πενηντάρης ο άνθρωπος. Μπράβο στην παρατηρητικότητά μου ^tomato^ και μπράβο στον Ευγένιο, περνάει μια φάση, πρέπει να του συμπαραστεκόμαστε. Title: Re: Άρθρα Post by: Johnny English on December 20, 2007, 19:52:58 pm Επί της ουσίας του άρθρου, γνώμη μου είναι ότι ο Λαζόπουλος έχει κάνει ένα έξυπνο πάντρεμα υποκουλτούρας και καυστικής, πραγματικής σάτιρας. Ανάμεσα στη γελοιότητα και την προσωπική πολιτική της showbiz, πετάει θανάσιμες μπιχτές στο πολιτικό σύστημα, τους πολιτικούς και την σκληρή πραγματικότητα στη χώρα μας.
Η επαναγελοιοποίησις του γελοίου της ελληνικής τηλεόρασης, κάνει προσιτό και προσφιλές το πρόγραμμά του στον μέσο Έλληνα τηλεθεατή: αυτόν που έχει κάψει αρκετά εγκεφαλικά κύτταρα με το "κους κους" και τη Δρούζα και πραγματικά έχει ανάγκη και πρέπει να δει κάτι διαφορετικό - έστω κι ανάμεσα στα άλλα. Ένα κλασικό σατιρικό πρόγραμμα με την κλασική σάτιρα - όπως την αντιλαμβάνεται ο Ευγένιος δηλαδή - θα ήταν μεν.. "ποιοτικότερο" και πιο.. "εξαγνισμένο", αλλά θα είχε μικρότερη αποδοχή με αποτέλεσμα να λαμβάνεται από λιγότερους ανθρώπους. It is a matter of perspective after all..: Είτε κάνεις 1 ώρα ουσιαστική σάτιρα και σε βλέπουν 100.000 άνθρωποι, είτε κάνεις 30 λεπτά ανάμεσα σε 1 ώρα βλακείες και σε βλέπουν 3.000.000. Εσύ (ο οποιοσδήποτε) τί θα διάλεγες? Title: Re: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on June 06, 2008, 18:26:28 pm http://www.enet.gr/online/ss?r=3&p=0&q=&a=%E1%F1%E1%ED%E9%F4%F3%E7&pb=0&dt1=&dt2=
Για όσους χάνονται στις λέξεις ακόμα. (παράδοξα is what u'r looking for, κάθε 7 ημέρες στο 7) Title: Re: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on January 25, 2009, 15:45:43 pm ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Σχετικά με τις αφανείς αιτίες της εξέγερσης των παιδιών Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ Το κείμενο που ακολουθεί, σκοπίμως βασισμένο, ώς έναν βαθμό, σε υλικά προγενέστερων δημοσιεύσεων, φιλοδοξεί να επισημάνει, αν μη τι άλλο, πως όχι μόνον πολλοί από μας είχαμε προαισθανθεί το επερχόμενο κύμα της διαμαρτυρίας αλλά, επίσης, ότι τα σχετικά με τον «απρόβλεπτο» ή «ανερμήνευτο» ή και «προβοκατόρικο» χαρακτήρα της ανήκουν στην λανθασμένη οπτική ή στην κακοπιστία. Κάθε πέντε ώρες, ίσως και πιο συχνά, πεθαίνει το τελευταίο άτομο ενός τουλάχιστον σπάνιου ζωικού είδους. Σ' αυτά τα χαμένα είδη, όπου να 'ναι, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το παιδί. Μάλιστα, η υστερία που εκδηλώνεται στους κόλπους της μοντέρνας δυτικής κοινωνίας γύρω απ' το υποτιθέμενο αίτημα φροντίδας της σωματικής υγιεινής των παιδιών, δεν αποκλείεται να ισοδυναμεί με έναν αποενοχοποιητικό ελιγμό ώστε να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι οι ενήλικοι έχουν αρπάξει απ' τα παιδιά την παιδικότητά τους. Συνειδητοποιώντας κανείς τον ολότελα άψυχο ρεαλισμό μιας ταινίας σαν το Elephant, θα μάθει κάτι που γνώριζε ήδη: ότι τα παιδιά εξαφανίζονται σταδιακά απ' τη σκηνή του δυτικού κόσμου, αφήνοντας, στη θέση τους, έναν λαό από ίσκιους. Αυτό ήταν, ασφαλώς, αναμενόμενο. Στην εξαφάνισή του, το μοντέλο της παραδοσιακής οικογένειας συμπαρασύρει ό,τι απέμεινε απ' την παιδική ηλικία και, μαζί, τα τελευταία υπολείμματα αυθόρμητης επιθυμίας για την αυτονόητη κριτική των θεσμών που οι ενήλικοι εξακολουθούν να παριστάνουν ότι σέβονται μολονότι, ολοφάνερα, οι θεσμοί, επί της ουσίας, έχουν εκλείψει. Τα παιδιά μεγαλώνουν αποστηθίζοντας πληροφορίες, σε μια γλώσσα της οποίας οι έννοιες έχουν εκμηδενιστεί, αρχής γενομένης από τον αστερισμό των μεγάλων ιδεών -Θεός, πατρίδα, οικογένεια, αλήθεια, αγάπη κ.λπ., περιλαμβανομένου εννοείται του σχολείου, που έχει σιγήσει και αποσυρθεί υπέρ των φροντιστηρίων. Η αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω απ' τα όρια της δυνατότητας να είσαι παιδί προδίδει ότι το νόημα που ενσαρκωνόταν σ' αυτή τη δυνατότητα έχει αποσυντεθεί. Οπου να 'ναι, θα χαθούν και τα ίδια τα παιδιά, καθώς θα θεωρούνται πλέον σαν πιστές μικρογραφίες ενηλίκων, τουτέστιν ατόμων που έχουν αποδεχτεί, μοιρολατρικά, την ανάθεση του σκέπτεσθαι στις μηχανές. Θα ψηφίζουν από τα 11, θα επιδίδονται στο σεξ απ' τα 12 και θα σπουδάζουν απ' τα 13, μόνον που δεν θα πρόκειται ούτε για ψήφο ούτε για σεξ ούτε για σπουδές αλλά για προσποιητές αναπαραγωγές στερεοτύπων συμπεριφοράς προσανατολισμένων στην αμιγή διεκπεραίωση, όπως η γυμναστική, ο περιορισμός των θερμίδων της διατροφής και η εκπαίδευση στα σήματα της τροχαίας. Κάποτε, ο ρόλος των γονέων ήταν να διδάσκουν τους δεκάχρονους να υπάρχουν ακριβώς σαν υποδειγματικοί δεκάχρονοι. Τώρα πρέπει να τους διδάξουν να επωμίζονται την ανώνυμη ατομικότητα μιας δίχως σύνορα οικουμένης όπου οι πάντες καλούνται να αποδείξουν ότι είναι εξίσου επιδέξιοι στον χειρισμό υπολογιστών και όπου η υποκειμενική ζωή, με μια λέξη η ζωή του ψυχισμού, αντικαθίσταται από ένα ευμετάβλητο πλέγμα αναγνωρισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στο μεταξύ, αφού η σύγχρονη κοινωνία πανηγυρίζει για την απόκτηση πανεπιστημιακών πτυχίων από προικισμένους έφηβους, αντί να ανησυχεί, και αφού αγαλλιάζει στη θέα των νηπίων που αναλαμβάνουν χρέη τηλεπαρουσιαστών, αντί να φρίττει, οι δεκατριάχρονοι δολοφόνοι δεν μπορεί παρά να βρίσκονται καθ' οδόν. Και σ' αυτούς ακόμη αναγνωρίζουν έμμεσα ένα κατόρθωμα, μια και ο κερδισμένος χρόνος δεν παύει να είναι χρήμα. Αναπόφευκτα, στις ΗΠΑ ενισχύεται η τάση να προσάγονται οι ανήλικοι εγκληματίες σε δικαστήρια ενηλίκων και αυτό ειδικά αναμένεται και εδώ από λεπτό σε λεπτό. Το ζητούμενο, για τα παιδιά, είναι να εξελίσσονται, από βιολογική και νομική άποψη, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όπως οι γέροι, απ' τους οποίους η κοινωνία ζητάει να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα, στην καλύτερη περίπτωση με ευθανασία, ώστε να μην επιβαρύνονται οι προϋπολογισμοί των ασφαλιστικών εταιρειών. Δεν επιτρέπεται να είσαι αντιπαραγωγικός. Ετσι, όσο πιο ισχνοί γίνονται οι δισταγμοί απέναντι στη γενική διάθεση να κριθούν τα παιδιά σαν αναλώσιμα υλικά σ' ένα παγκόσμιο πείραμα επίσπευσης των εξελίξεων, τόσο πιο δυναμικά προπαγανδίζεται ο κυνισμός σαν το φάρμακο κατά της τρυφερότητας. Η τελευταία δεν χαίρει καμίας εκτίμησης και λογοκρίνεται παντού, ενώ οι ενήλικοι φέρονται σαν να τη θεωρούν χάσιμο χρόνου. Σε αντιστάθμισμα, σκηνοθετούν, υποκριτικά, τελετές τιμητικής αποστρατείας της παιδικότητας σε κακόγουστα τηλεοπτικά σόου, όπου η λατρεία του μωρουδίστικου κιτς ατενίζει τολμηρά τον οπερατέρ. Επομένως δεν είναι άξιον απορίας ότι πληθαίνουν τα πιο απίθανα μέτρα πολιτικά ορθής μέριμνας ούτως ώστε να προστατεύονται πάντοτε τα παιδιά ως πολίτες και ποτέ η παιδικότητα, της οποίας η βαθύτερη, μυστική αλήθεια είχε ανέκαθεν σύμμαχο την τεμπέλικη κλίση στον ρεμβασμό, απ' όπου η δική μου γενιά (η τελευταία) πρόλαβε να αντλήσει την αίσθηση των διακυμάνσεων του εσωτερικού χρόνου. Οι διακυμάνσεις εκείνες υπολογίζονται πλέον σαν αναχρονισμός και τα παιδιά γαλουχούνται στην ακαριαία «επικοινωνία» μέσω των SMS και των ψεκασμών αδρεναλίνης. Με τη σειρά της, η γειτονιά εξαφανίστηκε, οι αλάνες σώζονται σαν ντεκόρ του περασμένου αιώνα και η φιλία τείνει να συμπέσει με τη βαθμολόγηση των στιγμιαίων επαφών μέσω Διαδικτύου. Παράλληλα, τα παιδιά έπαψαν να μαθαίνουν, στα σχολεία, τι σημαίνει μάθηση. Απαντώντας πριν σκεφτούν, έπαψαν να σκέφτονται. Φυσικά, η ηθική δήθεν αντιπαλότητα ανάμεσα στη λογική της εκπαίδευσης και στα πρότυπα ψηφιακής διασκέδασης που κυριαρχούν είναι εκατό τοις εκατό πλαστή. Σχολείο και ηλεκτρονική ψυχαγωγία συνεταιρίζονται στην κοινή περιφρόνηση του χρόνου, που καθίσταται εμπόδιο και πρέπει να παρακαμφθεί ή να κονιορτοποιηθεί σε αμέτρητα μικροκαθήκοντα εξοικείωσης με τον τρόμο της ρευστότητας. Ενημέρωση και βιντεοπαιγνίδι συγκροτούν το ίδιο μέτωπο στη μάχη υπέρ της αποστήθισης. Παντού επικρατεί ένα κλίμα υποτονικού πολεμικού πανικού. Εξειδίκευση και θεάματα, αθλητισμός και διαφήμιση, εθελοντισμός και στατιστική, κινητή τηλεφωνία και λατρεία της συναίνεσης, σεξουαλική απελευθέρωση και συλλογική απάθεια, επαγγελματικός προσανατολισμός και χημικό ντοπάρισμα, multiple choice και καλλιέργεια των ανακλαστικών για την κεραυνοβόλο ανταπόκριση στις αμέτρητες εφήμερες μόδες, όλ' αυτά είναι όψεις μιας κοινής φυγόκεντρου: τα παιδιά εξορίζονται όσο μακρύτερα γίνεται απ' τον «μεταφυσικό» πυρήνα της παιδικής ηλικίας. Η παλιά, ειρωνική υπεροχή της ευαισθησίας τους έναντι εκείνης των ενηλίκων έχει βουβαθεί· αποζημιώθηκε με την ίδρυση της Βουλής των Εφήβων. Θα μπορούσε, άραγε, κανείς να αναρωτηθεί για το πού βρίσκεται σήμερα η παιδική ηλικία που αφαιρέθηκε απ' τα παιδιά; Η απάντηση είναι ότι την κρατούν οι ενήλικοι υποθηκευμένη στο βάθος ενός πένθους που δεν συντελέστηκε, δηλαδή του πένθους για τη δική τους παιδική ηλικία, η οποία πέρασε κατευθείαν στη λήθη πριν ωριμάσουν οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσαν να την κατανοήσουν και να την αποχωριστούν. Οι συγκινήσεις έμειναν αδιευκρίνιστες, οι συγκρούσεις πάγωσαν μπροστά στην ανέφικτη συμμόρφωση προς τον αιωνίως εκπρόθεσμο εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας και των ηθών· απότομα, ο κόσμος κατοικήθηκε αποκλειστικά από καταναλωτές. Οι παλιές εφηβικές επαναστάσεις ματαιώθηκαν με τρόπο που δεν ευνόησε την αντήχησή τους στο σύμπαν των αναμνήσεων και οι ντουλάπες γέμισαν σκελετούς. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να μοιάζουν πρόωρα και συνάμα καθυστερημένα, φουτουριστικά και συνάμα παλιομοδίτικα. Το δοκιμαστικό ζύγισμα των σχέσεων με τους γονείς, ο ίλιγγος των πολιτισμικών καινοτομιών και η ορμητική εισβολή ενός πρωτόγνωρου μοντέλου «λειτουργικής»/«δυσλειτουργικής» οικογένειας, όλ' αυτά παίχτηκαν στην κόψη μιας στιγμιαίας ευφορίας και κατόπιν σαρώθηκαν εν μιά νυκτί από την κατάθλιψη και το άγχος των «προκλήσεων» της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Ηταν μια μεταβατική εποχή που δεν είχε προηγούμενο. Οι άνθρωποι διδάχτηκαν την Ιστορία από την τηλεόραση. Αυτή τους έσπρωξε στο σημείο φυγής όπου, έκτοτε, η σχέση τους με τη φύση διαμεσολαβείται απ' τον τουρισμό και την οικολογία. Τους έπεισε ότι η άμεση επαφή με άλλα ανθρώπινα όντα είναι μολυσματική, τους έδειξε τη νέα γενιά φορητών συσκευών που θα αντικαθιστούσαν την εμπειρία, τους μίλησε για τον επανασχεδιασμό του σώματος και τους πρότεινε να ξεφορτωθούν τους ρυθμούς του παρόντος περνώντας διά μαγείας στο μέλλον μιας βάναυσης, ηθικής αρχαιότητας, ένα είδος προφητικού υπερσυντέλικου όπου οι δεινόσαυροι δικαιούνται τάχα τη συμπάθεια. Τώρα, οι άντρες και οι γυναίκες, μην έχοντας προλάβει να μεγαλώσουν, παίζουν με τα αυτοκινητάκια τους, με τα καλλυντικά και τα γκάτζετ, με τις τιμές του χρηματιστηρίου και τα τεστ εγκυμοσύνης, στερούμενοι και στερούμενες οιασδήποτε κριτικής αντίληψης του τι προηγήθηκε και τι έπεται. Κλέβουν την παιδική ηλικία των παιδιών τους ώστε να τη χρησιμοποιήσουν σαν ασπίδα της δικής τους αποτυχημένης ενηλικίωσης και τα συμβουλεύουν να οραματιστούν έναν κόσμο που θα βγει απ' τον σωλήνα χάρη στο χάπι του οργασμού. Ο χρόνος γίνεται η διαρκής προεξόφληση ενός δανείου που όλοι χρωστούν ενώ κανείς δεν εισέπραξε, το δε σύστημα απευθύνει στους νέους εκκλήσεις να μάθουν να τον αντιμετωπίζουν σαν το βασικό απόβλητο. Ασφυκτιώντας από την έλλειψη αυτού ακριβώς του χρόνου, τα παιδιά ακούν ξανά και ξανά ότι εκείνο που τους λείπει όχι μόνον δεν είναι σημαντικό αλλά πρέπει να το συγκρίνουν με το σκουπίδι που μένει μετά τη χρήση της ζωής ως καταναλωτικού αγαθού. Δοξάζεται και εδώ η ανακύκλωση. Παραμένει, άρα, αδύνατον να είσαι παιδί στ' αλήθεια όταν οι πάντες φέρονται σαν παιδιά. Σ' αυτή την απόσυρση της αλήθειας απ' το προσκήνιο, δηλαδή της αυθεντικότητας των βιωμάτων, των πεποιθήσεων και της γλώσσας, όπου εξάλλου θεμελιώνεται η επιτυχία της τηλεόρασης, πόσω μάλλον των πιο εξελιγμένων μέσων «επικοινωνίας» και «ενημέρωσης», τα παιδιά θα απαντούσαν (όπως και απάντησαν) με μιαν άνευ προηγουμένου δυσφορία, την οποία είχαν συνηθίσει να κρύβουν στα βάθη της βαρεμάρας και της ανορεξίας. Ούτε καν η αλήθεια της αφέλειας δεν τους επιτρεπόταν, αφού η αφέλεια είχε πάψει να αντιπροσωπεύει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικους· ομολογουμένως, ποτέ η ενήλικη αφέλεια δεν είχε κληθεί να παίξει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στο πεδίο της εξουσίας και της δημοσιότητας. Λένε πως όλα τα μωρά, λίγο πολύ, μοιάζουν το ένα στο άλλο, όμως σήμερα, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, που θα πει πως η νηπιακή συγγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου υποχωρεί, είναι οι πατεράδες εκείνοι που αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους, από την άποψη ότι μένουν ομοιόμορφα αθέατοι. Γρήγορα κατάφεραν να εξασφαλίσουν συνθήκες, επαγγελματικές ή άλλες, που τους απαγόρευαν να διασταυρώνονται με τα παιδιά τους, εκτός κι αν αυτά παρέλαυναν σαν ωραία δείγματα DNA στις σχολικές γιορτές. Την ώρα που οι φιλόσοφοι και οι ψυχαναλυτές θρηνούσαν για την εξαφάνιση του Πατέρα ως κυρίαρχου θεσμικού και ιστορικού υποκειμένου, ο κάθε φυσικός πατέρας ήταν κιόλας εξαφανισμένος, έχοντας αφήσει, ένοχα, στη θέση του την πιστωτική κάρτα. Συνεπώς, το να μιλάμε για μονογονεϊκές οικογένειες, αναφερόμενοι σ' ένα στατιστικό δεδομένο, αποδεικνύεται παραπλανητικό, άπαξ και οι οικογένειες κατέληξαν ουσιαστικά μονογονεϊκές στο σύνολό τους, με τον πατέρα να περιορίζεται σ' ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς των οικονομικών διευθετήσεων. Μοναδική του αγωνία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι η εκμετάλλευση των ευκαιριών ώστε να απομακρυνθεί απ' τον συναισθηματικό πυρήνα της οικογένειας ακόμη περισσότερο, παύοντας να βλέπει εκείνο που ενσαρκώνουν οι διπλανοί του: δηλαδή την αδιάψευστη υπενθύμιση της αποτυχίας του να συνδεθεί σε βάθος. Μια και δεν είναι πάντα εύκολο για τον δότη σπέρματος, τον φερόμενο ως πατέρα, να απέχει από το οικογενειακό διαμέρισμα με κάποιο πρόσχημα, εσωτερικεύει την απόσταση και αγκυροβολεί μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, δίνοντας στο παιδί του το παράδειγμα μιας ζωής που λυτρώνεται απ' τις δυσκολίες του Λόγου μέσω του σημείου φυγής, στις οθόνες. Οχι λιγότερο αλλοτριωμένες, οι μητέρες διασκεδάζουν την απογοήτευσή τους καθρεφτιζόμενες στα γυναικεία έντυπα και απολαμβάνοντας τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι άντρες;» ή «Συνδυάστε καριέρα και οικογένεια». Οσο για τη στοργή, που κάποτε τις έκανε τόσο αγαπητές, τώρα, αφού προσπάθησαν τολμηρά να γίνουν άντρες οι ίδιες κι αφού το μισοκατάφεραν μιμούμενες τη χειρότερη πλευρά εκείνων, νιώθουν την έλλειψη διαφοράς να παγώνει τα σεντόνια. Επομένως, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε πού κρύβονται οι πατεράδες. Κρύβονται εκεί ακριβώς που τους βλέπεις: στον ορίζοντα των συμβάντων της επαγγελματικής ρουτίνας, προέκταση της οποίας αποτελεί η «ψυχαγωγία» ως τόπος όπου αθροίζονται τα «must» και οι ανακλαστικές συμπεριφορές πέριξ των καταναλωτικών καθηκόντων. Για παράδειγμα, τι πιο επαγγελματικό απ' τις διακοπές, όπου το κύριο μέλημα είναι η εκμετάλλευση του χρόνου και η ταχεία σάρωση των τοπίων της υπαίθρου εν είδει τηλεοπτικών αποζημιώσεων για τη ζωή σε μια πόλη που κατάντησε αφόρητη; Θα 'ταν ανόητο να αρνηθούμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν μιαν αβέβαιη αλλά ζωηρή και επώδυνη αντίληψη αυτού του δράματος· αν και δυσκολεύονται να την εκφράσουν, τα ταλαιπωρεί δραματικά. Ξέρουν ότι έχουν γεράσει πρόωρα και, στο λυκόφως της πατρότητας απ' την οποία παραιτήθηκαν οι πατεράδες τους, μαθαίνουν διαισθαντικά ότι ο επαγγελματισμός και το κυνήγι των επιδόσεων έχουν εισβάλει στην ιδιωτική ζωή καθιστώντας την τρόπον τινά δημόσια, για να μην πούμε και για την αλλοτρίωση του βλέμματος που συνεπάγεται το φάσμα των φαινομένων τα οποία παράγονται από την παντοκρατορία της κάμερας. Μοιραία, η ονειρική γεωγραφία του σπιτιού εξουδετερώνεται απ' τη λογική των ριάλιτι, ενώ κάθε μετακίνηση διά μέσου του σκηνικού της πόλης πείθει ότι είναι κι αυτό, με τη σειρά του, ένας λαβύρινθος από κόμβους και προσβάσιμες διευθύνσεις, σαν το Διαδίκτυο. Ο,τι στήριζε παλιά την εμπράγματη έλξη για το μυστήριο της φύσης, πάγωσε κάτω απ' την πινακίδα του οικολογικού προστάγματος. Ετσι, και προκειμένου να επιβιώσουν, τα παιδιά και οι έφηβοι αρχίζουν, αργά ή γρήγορα, να συναγωνίζονται τους γονείς, εφόσον οι τελευταίοι δείχνουν να θεωρούν τον ανταγωνισμό σαν τη μοναδική διαθέσιμη γλώσσα. Αυτό διευκολύνει τη φυγή των γονέων. Η αμηχανία που προκαλείται απ' το πλήθος των ανεκπλήρωτων συναισθηματικών οφειλών απέναντι στα παιδιά, επιφέρει την παράλυση και των πιο στοιχειωδών χειρονομιών θέρμης και γενναιόδωρης προσφοράς. Για να την αντισταθμίσουν, γίνονται υπερκινητικοί. Από τη θέση κάποιου που κινείται πάνω κάτω τηλεφωνώντας και διαπραγματευόμενος επαχθείς συμβιβασμούς, εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να κοιτάζει τα παιδιά δίχως να τα βλέπει και δίχως να τα ακούει, ενώ η κακή τους διάθεση παρακάμπτει διαρκώς, μέσω αντιπερισπασμών, τη διάχυτη υποψία ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά αν οι άνθρωποι, αντί να πληκτρολογούν, συζητούσαν. Εντούτοις, το αναπάντητο αίτημα των παιδιών για κάτι που μένει εκτός κατανόησης και που καθησυχάζεται προσωρινά με το να «επιλέγουν» καταναλωτικά δολώματα ή εντολές στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου είναι ευδιάκριτο κατά τη διάρκεια όλων των επεισοδίων βίαιης αντίδρασης στην ανία της εκπαίδευσης. Περισσότερα, στο επόμενο. http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=28821260 Title: Re: Άρθρα Post by: pandora on January 25, 2009, 17:36:02 pm yperoxo ...
Title: Re: Άρθρα Post by: panos13 on January 25, 2009, 18:15:05 pm indeed...Πολυ ωραιο...
Title: Re: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on March 24, 2009, 01:17:14 am ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Στο μέλλον όλες οι ερωτήσεις θα είναι ρητορικές Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ Τα παιδιά δεν μας μιλάνε όχι διότι δεν τα ακούμε, όπως λέγεται και ξαναλέγεται, αλλά επειδή δεν τους απευθύνουμε καν τον λόγο. Μπορείς βέβαια να εισάγεις σ' ένα παιδί εντολές ή ιούς: «Έφαγες;» «Διάβασες;»: ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, κι εκεί τελειώνει. Η ελευθερία, το περίσσευμα ανεξαρτησίας, απορροφήθηκε απ' το καλειδοσκοπικό φάσμα των λεγόμενων «επιλογών». Τα παιδάκια των Ελλήνων, τελευταία στον δυτικό κόσμο, έμειναν δίχως την ελευθερία τού να είναι σκλάβοι. Δηλαδή σκλάβοι όλων εκείνων των μεγάλων εννοιών (για τους ερωτευμένους δεν λένε άραγε «έγινε σκλάβος της»; ) που, σβήνοντας, τροφοδότησαν την παράδοξη ανισορροπία και το σθένος της δεκαετίας του '60 και της Μεταπολίτευσης -εννοιών που περιλαμβάνουν τη Γλώσσα, τον Θεό, τη Φύση, την Αριστερά, ακόμη και την ΑΕΚ· σήμερα οι χούλιγκαν παρακινούνται απ' την εισβολή του τυχαίου στους κύκλους της εκτόνωσης της βίας και ο ύμνος τους είναι μια χαοτική ανάπτυξη της ντο μείζονος των πολεμικών εμβατηρίων, φραστικά πυροτεχνήματα και μυαλά στα κάγκελα, αίμα, ρόπαλα, τύμπανα φυλών του Αμαζονίου. Ετσι καλλιεργούν οι Ινδιάνοι το ζαχαροκάλαμο και οι Δυτικοί τα παιδιά τους, και τα παιδιά μεγαλώνουν και κόβονται (π.χ. στις εξετάσεις) σαν τα περίφημα υπεραιωνόβια δέντρα που έκοψαν τα συνεργεία του Δημάρχου στο παρκάκι της οδού Κύπρου. Καθώς το έθεσε κάποιος χιουμορίστας στο ραδιόφωνο, νομίζω στον 105,5, «θα γλίτωναν [τα δέντρα] αν οι κάτοικοι είχαν προλάβει να τα στολίσουν, οπότε οι μπάτσοι θα τα φρουρούσαν, όπως στο Σύνταγμα...» Τα παιδιά αισθάνονται υπεραιωνόβια. Μια φίλη μου, εκπαιδευτικός απ' την Κέρκυρα, η Κ. Μ., μου έλεγε σχετικά με τον γιο της, πρωτοετή της Γεωπονικής (!) σήμερα, ότι ένα απόγευμα, πριν από χρόνια, όταν το παιδί ήταν ακόμη 14 και καθώς οι δύο γονείς, δηλαδή εκείνη και ο πατέρας, συζητούσαν το αστείρευτο θέμα των μαθημάτων και των βαθμών, ο ενδιαφερόμενος, στωικά αμέτοχος μέχρι τότε, βγήκε απότομα απ' τη συνηθισμένη του αδράνεια και φώναξε αυθόρμητα, απ' το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου: «Μας κάνατε [= εμάς, τα παιδιά] να νιώθουμε ΗΔΗ γέροι!» Αυτό, υπό το πρίσμα της ανάλυσης που επιχειρώ εδώ, ισοδυναμεί με τη θαυμαστή, την ανεπανάληπτη ομολογία ότι το παιδί έβλεπε, σ' εκείνη τη συγκυρία, τους γονείς του σαν δύο νήπια. Αν λάβουμε υπ' όψιν την αμηχανία τους, ίσως ήταν όντως. Τα παιδιά είναι οι αγρότες της πόλης· τους έχει ανατεθεί να καλλιεργούν τα σκουπίδια, το βασικό προϊόν του αστικού πολιτισμού. Διδασκόμενα να θεωρούν τον εαυτό τους προϊόν (= οικονομική επένδυση του γονέα), καλλιεργούν την παιδικότητά τους («καλλιέργεια», «κουλτούρα», «εκπαίδευση»...) σαν σε μια γερασμένη ταύτιση του αγρότη με τη χλωρίδα υπό το λυκόφως της συνολικής αστοχίας της ζωής. Οσο για την πόλη, βρίσκεται διάσπαρτη παντού υπό μορφήν δικτατορίας του τσιμέντου, του πλαστικού, της τηλεόρασης και της πίεσης χρόνου, της βιαστικής αλλοφροσύνης με την οποία τρέχουν οι άνθρωποι προς τον θάνατο με πρόσχημα την εξόφληση του στεγαστικού δανείου. Δεν είμαστε τυφλοί. Στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην Εύβοια, οι καλλιέργειες, τα απογεύματα, τυλίγονται σε αποπνικτικά σύννεφα χημικών δηλητηρίων που απλώνονται στις εθνικές οδούς σαν θολά παραπετάσματα βιβλικής καταστροφής, οι καρποί έχουν μαραζώσει και παραδοθεί στην απέραντη απελπισία του χαμηλού ανταγωνισμού, η χαμένη τιμή της υπαίθρου περιμένει την τουριστική της παρθενορραφή, ενώ ρημαγμένα θερμοκήπια ξεπηδούν εδώ κι εκεί σαν θλιβερά μνημεία πεσόντων στον πόλεμο του ανθρώπου κατά της φύσης, τεκμήρια της προσπάθειας να ξεφύγουν οι κληρονόμοι της γης απ' τις δεσμεύσεις των προθεσμιών, τουτέστιν απ' τις εποχές, και να εναγκαλιστούν τα πλεονεκτήματα του τεχνητού, να συνεκμεταλλευθούν μέχρις αποστραγγίσεως το υποτιθέμενο δικαίωμα του καταναλωτή να απολαμβάνει ντομάτες και πεπόνια τον χειμώνα, σύκα των Απρίλιο, λάχανα τον Ιούλιο. Τα Βαλκάνια πλημμύρισαν με βαμβάκι. Στη συνέχεια, οι μεταλλαγμένοι γενετικοί κώδικες θα μολύνουν τα διπλανά χωράφια με την υποψία ενός απείρως χορταστικού μέλλοντος, όπου οι άνδρες της Γεωπονικής Αστυνομίας θα εισβάλλουν στα σπίτια ψάχνοντας για παράνομους, παλιούς, αυθεντικούς σπόρους, όπως κάνουν τώρα με τα δενδρύλλια του χασίς. Τα σχολεία αγνοούν επίσης τις διαβαθμίσεις των εποχών, η παιδική ηλικία και η εφηβεία είναι δήθεν τα στάδια μιας επιζήμιας αργοπορίας που πρέπει να συμπτυχθεί σε μία και μόνη στιγμή: τις Εισαγωγικές. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε εκπαιδευτικά θερμοκήπια, μακριά απ' τους φυσικούς κύκλους της αυθεντικότητας που συνέδεε κάποτε τη μάθηση με το ρίγος μιας αόριστης έστω ψυχικής ανάγκης: τώρα ξέρουν ότι, μονίμως, είναι κατάλληλος καιρός για οτιδήποτε. Αποστηθίζουν πληροφορίες του τύπου «το 30% των δασών της Γης βρίσκεται στη Σιβηρία» ή «τα 2/3 της ανθρώπινης επιδερμίδας συνίστανται από νερό» ή «στη Βρετανία, το 2008, η ανεργία έφτασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 ετών», αλλά καμία βαθιά εικόνα, καμία αναλογία δεν σχηματίζεται στη συνείδησή τους, διότι ο ιμπεριαλισμός της στατιστικής έχει περιορίσει στο ελάχιστο την ικανότητα της σκέψης να επιμερίζεται και κατόπιν να οδηγείται συνδυαστικά στη σύλληψη γενικών νόμων. Ζουν σ' ένα σύμπαν όπου ο γενικός νόμος των ποσοστών επιβάλλεται στα επί μέρους· οπότε, τρόπος του λέγειν, επιτρέπονται τα πάντα, τυχαίες, εφήμερες, επουσιώδεις «επιλογές» που προτείνονται σαν νομοτελειακά δεδομένα με την κάλυψη κάποιας «μέτρησης». Αποσυμπιέζουν έτσι τον θυμό τους στα βιντεοπαιχνίδια και ερωτεύονται εφαρμόζοντας τηλεοπτικά πρότυπα συμπεριφοράς πάνω σε αυτοσχέδιους κώδικες του φλερτ, σύμφωνα με τους οποίους τα σύνορα εμπειρίας και προσποίησης πρέπει, για το καλό αμφοτέρων των συμβαλλομένων, να απαλείφονται. Προηγείται, ως στόχος, η συνάντηση δύο εραστών που θα αποδειχθούν βιολογικά συμβατοί -αυτό τους λένε διαρκώς τα ΜΜΕ και οι ιστοσελίδες, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πεζοί και λακωνικοί: «Διάβασες;» «Εφαγες;» «Εκανες μπάνιο;» Κυκλωμένος απ' το τρίγωνο ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ, ο διάλογος ακινητοποιείται ώστε ο χρόνος να επιταχύνεται. Αυτό επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει τάχα επιτευχθεί με το να σκέφτεται κανείς στο δυαδικό σύστημα -«ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ», «1» και «0». Εννοείται πως η γλώσσα των υπολογιστών υπολογίζει τα γλωσσικά στοιχεία, δεν τα μιλάει, και τα παιδιά, εκπαιδευμένα να λένε τα απολύτως ελάχιστα που απαιτεί η μεταξύ τους ανάδραση ως ταχύς κατοπτρισμός της τεχνητής νοημοσύνης, το αισθάνονται, καταλαβαίνουν ότι τους έχουν στερήσει την ελευθερία να οδηγούνται από τη γλώσσα στις επινοήσεις της μεταφοράς, στις περιπέτειες μιας έμμεσης ανακάλυψης του ψυχικού τους κέντρου. Μοιραία, ορισμένοι απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες ονειρεύονται μιαν ελευθερία που δεν μπορεί πλέον να αντλήσει το περιεχόμενό της ούτε απ' το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ των σχολικών επετείων ούτε απ' το ΖΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ των διαφημίσεων των σαμπουάν που υπόσχονται «γερό κράτημα», και τότε ακολουθούν τους νεαρούς ήρωες του περιθωρίου, φορώντας κουκούλες και εισβάλλοντας σε συνοικιακά σουπερμάρκετ, όπου αδειάζουν τα ράφια για να μοιράσουν τα αγαθά στους πελάτες, παίζοντας ή νομίζοντας ότι παίζουν τον ρόλο δημοφιλών ληστών εμπνευσμένων από το ιδανικό του Ρομπέν των Δασών για την αναδιανομή του πλούτου. Ομως εκείνο που κατορθώνουν στην ουσία, κάτω απ' τη μύτη του σερίφη του Νότιγχαμ, είναι μια αθέλητη κριτική του διπλού μηνύματος της αγοράς, αυτού που λέει «κοίταζε, αλλά μην αγγίζεις», ή «είναι ολόφρεσκα, αλλά δεν μυρίζουν», ή «βασανίσου για να σπουδάσεις κι ύστερα πέτα το πτυχίο στα σκουπίδια». Θα μου δοθεί, ελπίζω, η ευκαιρία να δείξω ότι το διπλό μήνυμα με το οποίο η κοινωνία (των ενηλίκων) «τρελαίνει» τα παιδιά είναι αυτό που πυροδοτεί τον σπασμό της βίας. Ως προέκταση της καλλιεργούμενης υπαίθρου, το ράφι του σουπερμάρκετ γίνεται τώρα κάτι συμπληρωματικό της δομής ενός μουσείου τροφών και απορρυπαντικών· τα πρωτότυπα έχουν χαθεί, αλλά τα αντίγραφα, άοσμα όσο και άγευστα, είναι στη διάθεση του κοινού, σαν τους αμφορείς στο μουσείο της Επιδαύρου. Ο πανικός συσσωρεύεται και φρακάρει στο ταμείο, όπου ο ήχος του παρόντος, ο ρημαγμένος και υπερσυμπιεσμένος ενεστώτας του καταναλωτή, συγχωνεύεται με το φρικτό κουδούνισμα της λογιστικής μηχανής και παρέρχεται μέσα στη στιγμιαία δυσφορία της εκτέλεσης ενός καθήκοντος χωρίς καμία αίσθηση οικιακής φροντίδας ή απόλαυσης. «Διάβασες;» «Εφαγες;» «Ψώνισες;» Παιδεία και ψωμί, τροφοδοσία, ανατροφοδότηση· αυτό είν' όλο. «Ή θα ψωνίζεις, ή θα σκέφτεσαι» είχε δηλώσει ο Γουόρχολ. Κατόπιν έρχονται οι Εισαγωγικές. «Προσποιήθηκες ότι πέρασες;» Και ούτω καθεξής. «Προσποιήθηκες ότι ψώνισες;» Πριν από 40 χρόνια, οι μανάδες ή οι γιαγιάδες ρωτούσαν επίσης: «Εκανες τον σταυρό σου;» Αυτό μπορεί να μοιάζει σήμερα γραφικό, ωστόσο μεσολαβεί μια κρίσιμη διαφορά αν υπολογίσει κανείς ότι, εκείνη την εποχή, η Θεότητα (υπαρκτή ή όχι δεν το εξετάζω εδώ), ως Αλλος ή Τριτεγγυητής, ήταν πιστευτή και παρούσα, ενώ τώρα η μάθηση προσφέρεται εξ αρχής σαν το έρμαιο ενός ρόλου, όπως εξάλλου τα «ιδανικά», τα «οράματα», ο επαγγελματικός προσανατολισμός, οι κομματικές ταυτότητες, οι θεσμοί και τα διπλώματα ξένων γλωσσών. Αυτός ο οξύς και κάπως αισχρός διχασμός ανάμεσα σε Είναι και Φαίνεσθαι, αυτός ο βαθμός μηδέν της μεταφυσικής αναφοράς που ενοποιούσε τα δύο, κάνει τα παιδιά να μαραίνονται και να κοιμούνται όρθια ή να εξεγείρονται μέσα σε μια νεφελώδη έκρηξη ασαφών διεκδικήσεων. Εντούτοις, ενυπάρχει στη στάση της πλειονότητας των παιδιών, ακόμη και των πιο φτωχών σε αντισώματα, κάτι βαθύτερο, που αντιπολιτεύεται την ενοχοποίηση της κριτικής σκέψης πεισματικά· υπάρχει μια μη εντοπίσιμη αλλά ζωντανή ρίζα, ένα ελατήριο υγιούς αντίστασης στις πληκτικές ευκολίες των ανταλλαγών με τον «ορθολογικό» κόσμο, την οποία διατηρούν κατά το δυνατόν σε ύφεση προκειμένου να συμμορφώνονται καθημερινά με τους κανόνες της εκπαίδευσης και του καταναλωτικού προστάγματος, της τηλεόρασης, του διαφημιστικού οχετού κι εκείνης της συλλογικής παραίσθησης συντροφικότητας που αναπτύσσεται στα chat-rooms ή οπουδήποτε αλλού οι άνθρωποι συνυπάρχουν δίχως να συναντιούνται. Και να γιατί στο facebook μπορείς να έχεις 450 φίλους: διότι δεν υσφίσταται πλέον φιλία. Είναι το ίδιο αυτό που έλκει την προσοχή τους (κι ας μην το ομολογούν) στο γεγονός πως όσο πιο απομακρυσμένοι αισθάνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, σε ψυχικό επίπεδο, τόσο πληθαίνουν τα συνθήματα των ποικίλων μέσων συγκοινωνίας και «επικοινωνίας», για το καθένα απ' τα οποία οι αρμόδιοι ορκίζονται, κατ' ευφημισμόν, ότι ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ, χωρίς ποτέ να επιτρέπουν σε κάποιον να ρωτήσει πώς έγινε και φτάσαμε να απέχουμε τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον. Πρόσφατα το υιοθέτησε και ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος· παρ' όλ' αυτά, η ψευδαισθησιακή εγγύτητα που εξασφαλίζουν οι υπερταχείες και τα ψηφιακά δίκτυα δεν εμποδίζουν τους νέους των 17 χρόνων να παρατηρήσουν ότι όσο ταχύτερα κινείται η πληροφορία (του ανθρώπου περιλαμβανομένου· ο άνθρωπος τείνει σήμερα να ταξιδεύει ως ένα σύνολο βιολογικών και οικονομικών πληροφοριών) τόσο πιο αβαθής αποδεικνύεται. Ιδού ποιο είναι το μυστικό του συστήματος, μυστικό ολοφάνερο -διαφορετικά, δηλαδή αν η πληροφορία ήταν ουσιαστική, το βάθος της, το «βίδωμά» της στον εφήμερο χρόνο ως ζωντανό, παλλόμενο υπέδαφος της εμπειρίας, θα αποτελούσε τροχοπέδη στη διακίνησή της. Εν ολίγοις, το μυστικό συνιστά την έννοια του αντεστραμμένου ειδώλου, για την οποία έχω συχνά μιλήσει στο παρελθόν (λ.χ. με αφορμή την εκσυγχρονιστική φιλοσοφική επέλαση του Στέλιου Ράμφου προς Δυσμάς) και της οποίας το τρέχον παράδειγμα είναι και πάλι ανάγλυφο: η παλαιά, γονιμοποιός όσο και τυραννική διαπροσωπική τριβή των ανθρώπινων μονάδων, ακόμη και αντίπαλων ή εχθρών, έχει χαθεί και στη θέση της αναδύεται η παραίσθηση μιας γειτνίασης που σου επιτρέπει να μιλάς με κάποιον στη Μελβούρνη ή στο Τόκιο, βλέποντας συνάμα το πρόσωπό του στην οθόνη του λάπτοπ. Το τι θα μπορούσατε όμως να συζητάτε είναι άλλο ζήτημα, πλαγίως αλληλένδετο με τη μετάλλαξη των προσώπων σε «faces». Of the year ή όχι, το ίδιο κάνει. «Διάβασες;» «Εφαγες;» Έτσι, η ζωή για τους εφήβους καταλήγει απλοϊκή και εξωπραγματικά γρήγορη, ανούσια και εξατομικευμένη στο έπακρο· καταλήγει απατηλά φαντασμαγορική και δίχως περιθώριο για τύψεις ή συμπόνια. Αυτό που διδάσκει το Σύστημα στα παιδιά είναι να επιδιώκουν την επίσπευση όλων όσα επίκεινται, άρα και των συντάξιμων ετών και του θανάτου -η πιο αλλόκοτη ψυχεδέλεια. Τα εκπαιδεύουμε στην απέχθεια για το ράθυμο ύφος της πηγαίας ζωής και σε μια ολόκληρη ποικιλία τρόπων να παραμελούν το πένθος (την κατανόηση και τον αποχαιρετισμό) του νοήματος της κάθε ξεχωριστής στιγμής. Τους μαθαίνουμε στο να προεξοφλούν το μέλλον σαν επιταγή -εγγυήσεις για κεφάλαιο κίνησης. ΖΗΣΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΡΑ! Και «Τι ομάδα αίματος είσαι;» «Μηδέν θετικό» «Εμένα μ' αρέσει να τρώω μπισκότα στο κρεβάτι...» «Wow!» «Τη βρίσκεις με σωληνάρια κόλλας;» «Ναι, αμέ!» Το παιγνίδι της γνώσης παίζεται με όρους νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου. Το σεξ προαναγγέλλεται από την επαφή δύο γυμνών καλωδίων. «Σου μυρίζει καμένο;» Η εξομολόγηση δεν σκοντάφτει πια στα ντροπαλά εμπόδια της φαντασίας και στα δίχτυα του δέους απέναντι στην αλήθεια ή στη σχεδόν υπνωτιστική αδεξιότητα της διασταύρωσης των βλεμμάτων ή στη δημιουργική διαφωνία των προτιμήσεων, αλλά σε κάτι που το βάφτισαν «σεβασμό των προσωπικών δεδομένων». Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα έπαψαν να 'ναι τέτοια, τα προσωπικά δεδομένα χαλάνε κόσμο. http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=71678052 http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=56868836 http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=91997956 <-- you are here http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=1050068 http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=70337764 Title: Re: Άρθρα Post by: bjork on March 24, 2009, 01:52:50 am λέει λέει λέει λέει κι αφήνει τις καλές ιδέες που έχει να πλέουν σε μια θάλασσα γλαφυρότητας
πάντως τα τραγικοποιεί υπερβολικά, νταξ, χαλάρωσε Title: Re: Άρθρα Post by: Ex_Mechanus on June 12, 2009, 15:50:29 pm ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Μη στειρώνετε τα ζώα Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ Με οδηγό τη λέξη «σκύλος» ξαναχαράζουμε το μονοπάτι μιας ανάμνησης που απολήγει στα περίφημα φωτεινά λογότυπα της παραλιακής ευθείας, στην Κέρκυρα, στις αρχές της δεκαετίας του '80 -την «Bora Bora», την «Κουκουβάγια» και τα υπόλοιπα. Οι νεοφώτιστοι αποκαλούσαν αυτά τα πολυσύχναστα, φουτουριστικά πρατήρια «ντισκοτέκ»· είχαν ξεφυτρώσει όλα μαζί σαν χαβανέζικες οάσεις, με ψεύτικους φοίνικες και χωροταξική πρόβλεψη για πισίνες κάτω από πίδακες φωτορυθμικών που έμοιαζαν, την εποχή εκείνη, καταιγιστικά και αεικίνητα, πολύ κοντά στην εικόνα της ευφορικής σύγχυσης που προκαλούσε το κύμα των αλλαγών. Με δυο λέξεις, η εποχή έσπευδε να αποχαιρετήσει την αγοραία κι ωστόσο ζωτική φιλοσοφία μιας επαρχίας που τρεφόταν για χιλιετίες με αμνοερίφια, ενώ πλέον ονειρευόταν τον εαυτό της σαν έναν κρίκο στην αλυσίδα των Goody's. Σε λίγο, θα αποχαιρετούσε και τις θύελλες των μεταπολιτευτικών συζητήσεων αναφορικά με την αμφίβολη φυσιογνωμία της ΕΣΣΔ, που είχαν αναστατώσει τα μπαρ και τα φοιτητικά καφενεία. Οι κυνικοί στέκονταν προ των πυλών. Ο κυνισμός ήταν κάποτε μια έννοια στενά συνδεδεμένη με φιλοσόφους που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ως έμβλημά τους τον σκύλο· σήμερα, ο όρος συνόψιζε τον επίλογο της επιταχυνόμενης έκπτωσης των σημασιών, ενισχύοντας την υποψία ότι, στο εξής, οι σημασίες θα σαρώνονταν με τις σκούπες των τηλεοπτικών συνεργείων. Ηδη προ τριακονταετίας και καθώς η τηλεόραση ανήγγειλλε τη χρεοκοπία της μεταφυσικής μας ευαισθησίας σε όλα τα μέτωπα, κατάντησε να δηλώνει την ωμή αποστασιοποίηση ακόμη και απ' τις πιο βαρύνουσες αποκλίσεις της ψυχικής πλάστιγγας, εις όφελος μιας στυγνής, αρπακτικής και δίχως ενδοιασμούς προσήλωσης στο γυμνό υλικό συμφέρον. Το ότι ο κυνισμός αντιπροσώπευε, στην ελληνική αρχαιότητα, την αντεπίθεση της εμπειρίας στην απόλυτη γνώση που υποτίθεται ότι προσέφερε η χρήση της γλώσσας, δεν εξηγεί τίποτα αν δεν λάβουμε υπ' όψιν πως, εν προκειμένω, η εμπειρία ήταν πρωτίστως εμπειρία εξυπνάδας, φιλαλήθειας και συμπόνιας. Αυτά χάθηκαν. Ετσι, ο κυνισμός, αφού σίγησε για αιώνες και αφού πέρασε απ' τη φάση των λογοπαιγνίων του κομψευόμενου άγγλου ευγενή, όπου εξακολούθησε να αμύνεται, έστω μ' αυτή την εξεζητημένη στρατηγική, υπέρ της δυνατότητας να ζήσουμε χωρίς τις αιματοχυσίες που χρεώνονταν στο θυμικό, συγχωνεύθηκε με την ευτέλεια των αξιών και οι κυνικοί σαρκάζουν πια, χονδροειδώς, την ίδια τη σκέψη ως ανάχωμα στην αδηφάγο επέλαση κατά του πλησίον. Σ' αυτή την ενδιάμεση, «βρετανική» περίοδο, τους άκουγες να χτυπούν με λεπτότητα τη γλώσσα στον ουρανίσκο, να παίζουν πιάνο ή να λογομαχούν με συλλέκτες γραμματοσήμων και βοτανολόγους που λάτρευαν τον Δαρβίνο. Τώρα, μας φτύνουν. Εχοντας σμιλέψει περίτεχνα το χαριτολόγημα, έχοντας τιμήσει την έμφυτη απέχθεια προς ό,τι δεν συνιστά υπαινιγμό, έχοντας ασκήσει κριτική στις μεγάλες ιδεολογίες, έχοντας υπηρετήσει μιαν άκρως απαισιόδοξη σχολή διαλεκτικής και έχοντας γίνει ένα με τη συνείδηση της ματαιότητας των πραγμάτων, παραδόθηκαν τελικά στη γοητεία του τεχνολογικού πεπρωμένου που εγκαινίασε η βιομηχανική επανάσταση για να φτάσουν στις σημερινές άγαρμπες μανούβρες του χυδαίου χοντρεμπορίου με 29 άτοκες δόσεις και στις χολιγουντιανές αναπαραστάσεις της Σταύρωσης. Αν ο Διογένης ο κυνικός είχε στόχο του να προστατεύσει τη δυσπιστία προς την αμιγώς θεωρητική γνώση, αν προσπαθούσε να διαψεύσει την ελπίδα της τελικής επίλυσης του ζητήματος της ευτυχίας διά του λόγου και μόνον, ώστε να στρέψει την προσοχή των ανθρώπων στην έμπρακτη, χαροποιό άσκηση της ανιδιοτέλειας, ο σύγχρονος κυνικός είναι αναφανδόν διατεθειμένος να υποστηρίξει την απόδοση τιμών αρχηγού κράτους στη Μις Πελοπόννησος, εφόσον τάχα αυτό ευνοεί τη χρηματοδότηση ορφανοτροφείων, μείον το 12% του μεσάζοντα. Με τη σειρά της, η Μις Πελοπόννησος θα εκλεγεί αντιπρόσωπος του λαού και θα φέρει στη Βουλή το νέο Νομοσχέδιο για τα καλσόν, δίχως αυτό να παραξενέψει κανέναν. Μια φορά κι έναν καιρό, οι κυνικοί φιλόσοφοι, όπως οι σοφιστές, ας πούμε ή οι δάσκαλοι του ζεν, ήταν μανούλες στο να σατιρίζουν την πομπώδη αυτοπεποίθηση της ρητορικής ως αποκλειστικής αξιόπιστης εικόνας του κόσμου· τώρα γίνονται νεκροθάφτες κάθε πνευματικής φιλοδοξίας που ζητάει την αρωγή αναχρονισμών όπως η ψυχή και η συναισθηματική θέρμη. Αν οι αρχαίοι κυνικοί υπήρξαν οπαδοί του σκεπτικισμού απέναντι στην παντοδυναμία των γλωσσικών συμβόλων, οι σημερινοί εκμεταλλεύονται την εντύπωση ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο καθένας που αγνοεί τα σύμβολα μοιάζει από πάνω και χαριτωμένος. Εν ολίγοις, αυτοί εδώ οι κυνικοί του μεταμοντέρνου κόσμου, γελοιογραφία των παλιών, είναι πολέμιοι, με το αζημίωτο, όλων των συμβόλων ανεξαιρέτως, γλωσσικών και μη. Προλαβαίνουν επομένως και τις εξελίξεις στο Facebook. Η εποχή προσχώρησε λοιπόν στον κυνισμό επειδή το σύστημα των συμβόλων είχε αρχίσει να κατεδαφίζεται. Μεταλλαγμένος μ' αυτόν τον τρόπο, ο κυνικός, ας το τονίσουμε, δεν θα απείχε, ούτε καν ως προς την εικόνα του, απ' τη ζωώδη αυτοεγκατάλειψη του νεκρού παχύδερμου στις μύγες, αν δεν αντλούσε τη φτηνή του αίγλη απ' την καταναλωτική αναπαραγωγή μιας απαστράπτουσας μηδαμινότητας, απαραίτητης όσο και οι πούλιες για την πουτάνα. Ομως τέτοια θέλγητρα δεν αρκούν ώστε να παρηγορηθεί ο βαριά τραυματισμένος αυτοσεβασμός της κοινότητας που τους φιλοξενεί, ενώ συνάμα η διάλυση των παλαιών, παραδοσιακών αστικών ψευδαισθήσεων της ατάραχης, αφ' υψηλού εμπειρογνωμοσύνης που συντηρούσε ο κυνισμός των Λόρδων, μας άφησε εκτεθειμένους στην εκφυλιστική επιρροή όλων εκείνων που ονομάζουν πρόοδο το να μην έχεις γνώμη για τίποτα παρά μόνον για το πόσο θα κόστιζε το ανθρώπινο κρέας υπό μορφήν κιμά. Εκτοτε, στην τηλεόραση, ο κιμάς κόβεται πάντοτε μπροστά στον πελάτη. Δεν φταίνε, άρα, οι καημένοι οι σκύλοι αν ο κυνισμός έγινε αντικείμενο σφετερισμού απ' όλες εκείνες τις επιθετικές, τις ληστρικές και αφασικές, τις τυφλές και εξαγριωμένες μάζες των νεόπλουτων που οδηγούν πελώρια τζιπ και τρώνε στα καλά εστιατόρια της Μυκόνου. Αυτοί επισκέπτονται τα σκυλάδικα για την οριστική αποενοχοποίησή τους, υιοθετώντας εκεί μορφές ακραίου εξευτελισμού εν είδει τιμωρίας για τις ασχημίες που τους υπαγορεύει, αναπόφευκτα, η απεμπόληση κάθε λογής αλτρουιστικής συνείδησης. Και θα μπορούσε κανείς να τους ζηλεύει (τους κυνικούς, όχι τους σκύλους) γι' αυτό το ενστικτώδες πήδημα στο κενό, αφού θα τους αναγνώριζε ενδεχομένως τον ηρωισμό μιας ακρότητας, κάτι σαν υγιή παλινδρόμηση στις δυνάμεις του σπηλαίου, ένα άγριο θέατρο όπου αναδύονται αλυσοδεμένες, διονυσιακές υπάρξεις του ασυνείδητου και παίζουν, τελετουργικά, με την εκτόνωση και την οργή. Εντούτοις, αυτή η βαθιά πραγματικότητα του ξεσπάσματος έχει εξασθενήσει με τη σειρά της κι η ενοχή καταλήγει σε υστερικούς χορούς της κοιλιάς πάνω στα τραπέζια, θρασύδειλες επιδείξεις πλούτου και ταπεινωτικές διαταγές προς τα γκαρσόνια. Οι φωτιές δεν καίνε. Ο θόρυβος στερείται την αίσθηση του αυθεντικού θανάτου, η αμαρτία είναι πολύ περιποιημένη στην εμφάνιση και τα ποτά έχουν παρασκευαστεί λαθραία με βάση το ξυλόπνευμα, ώστε να δίνουν χρώμα στον εμετό της επομένης, όταν ο οργανισμός αποβάλλει τις μυρωδιές της δυστυχίας και του στομαχικού έλκους μ' έναν σπασμό αθέλητης ειλικρίνειας. Συνεπώς, ο κυνισμός που αναβιώνει στα σκυλάδικα και στα κλαμπ δεν εξωραΐζεται με τη σωτήρια επιείκεια του εαυτού προς το alter ego του, δηλαδή με τη βεβαιότητα ότι μπορεί να είσαι μεν ηθικά κατεστραμμένος, ή και μαλάκας, όμως πάνω στο κέφι ή πάνω στην τρέλα της στιγμής ή από καθαρή συμπάθεια έχεις κάνει μία τουλάχιστον φορά το καλό στον διπλανό σου κι αυτό εν μέρει σε σώζει -όχι, εδώ βασιλεύει η προστυχιά κι η ανεκδήλωτη κακία, καθώς και μια νωθρή επιθυμία λοβοτομής. Πρόκειται για έναν ολότελα νέο τύπο αυτοεγκατάλειψης, απρόσβλητο απ' τα κρυφά, τα νυχτερινά και υπόγεια ρεύματα της ντροπής για όσα απέκτησε ο άνθρωπος την ημέρα παραβιάζοντας τους κανόνες· είναι μια διαφθορά μοχθηρή και ύπουλη, που απαντάει στην ενοχή με την πώρωση και που σε διδάσκει ότι δεν πρέπει λέει να κοκκινίζεις αλλά μάλλον να διαλαλείς την έλλειψη εξάρτησης απ' όλες τις διακρίσεις καλού και κακού κι έτσι να εξασφαλίζεις συμμετοχή στις κληρώσεις και στους διαγωνισμούς για την ανάδειξη του άντρα της χρονιάς. Απεναντίας, οι σκύλοι, έξω απ' τα σκυλάδικα, στις αλάνες και στα οικόπεδα της εθνικής ή στο ερημικό λιμάνι του νησιού μου, υπό το φως του φεγγαριού, διατηρούν ακόμη μιαν αίσθηση του νοήματος της ζωής, και στο βλέμμα τους, οσονδήποτε άγριο, είναι φανερό ότι, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα ήξεραν πώς να δείξουν πόνο ή συγκίνηση, παράκληση, προσδοκία, ευγνωμοσύνη και υπομονή, μαζί και όλα τα μαραμένα παράπονα που εκπέμπονται απ' τον συγκλονισμό εκείνης της υγρής ματιάς, την οποία μερικά παιδιά συλλαμβάνουν με την ένταση μεταφυσικού νεύματος. Οι σκύλοι ουδέποτε πειράζουν αυτά τα συγκεκριμένα παιδιά. Κι έπειτα, ο αδέσποτος σκύλος, αυτός που οι Αρχές εξολοθρεύουν μαζικά πριν ανοίξουν οι οχετοί του glamour για τις Ολυμπιάδες ή τους κτηνώδεις εορτασμούς της Γιουροβίζιον, μας εμπνέουν αναπολήσεις του μελό, ανταύγειες της χρυσής εποχής του λυρισμού κάτω απ' τ' άστρα, τότε που οι τσιγγάνοι πηδούσαν τα κάγκελα για να κλέψουν κανένα δαχτυλίδι, οπότε προσφέρει και στην τέχνη, σαν τον ελέφαντα του κ. Κόινερ, για να το θέσουμε αλά Μπρεχτ. Οσο για το γεγονός ότι επιτίθεται πού και πού με φονικές διαθέσεις, οφείλεται στο ότι οσφρίζεται, στον αέρα, τη δόνηση της ανθρώπινης επιθετικότητας, αυτής που κολακευόμαστε να θεωρούμε δικαιολογημένο φόβο, ενώ δεν είναι παρά το άγχος μας μπροστά σε μιαν εκ γενετής αγαθή φύση, που την ταπεινώσαμε και τη μισούμε. Τέτοια υπήρξε, επί τροχάδην, η περιπέτεια του κυνισμού, καθώς διένυε τις τρεις ιστορικές του φάσεις: φιλοσοφία της ορθής ζωής, παιγνίδι των σαλονιών και ηλιθιότητα. Σήμερα, οι σκύλοι μάς δίνουν το μέτρο σύγκρισης, σημαδεύουν την αφετηρία απ' όπου απομακρυνθήκαμε για να κηδέψουμε τους θεούς μας δίχως τύψεις και κατόπιν να γίνουμε θεοί οι ίδιοι· επαναστάσεις επί επαναστάσεων με κατάληξη το νέο επαναστατικό σαμπουάν για 24ωρο κράτημα και ριζική καταπολέμηση της πιτυρίδας μάς κάνουν ήδη να νοσταλγούμε την εμπειρία του περιλαίμιου. Οι ποιητές επιμένουν να το φορούν και αυτοαποκαλούνται σκλάβοι του ελεύθερου στίχου. Οι νέοι προτιμούν το σκουλαρίκι των πειρατών. Οσο για μας τους πέντε, της παρέας, εκεί στην Κέρκυρα, επιστρέφαμε μια νύχτα με τα πόδια απ' τα πολυτελή σκυλάδικα της παραλίας, μεθυσμένοι, έχοντας καλύψει μιαν απόσταση δύο χιλιομέτρων, με τη θάλασσα να μας ακολουθεί στα αριστερά μας, εξαντλημένοι, φλυαρώντας και κάνοντας μάταια οτοστόπ, στρίβοντας πίσω το κεφάλι, στους προβολείς μιας λιτανείας αυτοκινήτων που κυλούσε σημειωτόν προς την πόλη. Μόλις έκλειναν τα μαγαζιά, γύρω στις 4 το πρωί και με το θάρρος που υποδαύλιζε το αλκοόλ, όσοι δεν είχαν δικά τους αυτοκίνητα συνήθιζαν να ορμούν στις κενές θέσεις που έμεναν διαθέσιμες σε αμάξια γνωστών ή αγνώστων και να βολεύονται για την πεντάλεπτη διαδρομή, ωστόσο εμείς, ίσως επειδή δεν θέλαμε να διασπάσουμε την ομάδα ή απλώς επειδή είχαμε βγει απ' το μαγαζί καθυστερημένοι και κατόπιν ατυχήσαμε στην απόπειρα να καταλάβουμε δι' εφόδου κάποιο απ' τα δυσεύρετα ταξί, θυμηθήκαμε το περπάτημα, τη γνώριμη τέχνη της παιδικής ηλικίας. Δεν είμαι σίγουρος για το πού πηγαίναμε, υπήρχαν όμως, στον χάρτη, ορισμένα μπαρ που έμεναν ανοιχτά, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, για τις ανάγκες όσων συνέχιζαν να διψούν μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Και ο ήλιος ανέτειλλε όντως κάθε φορά, σαν μια τελευταία μελαγχολική υπόσχεση για τις ηδονές του καλοκαιριού, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι ο καθένας μόνος του, ερωτοτροπώντας νοερά με αυτό που λείπει από τα εννέα δέκατα των αντρών ακόμη και όταν το έχουν δίπλα τους. Επιπλέον, με τόσο ποτό και νηστικοί, δεν μπορούσαμε να στηριχτούμε σε φυσικές αντοχές αλλά μόνον στην έξαψη των επικείμενων εξελίξεων, οπότε σέρναμε τα πόδια μας ή κουτσαίναμε και μ' αυτό τον ασυνάρτητο τρόπο της σχολικής εκδρομής διανύσαμε την άσφαλτο του καινούργιου, φαρδιού οδοστρώματος ανάμεσα στις αλυκές και στη συνοικία που οι ψαράδες κι οι αυτοδίδακτοι ναυπηγοί είχαν κάποτε ονομάσει Μαντούκι, και σιγά σιγά πλησιάζαμε στην είσοδο του λιμανιού, τρεκλίζοντας, με την αύρα να μας χτυπάει στο πρόσωπο, φέρνοντας μιαν οσμή απ' τον βούρκο της θάλασσας μαζί μ' εκείνη τη διφορούμενη μυρωδιά του πυρήνα της ελιάς κι ένα υπέροχο άρωμα καμένων χόρτων. Περάσαμε απέναντι απ' το σκυθρωπό εργοστάσιο του Ζαφυρόπουλου, περάσαμε πλάι απ' τις πινακίδες των τουριστικών γραφείων, σκοντάψαμε, καθήσαμε στο χώμα, σηκωθήκαμε, ήπιαμε απ' το μπουκάλι του τζιν που κρατούσα στο χέρι, ξανακάναμε απεγνωσμένα οτοστόπ σε Ι.Χ. και μηχανάκια, και το τελωνείο πλησίαζε μες απ' την ομίχλη της υγρασίας και είχε σταθεροποιηθεί μπροστά μας σε απόσταση 40 μέτρων, ενώ η πιάτσα των ταξί αποκαλύφθηκε αίφνης, σαν σε όραμα ή προβολή της ψυχικής μας κατάστασης, απογοητευτικά έρημη. Τότε, δεκαπέντε κεφάλια σκύλων, στο μισόφωτο, στράφηκαν προς το μέρος μας και μας κοίταξαν και τα κοιτάξαμε κι εμείς μ' ένα ανατρίχιασμα. Οι σκύλοι ήταν μαζεμένοι στο στέκι τους, κάτω απ' τον στύλο της ΔΕΗ, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι σε ποικίλες στάσεις και έμοιαζαν προς στιγμήν να κρατούν στα μουλωχτά την αναπνοή τους, διστάζοντας να αποφασίσουν αν θα άρχιζαν να γαβγίζουν ή θα μας αγνοούσαν. Ξαφνικά, μου φάνηκαν πολύ λιγότερο τρομαχτικοί απ' ό,τι έλεγε ο θρύλος της εγκληματικής τους προϊστορίας, εκεί στα σύνορα της πόλης, κι έκανα μερικά ανέμελα βήματα προς την απόκοσμη σύναξή τους και φαίνεται πως υπήρχε σ' αυτά τα βήματα ένας τόνος ανεξήγητης και κάπως ανόητης ή υπνοβατικής αποφασιστικότητας μάλλον, παρά τόλμης, αφού δεν είμαι διόλου, ούτε κατά φαντασίαν, ο τύπος του ήρωα· εντούτοις συνέχιζα να τους πλησιάζω ατάραχος ή αποβλακωμένος, διαλέξτε και πάρτε. Εκ των υστέρων δεν είναι και τόσο αστείο· ξέρετε, το λιοντάρι που λέγεται ότι προσπέρασε αδιάφορα τον δόκτορα Λίβινγκστον επειδή μόλις είχε δειπνήσει (το λιοντάρι, όχι ο γιατρός) ίσως να ήταν μια λογοτεχνική επινόηση των Κλασικών Εικονογραφημένων. Σήμερα, καθώς εξετάζω το αυτοκτονικό επεισόδιο μέσα απ' το πρίσμα μιας πείρας που δεν αφήνει περιθώρια για κομπασμούς, φαντάζει απίστευτο και ελάχιστα μπορεί να αποδοθεί στην τρέλα της ηλικίας, αν και δεν αποκλείεται να επρόκειτο απλώς και μόνον για μια παραισθησιογόνο πυράκτωση του νευρικού συστήματος απ' το αλκοόλ. Το πιθανότερο. Σε ανάλογες συγκυρίες είναι εντελώς περιττό ν' αρχίσεις να σκέφτεσαι φιλοσοφικές μπούρδες ή ότι είσαι ο Ορφέας με τη λύρα· για την ακρίβεια, είναι λάθος να σκεφτείς οτιδήποτε, διότι η σκέψη περιέχει αμφιβολία και το άγριο ζώο θα τη σχολιάσει αυστηρά με τα σαγόνια του: τουναντίον, πρέπει να κινηθείς με τον νου κενό από παραστάσεις, όπως κάνει λόγου χάριν ο ακροβάτης. «Η λέξη σκύλος δεν δαγκώνει» παρατήρησε ο Γουίλιαμ Τζέιμς, εντάξει, όμως ο σκύλος δαγκώνει μετά χαράς τις λέξεις που πάλλονται μέσα σου (και μαζί κομμάτια σάρκας) διότι αντιλαμβάνεται ότι είναι φορτισμένες αρνητικά. Μολονότι δεν ξέρει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η λέξη, στη σκηνή της γλωσσικής δραστηριότητας, αντιπροσωπεύει κάτι που έχει χαθεί (το σημαινόμενο), ο σκύλος δείχνει αυθόρμητα τα ούλα του. Αρα, ενδεχομένως, κάποιο βαθύτερο αρχέτυπο, εκτός υποκειμενικότητας, βάδιζε προς τους σκύλους αντί για μένα. Πλησίαζα τον κίνδυνο δι' αντιπροσώπου. Και πρέπει τότε να συνέβη ένα θαύμα, γιατί οι σκύλοι όχι μόνον δεν όρμησαν αλλά ήρθαν κοντά μου μυρίζοντας και κουνώντας τις ουρές τους. Ειδικά ο μεγαλύτερος, ένα γκρίζο θηρίο, αρκετά ψηλότερο απ' ό,τι ο γερμανικός ποιμενικός και οπωσδήποτε υποδεέστερης κομψότητας, με τραβούσε απ' το παντελόνι και ανακαλώ με παιδική συγκίνηση την αδέξια προθυμία του να με φλερτάρει. Κατά πάσαν πιθανότητα ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε επαφή με άνθρωπο και δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος με την ανταλλαγή χαδιών, σχεδόν χτυπούσε με το κεφάλι του τον μηρό μου γρυλίζοντας· υπήρχε μια αίσθηση πρωτόγονης, αταβιστικής αγάπης και μιας συμπάθειας ολοκληρωτικά ακαλλιέργητης και απότομης έως κωμικής, τόσο που φοβήθηκα μήπως τραπεί σε έχθρα. Σύντομα, τα υπόλοιπα τετράποδα έπαψαν να μου δίνουν σημασία και κάθησα ανάμεσά τους σταυροπόδι, απολαμβάνοντας τη νίκη μου, ενώ η δυσάρεστη μυρωδιά που ανέδιδε το τρίχωμά τους, όχι πιο μαλακό από μια βούρτσα πατώματος και γεμάτο τσιμπούρια, μου φάνηκε κάθε άλλο παρά αηδιαστική· η μυρωδιά με τύλιγε σαν μια ευχάριστη ηχώ όλων των ηθικών μιασμάτων της προσωπικής δυστυχίας μου, που απομακρύνονταν στο σκοτάδι, διωγμένα από ένα πνεύμα αναπάντεχης ψυχικής ευρωστίας. Αθελά μου, είχα πετύχει αυτό που ο σερ Φράνσις Μπέικον πρότεινε ως τη μοναδική μέθοδο για να νικήσεις τη φύση -τουτέστιν: να της παραδοθείς. Στο μεταξύ, τα μέλη της παραπαίουσας συντροφιάς είχαν μείνει σε απόσταση, μπροστά στην πελώρια πινακίδα μιας ναυτιλιακής εταιρείας, το θυμάμαι ακόμη, και παρακολουθούσαν εμβρόντητα, ή σαν χορός τραγωδίας, περιμένοντας να τιμωρηθώ για το θράσος μου· όμως εγώ βγήκα ζωντανός και τροπαιοφόρος και, είτε το πιστεύετε, είτε όχι, η αγέλη μάς συνόδεψε με βαριεστημένη αφοσίωση για 200 περίπου μέτρα, πριν διαλυθεί στην είσοδο της ανηφόρας που διχοτομεί μεγαλοπρεπώς την επιβλητική αρχιτεκτονική του Νέου Φρουρίου, κι εγώ κράτησα στη συναισθηματική μου μνήμη αυτό το συμβάν, ώστε να το αφηγηθώ απόψε, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αλληγορία για την επικοινωνία μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών. Ο σκύλος δεν ακούει παρά την καρδιά του, δηλαδή τη δική σου: τέτοια ήταν η ανεπίγνωστη, υπονοούμενη σημασία των μαγικών ηχογραφήσεων της His master's voice. Ο σκύλος είναι το αντίθετο του Παυλόφ. Αιωνία η μνήμη του Κανέλλου, του αγαθού σκύλου που φρουρούσε το Πολυτεχνείο και που πέθανε τον Ιούλιο, πριν από έντεκα μήνες! 7 - 31/05/2009 http://archive.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=28781700 |