Οι περιφρονητές του σώματος
"Σ' αυτούς που το σώμα περιφρονούν θέλω να πω δυο λόγια. Μήτε να πολυδιδαχτούν και μήτε να πολυδιδάξουν πρέπει - φτάνει μονάχα να πουν στο ίδιο τους το σώμα: χαίρε - και τότε θα βουβαθούν.
"Σώμα είμαι και ψυχή" - έτσι μιλάει το παιδί. Και γιατί δε θα 'πρεπε τάχα να μιλάει κανείς σαν τα παιδιά;
Όμως αυτός που ξύπνησε και βλέπει συνειδητά, λέει: Σώμα είμ' ολόκληρος και τίποτ' άλλο, κι είναι μια λέξη απλή η ψυχή, για κάτι που έχει σχέση με το σώμα.
Το σώμα είναι ένα μεγάλο λογικό, μια ποικιλία με μια μόνη αίσθηση, ένας πόλεμος και μια ειρήνη, ένα κοπάδι και ένας βοσκός.
Του σώματος σου όργανο είναι και η μικρή σου λογική, αδερφέ μου που "πνεύμα" την φωνάζεις, ένα μικρό όργανο κι ένα παιχνιδάκι του μεγάλου σου λογικού.
Λες "Εγώ" κι είσαι περήφανος γι' αυτή τη λέξη. Το πιο μεγάλο όμως - κι αυτό δεν θέλεις να το πιστέψεις - είναι το σώμα σου και το μεγάλο του λογικό: αυτό δε λεέι "Εγώ", αυτό δρα σαν "Εγώ". 'Ο,τι οι αισθήσεις νιώθουν κι ό,τι το πνεύμα αναγνωρίζει, αυτό δεν αποτελεί τον τελικό σκοπό. Όμως οι αισθήσεις και το πνεύμα πασχίζουν να σε πείσουν ότι αυτό είναι ο σκοπός του παντός: πόσο ματαιόδοξα είναι!
Αισθήσεις και πνεύμα, είν' όργανα και παιχνιδάκια. Πίσω τους κρύβεται ο "εαυτός". Ο "εαυτός" ερευνάει ακόμα, με τα μάτια των αισθήσεων κι ακούει με τ' αυτία του πνεύματος.
Ολοένα ακούει ο "εαυτός" και ψαχουλεύει, ζυγιάζει, εκβιάζει, κατακτάει, ρημάζει. Κυριαρχεί κι είναι όμοια του "Εγώ" κυριάρχος.
Πίσω από τους στοχασμούς και τα αισθήματα σου, αδερφέ μου, σηκώνεται ένα πιο τρανός αφέντης, ένας άγνωστος σοφός - αυτός ονομάζεται "εαυτός". Κατοικεί το κορμί σου, είναι το ίδιο το κορμί σου.
Και βρίσκεται πιο πολύ λογικό μέσα στο κορμί σου, παρά μέσα στη σπουδαιότερη σοφία σου. Και ποιός ξέρει τάχα γιατί έχει ανάγκη το κορμί σου τη μεγαλύτερη σοφία σου;
Ο "εαυτός" σου γελάει για το εγώ σου και για τα περήφανα πηδήματα του. "Τι είναι για μένα τούτα τα πηδήματα και τα φτερουγίσματα της σκέψης;" λέει μέσα του: "Ξεστρατίζει το σκοπό μου. Εγώ χειραγωγούμαι από το Εγώ και είμαι των ιδεών ο υποβολέας".
Ο Εαυτός προστάζει το Εγώ: "νιώσε πόνο!" Κι αυτό πονάει και στοχάζεται να μην πονάει πια - κι είν' αυτό ακριβώς που
πρέπει να στοχάζεται.
Ο Εαυτός προστάζει το Εγώ: "νιώσε χαρά!" Κι αυτό χαίρεται και στοχάζεται, πώς να χαίρεται πιο πολύ - κι αυτό ακριβώς
πρέπει να στοχάζεται.
Στους περιφρονητές του κορμιού θέλω να πω δυο λόγια: Τιμή σ' αυτόυς που περιφρονούν. Τι δημιούργησε όμως την εκτίμηση και την περιφρόνηση, την αξία και την θέληση;
Ο δημιουργός Εαυτός, δημιούργησε για λογαριασμό του, εκτίμηση και περιφρόνηση, δημιούργησε χαρά και πόνο. Το δημιουργό σώμα, δημιούργησε το πνεύμα, σάμπως χέρι της θέλησής του.
Ακόμα και στη βλακεία σας και στην περιφρόνηση σας, τον Εαυτό σας υπηρετείτε, περιφρονητές του κορμιού. Σας το λέω: Κι ο Εαυτός σας ακόμα θέλει να πεθάνει και ξεμακραίνει από τη ζωή!
Δε μπορεί πια να κάνει αυτό που πολύ θέλει: παραπάνω από τον εαυτό του να δημιουργήσει. Αυτό θέλει πιο πολύ, αυτός είναι ο πόθος του ολάκερος.
Όμως πολύ αργά του είναι κιόλας για κάτι τέτοιο: - κι έτσι ποθεί να δώσει ο εαυτός σας, ω καταφρονητές του κορμιού! Γιατί δε μπορείτε πια να δημιουργήσετε τίποτα πιο πάνω από ον εαυτό σας.
Και τούτος είναι ο λόγος που αγανακτείτε εναντίον του κορμιού και της γης.
Ένας φθόνος ασυνείδητος κρύβεται στη λοξή ματιά της καταφρόνησης σας.
Δεν παίρνω το δρόμο σας, ω καταφρονητές του κορμιού!
Δεν είστε για μένα γέφυρα για τον Υπεράνθρωπο!"
Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας.
Οι ιερείς
Μια μέρα ο Ζαρατούστρας μίλησε στους μαθητές του με τούτη τη παραβολή: "Να οι ιερείς, είναι εχθροί μου, όμως διαβείτε μπροστά τους με το σπαθί στο θηκάρι του. Ακόμα, ανάμεσα τους βρίσκονται ήρωες! Πολλοί απ' αυτόυς τυραννιόνται σκληρά, γι' αυτό θέλουν να τυραννάν τους άλλους. Είναι επικίνδυνοι εχθροί: δεν είναι τίποτα τόσο φιλέκδικο όσο η ταπεινοφροσύνη τους. Κι εύκολα λερώνεται όποιος την αγγίξει. Το αίμα μας όμως συγγενεύει με το δικό τους και θέλω το δικό μου να τιμάται και στο δικό τους αίμα μέσα ακόμα."
Κι όταν αυτοί διαβήκαν ο Ζαρατούστρας έπεσε σε θλίψη και δεν είχε πολλή ώρα να πολεμήσει με τις θλίψεις του.
"Αυτοί οι ιερείς μου προκαλούν συμπόνια. Και να τους συμπαθήσω δε βολεί. 'Ομως αυτό για μένα είναι το πιο λίγο, απ' όταν βρίσκομαι, μαζί με τους ανθρώπους.
Βασανίζομαι όμως και βασανίστηκα μαζί τους: Αιχμάλωτος για μένα είναι και σημαδεμένος, εκείνος που Σωτήρα τον ονομάζουν, τους έριξε στα δεσμά: Σε αξίες να τους δένουν ψεύτικες και πλάνα λόγια! Αχ, να βρισκόταν κάποιος να τους σώσει απ' το Σωτήρα τους!
Σ' ένα νησί θαρρούσαν πως πάτησαν όταν η θάλασσα τους ξέβρασε. Κοιτάχτε όμως, ένα τέρας κοιμισμένο ήταν στο νησί.
Αξίες ψεύτικες, λόγια πανούργα: να, ποια είναι τα τρομερότερα τέρατα για τους θνητούς, - πολύ καιρό λουφάζει και καρτεράει το πεπρωμένο, μέσα τους. Όμως στο τέλος, έρχεται μια μέρα, που ξυπνάει και σπαράζει και στραγγαλίζει, όσους απάνω του τα καλύβια τους έχουν στήσει.
Κοιτάχτε λοιπόν αυτά τα καλύβια που φτιάξαν ετούτοι οι ιερείς!
Εκκλησίες ονομάζουν τις γλυκομύριστες σπηλίες τους.
Ω, αυτό το φως, το απατηλό, αυτός ο ασφυκτικός αγέρας! Εδώ, δεν το μπορεί η ψυχή, στο ύψος της απάνω να πετάξει!
Γιατί η πίστη τους προστάζει: "με τα γόνατα ανεβείτε τα σκαλιά αμαρτωλόι."
Στ'αλήθεια, πιο καλά ν' αντικρίζω τα μάτια τα ξετσίπωτα, παρά τ' αλλοπαρμένα μάτια της ντροπής και της ευλάβειάς τους.
Ποιός δημιούργησε λοιπόν, τέτοιες σπηλιές και σκάλες μετανοίας; Μήπως δεν ήταν εκείνοι που πάσχιζαν να κρυφτούν, κι όλο ντρεπόντουσαν τον καθσρό ουρανό;"
Μονάχα όταν, ο ουρανός ο λαγαρός τις ραγισμένες στέγες σκίσει και ιδεί τα χόρτα και τ' αφιόνια τ' άλλα, πως θρασομανάν στων τοίχων τα ρημάδια, θα στρέψω πάλι, την καρδιά μου, κατα τους οίκους του Θεού.
Είπαν Θεό ό,τι τους εναντιώθηκε και τους έκανε να πονέσουν. Κι αλήθεια υπάρχει στην λατρεία τους πολύς ηρωισμός.
Και δε βρήκαν, άλλο τρόπο ν' αγαπήσουν το Θεό, παρά τον άνθρωπο να τον καρφώσουν απάνω στον σταυρό.
Σάμπως πτώματα συλλογίστηκαν να ζήσουν. Τα πτώματα τους μέσα στα μαύρα περιτύλιξαν. Ακόμα και στα λόγια τους, τη φρικαλέα οσφραίνονται μπόχα των νεκρικών θαλάμων.
Κι όποιος κοντά τους ζει, είναι σάμπως να ζει σε μαύρους βάλτους πλάι, και απ' αυτούς ακούγεται να τραγουδάει η γλυκοπένθιμη μελαγχολία του θρήνου.
Καλύτερα τραγούδια, πρέπει να μου τραγουδάν, για να πιστέψω στο Σωτήρα τους: πρέπει οι μαθητές του να' ναι λυτρωμένοι.
Θα 'θελα να τους αντικρίσω γυμνούς: γιατί μονάχα η ομορφιά τη μετάνοια μπορεί να κηρύχνει. Μα ποιόν μπορεί να ξεγελάσει ετούτη η θλίψη η θεατρική;
Αληθινά και οι Σωτήρες τους ακόμα τη λευτεριά δεν έχουνε πατρίδα και τον έβδομο ουρανό της λευτεριάς! Αληθινά, δεν περπάτησαν ποτέ τους στους τάπητες της γνώσης!
Από χάσματα καμωμένο το πνεύμα τούτων των Σωτήρων. Και κάθε χάσμα το γιομίσαν με την πλάνη τους, την πλάνη, τον αντικαταστάτη των χασμάτων τους, που το ονόμασαν Θεό.
Στην ευσπλαχνία, ήταν το πνεύμα τους πνιγμένο, κι όταν φούσκωσαν και παραφούσκωσαν από ευσπλαχνία, μια πλάνη αρμένιζε τρανή, στην επιφάνεια ολοένα.
Σκουντάν με βιάση και φωνές το κοπάδι τους, προς το δικό τους το στρατί, σάματι, για το μέλλον δεν ανοίγεται, παρά μονάχα ένα στρατί.
Αλήθεια, ετούτοι εδώ οι ποιμένες, ήταν πρόβατα.
Πνεύματα ασήμαντα και φαρδιές ψυχές, ήταν ετούτοι οι ποιμένες. Όμως αδερφοί μου, τι ασήμαντες χώρες στάθηκαν ίσαμε τώρα, κι οι πιο φαρδίες ακόμα οι ψυχές!
Αιματηρά σημάδια χάραζαν στο διάβα τους, κι η τρέλα τους δασκάλεψε πως με το αίμα φαινερώνεται η αλήθεια.
Όμως το αίμα, είναι ο χειρότερος μάρτηρας της αλήθειας. Το αίμα φαρμακώνει και την πιο αγνή τη διδαχή. Και τρέλα της καρδιάς και μίσος την κάνει.
Κι όταν κανείς περνάει μέσα από τη φωτιά, για το χατίρι της διδαχής του, τι αποδείχνει μ΄αυτό; Κάτι άλλο, αλήθεια είναι από την ίδια της την πυρκαγία, να αναβρύζει η διδαχή τους.
Καρδιά φλεγόμενη και ψυχρό πνεύμα: όπου σμίγουν τα δυο γεννιέται ο ανεμοστρόβιλος που λέγεται Σωτήρας.
Υπήρξαν άνθρωποι και πιο μεγάλοι και πιο ευγενικοί απ' όσους ο λαός λεέι Σωτήρες: απ' τους παράφορους αυτούς ανεμοστρόβιλους.
Κι από ανθρώπους ακόμα μεγαλύτερους πολύ, απ' τους Σωτήρες, πρέπει να λυτρωθείτε, αδερφοί μου, αν θέλετε της λευτεριάς τον δρόμο να βρείτε.
Ποτέ κανείς ίσαμε τώρα, δεν ήταν Υπεράνθρωπος. Τους είδα και τους δυο γυμνούς: τον πιο μεγάλο και τον πιο μικρό άνθρωπο:
Μοιάζουν πολύ ακόμα μεταξύ τους. Αλήθεια, βρήκα και τον πιο μεγάλο άνθρωπο - τον πάρα πολύ ανθρώπινο!"
Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας