THMMY.gr

Χαλαρή συζήτηση - κουβεντούλα => Μουσική => Topic started by: Cyberkat on February 12, 2006, 20:51:18 pm



Title: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: Cyberkat on February 12, 2006, 20:51:18 pm
ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Χατζιδάκις και ζεϊμπέκικο

Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Το 1949, ο Χατζιδάκις συνέλαβε την ιδέα μιας ρωμαλέας διάλεξης με θέμα το ρεμπέτικο και με την πρόθεση να εκθειάσει τις δραματικές αρετές ενός είδους που, εκείνα τα χρόνια, πολύ απείχε απ' το να θεωρείται νόμιμο αγαθό του πολιτισμού. Τελικά, η ομιλία εκείνη, που δόθηκε στο Θέατρο Τέχνης1, πέρασε στην ιστορία σαν μια σημαδιακή χειρονομία, η οποία επηρέασε δραστικά την έκβαση της μάχης στο εσωτερικό του ελληνικού μουσικού σύμπαντος. Σήμερα, ο θρύλος της διάλεξης έρχεται συχνά στα χείλη των ειδικών με μια δόση νοσταλγίας για την αναζωογονητική ένταση των καιρών όπου τέτοιες επαναστάσεις ήταν ακόμη εφικτές.

Εγώ βλέπω το ζήτημα διαφορετικά. Ο Χατζιδάκις μού είπε κάποτε πως, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, οι μουσικοκριτικοί βεβαίωναν το κοινό τους ότι έγραφε (αυτός, ο Χατζιδάκις) «μουσική για ταβέρνες». Κι εγώ τον πείραξα ρωτώντας: «Εσύ δεν έλεγες ότι η μουσική είναι ενιαία;» Μ' άλλα λόγια, του θύμισα ότι δεν θα έπρεπε να τον ενοχλεί η μομφή περί ταβερνών, εφόσον δηλαδή επρόκειτο για μια καλή μουσική, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η καλύτερη, για να μην πούμε αριστουργηματική. Εξάλλου, το να τρώει κανείς έξω, πού και πού, μου φαινόταν σαν μια λύση όχι ολότελα απάνθρωπη. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις δειπνούσε κάθε βράδυ σε ταβέρνες, στο Παγκράτι, με το πάσο του, και το ευχαριστιόταν.

Επομένως, μπορεί η διάλεξη να συνεισέφερε στη συμβολική νομιμοποίηση του ρεμπέτικου, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις ταβέρνες. Αυτή η αστοχία, αν μου επιτρέπεται η παρατήρηση, δείχνει τον διχασμό μας, τη ρήξη ανάμεσα στη συνείδηση και τη συμπεριφορά, που είναι με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο παρούσα σε όλα τα ξεπετάγματα της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και που, παράλληλα, καταγράφεται σαν η πιο θεαματική παρενέργεια της οριακής γεωγραφικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας. Αντίθετα, μερικά αναστήματα όπως εκείνο του Καζαντζίδη ήταν εκ γενετής σε θέση να νομιμοποιούν ακαριαία τις ταβέρνες και τα κάθε είδους κωλομάγαζα, επειδή η δυναμική της φωνής τους, έστω μέσω τζουκ μποξ, ουδετεροποιούσε την ποιότητα του χώρου μέχρις εκμηδενίσεως. Οντως, η ψυχική υγεία ορισμένων λαϊκών τραγουδιστών έμοιαζε να σου λέει ότι, κοίτα, έτσι έχουν τα πράγματα: δηλαδή οι άγγελοι ψηλά στον ουρανό, οι πεθαμένοι κάτω από τη γη και οι ταβέρνες εδώ, στη μέση. Σήμερα, που η λέξη «ταβέρνα», όπως όλες οι λέξεις, έπαψε να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο, είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμήσουμε τη σχεδόν ενορατική σύλληψη αυτής της ιεράρχησης.

Ο Χατζιδάκις είχε το θάρρος να συνδέσει το ρεμπέτικο με το βυζαντινό μέλος, δηλαδή με την εκκλησιαστική μουσική παράδοση της Ανατολής, που θα πει ότι είχε το θάρρος του κοινού νοός, σπάνιο στην Ελλάδα. Συνέδεσε επίσης τη ρεμπέτικη κληρονομιά με το δημοτικό μας τραγούδι, μολονότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον ο ίδιος, σαν αθηναίος αστός με δυτική παιδεία, συμμετείχε στον συγκινησιακό προσανατολισμό που κατά κανόνα προϋποτίθεται για να απολαύσει κανείς τα ηπειρώτικα μοιρολόγια ανεπιφύλακτα και σε βάθος. Ακόμη και η εξωστρέφεια της νησιώτικης Ανατολής δεν ήταν γι' αυτόν ό,τι καλύτερο και θυμάμαι πόσο ταλαιπωρηθήκαμε μια μέρα, χωρίς αποτέλεσμα, ο Γιώργος Θεοφανόπουλος και εγώ, θέλοντας να τον πείσουμε ότι τραγούδια όπως το Μέσ' στου Αιγαίου τα νερά περικλείουν μια μελωδική γραμμή ανεπανάληπτης ομορφιάς, στην κυριολεξία συγκλονιστικής, χώρια που τα λικνίσματά της, διόλου επιπόλαια, αναπαριστούσαν το δαντελωτό περίγραμμα των ακτών του νησιωτικού μας συμπλέγματος πιο πιστά κι από χάρτη του Ναυτικού. Απλώς δεν το αντιλαμβανόταν.

Τα γράφω αυτά ώστε να στηρίξω την υπόθεση ότι η εκφώνηση εκείνης της διάλεξης για το ρεμπέτικο, εκτός από την ηρωική της όψη, αφού ήταν σίγουρα κάτι περισσότερο από πυροτέχνημα, διατηρούσε μια πλευρά, ας πούμε, απατηλή. Φυσικά, ο Χατζιδάκις, ένας ιδιοφυής ευρωπαίος μουσικός χωρίς προκαταλήψεις, μπορούσε να διαγνώσει αμέσως τις φλεγμονές όπου ρίζωναν τα συμπτώματα της εθνικής μικροαστικής ενοχής μας και να τις καυτηριάσει με επιμονή. Ηξερε ότι στο ρεμπέτικο ενυπήρχε κάτι από την ιερότητα των αρχαίων ανατολίτικων ιεροτελεστιών του ανδρισμού και της μεγαλοπρεπούς μελαγχολίας που παραχωρείται στους χαμένους της ζωής σαν έσχατη αποζημίωση για το βάσανό τους, το οποίο ήταν η αποχή από τη λαγνεία. Καταλάβαινε πως το ρεμπέτικο, μολονότι εμψυχωνόταν απ' τα συναισθηματικά σχήματα της μεσογειακής Ανατολής, δίδασκε στο σώμα μια στάση βουβής και εμπιστευτικής πνευματικότητας, εξ ου και απαγορευόταν στα σαλόνια. Και διαισθανόταν ότι, στα κατώγια όπου κάποτε οι σκληροί κάπνιζαν ναργιλέ ενώ άλλοι, σκληρότεροι, χόρευαν μπροστά τους ζεϊμπέκικο, είχαν σημειωθεί δονήσεις ανέκφραστης αγωνίας που το πνεύμα τους αποτυπώθηκε σε ρυθμό 9/8, έναν ρυθμό του οποίου το θαύμα εντοπιζόταν ακριβώς σ' αυτό το ένατο όγδοο που περίσσευε.

Ομως απέτυχε στο να διαβλέψει πως η χάρη αυτών των κινήσεων τροφοδοτείτο εξαρχής από το ότι ήταν κατάλληλες αποκλειστικά για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όπου περιφερόταν, ελεύθερη και συνάμα αλυσοδεμένη, μια αόριστη ιδέα παρανομίας, το ψυχικό ίχνος μιας ανυποχώρητης αντίστασης σε όλες τις συνταγές κατευνασμού, κάτι σαν εξορκισμός που αναβαλλόταν αιωνίως, μόνον και μόνον από πείσμα, μέχρι τον θάνατο. Πίστευε, σαν παιδάκι, ότι θα μπορούσε να φέρει τον ρεμπέτικο εγωισμό μπροστά στους προβολείς χωρίς να τον τραυματίσει, ενώ το τραύμα που άνοιξε ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να φτάσουμε στις ζοφερές δισκογραφικές μεσολαβήσεις του Ξαρχάκου μεταξύ Τσιτσάνη και Μπετόβεν!

Διότι, παρά το θεϊκό του ταλέντο, ο Χατζιδάκις δεν μπορούσε να καταλάβει ότι υπήρχε, εντούτοις, αρκετή δόση ψυχικής αλήθειας σε φαινομενικά πεζές ή και γραφικές περιστάσεις, σαν εκείνες κατά τις οποίες αξιοσέβαστοι άνθρωποι, απ' αυτούς που θα ήθελες να καταθέσουν υπέρ σου σε μια δίκη, κάθονταν κι άκουγαν το ρεφρέν τού Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε, του Απόστολου Καλδάρα, και αισθάνονταν ευτυχισμένοι. Απορρίπτοντας αυτή την ευτυχία εκ των προτέρων ως ύποπτη, ο Χατζιδάκις παρέλειψε να διακρίνει το κακό που τη συνόδευε με τη μορφή μιας απειλής κρυμμένης στην υπόσχεση για εξομοίωση των ταξικών στρωμάτων, οπότε το κακό τού διέφυγε εντελώς, μέχρι του σημείου να μας προϊδεάζει ανέμελα, και εν αγνοία του, για την επερχόμενη παράλυση των οριοθετήσεων, προσκαλώντας τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα. Κλεισμένος στο εκπληκτικό του μουσικό όνειρο, είχε αποτύχει να προβλέψει ότι σ' αυτή την προϊούσα συγχώνευση των αντιθέτων, π.χ. των ειδών μουσικής, των κοινωνικών συμπεριφορών κ.λπ., φώλιαζε επιπλέον ο κίνδυνος μιας αποτρόπαιης εξέλιξης σαν τη σημερινή.

Το να αγαπάς τον Χατζιδάκι είναι περίπλοκη δουλειά, άσε που είναι και υποχρεωτική λόγω του ακαταμάχητου πλεονεκτήματος της τέχνης του. Λοιπόν, για να τον πενθήσουμε, κυρίες και κύριοι, πρέπει να ξέρουμε ποιον ακριβώς πενθούμε.

1. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Δημιουργία», τ. 27. Μπορεί κανείς να τα βρει στο βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδ. Ικαρος.


7 - 12/02/2006


Title: Απ: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: Nessa NetMonster on February 13, 2006, 19:27:04 pm
Άκουσα ότι ο Χατζιδάκις έχει κατακλέψει τους ρεμπέτες.


Title: Απ: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: Cyberkat on February 13, 2006, 19:38:44 pm
Πολλά λένε για τον Χατζιδάκι προκειμένου να μην παραδεχτούν ότι είναι ότι ο μεγαλύτερος Έλληνας μουσικός της τελευταίας πεντηκονταετίας.


Title: Απ: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: apostolos1986 on February 13, 2006, 19:41:23 pm
Δεν καταέκλεψε τους ρεμπέτες αλλά ήταν αυτός που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια...
Ας πούμε το τραγούδι "Αγάπη που γίνες δίκοπο μαχαίρι" είναι ευρύτατα γνωστό από το Χατζιδάκι αλλά η πρώτη έκδοση του ήταν από το Τσιτσάνη...
Δεν καταέκλεψε τους ρεμπέτες αλλά συνεργάστηκε ...


Title: Re: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: Verminoz on February 13, 2006, 19:44:19 pm
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι στη μουσική, όπως σε όλες τις τέχνες δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ο κάθε μουσικός επηρεάζεται από τους παλιότερους και κυρίως από αυτά που άκουγε μεγαλώνοντας. Μουσικοσυνθέτης που δεν ακούει μουσική δεν υφίσταται ακόμα και αν είναι τεχνικά ο καλύτερος μουσικός του κόσμου!


Title: Re: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: chabos4 on February 14, 2006, 03:14:56 am
Τι μπορούμε να πούμε εμείς για έναν άνθρωπο που έχει πάρει Όσκαρ, που είχε παραγωγό τον Quincy Jones στην Αμερική και πόσα άλλα...


Title: Re: Χατζιδάκις και ζειμπέκικο
Post by: Prof. Tournesol on February 14, 2006, 03:17:41 am
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι στη μουσίκη, όπως σε όλες τις τέχνες δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ο κάθε μουσικός επηρεάζεται από τους παλιότερους και κυρίους από αυτά που άκουγε μεγαλώνοντας. Μουσικοσυνθέτης που δεν ακούει μουσική δεν υφίσταται ακόμα και αν είναι τεχνικά ο καλύτερος μουσικός του κόσμου!

end of story....


Title: Μουσική για πνιγμένους
Post by: Cyberkat on March 06, 2006, 15:32:59 pm
ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Μουσική για πνιγμένους

Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Στα κείμενα αυτής της τελευταίας περιόδου, προσπάθησα να φωτίσω κάπως το γεγονός ότι η ζοφερή αλλοτρίωση της μουσικής, στην Ελλάδα, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ξέχωρα από μια σειρά ιδιαιτερότητες του πολιτισμικού μας ερμαφροδιτισμού. Σαν εξαιτίας ενός κακού προνομίου, η παρακμάζουσα Ανατολή κλήθηκε, εδώ, σε μια συνάντηση κορυφής με την εξίσου παρακμάζουσα Δύση για να ανταλλάξουν πληροφορίες. Εντούτοις, όχι μόνον δεν υπήρξε σύνθεση, από ένα σημείο και ύστερα, αλλά η συνταγή mix' n' match εξελίχθηκε σε θανατηφόρο αναζήτηση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή της κατάθλιψής μας. Η κατάθλιψη απαιτεί να κάνει διεθνή καριέρα. Υποχρεωτικά, οι πλέον βαθυστόχαστοι μουσικοί εγκαταλείπουν την ιδέα του βάθους των πραγμάτων πιστεύοντας ότι τους εγκαταλείπει εκείνη, και μάλλον έχουν δίκιο. Προσχωρούν φυσικά σε μιαν υποτιθέμενη ελευθερία κινήσεων εκτός βαρύτητας, που θυμίζει, έντονα, προσομοίωση του ηχητικού περιβάλλοντος του βυθού ενός ενυδρείου. Ψαράκια σαν την Καλομοίρα κυκλοφορούν παντού και ο Σαββόπουλος βγαίνει στη γύρα με ψάθα και βατραχοπέδιλα.

Στο μεταξύ, η έλλειψη μουσικής νοημοσύνης, που αντισταθμίζεται από μια καλπάζουσα συνήχηση μηδαμινοτήτων, σαν η Ελλάδα να είναι ένα πελώριο ασανσέρ ξενοδοχείου πολυτελείας, γίνεται ανυπόφορη και τρελαίνει τους πιο ευαίσθητους. Η μουσική, που αν ζούσε θα όφειλε να τους θυμίζει την τραυματισμένη σχέση τους με το άστρο του διπλανού, γράφεται πλέον μ' ένα είδος τυφλής προσήλωσης σε σχήματα αστερισμών μίας χρήσεως ή συνοδεύει γαλαξίες ουδέτερων ηχητικών όγκων σε μουσεία και αίθουσες συναυλιών ή σε μεγαλοπρεπή ερείπια όπου, είτε το θέλει ο Vangelis είτε όχι, ο υλικός χαρακτήρας του ακούσματος απορροφάται από το αιθέριο lifestyle των χορηγών. Εξου και ο Vangelis, μολονότι μουσικός περιωπής, κατέληξε να κυκλοφορεί με το μικρό του όνομα, σαν κομμωτής ή αντικέρ του Κολωνακίου. Ξέρετε, το να λέμε Vangelis, δεν είναι καθόλου σαν να λέμε, π.χ., Μάρκος ή Στράτος.

Η κενή απεραντοσύνη που άφησε πίσω της αυτή η κανιβαλική συναίρεση των μουσικών κατευθύνσεων της Ανατολής και της Δύσης ήταν, όντως, κάτι που δεν μπόρεσε να το προβλέψει ο Χατζιδάκις, ο δε Σαββόπουλος διάβηκε ηρωικά το κατώφλι της πρόβλεψης, για να παραιτηθεί είκοσι χρόνια αργότερα. Οσο για τον Θεοδωράκη, ούτε λόγος. Εκείνος ήταν που ξεστόμισε το ανατριχιαστικό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο «το τραγούδι είναι βλήματα και η φωνή κανόνι», ενώ, μη γελιόμαστε, απλώς επρόκειτο γι' αυτό που ο Μέιλερ χαρακτήρισε σαν «ακουστικό θάνατο των αισθήσεων που προκαλείται από τη ρητορική της αριστεράς». Πεθαίνοντας, οι αισθήσεις ουδέποτε αναστήθηκαν.

Εδώ που τα λέμε, ο Σκαλκώτας και, μετά, ο Χρήστου, είπαν περισσότερα για το μέλλον της ελληνικής μουσικής ως καθαρά πνευματικής υπόθεσης των εργαστηρίων, ακριβώς επειδή πλήρωσαν το τίμημα να μείνουν μακριά από τα πάθη των ανθρώπων που θα έχαναν μια μέρα την ακοή τους χωρίς να ξέρουν αν, γι' αυτήν την κώφωση, ευθύνονταν οι εξατμίσεις των δικύκλων ή τα βιντεοκλίπ, οπότε το μυαλό τους τουλάχιστον δούλευε σαν υπέρτατος ρυθμιστής ενός οργασμικού ταλέντου, εν μέρει μυστικιστικού. Μεταφορικά μιλώντας, η Εκκλησία μετανάστευσε σε τόπους όπου οι συμφωνικές ορχήστρες υψηλών απαιτήσεων ηχογραφούσαν τον ρόχθο των νεκρών φωνών, οι οποίες υπαγόρευαν εξεζητημένες λύσεις για ένα πρόβλημα που είχαμε προ πολλού ξεχάσει ποιο ήταν. Και ο Χατζιδάκις, που συνομιλούσε κάπως στοχαστικά με την ελληνικότητα από την εποχή της Μικρής αχιβάδας, ένιωθε το μεσογειακό τοπίο σαν κάτι το κινηματογραφικό. Η ιδιοφυΐα του ήταν τόσο στενά απασχολημένη με τις μουσικές επινοήσεις του έρωτα και της λατινικής εκδοχής των θλιμμένων επωδών, ώστε δεν ήξερε τι θέση να δώσει στον έμφυτο ρομαντισμό της κάτω απ' τον αραβικό μας ήλιο. Αισθάνεται κανείς πως η Ανατολή τού προκαλούσε αμηχανία. Μέσω αυτής της αμηχανίας, και με τη βοήθεια του Γκάτσου, του οποίου η λυρική και σουρεαλιστική πρόσβαση στο δημοτικό τραγούδι παρέμεινε ανοιχτή μέχρι την τελευταία στιγμή, ακροάστηκε τον ήχο της σελήνης που μεσουρανεί, εκείνο τον αινιγματικό ήχο των 2 Hz, παραχωρώντας στις ελληνικές συνειδήσεις μια μαρτυρία της ευρωπαϊκής τους υπόστασης.

Και το λαϊκό; Το να πούμε εντέλει ότι δεν έφταιγαν ούτε οι εξατμίσεις για το σημερινό χάλι ούτε η λαίλαπα των βιντεοκλίπ αλλά κάτι προγενέστερο, που επέτρεψε και τα δύο συμβάντα, είναι μια λογική απάντηση. Το μουσικό ερέθισμα επιταχύνθηκε, υπερπολλαπλασιάστηκε, τέθηκε σε τροχιά πληθωρισμού και προετοίμασε ένα αφτί εξοικειωμένο με τους κανόνες της αδιαφορίας. Εγκαταλείποντας την ουσιαστική διαπροσωπική διάσταση στην οποία αναφερόταν το λαϊκό ώστε η ψυχή να μπορεί να σκέφτεται τη ζωή και τον θάνατό της, το ερέθισμα έγινε συνώνυμο με την απαθή κατανάλωση εικόνων ευτυχίας. Καταναλώσαμε λοιπόν όλη τη μουσική ευτυχία στις δεκαετίες του '60 και του '70 και τώρα μείναμε στον άσο.

Ομως η παραίτηση ενός ολόκληρου λαού από τη μουσική απόλαυση ήταν τόσο κατηγορηματική ώστε δεν άφησε μεγάλα περιθώρια ούτε στην ίδια την κριτική της. Ο Ασημος αυτοκτόνησε, ο Παπαδημητρίου έγινε διευθυντής του Γ' Προγράμματος, ο Σπάθας αφοσιώθηκε στην ενορχήστρωση και ο Σέμσης ο νεώτερος μας στέλνει χαιρετίσματα από το συμποσιακό στούντιο της ΝΕΤ. Ο Πανούσης αναγνώρισε επιτέλους τη μελαγχολία που τον βασανίζει εκ γενετής. Οι σκεπτόμενοι μουσικοί αποσύρθηκαν μαζί με τη Λένα Πλάτωνος και μαζί με την ίδια τη σκέψη, στην οποία δεν απέμεινε παρά η επιθυμία να πέσει σε λήθαργο και να ξυπνήσει όταν οι αριθμοί των τηλεφώνων θα είναι εικοσαψήφιοι.


7 - 05/03/2006


   


Title: Η ΣΕΛΗΝΙΑΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Post by: Cyberkat on March 07, 2006, 14:07:29 pm
Η ΣΕΛΗΝΙΑΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Γιάννης Χρήστου, Ιούνιος 1968

Γενιές αμέτρητες βίωναν την ανανέωση των ζωτικών διαδικασιών σύμφωνα με ένα κοινό βασικό πρότυπο: γένεση – ανάπτυξη – καταστροφή – λήξη. Το πρότυπο της ανανέωσης.
Μέσα από τα βάθη της προϊστορίας του, εκείνο που αρχικά τράβηξε την προσοχή του ανθρώπου σʼ αυτό το πρότυπο ήταν η μηνιαία περίοδος των σεληνιακών φάσεων.
Αυτό μας αφήνει να καταλάβουμε η σεληνιακή μυθολογία. Και η παρουσία ενός μεγάλου φωτεινού αντικειμένου πάνω σʼ ένα ουράνιο στερέωμα σκοτεινό, ενός αντικειμένου που φανερά μεγάλωνε, μίκραινε κι εξαφανιζόταν τελείως – για να εμφανιστεί και πάλι ύστερα από μερικές ημέρες επαναλαμβάνοντας το ίδιο – θα πρέπει να ʽκανε στον άνθρωπο το πράγμα ολοφάνερο, χιλιάδες χρόνια πριν του δοθεί η ευκαιρία νʼ αναγνωρίσει πως το ίδιο αυτό πρότυπο λειτουργούσε και στη βλάστηση. Γιατί αρχικά ο άνθρωπος ήταν κυνηγός και χρειάστηκε να περάσει ένα χρονικό διάστημα απίστευτα μεγάλο πριν μπορέσει να καταλήξει στη γεωργία, από την οποία, τελικά, εξαρτήθηκε η επιβίωσή του. Όμως η Σελήνη βρισκόταν πάντα εκεί. (…)  Ακόμη κι αν δεν ήταν αυτή που χάρισε στον άνθρωπο την πρώτη του εμπειρία  από το πρότυπο της ανανέωσης, σίγουρα θα πρέπει να του έδωσε μιαν από τις πρώτες εμπειρίες που πλημμύρισαν την ψυχή του με δέος για το πρότυπο αυτό. Όχι μόνο με τη θέση της πάνω στο νυχτερινό ουρανό και μʼ αυτό το νύχτιο σκότος που ακολουθεί το σβήσιμο του φωτός της ή με τον τρόπο που αντιδρά ο άνθρωπος στο σκοτάδι, σχετίζοντάς το με ό,τι δεν μπορεί να μάθει ή με ό,τι μπορεί να κρυφοπαραμονεύει εντός του – άρα σχετίζοντας το σκοτάδι με τον φόβο, κάποτε με την έκπληξη ή και με τα δυο μαζί.
Αλλʼ ακόμη επειδή δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την ταραχή που προκαλούσε η θέα ενός γιγάντιου φεγγαριού που «έλιωνε», ως να χαθεί τελείως, καθώς και τα φτερουγίσματα μια αγωνίας που, σʼ αυτές τις ψυχές που ακόμη δεν είχαν αποκοπεί από μια φύση εχθρική, εκφραζόταν με ουρλιαχτά.
Ούτε και είναι δύσκολο να φανταστούμε το πώς θʼ αντιδρούσαν οι ίδιες αυτές ψυχές στη θεαματικότερη απʼ όλες τις σεληνιακές εκδηλώσεις: την έκλειψη. Για τον πρώιμο άνθρωπο, που δεν είχε τίποτε που να θυμίζει, έστω και αλαργινά, κάποιες γνώσεις πρωτόγονης αστρονομίας, κάτι τέτοιο δεν ήταν παρά μια ανωμαλία, πάνω στο στερέωμα που θα πρέπει να του προκαλούσε τρόμο πολύ, ακόμη και πανικό.
Ταυτόχρονα, πάνω στο στερέωμα της αφυπνιζόμενης συνείδησης του ανθρώπου, η απειλή μιας νέας έκλειψης θα πλανιόταν σαν αποτρόπαιη προοπτική, σαν κίνδυνος αδιάλειπτος μιας ξαφνικής καταστροφής που κανείς δεν ήξερε πότε θα χτυπήσει, Και φαίνεται πως υπάρχουν βάσιμοι λόγοι και θα λέγαμε ότι είναι μάλλον εύστοχη η επιλογή της σεληνιακής έκλειψης ως της αρχετυπικής εικόνας κάποιας συμφοράς που όλοι φοβόμαστε, τόσο περισσότερο όσο δεν μπορούμε να ξέρουμε το πότε θα μας πλήξει. Είναι μια αρχέγονη απεικόνιση του αισθήματος της επικείμενης καταστροφής σε κλίμακα γιγαντιαία.
Αν η φυσιολογική διαδοχή των φάσεων της σελήνης μπορεί να χρησιμεύσει ως μια εικόνα του γενικού φαινομένου της ανανέωσης των βιο-κοσμικών διαδικασιών κατά κανονικά διαστήματα, τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο σεληνιακό πρότυπο (lunar pattern) για να περιγράψουμε τούτο το φαινόμενο, δηλαδή το πρότυπο της ανανέωσης: τη γένεση ακολουθούν διαδοχικά η ανάπτυξη, η καταστροφή και η λήξη. Και η σειρά αυτή επαναλαμβάνεται αέναα.
Νουμηνία ή Νέα Σελήνη, Πανσέληνος, φθίνουσα Σελήνη και Σελήνη που την καταπίνει το σκοτάδι, σε μια κανονική που επαναλαμβάνεται αέναα.
Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο σεληνιακή εμπειρία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμπεριέχει και τις προσδοκίες του ανθρώπου από το σεληνιακό πρότυπο (δηλαδή την επίγνωση από μέρους του ότι η ζωή είναι ένα δυναμικό σύστημα προτύπων σε ανακύκληση) αλλά και το στοιχειακό του φόβο για τη μη ανανέωση οποιουδήποτε από τα πρότυπα αυτά, φόβο που χειροτερεύει η πρόσθετη απειλή μια έκλειψης, βάζοντας σε κίνδυνο ολόκληρη τη διαδικασία και μάλιστα σε οποιοδήποτε στάδιο της λειτουργίας της.
Από την εποχή της προϊστορίας του ανθρώπου, ακολουθώντας τις ατραπούς του πνεύματος και της διάνοιας, διανύσαμε ίσως μια μεγάλη διαδρομή για να φτάσουμε εκεί όπου βρισκόμαστε σήμερα. Υπάρχουν όμως στιγμές που όλα μας τα επιτεύγματα φαίνεται να κάνουν απλώς μεγαλύτερο το σωρό των σκουπιδιών, μνημειακών διαστάσεων ασχετοσύνες – που στοιβάχτηκε ενόσω ταξιδεύαμε μέσα στην ιστορία. Και τούτο επειδή οι περισσότερες ενδείξεις μας λένε ότι ίσως δεν έχουμε καθόλου ταξιδέψει. Ή μάλλον ναι, κάναμε ένα «ταξίδι μετʼ επιστροφής», ξαναγυρνώντας στο τετράγωνο αρ.1, απʼ όπου αγναντεύουμε και πάλι τη Σελήνη σʼ ένα κατασκότεινο ουρανό κι απορούμε για το αν τάχα θα ξαναφανεί όταν την καταπιεί το σκοτάδι, ενώ όλο αυτό τον καιρό είχαμε μέσα μας το φόβο της αδιάλειπτης απειλής –σήμερα πια πολύ πραγματικής- μιας έκλειψης αιφνίδιας και καθολικής.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε βρισκόμαστε όλοι μέσα στις αρπαγές της σεληνιακής εμπειρίας και, πολύ απλά, δεν φαίνεται ότι μπορούμε να κάνουμε γιʼ αυτό πολλά πράγματα, εκτός ίσως από το να αναζητήσουμε καταφύγιο στη φαντασίωση (φτωχό συγγενή ή υποκατάστατο του μύθου). Φαντασιώσεις για ιδανικές κοινωνίες και τεχνολογικούς παραδείσους. Φαντασιώσεις για τον έλεγχο της πορείας της πολιτικής μας εξέλιξης και φαντασιώσεις για τον έλεγχο του περιβάλλοντός μας δια της επιστήμης.
Ευκαιριακά όμως μπορεί να δοθεί σε μερικούς από μας το νʼ αντιδράσουμε απαντητικά (retaliate), επιχειρώντας νʼ αναδημιουργήσουμε κάτι από το κλίμα του πραγματικού μύθου (effective myth). Δεν εννοούμε μιαν απλή περιγραφική δραστηριότητα, που συνεπάγεται την επίκληση μύθων απολιθωμένων, αλλά την ίδια τη δραστηριότητα με την ενέργειά της, όμοια με την ενέργεια που εκλύουν εκείνα τα βαθύτερα όνειρα – όνειρα που, κατά κάποιο τρόπο, δε χρειάζεται να εξηγηθούν ορθολογιστικά για να τα καταλάβουμε.
Κι αυτό συμβαίνει επειδή η πραγματική μυθική δραστηριότητα δεν είναι παρά η αυθόρμητη αντίδραση του ανθρώπου στον τρόμο της σεληνιακής εμπειρίας του, που τον παραλύει: ο τρόπος συνδιαλλαγής της φύσης με τους τρόμους της ίδιας της φύσης – ή τους τρόμους του ανθρώπου. Κι εκείνο που υπάρχει στη ρίζα αυτής της φυσικής αντίδρασης της φύσης, που λειτουργεί μέσα στον άνθρωπο, είναι η έμφυτη ικανότητά του για ψυχή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ψυχοπλασία και μυθοπλασία είναι εκφάνσεις του ίδιου πράγματος, η ίδια διαδικασία. Και τα δυο αναδύονται μέσα από την βαθύτατη εμπειρία του ανθρώπου, αμέτρητες χιλιάδες χρόνια τώρα αποχτημένη από την αναμέτρησή του με τα γεγονότα της ζωής και του θανάτου. Ικανότητα για ψυχή σημαίνει ικανότητα βίωσης των γεγονότων αυτών σε βάθος, ικανότητα να νιώθει κανένας όλο το βάρος της πολυσύνθετης εμπειρίας της ανθρωπότητας έτσι όπως πέφτει πάνω στην ατομική εμπειρία του καθενός χωριστά. Κι οι ανεξίτηλες αυτές εντυπώσεις σφραγίζουν την ψυχή του ανθρώπου με την ουσία του μύθου.
Σήμερα όμως δεν έχουμε πια μύθους πραγματικούς και στον καθένα από μας απόκειται να ανακαλύψει ξανά τη φυσική των ψυχών μας γλώσσα, τους μύθους μας. Για το σκοπό αυτό, ίσως μερικές φορές χρειαστεί να «ξεκάνουμε» όλες τις άλλες «γλώσσες», όλες τις άλλες μορφές επικοινωνίας που κληρονομήσαμε, και μάλιστα ασυζητητί. Στην τέχνη, ίσως για μερικούς, αυτό σημαίνει να βγούμε εντελώς έξω από την ιστορία για να επιστρέψουμε στις συνθήκες της πρωτοεκτέλεσης – όπου σημασία δεν έχει η πολυτέλεια μιας αισθητικής, όχι το περιτύλιγμα, αλλά το περιεχόμενο, με τις επιτακτικές (συμβολικές) αναπαραστάσεις του κύριου προτύπου εμπειρίας σε μια στοιχειακή προσπάθεια ενός συσχετισμού με τις εμπειρίες αυτές σε βάθος.
Κάθε άλλο παρά αγνοώντας την ιστορία, η θέση αυτή την χρησιμοποιεί με τον μοναδικό τρόπο που φαίνεται σήμερα παραδεκτός – ως υλικό τελετουργίας για μιαν αναμέτρηση ανάμεσα στην ιστορία και τη μετα-ιστορία -, επειδή στον τύπο αυτό της πρωτοεκτέλεσης, η θυσία  μπορεί απλούστατα να είναι η ακόλουθη: ο διαμελισμός της ιστορίας ή αυτής της επιφανειακής πραγματικότητας που είναι η καθημε
ρινή μας πραγματικότητα, η καθημερινή μας ιστορία.
Το τι σημαίνει αυτό, κάθε άτομο χωριστά ας το δουλέψει μέσα του για δικό του λογαριασμό. Δεν μπορεί να υπάρξει κανόνας γενικός. Κι όμως μέσα από το πρησμένο κορμί αυτού του πράγματος που μονοπώλησε την πραγματικότητα, και που αυτάρεσκα ονομάζει τον εαυτό του «ιστορία», όλο και κάποιο αίμα ζωής θα πρέπει να μεταγγιστεί σʼ αυτές τις άλλες μορφές που βρίσκονται έξω από την ιστορία αλλά που η πραγματικότητά τους έχει εξαντληθεί. Αυτό μπορεί να βγάλει κάποιαν αδύνατη σπίθα φωτός –ίσως μήτε καν τόσο πολύ- μέσα από σκότη απύθμενα. Αλλά για μερικούς από μας ίσως να μην υπάρχει άλλη επιλογή.


Title: Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Post by: Cyberkat on March 25, 2006, 13:35:02 pm
Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Πριν λίγες μέρες ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε συνέντευξη τύπου με αφορμή την κυκλοφορία του νέου δίσκου του με τίτλο «Ερημιά».

Αφού υπερασπίστηκε τη λαϊκότητα του («Μήπως δεν είμαι λαϊκός εγώ που ήμουν στη Μακρόνησο? Υπάρχει λαϊκότερος από τον λαϊκό αγωνιστή?») και αφού τόνισε την αντιστασιακή σημασία των τραγουδιών της γενιάς του («χωρίς αυτά δεν θα είχαμε δημοκρατία σήμερα»), υπενθύμισε την συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας: «Παλιά υπήρχε μόνο ένα στούντιο. Τώρα υπάρχουν διακόσια! Τα δισκοπωλεία δεκαπλασιάστηκαν. Εμείς με τα λαϊκά μας τραγούδια- δεν είναι λαϊκός και ο Χατζιδάκις?- βοηθήσαμε τη βιομηχανία του δίσκου. Και τυχαίνει το «Ποτέ την Κυριακή» και ο «Ζορμπάς» χάρη στα φιλμ να γίνουν και παγκόσμια σουξέ και έτσι να έχουμε και τουριστική ανάπτυξη!»

Γιατί όμως αισθάνθηκε ο κ.Θεοδωράκης την ανάγκη να επαναλάβει πράγματα λίγο-πολύ γνωστά? «Γιατί πάει καιρός που μας έχουν καταργήσει! Υπάρχουν εφημερίδες που αρνούνται να βάλουν και τʼ όνομά μου. Είναι κατάντια!»

Εδώ νομίζουμε ότι ο χείμαρρος Θεοδωράκης ξεχείλισε. Δεν περνάει βδομάδα (καμιά φορά και ημέρα) που να μη γίνεται συναυλία, εκδήλωση, παράσταση, αφιέρωμα, συνέδριο, συμπόσιο, άρθρο, εκπομπή για τα 77,78,79,80 του χρόνια. Τι άλλο θέλει?

Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αγωνία του είναι τα νέα παιδιά. Για να τα προσεγγίσει, συνεργάστηκε με ποπ και λαϊκοποπ τραγουδιστές, όπως η Αλέξια και ο Ρέμος. Φαίνεται δεν πέτυχε η προσέγγιση. Τώρα βγάζει «δισκοπρόταση», όπως τον αποκαλεί, και λέει: «Λένε ότι η νεολαία θέλει νέα, ζωντανά τραγούδια. Εμείς νομίζω ότι κάνουμε τώρα το χρέος μας. Δίνουμε! Και αν η νεολαία είναι ζωντανή και έχει αυτιά για νʼ ακούσει, θα μας αγκαλιάσει!»

Δηλαδή, κύριε Θεοδωράκη, αν η νεολαία δεν σας αγκαλιάσει, σημαίνει ότι είναι κουφή και νεκρή? Αποκλείεται να είστε εσείς ο μουσικά νεκρός? Αποκλείεται να είστε εσείς ο κουφός? «Που είναι σήμερα τα σύγχρονα τραγούδια?» αναρωτιέστε. Φαίνεται δεν ακούσατε ή δεν είχατε τʼ αυτιά νʼ ακούσετε τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου ή του Γιάννη Αγγελάκα. Δικαιολογημένα λοιπόν πιστεύετε ότι είστε η μόνη λύση: «Εμείς έπρεπε να δώσουμε μια ώθηση! Είμαστε μόνοι! Δεν φταίμε εμείς! Εμείς σας ζητάμε συγγνώμη που υπάρχουμε ακόμη!»

Ευτυχώς που υπάρχετε κύριε Θεοδωράκη –ειλικρινά σας το λέμε! Αλλά με την ίδια ειλικρίνεια σας λέμε ότι βρίσκουμε ξενέρωτους και γερασμένους του στίχους και τη μουσική του νέου σας δίσκου:
«Να με φιλάς και να μου ψιθυρίζεις
λόγια τρυφερά, ερωτικά
Η αγάπη είναι χαρά
Είναι όνειρα τρελά
Φίλα με ακόμα μια φορά»
(Στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου)

ΥΓ: Πριν πέντε χρόνια ο Σαββόπουλος είχε προβλέψει: «Θα βλάψει τη φήμη του Μίκη αυτό το overdose Θεοδωράκη.» Πόσο δίκιο είχε! Και πόσο δίκιο έχει τώρα που μιλάει με ενθουσιασμό για τον καινούργιο Αγγελάκα.

Από τους Schooligans της Ελευθεροτυπίας

ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΑΠΟ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥΣ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ


Title: Μίκης Θεοδωράκης: Μια οφειλόμενη απάντηση
Post by: Cyberkat on April 09, 2006, 18:16:51 pm
Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει στο «Επτά» με αφορμή τα «Παράδοξα» του Ευγένιου Αρανίτση

Μια οφειλόμενη απάντηση

Από τον Μίκη Θεοδωράκη λάβαμε την ακόλουθη επιστολή:

«Ο Θεοδωράκης, αν και οι σελίδες χαμηλών τόνων δεν σπανίζουν στο έργο του, παρασύρθηκε από τον γιγαντισμό μιας ιδεολογικής κατασκευής που προϋπέθετε την παραδοχή ότι το λαϊκό στοιχείο, σαν την αρχαία σοφία ας πούμε, θα ξαναέβγαινε πάνοπλο απ' το κεφάλι του και έτσι έβαλε το ταλέντο του ενέχυρο σε μιαν ηθική της φόρμας όπου το θρόισμα του θανάτου πήρε ύφος παιάνα» (Ευγένιος Αρανίτσης, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 26.3.2006).

Οταν λαβωθεί ένα θηρίο και σφαδάζει από τους πόνους, αρχίζουν να μαζεύονται γύρω του οι ύαινες κάνοντας κύκλους πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα επισπεύσουν το τέλος, ώστε άφοβα πια να πέσουν επάνω του και να το κατασπαράξουν.

Αυτό ακριβώς κάνει και ο κ. Αρανίτσης εδώ και πολύ καιρό, μόνο που αυτός, καθώς κάνει γύρω μου τους κύκλους του, εκτινάσσει συγχρόνως και το σάλιο του (δεν θα ήθελα να πω «με φτύνει»), σαν ένα πρόσθετο μέσο για να με ζαλίσει και να με ξαπλώσει τέζα, ώστε να ξοφλήσει μια για πάντα με μένα. Γιατί, όπως φαίνεται, δεν είναι μόνο που τον ενοχλώ αλλά και με νοστιμεύεται κιόλας. Εννοώ τις σάρκες μου, όπως ακριβώς μου φώναζαν κάποιοι επαναστάτες (εξ αποστάσεως) στο Παρίσι, σε κάποιο Αμφιθέατρο την εποχή της Χούντας: «Ναι, το ομολογούμε, είμαστε παιδιά σου, γι' αυτό θέλουμε να σε κομματιάσουμε και να φάμε τις σάρκες σου, να λυτρωθούμε...».

Περιέργως συμπαθώ τον Ευγένιο και κατά κάποιον τρόπο τον θεωρώ κι αυτόν παιδί μου, μια και η μοίρα μου μέσα σ' αυτή την περίεργη χώρα το 'φερε έτσι, ώστε να γεννοβολώ παιδιά χρωματιστά, κόκκινα, μαύρα, ελαφρά, βαριά, έξυπνα και κουτά. Μόνο που σπάνια το ένα παραδέχεται το άλλο, ενώ όλα συμφωνούν ότι το λάθος είναι μόνο του Μπαμπά. Και γι' αυτό συχνά με χτυπούν όλα μαζί...

Το λαμπερό μυαλό αυτού του παιδιού, παίρνοντας ασταμάτητα γρήγορες στροφές, τελικά καταλήγει χωρίς να το ξέρει στο ίδιο σημείο: της άρνησης του εαυτού του. Με κίνδυνο από έξυπνος συχνά να γίνεται εξυπνάκιας. Γιατί ως Ελληνας που είναι, αρνείται εντούτοις να δει όλη την Ελλάδα και όλες της τις αλήθειες και πιάνεται μόνο από αυτές που εκφράζουν την ειρωνεία του υπερευαίσθητου χαρακτήρα του, που δίκαια τον φοβίζει το άλλο, το άγριο πρόσωπο της Ελλάδας που δεν το βλέπει ή που αρνείται να το δει.

Κρίμα, πάντως, που ξοδεύει τόση φαιά ουσία για πράγματα που ήταν και μένουν στην επιφάνεια σαν τα τενεκεδάκια στις χωματερές, που γυαλίζουν στις ακτίνες του ήλιου. Και τι θα γίνει, φέρ' ειπείν, αν σ' αυτή τη χωματερή που καταντήσαμε την πατρίδα μας σκάψει λίγο πιο κάτω και συναντήσει το άλιωτο σώμα του εκτελεσμένου; Που ίσως να ήταν απ' την ίδια πόλη, τη δική του. Ισως κι απ' την ίδια γειτονιά. Μόνο που αυτός παρασύρθηκε από τον «γιγαντισμό μιας ιδεολογικής κατασκευής», ας πούμε τον κομμουνισμό, ας πούμε τον εθνικισμό, ας πούμε τον πατριωτισμό (γιατί τέτοιες «κατασκευές» είχαμε τότε στην Ελλάδα μας) κι άφησε γυναίκα και παιδιά και ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς στη χωματερή και παραμένει άλιωτος, ενώ από πάνω του τα κοφτερά μυαλά ασχολούνται με τενεκέδες και πλαστικά εικονίσματα μπογιατισμένα, για να προκαλούν τις χρυσόμυγες.

Με κίνδυνο να με σαρκάσετε, κύριε Αρανίτση, νομίζω ότι αυτός ο άλιωτος εκτελεσμένος κάτω από τα σκουπίδια της χωματερής συμβολίζει το πρόσωπο της άλλης Ελλάδας, της άγριας, που εσείς και οι όμοιοί σας φοβάστε να δείτε. Γιατί, άλλωστε, να ανοίγουμε δουλειές και να σκάβουμε στα «σκουπίδια της ιστορίας» για να ανακαλύψουμε τον χαμένο εαυτό μας είτε εν πάση περιπτώσει ένα μέρος του και ν' αφήσουμε τον φραπέ μας, τα μπαράκια και τις ανέμελες συντροφιές μας, τώρα που έχουμε εξασφαλίσει το παραδάκι μας και τους θαυμαστές μας εξίσου ανέμελους και ανύποπτους με μας;

Οι νεκροί μας είναι εκεί και δεν σαλεύουν. Απ' αυτό το πρόβλημα είμαστε πια ήσυχοι.

Τι θέλουν όμως αυτοί που ξέφυγαν απ' την καρμανιόλα και παριστάνουν τους ζωντανούς, μόνο και μόνο για να μας ενοχλούν και να μας βγάζουν από την εξαίσιά μας καθημερινότητα που μας εξασφαλίζουν -με ελάχιστα στ' αλήθεια ανταλλάγματα- οι Αρχοντες της Χωματερής; Και ποιος είναι αυτός που τολμά να μας μιλά για «θροΐσματα θανάτου» και «ηθικές φόρμας» στην εποχή που ο θάνατος (των άλλων) είναι για μας ένα ακόμα τηλεοπτικό σόου; Κι όσο για την «ηθική φόρμας» και τους «παιάνες», πάνε πια οι εποχές που οι Ελληνες πιάστηκαν κορόιδα και πίστεψαν στην «αρχαία σοφία» της θυσίας για τον λαό και την πατρίδα. Οπως πάνε και κείνες που η ελληνική νεολαία είχε πιαστεί σε δόκανα όπως η Ρωμιοσύνη, το Μαουτχάουζεν, το Αξιον Εστί και άλλα φαιδρά...

Αυτή την Ελλάδα, την παραμορφωμένη από πόνους θανάτου και γέννας ταυτόχρονα, την έχουμε πια καλά θαμμένη κάτω από τους τόνους των σκουπιδιών που δεν παύουμε να τα αβγατίζουμε έως ότου αποφασίσει να λιώσει αυτός ο εφιάλτης, ο άλιωτος εκτελεσμένος που έχει ακόμα δυστυχώς τη δύναμη να βγάζει ήχους και να μας ενοχλεί. Ηχους-φωνές, ήχους-κραυγές και ήχους-τραγούδια... Γι' αυτό ας κάνουμε όλοι μαζί εμείς οι έξυπνοι, εμείς οι ατσίδες και οι «ποιοτικοί» κύκλους, κύκλους, κύκλους γύρω από τους κακώς επιζήσαντες φτύνοντας συγχρόνως με ειρωνείες, σαρκασμούς και αστειάκια, για να επισπεύσουμε επιτέλους τον φυσικό και προπαντός τον ηθικό τους θάνατο κι ας πάνε, αφού τόσο το θέλουν, να ξαπλώσουν δίπλα στον άλιωτο εκτελεσμένο. Στο κάτω κάτω της γραφής, ίδια κορόιδα δεν είναι και οι δυο;

Αθήνα, 28.3.2006 Μίκης Θεοδωράκης




Title: Μια μη οφειλόμενη ανταπάντηση
Post by: Cyberkat on April 09, 2006, 18:17:50 pm
ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Μια μη οφειλόμενη ανταπάντηση

Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Ακόμη πιο ζωηρή απ' ό,τι η συμπάθεια που τρέφει ο Θεοδωράκης για μένα είναι αυτή που αισθάνομαι εγώ για κείνον, ακριβώς όπως το λέει, σαν παιδί του, δηλαδή παιδί μιας περιόδου όπου οι εντάσεις όλων των ειδών υποδαύλιζαν την ιδέα πως η Αριστερά και η μουσική ήταν ένα και το αυτό, κάτι σαν κοινό σημείο φυγής προκειμένου να αποδράσει ο κόσμος από την κώφωση της δυτικής νεωτερικότητας. Φαίνεται, ωστόσο, πως ένα τμήμα της ψυχής μας ήταν ήδη κουφό ανεπανόρθωτα.

Πράγματι, νιώθω το ρίγος μιας παλιάς, αποσυντονισμένης έλξης γι' αυτόν τον άνθρωπο, μαζί με την ανυποχώρητη νοσταλγία για την εποχή που οι εμπειρίες διατηρούσαν ακόμη ένα ισχυρό νόημα κι εμείς τραγουδούσαμε στο λεωφορείο αντάρτικα και καπνίζαμε κρυφά, και η φύση έλαμπε ξαφνικά ανεπηρέαστη από την ηλιθιότητα της χούντας και όλοι έμοιαζαν ερωτευμένοι και μετρούσαν τις ώρες σαν εθελοντές σ' ένα κάλεσμα που θα ανέτρεπε τα όρια. Σίγουρα, ο Θεοδωράκης είναι ένας απ' τους τενόρους, τους πιο χαρακτηριστικούς, της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ιστορικής αφήγησης, άρα τον έχει κανείς στο αίμα του, θέλει δεν θέλει.

Επιπλέον, τα σκιρτήματα θαυμασμού για την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, ανεξαρτήτως του πώς και πού τη διοχέτευσε, δεν μου είναι άγνωστα. Συνοδεύονται, φυσικά, από μια νύξη θυμού επειδή ο Θεοδωράκης ενσαρκώνει, στη δημόσια σκηνή, το πελώριο έλλειμμα συναισθηματικής φιλαλήθειας των πατεράδων μας, το μειονέκτημα της σιωπής. Λέγεται συνήθως ότι τέτοια πρόσωπα μιλούν πολύ, όμως η εντύπωσή μου είναι ότι, μάλλον, οι βετεράνοι δεν μιλούν καθόλου και ποτέ, αφού ποτέ δεν πλησιάζουν τη σημαντικότερη απ' τις απορίες, τουτέστιν στο πού περίπου έγινε το λάθος. Συμπεριφέρονται σαν η σημερινή παράνοια να είχε προκύψει αναπάντεχα, όπως π.χ. μια επιδημία τύφου.

Ολοι ξέρουμε ότι το να κουβεντιάζει κανείς με τους αριστερούς εκείνης της γενιάς ισοδυναμεί με το να διαπιστώνει πόσο πρόθυμοι είναι, τώρα πια, να αναφερθούν σε σφάλματα ή ατυχίες, σε αιτίες πικρίας και σε λοξοδρομήσεις του συλλογικού υποκειμένου από την έντιμη προσέγγιση του στόχου. Εντούτοις, μιλώντας για λάθη, δεν εννοούν ποτέ κάτι βαθύτερο από λάθη στρατηγικής ή τακτικής. Μάλιστα, τους αρέσει, άπαξ και γίνει μνεία των αποφάσεων ενός συγκεκριμένου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, να κουνάνε το κεφάλι πάνω κάτω, μεμψιμοιρώντας. Σε πείσμα της αγιάτρευτης προσήλωσης στον ίσκιο του Στάλιν, δείχνουν αξιομνημόνευτη ικανότητα στη στωική αναθεώρηση μιας ολόκληρης αλληλουχίας δυσάρεστων «συγκυριών». Ετσι το θέτουν και πίνουν το κρασί τους και δεν ενοχλούν κανέναν. Σ' έναν κόσμο σαν τον σημερινό, όπου οι πάντες σε καλούν να παριστάνεις ότι αγνοείς τον θάνατο, τέτοιοι άνθρωποι εμπνέουν όντως σεβασμό.

Ομως ουδέποτε κατορθώνει κανείς να τους παρασύρει στην αμφιβολία σχετικά με αυτό που ήταν εξαρχής και ριζικά εγκατεστημένο με τρόπο σφαλερό στην καρδιά μιας πίστης η οποία απαιτούσε έναν τόσο βάναυσο διαχωρισμό των ανθρώπων σε ανώνυμες μονάδες, αφενός, και στην επαγγελματική πρωτοπορία των ειδικών της εξουσίας του κόμματος αφετέρου. Από δω πηγάζουν όλες οι διαστρεβλώσεις. Για να το πω λιγότερο βαρύγδουπα, δεν φαίνεται να έχουν την άνεση μιας απάντησης ούτε καν στο ερώτημα του γιατί η ΚΝΕ υποχρέωνε ανέκαθεν τα κοριτσάκια να βρουν έναν φίλο μέσα απ' την οργάνωση αποκλειστικά και στο αν η λίμπιντο ήταν, με τη σειρά της, μια υπεραξία. Το ερώτημα κάνει τους παλαίμαχους αγωνιστές να χαμογελούν αινιγματικά, δείχνοντας τα ούλα της. Εν ολίγοις, και ενδέχεται να τους το συγχωρέσει κανείς, δεν τους περνάει απ' το νου ότι, με το να είναι θύματα διωγμών, με το να είναι ήρωες ταξικών και πατριωτικών αγώνων, επέτρεψαν στη ζωή τους να πάψει να αναφέρεται ευθέως και σταθερά στην έννοια ανθρωπος. Απαγορεύεται το να θιγεί αυτή η παρενέργεια, επί ποινή θανάτου.

Και νά γιατί η Αριστερά ναυάγησε με την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, εν μία νυκτί. Απ' αυτή τη ματαίωση, οι παλαίμαχοι κληρονόμησαν τα κίνητρα διαιώνισης του συνωμοτικού τους ύφους, αυτό το κλείσιμο του εαυτού στις εκπλήξεις και τις χαλαρές συναισθηματικές δοσολοψίες, σαν καταδικασμένοι να ακολουθούν τη μοίρα μιας άκαμπτης καχυποψίας προς όλους εκείνους στους οποίους δεν μπορούν να απαντήσουν, με σαφήνεια, σχετικά με τη φύση του τραύματος, αφού δεν το αντέχουν οι ίδιοι. Από κει προέρχεται επίσης η έλλειψη χιούμορ και η στενότητα της φαντασίας.

Το λυπηρό συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι της γενιάς για την οποία μιλάω, οσονδήποτε μεγαλόκαρδης ή γενναίας, οσονδήποτε ηρωικής, δεν το εξετάζω εδώ, μιας γενιάς που βγήκε αιμόφυρτη από το σοκ του πολέμου δίχως να προλάβει καν να αντιληφθεί τι διακυβεύτηκε, επωμιζόμενη επιπροσθέτως τον παροιμιώδη ελληνικό διχασμό, λοιπόν, οι άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι εξαιρετικά αμήχανοι στις ανταλλαγές αγάπης κι έτσι βρήκαν στην αυστηρή πειθαρχία που προϋπέθετε το ιδεολογικό πλαίσιο ένα πρόσχημα παντός καιρού για να τηρήσουν απόσταση ασφαλείας από τα σώματα και τις ψυχές των παιδιών τους. Σκληρά καρύδια που έμελλε να υποστούν άνευ προηγουμένου εξευτελισμούς και μαρτύρια επειδή δεν καταδέχονταν να υπογράψουν μια δήλωση μετανοίας, είχαν ωστόσο αποδειχτεί, παρά την υπερηφάνειά τους, ή πιθανόν εξαιτίας της, σε εντυπωσιακό βαθμό ακατάλληλοι να εξωτερικεύσουν εκείνο που θα έπρεπε να έχει λάμψει προ πολλού σαν ήλιος στον ουρανό των διαπροσωπικών συγκινήσεων.

Ετσι, τα παιδιά τους, πόσο μάλλον τα εγγόνια, χτυπημένα απ' αυτή την ψυχρότητα, της οποίας η θεραπεία πολύ απείχε απ' το να εξασφαλίζεται με τις φιέστες της εθνικής συμφιλίωσης, προσχώρησαν οικειοθελώς και χωρίς δισταγμούς σ' έναν κόσμο απερίγραπτης αλλοτρίωσης, όπως ο σημερινός, βλέποντας πως, αν όχι οι πατεράδες τουλάχιστον τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, είχαν αλλάξει προφίλ με στροφή 360 μοιρών και είχαν γίνει στελέχη επιχειρήσεων, αντικαθιστώντας τα επιφωνήματα της παλιάς γλώσσας με τις εντολές του υπολογιστή και επιτυγχάνοντας πρωτοφανείς τροχιακές συμμετοχές στο σύμπαν των δορυφόρων του lifestyle - όλ' αυτά χωρίς να λύσουν τις εκκρεμότητές τους με τον προηγούμενο κόσμο, ουτε καν να αναρωτηθούν γι' αυτές. Η φήμη μιας τεράστιας απάτης έμοιαζε τώρα να κυκλώνει τη χώρα και ό,τι παλιά ενέπνεε δέος αποκαθηλώθηκε μια κι έξω, χωρίς διάλογο, δίχως μια στιγμή πένθους, για να απορροφηθεί από τη σκοτοδίνη του χαβαλέ των ΜΜΕ. Ανθρωποι σαν τον Μίκη Θεοδωράκη ούτε καν υποπτεύονται πόσο συνέβαλε η γενιά τους, άθελά της, σ' αυτή την παρακμή, ένεκα δηλαδή της απόστασης που τήρησε απ' τα ζητήματα της καρδιάς. Θα στενοχωρήσω τον Θεοδωράκη αν του πω ότι αυτή η υπεκφυγή είναι φανερή στις τυμπανοκρουσίες της μουσικής του.

Την επόμενη Κυριακή, θα τελέσουμε το πένθος του νεκρού που δεν λιώνει, όπως σωστά το θέτει ο Θεοδωράκης, και θα δούμε ότι αυτό το αποτρόπαιο θαύμα, αυτή η απολίθωση, δεν συνέβη πάντως με ευθύνη της δικής μου γενιάς, αλλά συνέβη επειδή ποτέ δεν μάθαμε ποιος είναι αυτός που οφείλαμε να πενθήσουμε, ποια ακριβώς ψυχική πληροφορία εξέπεμψε προς εμάς, τι ήταν εκείνο που τον τύφλωνε ώστε να μη βλέπει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην ΕΣΣΔ, γιατί δεν διαισθάνθηκε ότι είχε στρατευτεί στο όνειρο ενός πολιτισμού της τεχνολογίας, των όπλων, της αστυνόμευσης και του ανταγωνισμού. Πώς; Γιατί; Ισως τότε ο νεκρός αρχίσει να αποσυντίθεται και να πάψει να μας στοιχειώνει. Που θα πει ότι τον αγαπήσαμε στ' αλήθεια.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ